Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ταλέντο, ἔμπνευση καί ἐργασία

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ θάνατος τοῦ Μίκη Θεοδωράκη ἔφερε στό φῶς τῆς δημοσιότητας πολλά στοιχεῖα τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου του, πολύ γνωστά στούς εἰδήμονες, ἄγνωστα ὅμως στόν πολύ λαό. Δημοσιεύτηκαν ἄρθρα πού περιέγραφαν πλευρές τῆς ἰσχυρῆς μουσικῆς καί πολιτικῆς προσωπικότητάς του, πού δίνουν ἀφορμές (σέ ὅσους θέλουν νά σκέφτονται σοβαρά τά πολιτικά καί πολιτιστικά μας θέματα) νά ἐπανεκτιμηθῆ ἡ πορεία τοῦ ἔθνους μας, μέσα στίς σύγχρονες περίπλοκες συνθῆκες.

Ὁ ἐκλιπών ἦταν μιά προσωπικότητα μέ ἐθνικό κύρος, ὄχι στενά κομματικό. Μπορεῖ νά διαφωνῆ κανείς μέ ἐπιμέρους ἐπιλογές του, δέν μπορεῖ ὅμως νά ἀμφισβητήση τήν εἰλικρίνεια τῶν ἀγώνων του καί τήν πρόταξη, σέ κρίσιμες ἱστορικές στιγμές, τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος, βάζοντας σέ δεύτερη μοίρα τό ἀτομικό καί τό στενά κομματικό συμφέρον.

Εἶχε μιά ἀσυνήθιστη δημιουργική φλόγα, πού δέν περιοριζόταν στό πεδίο τῆς μουσικῆς, ἀλλά σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Γιά νά φανῆ τό εὖρος τῶν ἀντιλήψεών του καί ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ πολιτικοῦ καί πολιτισμικοῦ χαρακτήρα του, θυμίζουμε τήν ἐπιθυμία του, πού διατυπώθηκε σέ ἐπιστολή του πρός τόν πρόεδρο τοῦ ΚΚΕ, μέ τήν ὁποία ζητοῦσε νά μεριμνήσουν νά κηδευθῆ ὡς κομμουνιστής, ἀλλά καί μέ ἐκκλησιαστική ἀκολουθία στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Δείχνει ὅτι κατανοοῦσε κάπως διαφορετικά τόν κομμουνισμό, θεμελιωμένο σέ ἄλλες πολιτιστικές ρίζες, ἑνωμένο μέ τήν πνευματική παράδοση τοῦ λαοῦ, ξένο πρός τήν ἀντιθρησκευτική πολεμική πού ἐφαρμόστηκε σέ χῶρες, ὅπου στό παρελθόν κυριάρχησε.

Ἡ παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης, μέσα ἀπό τήν μουσική καί τήν ποίηση τοῦ παρελθόντος καί τοῦ παρόντος, εἶναι παροῦσα στό ἔργο του, στό ὁποῖο χρησιμοποιοῦνται ὅλα τά σύγχρονα ἐκφραστικά μέσα. Οἱ ἁπλοί ἀκροατές τῶν ἔργων του, οἱ χωρίς ἐξειδικευμένες μουσικές γνώσεις, βλέπουμε ὅτι μέσα στίς μουσικές καί ποιητικές δημιουργίες του ἡ παράδοση ἐνεργεῖ ὡς γονιμοποιός δύναμη. Δίνει καρπούς πού ἀνταποκρίνονται στά ἀκούσματα καί τίς ἀπαιτήσεις τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ἀλλά ἔρχονται, διαρκῶς ἀνανεούμενοι, ἀπό ἕνα πολύ βαθύ καί πλούσιο παρελθόν.

Κάποια, λοιπόν, ἀπό τά κείμενα πού δημοσιεύτηκαν μέ ἀφορμή τόν θάνατό του, δίνουν σέ μᾶς τήν ἀφορμή νά δοῦμε, παράλληλα πρός τά καλλιτεχνικά, πολιτιστικά καί πολιτικά πράγματα, κάποια θέματα, πού ἀφοροῦν τήν ἐκκλησιαστική ζωή, τήν ἐμπνευσμένη ἐν Χριστῷ ζωή, τήν δημιουργική, χωρίς αὐθαιρεσίες, πορεία μας ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στόν καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, δηλαδή τήν διαρκῆ ἐν Χριστῷ ἀνακαίνισή μας μέ μαθητεία καί ἀκενόδοξη μελέτη τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς τίς παρέδωσαν ἔγγραφες οἱ μαθητές Του καί τίς ἑρμήνευσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Σέ ἄρθρο τῆς Στεφανίας Μεράτου,διευθύντριας τῆς Μουσικῆς Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη», πού φιλοξενεῖ τό «Ἀρχεῖο Θεοδωράκη», γράφονται τά ἀκόλουθα πολύ σημαντικά: «Οἱ μελωδίες [τοῦ Μ. Θεοδωράκη] καί οἱ ρυθμοί του εἶναι συνυφασμένα μέ τίς χαρές καί τά πάθη πολλῶν γενιῶν, πού ἁπλά θά ἦταν διαφορετικές ἄν δέν ὑπῆρχε ἐκεῖνος. Μέ τό ἔργο του, τίς πράξεις του καί τόν λόγο του ἐπηρέασε τή ροή τῆς πρόσφατης ἱστορίας, ἀλλά καί τόν τρόπο πού τραγουδᾶμε, πού ἀκοῦμε μουσική καί ἀντιλαμβανόμαστε τόν κόσμο. Ἡ μαστοριά του καί τό χάρισμά του στή χρήση τῆς μελωδίας, τῆς ἁρμονίας, τῆς ἐνορχήστρωσης τοῦ δίνουν τή δύναμη νά ἐπικοινωνήσει μέ τό συναίσθημα τοῦ κοινοῦ του, τόσο σέ προσωπικό ὅσο καί σέ ὁμαδικό ἐπίπεδο»(Τεκμήρια μιᾶς πληθωρικῆς ζωῆς, Τό Βῆμα, 19.9. 2021).

Ὑπογραμμίζουμε: «Ἡ μαστοριά του καί τό χάρισμά του» τοῦ ἔδιναν «τή δύναμη νά ἐπικοινωνήσει μέ τό συναίσθημα τοῦ κοινοῦ του». Ὁ πολύς λαός κινεῖται μέ τό συναίσθημα, οἱ διανοούμενοι, πού κατά τόν Σεφέρη, «σκαρφαλώνουν στό ἴδιο τους κεφάλι» κινοῦνται μέ τήν ψυχρή λογική, ἡ καρδιά μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική σημασία τῆς λέξης, ὡς ὄργανο λογιστικό, εἶναι γνωστή μόνο στούς «πτωχούς τῷ πνεύματι», πού ἀθλοῦνται νομίμως γιά νά προαπολαύσουν ἐντός τους, ἀπό τώρα, τήν δόξα τῆς μέλλουσας βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ τό χάρισμα τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, μαζί μέ τήν ἔμπνευση πού χορηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, χρειάζεται μέθοδος —μαστοριά— στήν διατήρηση καί διαρκῆ ἀναζωπύρωση τοῦ χαρίσματος.

Οἱ ἐμπνευσμένοι ἄνθρωποι, οἱ δημιουργικοί, εἶναι διαπιστωμένο (καί ἀπό τήν περίπτωση τοῦ Μίκη Θεοδωράκη) ὅτι ἐπιδροῦν στούς συνανθρώπους τους καί στήν ροή τῆς ἱστορίας τους. Δέν ἐπηρεάζουν μόνο τόν τρόπο πού τραγουδᾶνε, ἤ ἀκοῦνε μουσική, ἀλλά καί τόν τρόπο πού ἀντιλαμβάνονται τόν κόσμο. Αὐτό εἶναι τό πλέον κρίσιμο (καί ἐπικίνδυνο) σημεῖο. Διότι ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα μεταδίδει ὅ,τι «πνεῦμα» ἔχει. Οἱ ταπεινοί, ἐμπνευσμένοι «μάστορες» τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, πού ἀδιάλειπτα, κατά τόν ὅσιο Σωφρόνιο, «μηχανεύονται τρόπους νά εἶναι μέ τόν Θεό», μεταδίδουν φῶς ζωῆς καί σωτηρίας, ὄχι ἀνώδυνα, βέβαια, ἀλλά μέ κόστος, πού πληρώνουν συνήθως ὅλοι οἱ ἐμπνευσμένοι δημιουργοί.

Ἡ Στεφανία Μεράτου, γράφει: «Ὁ Θεοδωράκης συνθέτει, γράφει, ὀργανώνει, ἠχογραφεῖ, περιοδεύει, ἀγορεύει, διαμαρτύρεται, τραγουδάει, μελετάει καί ἀγωνίζεται ἐνῶ παράλληλα φυλακίζεται, ἐξορίζεται, βασανίζεται καί ὑποφέρει, τόσο αὐτός ὅσο καί ἡ οἰκογένειά του»(ὅ.π.). Τήν δημιουργία καί δράση ἀκολουθοῦσε ἡ φυλακή, ἡ ἐξορία, ὁ βασανισμός.

Ἀξιοσημείωτα εἶναι καί τά ἀκόλουθα πού σημειώνει ἡ κ. Μεράτου: «Ἀπό τά πρῶτα στάδια τῆς τακτοποίησης τοῦ ἀρχείου, διαδικασία πού διήρκησε περίπου δύο χρόνια, διαπιστώνει κανείς ὅτι πρόκειται γιά ἕναν ἀκατάπαυστα καί μεθοδικά ἐργαζόμενο δημιουργό, ὁ ὁποῖος καταγράφει τίς ἰδέες του σέ ὁποιοδήποτε μέσο μπορεῖ (τετράδιο, σημειωματάριο, χαρτοπετσέτες ἤ καί πακέτο τσιγάρων). Ὅλο αὐτό τό προϊόν δέν εἶναι βέβαια ἀποτέλεσμα μόνο τοῦ ταλέντου του, ἀλλά καί τοῦ πάθους καί τῆς ἀφοσίωσης στούς σκοπούς του καί τῆς συστηματικῆς ἐργασίας μέ σῶμα καί ψυχή»(ὅ.π.).

Τό τεράστιο μουσικό ἔργο δέν εἶναι προϊόν μόνο τοῦ ταλέντου, ἀλλά καί τοῦ πάθους, τῆς ἀφοσίωσης στούς σκοπούς του καί τῆς συστηματικῆς ἐργασίας μέ σῶμα καί ψυχή. Κάθε ἔργο, γιά νά πραγματοποιηθῆ μέ πληρότητα, χρειάζεται «πάθος», ἐννοεῖται ἀγάπη, χρειάζεται καί προσήλωση στόν σκοπό, δέν πρέπει νά διασπᾶται ἡ προσοχή σέ δευτερεύοντα πράγματα ἤ ἀκόμη καί σέ σημαντικά, ἀλλά ξένα πρός τόν σκοπό. Καί ἐπίσης χρειάζεται συστηματική ἐργασία, σωματική καί ψυχική. Κάθε ἐπιτυχία προϋποθέτει ἀγάπη, προσήλωση, κοπιώδη ἐργασία. Αὐτά ἰσχύουν στό πεδίο τῶν ἀνθρώπινων δραστηριοτήτων, ἰσχύουν καί στό πεδίο τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Κανείς δέν εἰσῆλθε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετ’ ἀνέσεως.

Θά κλείσουμε μέ μιά παρατήρηση τοῦ Τ. Θεοδωρόπουλου σέ ἄρθρο του μέ τίτλο: «Τρεῖς κηδεῖες καί μιά πτώχευση»(Καθημερινή, 12.9.2021). Ἀναφέρεται στίς κηδεῖες τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1943, τοῦ Γιώργου Σεφέρη, τόν Σεπτέμβριου τοῦ 1971 καί τοῦ Μίκη Θεοδωράκη. Στήν περίπτωση τοῦ Μίκη Θεοδωράκη σχολιάζει τήν ἔκφραση: «Ὁ τελευταῖος τῶν μεγάλων», μέ τήν ὁποία κατά τήν γνώμη του «ξεμπέρδεψαν» ἀπό τήν ὀφειλόμενη τιμή κάποιοι ἀπό τούς ὑποχρεωμένους νά τόν τιμήσουν. Γράφει:

«Δέν σοῦ περνάει ἀπ’ τό μυαλό πώς μέ αὐτόν τόν τρόπο [χαρακτηρίζοντάς τον «ὁ τελευταῖος τῶν μεγάλων»] τόν ἀδικεῖς; Εἷναι σάν νά τοῦ λές πώς ὁ κόπος του πέρασε, ἀλλά ὁ σπόρος του δέν ἔπιασε. Ποιά εἷναι ἡ Ἑλλάδα πού ἀκουμπάει στό φέρετρο τοῦ Μίκη;». Γιά τήν καθημαγμένη Ἑλλάδα τοῦ 1943 καί τήν Ἑλλάδα 1971, πού τήν ταλαιπωροῦσε τό καθεστώς τῆς δικτατορίας, γράφει, ὅτι «εἶχαν ἀποθέματα δημιουργικότητας. Εἶχαν ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις τους. Δέν εἶπαν ποτέ ὅτι θάβουν τόν “τελευταῖο τῶν μεγάλων”. Περίμεναν τόν μεγάλο πού θά πάρει τή θέση του».

Καί συμπληρώνει: «εἶναι ἡ διαφορά τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας ἀπό τό παρελθόν της. Ἔχει χάσει τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό της. Δέν πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά βγάλει πιά “μεγάλους”. Καί γι’ αὐτό αἰσθάνεται ἀμήχανη στίς κηδεῖες. Εἶναι σάν νά κηδεύει τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό. Αὺτή εἷναι ἡ πραγματική μας πτώχευσῃ».

Αὐτή ἡ «πτώχευση» ἔφερε στό νοῦ μας τήν «πνευματική πτώχευση» τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί δικῶν μας θεολόγων αἰχμαλωτισμένων στό πνεῦμα δυτικῶν ἤ σλαβόφιλων Ρώσων στοχαστῶν καί θεολόγων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μετά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ἤ τόν Μέγα Φώτιο δέν γεννᾶ πλέον Πατέρες. Θεωροῦν ὅτι τούς ἀντικατέστησαν οἱ διανοητικοί σχολαστικοί θεολόγοι, πού γιά νά θεολογήσουν «σκαρφαλώνουν στό κεφάλι τους», φορτώνουν τήν λογική τους μέ περίπλοκες κατασκευές διανοητικῆς φαντασίας καί ἀγνοοῦν τήν ἁπλότητα καί καθαρότητα τῆς καρδιᾶς μέσα στήν ὁποία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.

Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν ἔπαψε νά γεννᾶ Πατέρες καί μεγάλους Ἁγίους ἕως στίς μέρες μας. Καί ὅταν τούς κηδεύη, καλλιεργεῖ τόν σπόρο τοῦ βίου καί τῶν διδασκαλιῶν τους ἀνασταίνοντας νέα κλήματα στόν ἀμπελώνα της, πού καρπογονοῦν καρπούς μεστούς θεολογίας, ἡ ὁποία ἀνοίγει θύρα ζωῆς αἰώνιου, σέ ὅσους μέ ἁπλότητα καί σοφία τήν προσλαμβάνουν.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ