Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης, 20 Ἰανουαρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης, 20 ἸανουαρίουὉ ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, ἤτοι τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Εἶχε τήν εὐθύνη τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων στήν Ἀφρική, καί μέ διαφόρους τρόπους κατάφερε νά πλουτίση σέ βάρος τῶν ἄλλων. Ἦταν φιλάργυρος, σκληρόκαρδος καί ἀνελεήμων. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας φτωχός καί τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη καί ἐκεῖνος τόν ἔδιωξε μέ ἀπότομο τρόπο. Ὁ φτωχός, ὅμως, δέν ἔφευγε καί ἐπέμενε φορτικά νά ζητᾶ. Τότε γεμάτος ἀγανάκτηση καί θυμό ἅρπαξε ἕνα ζεστό ψωμί, πού ἔτυχε νά μεταφέρη ἐκείνη τήν στιγμή ὁ δοῦλος του ἀπό τόν φοῦρνο, καί τό πέταξε μέ δύναμη, σάν πέτρα, στόν φτωχό γιά νά τόν τραυματίση. Ἐκεῖνος, ὅμως, τό πῆρε, εὐχαρίστησε καί ἔφυγε. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ὁ Πέτρος ἀρρώστησε βαριά καί αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό του νά βρίσκεται μπροστά σέ κριτήριο, ὅπου τοῦ ἐζητεῖτο ἀπολογία γιά ὅσα ἔπραξε στήν ζωή του. Εἶδε μιά ζυγαριά καί στό ἀριστερό μέρος της νά εἶναι συγκεντρωμένοι ἄγριοι ἄνθρωποι μέ σκοτεινό πρόσωπο, πού τοποθετοῦσαν ἐκεῖ τίς κακές του πράξεις. Ἐνῶ στό δεξί μέρος τῆς ζυγαριᾶς ἔβλεπε λευκοφορεμένους ἄνδρες μέ φωτεινό πρόσωπο νά προσπαθοῦν νά βροῦν κάποιο καλό πού ἔπραξε, γιά νά τό ἀκουμπήσουν στό δεξί μέρος τῆς ζυγαριᾶς. Δέν βρῆκαν, ὅμως, κάτι, παρά μόνον ἐκεῖνο τό ψωμί πού ἔριξε ἐναντίον τοῦ φτωχοῦ. Ὅταν τά εἶδε αὐτά ὁ Πέτρος συγκλονίσθηκε, ἦλθε στόν ἑαυτό του, καί μόλις θεραπεύθηκε, μοίρασε ὅλη τήν περιουσία του στούς φτωχούς, ἀκόμη δέ καί τά ροῦχα πού φοροῦσε, καί ντύθηκε φτωχικά. Ὕστερα ἀπό τήν πράξη του αὐτή εἶδε στό ὄνειρό του τόν Χριστό νά φορᾶ τά ροῦχα ἐκεῖνα τά ὁποῖα αὐτός χάρισε στούς φτωχούς, καί τότε πούλησε καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί τά χρήματα πού πῆρε τά ἔδωσε καί αὐτά στούς φτωχούς.

Ἀργότερα, ἐπειδή κατάλαβε ὅτι κινδυνεύει νά φανερωθῆ, ἀποφάσισε νά φύγη μακριά ἀπό τό σπίτι τοῦ κυρίου του γιά νά ἀποφύγη τίς τιμές τῶν ἀνθρώπων, καί εἶπε στόν θυρωρό, πού ἦταν κωφάλαλος, νά τοῦ ἀνοίξη τήν πόρτα, «ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τότε ἐκεῖνος ξαφνικά ἄκουσε καί μίλησε καί τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα. Φεύγοντας, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί ἀπό ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔζησε βίον ὄντως ὁσιακό, καί ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή τά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι πράξη ἀγάπης καί φιλανθρωπίας, καί ὅποιος εἶναι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος αὐτός εὐλογεῖται πλούσια ἀπό τόν ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπο Θεό, καί ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλά καί οἱ ἀπόγονοί του, οἱ ὁποῖοι δέν πρόκειται ποτέ νά ἐγκαταλειφθοῦν ἀπό τόν Θεό καί νά πεινάσουν. Τήν ἀλήθεια αὐτήν τονίζει ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος γράφει στόν 36ο Ψαλμό: «Νεώτερος ἐγενόμην καί γάρ ἐγήρασα καί οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον, οὐδέ τό σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους». Δηλαδή, ἤμουν νέος καί τώρα γέρασα καί ποτέ δέν εἶδα δίκαιο ἄνθρωπο νά ἔχη ἐγκαταλειφθῆ ἀπό τόν Θεό, οὔτε τούς ἀπογόνους του νά ψωμοζητοῦν.

Ὁ ἀμετανόητος ἄνθρωπος εἶναι στενόκαρδος καί σκληρόκαρδος, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία σκληραίνει τόν ἄνθρωπο καί τόν μεταβάλλει σέ μισόθεο καί μισάνθρωπο. Ὅταν, ὅμως, μετανοῆ καί ἀγωνίζεται νά ζῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται καί κατασκηνώνει μέσα του, σέ ὅλη τήν ὕπαρξή του -καί στήν ψυχή του καί στό σῶμα του- ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τότε ὁ ἄνθρωπος «μεταποιεῖται», ἡ καρδιά του μαλακώνει καί πλαταίνει, καί γίνεται φιλόθεος καί φιλάνθρωπος. Ὁ νοῦς του, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, φωτίζεται καί μπορεῖ νά διακρίνη τά πράγματα καί νά τά ἀξιολογῆ στήν πραγματική τους διάσταση, ἤτοι νά ξεχωρίζη τό καλό ἀπό τό κακό, τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό. Τότε καταλαβαίνει τί τόν ὠφελεῖ καί τί τόν ζημιώνει, ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός πλοῦτος καί ποιό εἶναι τό πραγματικό καί αἰώνιο συμφέρον του. Ὅταν, ἀντίθετα, ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία, διά τῶν ὁποίων ἐνεργεῖ ὁ ὑπερήφανος διάβολος, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὅμοιος μέ τόν διάβολο, ἤτοι σκληρός, μισόθεος, μισάνθρωπος καί ἀνελεήμων.

Δεύτερον. Ἡ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀπό κάποιους ἀνθρώπους δημιουργεῖ «κοινωνικό ἔμφραγμα», σάν τό ἔμφραγμα πού συμβαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν συσσωρεύεται σέ αὐτήν τό αἷμα, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ὑποφέρη ἤ καί νά ὁδηγῆται στόν θάνατο. Δηλαδή, δημιουργεῖ κοινωνικά προβλήματα, ἀναταραχές καί συγκρούσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ οἱ φτωχοί ὅταν δυσκολεύονται ὑπερβολικά, ἐξεγείρονται ἐναντίον τῶν πλουσίων.

Ἐπίσης, ἡ προσπάθεια γιά συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν γίνεται αἰτία μεγάλων πειρασμῶν καί πολλῶν προβλημάτων. Τό κυριώτερο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἐλευθερία του καί ὑποδουλώνεται στήν κτίση καί τόν διάβολο, ἐπειδή «ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά πλουτίση, αὐτός ἐμπίπτει σέ πολλούς πειρασμούς καί στίς παγίδες τοῦ διαβόλου», ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐρωτᾶ: «Τί τόν χρειάζεσαι τόν πλοῦτο; Θά ἐνδυθῆς μέ πολύτιμο ἔνδυμα; Δύο πήχεις σοῦ ἀρκοῦν. Μήπως θά ξοδέψης τόν πλοῦτο στήν διατροφή; Ἕνας ἄρτος εἶναι ἀρκετός γιά νά γεμίσης τήν κοιλία σου». «Ἑάν τόν φυλάσσης, δέν θά τόν ἔχης, ἐάν τόν σκορπίσης, δέν θά τόν χάσης». Καί ἀναφερόμενος σέ ἐκείνους πού λέγουν ὅτι εἶναι εὐλαβεῖς, ἀλλά ἡ εὐλάβειά τους εἶναι «ἀνέξοδη» καί ἑπομένως κάλπικη, ἐπειδή, ἐγκλωβισμένοι καθώς εἶναι στόν ἑαυτό τους καί τά προβλήματά τους, ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτούς πού ὑποφέρουν, γράφει: «Ὑπάρχουν πολλοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν εὐλάβεια ἀνέξοδη», ἀφοῦ «νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν», ἀλλά δέν ἐνδιαφέρονται γιά τούς πάσχοντες καί «δέν ἀφήνουν οὔτε ἕναν ὀβολό σέ αὐτούς πού θλίβονται». Καί συνεχίζει γιά νά πῆ ὅτι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ζυγίζεται σάν σέ ζυγαριά, «ἄν κλίνη πρός τήν ἀληθινή ζωή ἤ πρός τήν πρόσκαιρη ἀπόλαυση», ἀπό τό γεγονός ἄν χαίρεται ὅταν προσφέρη ἤ ἄν λυπᾶται καί δακρύζει. Μάλιστα, λέγει χαρακτηριστικά πώς, ἄν ὁ φιλάργυρος ἔχη καί σύζυγο ὅμοια μέ αὐτόν, «τότε ἡ ἀρρώστια εἶναι διπλῆ», ἐπειδή δέν βοηθᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλο στήν θεραπεία. Τέλος, ἀπευθύνει τό ἐρώτημα: «Τί θά ἀποκριθῆς στόν Κριτή πού ἐνδύεις τοίχους καί δέν ἐνδύεις ἄνθρωπο; Πού στολίζεις ἄλογα καί περιφρονεῖς τόν ἀδελφό σου πού εἶναι γυμνός; Πού παραχώνεις τό χρυσάφι καί καταφρονεῖς τόν καταπιεζόμενο;». «Τί θά ἀπολογηθῆς» στόν Χριστό κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, «ὅταν θά σέ ἔχουν περικυκλώσει οἱ ἀδικημένοι καί θά σέ κατηγοροῦν;».

Ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, πού ἐκφράζεται μέ τήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν Του, μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο ἀπό φίλαυτο καί μισάνθρωπο σέ φιλόθεο καί φιλάνθρωπο.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ