Γράφτηκε στις .

Ἡ νοοτροπία τῶν νεογνωστικῶν καί τῶν νεοκαθαρῶν

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Πρέπει νά διαβάζουμε ἱστορία, καί μάλιστα ἐκκλησιαστική ἱστορία, γιά νά διδασκόμαστε ἀπό αὐτήν. Διότι ὅλα τά γεγονότα ἐπαναλαμβάνονται διαμέσου τῶν αἰώνων μέ διάφορες μορφές. Μέσα σέ αὐτά τά ἐπαναλαμβανόμενα γεγονότα εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ γνωστικισμοῦ καί ἡ αἵρεση τῶν καθαρῶν. Αὐτά ἦλθαν στήν σκέψη μου, βλέποντας διάφορες κινήσεις τῶν ἀντιεμβολιαστῶν μεταξύ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων.

Ὁ γνωστικισμός ἦταν ἕνα φιλοσοφικό καί θρησκευτικό κίνημα στήν Ρωμαϊκή ἐποχή πού εἶχε ἔντονα τόν συγκρητιστικό χαρακτήρα. Αὐτό ἐκδηλώθηκε καί πρίν τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά κατά τόν 2ο καί 3ο αἰώνα μ.Χ. τό κίνημα αὐτό προσέλαβε καί χριστιανικά στοιχεῖα καί ἐμφανίσθηκε σέ μεγάλο βαθμό μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο.Ἐκεῖνο πού μέ ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ Χριστιανοί Γνωστικοί ἦταν διαρχικοί, πίστευαν στόν θεό τοῦ κακοῦ καί τόν θεό τοῦ καλοῦ, καί παρερμήνευαν χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέ ἀπόψεις πού μεταβιβάστηκαν σέ αὐτούς μέ ἀπόκρυφο τρόπο. Ἦταν μιά μορφή χαρισματούχων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες ἀντιμετώπισαν τούς Γνωστικούς, καί μάλιστα αὐτό τό ἔκανε ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λουγδούνου (Λυῶνος) μέ τό ἔργο του «Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως». Στό ἔργο αὐτό ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Χριστός παρέδωσε τήν διδασκαλία Του στούς Ἀποστόλους καί ὅλη ἡ ἀλήθεια δόθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί αὐτή παραμένει στήν Ἐκκλησία καί ἐκφράζεται μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι, ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στήν διδασκαλία τῶν διαδόχων τῶν Ἀποστόλων πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι καί κατήρτισε ἐπισκοπικούς καταλόγους. Ἔξω ἀπό αὐτήν τήν ἀποστολική διαδοχή δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀλήθεια. Ἡ διδασκαλία τῶν Γνωστικῶν στηρίζεται στήν φαντασία καί ὄχι στήν ἐμπειρία.

Ἑπομένως, ὅταν ἀναφύονται διάφοροι «χαρισματοῦχοι» πού ἐκφράζουν μερικές ἀλήθειες ἔξω ἀπό τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας μέ μιά ἐγωϊστική αὐτοπροβολή, μπορεῖ νά χαρακτηρισθοῦν ὡς νεογνωστική νοοτροπία. Καί αὐτό ἔχει τήν σημασία του, γιατί ὑφίσταται στενή σχέση μεταξύ θεσμοῦ καί χαρίσματος, ὁπότε οὔτε ὁ θεσμός λειτουργεῖ ἔξω ἀπό τό χάρισμα, οὔτε καί τυχόν χαρισματοῦχοι λειτουργοῦν ἔξω ἀπό τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ταυτίζονται τά κανονικά καί χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον σήμερα χρειάζεται ἔντονη ἐσωτερική προσευχή καί μεγάλη προσοχή γιά νά μή διασπᾶται ὁ ἱερός θεσμός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό παρουσιαζομένους ὡς χαρισματούχους, οὔτε οἱ φερόμενοι ὡς χαρισματοῦχοι νά διασπῶνται [ χωρίζονται ] ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἡ αἵρεση τῶν Καθαρῶν ἐμφανίσθηκε σέ ὅλους τούς αἰῶνες, κυρίως στόν δυτικό χῶρο, μάλιστα στήν Γαλλία τοῦ 13ου αἰώνα, ὅπου ἐμφανίσθηκαν οἱ «Ἀλβιγηνοί» –ἀπό τήν πόλη Ἀλμπί– καί προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική λέξη «καθαροί» πού συμβόλιζε τήν ἁγνότητα. Αὐτοί δέν ἀναγνώριζαν τήν «Καθολική Ἐκκλησία» καί τόν Πάπα, πού διακατέχονταν ἀπό φεουδαλιστικές ἀρχές.

Ὅμως, ἡ αἵρεση τῶν Καθαρῶν ἐμφανίσθηκε καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί προερχόταν ἀπό Χριστιανούς οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαρχικές ἀπόψεις, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες στόν κόσμο ὑπάρχει ἡ ὕλη πού προῆλθε ἀπό τόν διάβολο καί εἶναι κακή, καί τό πνεῦμα πού εἶναι ἀγαθό καί δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἐπίσης, πίστευαν ὅτι τόν κόσμο διευθύνει ὁ διάβολος-σατανᾶς. Οἱ Καθαροί συνδέονται μέ τούς Γνωστικούς, τούς Μασαλιανούς κλπ. Ἡ Ἐκκλησία σαφῶς ἀπέρριψε τίς διαρχικές καί δυαλιστικές αὐτές ἀπόψεις, διότι σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὁ διάβολος λέγεται κοσμοκράτωρ, ὄχι γιατί κυριαρχεῖ σέ ὅλον τόν κόσμο, ἀλλά ἔχει ἐξουσία μόνον σέ αὐτούς πού τόν ἀποδέχονται, ἐνῶ ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ἡ ἄποψη μερικῶν σήμερα πού θεωροῦν ὅλα τά ὑλικά πράγματα ὡς δαιμονικά, ὡς σατανοκρατούμενα καί τά ἀπορρίπτουν γιά νά διατηρήσουν τήν καθαρότητα καί μέμφονται ὡς ἐκπεσόντες αὐτούς πού τηροῦν τά ὑγιειονομικά μέτρα σέ καιρό πανδημίας, συνιστᾶ τήν αἵρεση τῶν καθαρῶν, πού εἶναι ἕνας μανιχαϊσμός.

Τελικά, τό φάρμακο μέ τό ὁποῖο ἀντιμετωπίζονται οἱ σύγχρονες νοοτροπίες τῶν νεογνωστικῶν καί τῶν καθαρῶν, εἶναι τό νά βασιζόμαστε στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Δίνω βαρύτερη σημασία στά συλλογικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, παρά σέ ἀμφιβόλου προελεύσεως αὐτοπροβαλλόμενους ὡς «χαρισματούχους». Καί ἄν γίνη κάποιο λάθος στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό μπορεῖ νά διορθωθῆ μέ τούς χαρισματούχους πού ζοῦν στήν Ἐκκλησία καί ἀναφέρονται σέ αὐτήν.