Skip to main content

Γενική ἐπισκοπική ἐπιτροπεία Ναυπακτίας

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου

Πρόπλασμα τῆς Ἐπισκοπῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα

Μετά τόν θάνατο τοῦ γνωστοῦ μας Πορφυρίου τοῦ Βυθινοῦ πού διετέλεσε, ὅπως ἀναφερθήκαμε σέ προηγούμενα ἄρθρα, Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου καί ἀπέθανε τό 1838 ὡς Ἀκαρνανίας, ἀνέλαβε τή διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς Ἐπισκοπική Ἐπιτροπή (1838-1841). Ἀπό τό 1841-1847 ἐξελέγη ὁ Ἱερόθεος ὁ ἀπό Ἐπιδαύρου Λιμηρᾶς, ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε τό 1847, γιά νά ἀναλάβει Ἐπισκοπική Ἐπιτροπή μέ Γενικό Ἐπισκοπικό Ἐπίτροπο, πού διοικοῦσε ὁλόκληρη τήν Αἰτωλοακαρνανία (καί τίς ἕξι (6) ἐπαρχίες).

Ἀπό μία δέσμη ἐγγράφων, πού μοῦ παρεχώρησε εὐγενῶς ὁ ἱστοριοδίφης Νίκος Δεδόπουλος, ἐμφανίζεται ὁ Πρωτοσύγκελλος Διονύσιος Δεσποτόπουλος, ἀνεψιός τοῦ ἐπισκόπου Λιδωρικίου Ἰωαννικίου (1808-1831). Τό ἐπώνυμο Δεσποτόπουλος προῆλθε ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ θείου του δεσπότη καί πρός τιμήν του. Τό ἀρχικό ἐπώνυμο εἶναι ἄγνωστο. Ἤδη στό βιβλίο μου Ἀρχαία Αἰτωλία τοῦ M. Bazin (σσ. 198-207) δημοσίευσα σχετικά ἔγγραφα γιά ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος καί Τοποτηρητής τῆς χηρεύσασας ἐπισκοπῆς Λιδωρικίου μέχρι τό 1833 πού ἱδρύθηκε ἡ Ἐπισκοπή Φωκίδος.

Ὁ Διονύσιος μέ ἀναφορά του (12 Μαΐου 1849) πρός τήν Ἱερά Σύνοδο διεκτραγωδεῖ τήν κατάσταση αὐτοῦ καί τῆς οἰκογένειας τοῦ θείου του ἐπισκόπου. Γράφει: «Κατά τον Ἰούλιον τοῦ 1847 ἐκ τῆς τρομερᾶς ἐκείνης ληστρικῆς συμμορίας ἐπιπεσούσης αἴφνης εἰς τήν οἰκίαν μας ἐν τῷ χωρίῳ Κύσσελης [Πάνορμος] τοῦ Δήμου Τολοφῶνος τῆς Ἐπαρχίας Δωρίδος καί ἀφοῦ ἔπραξεν εἰς τούς οἰκιακούς μου μυρία βάσανα, σκληρά καί ἀπάνθρωπα καί ἰδίως εἰς ἐμέ, ἐπί τοῦ σώματος τοῦ ὁποίου καί καιρίας πληγάς μέ κατακεκαυμένον ἔλαιον ἐπέφερε, διαφαινομένων εἰσέτι τῶν οὐλῶν τῶν πληγῶν, ἀφήρεσεν ἅπασαν την κινητήν καί χρηματικήν κατάστασίν μας καί μετ’ αὐτῆς ὅλα τά ἐνδύματά μας καί αὐτά τά σωζόμενα ἀργυρᾶ ἱερά σκεύη καί ἐκκλησιαστικά ἄμφια, ἐμοῦ καί τοῦ μακαρίτου θείου μου Ἀρχιερέως». Ὅλα αὐτά ἐπισημαίνει εἶναι γνωστά στήν ἐπαρχία καί στίς ἀρχές. Ἡ σύνταξη πού παίρνει ἀπό τό κράτος δέν ἐπαρκεῖ καί ζητεῖ ἀπό τήν Ἱ. Σύνοδο «μίαν ἐκ τῶν προσωρινῶν ἐπισκοπῶν τοῦ Κράτους, δι’ ἧς ν’ ἀπολαμβάνω τά πρός ζωάρκειαν καί ἀπολύτως ἀναγκαῖα ἐμαυτοῦ τε καί τῆς οἰκογενείας τοῦ μακαρίτου Λιδωρικίου».

Στίς 27 Μαρτίου 1849 ἐπανέρχεται καί μέ νέα ἀναφορά πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τονίζοντας: «Ὁποῖοι οἱ κατά τήν ἐπανάστασιν ἀγῶνας καί θυσίας ἐμοῦ τε καί της οἰκογενείας μου, ὡς καί οἱ πολυχρόνιοι εἰς τήν ἐκκλησίαν ὑπηρεσία μου περιττόν νομίζω νά ἀπασχολήσω τάς ἀκοάς τῆς Ἱερᾶς ταύτης Συνόδου μνημονεύων αὐτάς».

Στή συνέχεια ζητεῖ, ἐφόσον δέν καταστεῖ δυνατός ὁ διορισμός του σέ κάποια ἀπό τίς χηρεύουσες ἐπισκοπές, νά ἐνεργήσει ἡ Σύνοδος γιά νά αὐξηθεῖ ἡ σύνταξή του.

Ἡ Σύνοδος μέ τό ἀπό 2 Ἰουνίου 1849 ἔγγραφο πρός τό ‘Υπουργεῖον Ἐκκλησιαστικῶν ζητεῖ ἀπό αὐτό νά ἐνεργήσει γιά τήν αὔξηση τῆς μικρῆς σύνταξης πού λαμβάνει ἀπό τόν χρόνο τῆς κατάργησης τῆς θέσεως τῶν πρωτοσυγκέλλων. «ἕνεκεν τῶν ἐν τῷ διαστήματι τοῦ ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας ἀγῶνος».

Τό Ὑπουργεῖο στίς 12 Νοεμβρίου 1849 ἀπαντᾶ ὅτι γιά νά αὐξηθεῖ ἡ σύνταξη ἀπαιτεῖται νόμος «ἡ δέ κατασκευή τοιούτου νόμου δέν φαίνεται ἐπί τοῦ παρόντος τόσον εὔκολος, διά τοῦτο συνιστῶμεν αὐτόν εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον, ἵνα ὡς ὑπηρετήσαντα καί πρότερον εἰς διεξαγωγήν πνευματικῶν ὑποθέσεων, λάβῃ αὐτόν ὑπόψιν ἐν ἁρμοδίᾳ περιπτώσει».

Ὁ νέος Ὑπουργός Ν. Χρυσόγελος στίς 26 Ἀπριλίου 1850 ἐπανέρχεται «κατ’ ἐπιταγήν τοῦ Βασιλέως» καί ζητεῖ ἀπό τήν Ἱεράν Σύνοδον νά διορίσει τόν Διοσύνιο σέ κάποια ἐκκλησιαστική θέση. Κατόπιν τούτου ἡ Σύνοδος μέ ἐγγραφό της πρός τόν Γενικόν Ἐπισκοπικόν Ἐπίτροπον Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας γνωστοποιεῖ ὅτι «Ὁ Πρωτοσύγκελλος Διονύσιος Δεσποτόπουλος διωρίσθη Γενικός Ἐπισκοπικός Ἐπίτροπος εἰς τήν μέχρι τοῦδε ὑπαγομένην εἰς τήν δικαιοδοσίαν ὑμῶν ἐπαρχίαν Ναυπακτίας κατά τά πολιτικά αὐτῆς ὅρια».

Ἡ Σύνοδος στή συνέχεια ἀποστέλλει ἐγκύκλιον πρός τό χριστεπώνυμον πλήρωμα τής Ναυπακτίας ἀναγγέλλουσα τόν διορισμόν καί στίς 15 Μαΐου1850 λεπτομερεῖς ὁδηγίες πρός τόν Διονύσιον γιά τά καθήκοντά του, τά ὁποῖα ταυτίζονται μέ ἐκεῖνα τοῦ κανονικοῦ ἐπισκόπου, πλήν βεβαίως τῶν χειροτονιῶν. Ἐπίσης νά διατηρήσει τούς ὑπάρχοντας ἐπιτρόπους, πλήν τῆς Ναυπάκτου, ὅπου θά ἐπιτροπεύει ὁ ἴδιος. Κατόπιν τούτου ἀνακοινώθηκε ὁ ἐπαναδιορισμός τῶν ἱερομονάχων Ἀνθίμου Ζωσιμᾶ τῆς διαλυμένης Μονῆς Κρουτουλιστίων ὡς ἐπιτρόπου Ἀποδοτίας μέ ἕδρα τήν Μεγάλη Λομποτινά καί τοῦ ἱερομονάχου καί πρώην ἡγουμένου τῆς διαλυμένης Μονῆς Χώμορης Κυρίλλου ὡς ἐπιτρόπου τοῦ Προσχίου μέ ἕδρα τή Χώμορη.

Ὁ Διονύσιος στίς 29 Μαΐου1850 ὑποβάλλει ἀπό τό Λιδωρίκι ἀναφορά πρός τήν Ἱ. Σύνοδο, τήν ὁποία λόγῳ τοῦ γενικότερου ἐνδιαφέροντος τήν καταχωροῦμε ὁλόκληρη: «Χαρᾶς ἐνεπλήσθην ἀπείρου λαβών παρά τῆς Ἱ. Συνόδου τόν διορισμόν μου, ἥτις εὐαρεστηθεῖσα μέ διώρισεν Γεν. Ἐπίτροπον εἰς τήν Ἐπαρχίαν Ναυπακτίας. ‘Υπερευγνωμονῶ δέ εἰς τήν Ἱ. Σύνοδον τήν ἐπιβλέψασαν ἤδη εἰς ἕνα ἀρχαῖον κληρικόν ἀγωνιστήν, καί ἐν ταὐτῷ οἰκογενειάρχη . ἀλλ’ ὅσον ἀφ’ ἑνός ἐνεπλήσθην χαρᾶς, τόσον ἀφ’ ἑτέρου ἐλυπήθην μεγάλως μή διασωθείς πρεπόντως δι’αὐτῆς. Διό καί θά δῶ διά τῆς ταπεινῆς μου [ἀναφορᾶς]νά καθυποβάλω ὑπ’ ὄψιν της τά ἑξῆς δίκαια παράπονά μου.

Πρῶτον, ἁγία καί Ἱ. Σύνοδος, ἡ Ἐπαρχία αὕτη ὁμολογουμένως εἶναι ἡ πτωχοτέρα τῶν ὁμόρων της ἄλλων ἐπαρχιῶν καί οἱ κάτοικοι αὐτῆς σχεδόν ἅπαντες εἰσίν ἐπαῖται καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατον νά ἐπαρκέση ὥστε, διά τῶν 16 λεπτῶν, ἅτινα ἀνέκαθεν ὡς Ἀρχιερατικά δικαιώματα, ἑκάστη οἰκογένεια δίδει, νά προσπορίζωμαι ἀρκούντως τά πρός ζωάρκειαν ἐμοῦ τε καί τῆς πολυαρίθμου οἰκογενείας τοῦ μακαρίτου Λοιδωρικίου θείου μου, ἐπικειμένης ἁπάσης εἰς τόν τράχηλόν μου.

Δεύτερον, τό παρελθόν ἔτος κατά μῆνα Μάϊον ἐξέθεσα διά ἀναφορᾶς μου ἐκτραγωδούσης εἰς τήν Ἱ. Σύνοδον τήν ἐπελθοῦσαν μοι ἤδη πρό 3 ἐτῶν, ὡς εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν, φρικτήν ἐκείνην ληστείαν, καί τῆς ὁποίας ὑπέστην ὠμῶς καί ἀπανθρώπως κακώσεις ὑπό τῶν ἀνθρωπομόρφων ἐκείνων ληστῶν, οἵτινες διαρπάσαντες ἅπασαν τήν περιουσίαν μας μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ χιτῶνος, ὡς καί αὐτά εἰσέτι τά ἱερατικά ἄμφια τοῦ τε μακαρίτου θείου μου και ἐμοῦ, καί βασανίσαντες ἀνηλεῶς μέ κοχλάζον ἐπί τά στήθη μου ἔλαιον ἐμέ τε καί τήν ἀθλίαν οἰκογένειάν μου, μᾶς ἄφησαν γυμνοτέρους ὑπέρου. Τήν συμφοράν δέ ταύτην ἐξέθεσα δι’ἀναφορᾶς μου εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον, ἐξαιτούμενος παρ’ αὐτῆς γενναίαν περίθαλψιν καί τῶν θλιβερῶν δεινῶν μου ἀνακούφισιν, καί τοῦτο κεχηνώς περίμενον. Ἀλλά ἡ Ἱ.Σ. δι’ ὅλα ταῦτα, εὐηρεστήθη νά μοί χορηγήση τήν πτωχοτέραν ἐπαρχίαν, ὥστε, παυσαμένης τῆς συντάξεώς μου, νά μήν δύναμαι κἄν τόν ἐπιούσιον ἄρτον χορταρικῶς νά τρώγω.

Τρίτον ὁ ὑποκλινής δοῦλος της, ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, χρηματίσας ἐκτελεστικός Τοποτηρητής εἰς τήν Ἐπαρχίαν Δωρίδος καί Πρωτοσύγκελλος ἔπειτα εἰς τήν Ἐπαρχίαν Εὐβοίας, ἐκτελεστικός Ἐπίτροπος διαλυθεισῶν τῶν πρωτοσυγκελλιῶν, εἰς τήν ἰδίαν ὑπηρέτησα πιστῶς τά ἐπιβληθέντα μοι καθήκοντα διεξάγων αὐτά μετά ζήλου και ἀφοσιώσεως.

Ἐάν δέ ἡ Ἱερά Σύνοδος ἤθελέ μοι χορηγήση καί τήν ὅμορον αὐτῆς ἐπαρχίαν Εὐρυτανίας, ἤθελον διά τῶν δύο τούτων δυνηθῇ καί τοῦ ἐπαγγελματός μου ἀξίως νά ζῶ καί ἀνέτως ὁπωσοῦν νά διατρέφωμαι, καί ἑπομένως ἤθελον δικαιώσῃ ἕνα ἀρχαῖον κληρικόν ἀγωνιστήν πληρέστατα. Ἄλλωστε, ἐάν ἡ Ἱ. Σύνοδος δέν συγκατανεύσῃ νά μοι παράξῃ καί τήν Ἐπαρχίαν Εὐρυτανίας, ἄς εὐαρεστηθῇ τήν δικαίαν χορηγουμένην παρά τῆς Σ. Κυβερνήσεως συντάξεώς μου εἰς τό ‘Υπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν νά ὑποστηρίξη, καί τότε δύναμαι εἰς τήν θέσιν μου εὐθύς νά ἐπέλθω.

Πεπεισμένος δέ ὅτι ἡ κοινή μήτηρ μοι ἁγία καί Ἱ.Σ. θέλει εἰσακούσῃ τά ἀνωτέρω θερμά δίκαια παράπονά μου καί ἀναμένω, μέχρις ὅτου διευθετήσω τάς οἰκιακάς μου ὑποθέσεις, σεβαστήν διαταγήν της ὁδηγουμένη εἰς τά περαιτέρω.

Ὑποσημειοῦμαι μέ βαθύτατον σέβας
Εὐπειθέστατος
Πρωτοσύγκελλος Διονύσιος Δεσποτόπουλος».

Μέ τήν αὐτή ἡμερομηνία ὑποβάλλει αἴτηση στό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν μέ ἀνάλογο περιεχόμενο καί κύριο αἴτημα τήν διατήρηση τῆς σύνταξης.

Μέ τήν ἀπό 14 Ιουνίου 1850 ἀναφορά του ὁ Διονύσιος γνωστοποιεῖ στή Σύνοδο ὅτι ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ἀπό τίς 12 Ιουνίου 1850.

Τό Ὑπουργεῖο μέ τό ἀπό 30 Ἰουνίου 1850 ἐγγραφό του πρός τήν Ἱ.Σ. γνωρίζει ὅτι ἡ διατήρηση τῆς σύνταξης δέν ἐπιτρέπεται ἐκ τοῦ νόμου καί εἰσηγεῖται νά δοθεῖ στόν Πρωτοσύγκελλο καί ἡ επιτροπεία τῆς Εὐρυτανίας.

Ἡ Σύνοδος μέ τό ἀπό 13 Ἰουλίου 1850 ἔγγραφό της πρός τό ‘Υπουργεῖο ἀπαντᾶ πρός αὐτό ὅτι «ἄλλην ἐπαρχίαν δέν δύναται αὔτη νά προσθέσῃ εἰς τήν Γενικήν Ἐπισκοπικήν Ἐπιτροπείαν Ναυπακτίας».

Ἀκολουθεῖ ἀναφορά (6 Νοεμ. 1850) τοῦ Διονυσίου πρός τήν Σύνοδον μέ τήν ὁποίαν ἀναφέρει ὅτι στήν περιοδεία του στην ἐπαρχία Ναυπακτίας παρά «τάς κακοπαθείας τάς ὁποίας ὑπέστην περιφερόμενος ἀπό χωρίον εἰς χωρίον εὐλογῶν καί ἁγιάζων τούς χριστιανούς καί προτρέπων αὐτούς εἰς τά ἀληθῆ τῆς θρησκείας μας καθήκοντα, δέν ἠδυνήθην νά εἰσπράξω οὐδέ τά δύο τρίτα τῆς προχορηγηθείσης μοι συντάξεως ἀπό τά δικαιώματα ἱερά καί τυχηρά, καθώς δέ προεξέθεσα ἡ επαρχία αὕτη τῆς Ναυπακτίας εἶναι ἡ πτωχοτέρα καί δυστυχεστέρα πάντων τῶν ἄλλων ὡς ἔχουσα ὁμολογουμένως κανονικά δικαιώματα μόνο 16 λεπτά ἡ οικογένεια…».

Ὑπό τήν πίεση τῶν πραγμάτων καί τῶν ἀληθῶν δικαίων τοῦ Διονυσίου ἡ Σύνοδος συναίνεσε στήν προσθήκη καί τῆς Ἐπαρχίας Εὐρυτανίας στήν δικαιοδοσία του ὡς Γενικοῦ Ἐπισκοπικοῦ Ἐπιτρόπου (ἔγγραφα:11 Μαρτίου 1851 πρός τόν κατά τήν Ἀκαρνανίαν Γ.Ε.Ε., 31 Μαρτίου 1951 πρός τόν κατά τήν Ναυπακτίαν Γ.Ε.Ε., 31 Μαρτίου 1851 πρός τό Ὑπουργεῖον Ἐκκλησιαστικῶν).

Ἔτσι προετοιμάσθηκε ἡ Ἵδρυση τῆς Ἐπισκοπῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας, ἡ ὁποία ἀποτελέσθηκε ἀπό τίς δύο (2) ἀπό τίς ἕξι (6) ἐπαρχίες τοῦ Νομοῦ Αἰτωλοακαρνανίας, σύμφωνα μέ τόν νόμο Σ/1852 μέ πρῶτο ἐπίσκοπο τόν Ἄνθιμο Ὀλύμπιο (1852-1881).

Τί ἀπέγινε ὁ Διονύσιος; Παρέμεινε στήν Ἐπισκοπή Ναυπακτίας ὡς Πρωτοσύγκελλος, ἀνέλαβε ἄλλη ἐπισκοπή; Δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε πρός το παρόν ἀπό ἔλλειψη στοιχείων.

  • Προβολές: 1017