Γράφτηκε στις .

Ἡ φαντασιώδης καί ἡ ἡσυχαστική προσευχή

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί δυτικῆς παραδόσεως, τόσον στά θεωρητικά, δηλαδή στήν πίστη, ὅσο καί στά πρακτικά, στόν τρόπο τῆς ζωῆς. Καί ἄν ὑποθέσουμε ὅτι μέ τόν θεολογικό διάλογο μποροῦμε νά βροῦμε κάποια προσέγγιση, ἐν τούτοις στήν πρακτική ζωή ὑπάρχει τέτοια ἀπόκκλιση πού δέν εἶναι δυνατόν νά βρεθῆ κάποια λύση.

Ἀφορμή γι’ αὐτήν τήν σκέψη μοῦ ἔδωσε κάτι πού διάβασα σέ ἕνα «περιοδικό τῶν Ἰησουϊτῶν», πού ἀναφέρεται στά «500 χρόνια ἀπό τήν μεταστροφή τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Λογιόλα».

Πρόκειται γιά ἕναν Ἱσπανό στρατιωτικό τοῦ 16ου αἰώνα πού μετά τόν τραυματισμό του στήν Παμπλόνα, πολεμώντας ἐναντίον τῶν Γάλλων, ἄλλαξε ζωή. Τότε πού καθηλώθηκε γιά μῆνες στό κρεβάτι, διάβαζε μερικά θρησκευτικά βιβλία πού ὑπῆρχαν στό σπίτι, κυρίως τούς βίους τῶν ἁγίων, καί ἀναζητοῦσε ἕνα νόημα ζωῆς.

Σέ αὐτήν τήν μεταστροφή καί ἀπόκτηση νοήματος γιά τήν ζωή του ἀναφέρονται «οἱ πνευματικές ἀσκήσεις», πού εἶναι τό βιβλίο στό ὁποῖο κατέγραφε τίς «ἐμπειρίες» του.

Ἔχουν δημιουργηθῆ διάφορα «πνευματικά κέντρα», στά ὁποῖα οἱ Ἰησουΐτες κάνουν «πνευματικές ἀσκήσεις», κατά τόν Ἰγνάτιο Λογιόλα, σύμφωνα μέ ἕνα πρόγραμμα πέντε ἤ ὀκτώ ἡμερῶν, ἤ καί τριάντα ἡμερῶν, ὅπου ἀφιερώνονται στόν στοχασμό, στήν προσευχή καί στίς συζητήσεις, ὥστε νά ἐμβαθύνουν στήν πίστη καί νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τούς ρυθμούς τῆς ζωῆς.

Ἡ πρακτική αὐτή, εἶναι ὀνομαστή ὡς «εὐλάβεια στήν ἱερά καρδία τοῦ Ἰησοῦ», πού ἐμφανίσθηκε στόν μεσαιωνικό μυστικισμό «ὡς μιά πληγή πού ἐκδηλώνει τήν βαθύτητα τῆς ἀγάπης» τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα ὁ Πάπας Πίος ὁ ΙΒ΄, ἔγραψε ἐγκύκλιο γιά τήν «Ἱερά Καρδία». Δημιουργήθηκε δέ πλατύτερα ἕνα Παγκόσμιο Δίκτυο προσευχῆς, πού ὀνομάζεται «ὁ Δρόμος τῆς Καρδίας» πού ἀναφέρεται «σέ μιά ἀνανέωση τῆς εὐλάβειας στήν Ἱερά Καρδία τοῦ Ἰησοῦ γιά τό σήμερα». Αὐτό ξεκινᾶ ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἔπεσε στό στῆθος τοῦ Χριστοῦ.

Στό περιοδικό αὐτό τῶν Ἰησουϊτῶν, ὁ Γενικός Ἡγούμενος τῶν Ἰησουϊτῶν Πέδρο Ἀροῦτε, ἀναφέρεται «στήν οὐσία τῆς εὐλάβειας στήν Ἱερά Καρδία τοῦ Ἰησοῦ στήν ἑνότητα ἀγάπης μέ τόν Θεό καί μέ τόν πλησίον». Δίνει ὡς παράδειγμα ἕνα «ἐννεαήμερο προσευχῆς στήν Ἱερά Καρδία τοῦ Ἰησοῦ».
Στήν ἀρχή τοῦ ἐννεαήμερου προγράμματος προσευχῆς «στήν καρδία τοῦ Ἰησοῦ», δίνεται τό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο γίνεται τό πρόγραμμα σιωπῆς, στοχασμοῦ καί προσευχῆς καί στήν συνέχεια καθορίζονται τά θέματα κάθε ἡμέρας.

Καθορίζοντας τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται αὐτό τό πρόγραμμα μέ ἐπικεφαλίδα «Συναντᾶμε τόν Θεό», γράφεται:

«Προσπαθοῦμε νά ἀφιερώνουμε τακτικά λίγο χρόνο γιά τήν προσευχή μας κάθε μέρα. Ὁ τρόπος προσευχῆς πού βασίζεται στήν ἰγνατιακή πνευματικότητα, χρησιμοποιεῖ τή φαντασία. Καθώς ἑτοιμαζόμαστε καί παίρνουμε θέση γιά τήν προσευχή μας, φέρνουμε κοντά μας μιά καρέκλα γιά τόν Κύριο καί τόν φανταζόμαστε νά μᾶς κοιτάζει μέ ἀγάπη καί ταπεινότητα, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Τερέζα τῆς Ἄβιλα.

Ἄν εἴμαστε ἄρρωστοι στό κρεβάτι, Τόν προσκαλοῦμε νά καθίσει δίπλα μας, στήν καρέκλα τοῦ ἐπισκέπτη. Μποροῦμε νά περάσουμε λίγη ὥρα κοιτάζοντάς Τον‧ εἶναι παρήγορο νά κοιτάζουμε κάποιον πού κι ἐκεῖνος κοιτάζει μέ μεγάλη ἀγάπη. Ἔπειτα, διαβάζουμε ἀργά τό κείμενο τῆς ἡμέρας ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ζητᾶμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς τό διαβάσει. Ἀκοῦμε τόν τόνο τῆς φωνῆς Του, παρατηροῦμε τήν ἔκφραση τοῦ προσώπου Του. Μᾶς μιλάει. Συζητᾶμε μαζί Του, ὅπως θά συζητοῦσαν δύο φίλοι -ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Γιά τί θά πρέπει νά συζητήσουμε; Γιά ὅσα μᾶς διάβασε, γιά τή σχέση μας μαζί του, γιά τίς καθημερινές ὑποθέσεις μας, γιά τίς ἐλπίδες καί τούς φόβους μας, γιά τούς ἀνθρώπους καί τίς καταστάσεις γιά τίς ὁποῖες ἀνησυχοῦμε. Τόν φανταζόμαστε νά μᾶς ἀπαντάει.

Στό τέλος, δέν παρασυρόμαστε ἀπό τήν προσευχή μας: λέμε "ἀντίο" στόν Ἐπισκέπτη μας, Τόν εὐχαριστοῦμε πού ἦρθε, καί μαζί Του σχεδιάζουμε πότε θά ξανασυναντηθοῦμε.

Στό τέλος κάθε μέρας, προσευχόμαστε μέ τήν ἑξῆς προσευχή:

Κύριε, ἐνέργησε στήν καρδιά μου μέχρι νά γίνει σάν τήν Ἱερά Σου Καρδία. Δῶσε μου ἐλπίδα. Τότε μπορῶ νά ἀγαπήσω ἐσένα καί τούς ἀδελφούς μου μέ τόν σεβασμό, τήν συμπόνια καί τή συγχώρεση πού ἔχεις γιά ὅλους μας. Σοῦ τό ζητῶ στό ὄνομά Σου. Ἀμήν. Σοῦ ζητῶ νά εἰσακούσεις τό ἰδιαίτερο αἴτημά μου αὐτό τό ἐννεαήμερο (ἀναφέρω τό αἴτημά μου). Ἄν αὐτό πού ζητῶ δέν εἶναι γιά τό καλό μου καί γιά τό καλό τῶν ἄλλων, χορήγησέ μου ἐκεῖνο πού θά βοηθήσει περισσότερο στήν οἰκοδόμηση τῆς βασιλείας τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης. Κάνω αὐτήν τήν προσευχή μέ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Σου. Ἀμήν».

Ἔπειτα, καθορίζονται τά θέματα κάθε ἡμέρας: γιά τήν πρώτη ἡμέρα «Ὁ Θεός μοῦ χαμογελάει», τήν δεύτερη ἡμέρα «Ὁ Κύριος μέ προσκαλεῖ νά γίνω φίλος του», τήν τρίτη ἡμέρα «Εὐχαριστῶ τόν Θεό γιά τή δημιουργία», τήν τέταρτη ἡμέρα «Ὁ Θεός μέ συναντᾶ σέ ὅλα ὅσα μοῦ συμβαίνουν!», τήν πέμπτη ἡμέρα «Κύριε, βοήθησέ με νά βλέπω Ἐσένα στούς ἀνθρώπους», τήν ἕκτη ἡμέρα «Προσοχή, ὁ Θεός ἐνεργεῖ παντοῦ», τήν ἑβδόμη ἡμέρα «Ὁ Θεός εἶναι κοντά σέ ὅλους ὅσοι βρίσκονται σέ ὁποιανδήποτε ἀνάγκη», τήν ὄγδοη ἡμέρα «Ἄς προσευχόμαστε γιά τόν κόσμο πού νιώθει προδομένος», τήν ἔνατη ἡμέρα «Κύριε, κάνε με εὐγνώμονα γιά τήν καλοσύνη Σου».

Εἶναι χαρακτηριστικά μερικά σημεῖα ἀπό τόν στοχασμό τοῦ ἀνθρώπου συνδυασμένο μέ τήν φαντασία, πού συμμετέχει στό πρόγραμμα αὐτό. Γράφεται στό περιοδικό τῶν Ἰησουϊτῶν:

«Ὑπῆρχε ἕνας γάλλος μυστικιστής πού εἶπε: "Κύριε μέ κοίταξες καί χαμογέλασες!". Φαντάζομαι τόν Κύριο νά μοῦ χαμογελάει. Τί καλύτερο ὑπάρχει ἀπό τό νά ἀνταποδώσω τό χαμόγελο; Ἐπιτρέπω στόν στόν ἑαυτό μου νά τό κάνω καί Τοῦ λέω πῶς μέ κάνει νά αἰσθάνομαι. Χαλαρώνω καί ἀπολαμβάνω τό ὅτι μέ ἀγαπάει».

«Φαντάζομαι ξανά τόν Κύριο κοντά μου, νά προφέρει τό ὄνομά μου, νά κοιτάζει μέσα στά μάτια μου καί νά μοῦ λέει: "Εἶσαι φίλος μου καί σ’ ἀγαπῶ". Μιλάω μαζί Του γιά τό τί σημαίνει αὐτό γιά μένα. Ἴσως αἰσθάνομαι συχνά μόνος μου καί ἀβέβαιος γιά τόν ἑαυτό μου. Ἀφήνω νά μέ συνεπάρει αὐτός ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ».

Νά σημειωθῆ ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῶν «Πνευματικῶν Ἀσκήσεων» στόν «Καθολικισμό» εἶναι ἕνας δρόμος γιά τόν Θεό καί δέν εἶναι ὁ μοναδικός, γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλες ἐκφράσεις, ὅπως εἶναι οἱ Φραγκισκανοί, οἱ Βενεδικτίνοι, οἱ Δομηνικανοί, πού ἀναφέρονται σέ ἀνάλογα τάγματα.  Τό γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι οἱ λεγόμενες «πνευματικές ἀσκήσεις» τῶν Ἰησουϊτῶν στηρίζονται στήν φαντασία πού καταλήγει στήν ὀνειροπόληση καί τήν διαστροφή τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γράφοντας γιά τά «εἴδη τῆς φαντασίας καί τόν ἀγώνα ἐναντίον της», ἀναφέρεται στό εἶδος τῆς φαντασίας πού εἶναι «ἡ ὀνειροπόληση-ρεμβασμός. Γράφει: «Ὁ κόσμος τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν "φασμάτων" τῆς ἀληθείας, κοινός στούς ἀνθρώπους καί τούς πεπτωκότας ἀγγέλους καί γι’ αὐτό ἡ φαντασία γίνεται πολλές φορές ἀγωγός σατανικῆς ἐνέργειας... Ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας στήν ἔσχατή της ἐξέλιξη ὁδηγεῖ σέ αὐτοθέωση τοῦ κτίσματος, δηλαδή στήν ἀναγνώριση θείας ἀρχῆς στήν ἴδια φύση τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τή βάση αὐτή ἡ φυσική θρησκεία, δηλαδή ἡ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, ἀποκτᾶ μοιραίως πανθεϊστικό χαρακτήρα».

Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως γράφει καί πάλι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος «ἡ πνευματική προσευχή δέν εἶναι μιά καλλιτεχνική δημιουργία οὔτε ἐπιστημονική ἐργασία οὔτε φιλοσοφική ἔρευνα καί στοχασμός οὔτε ἀφηρημένη δικανική θεολογία... Τέτοια εἶναι συνεπῶς ἡ ὁδός τοῦ ὀρθοδόξου ἀσκητῆ: Ζητεῖ τόν Ποιητή του Θεό στό ὑπερβατικό εἶναι. Γι’ αὐτό κατά τήν πράξη τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀγωνίζεται ἐναντίον μυριάδων εἰκόνων, καί τῶν ἐποπτικῶν, ὅσων δηλαδή ἔχουν τήν μία ἤ τήν ἄλλη ἐξωτερική μορφή, περίγραμμα, ἔκταση στόν χῶρο ἤ στόν χρόνο, χρῶμα κτλ. καί τῶν διανοητικῶν (εἰκόνων) δηλαδή τῶν ἐννοιῶν, γιά νά προσεύχεται γυμνός ἀπό κάθε κτιστή εἰκόνα στόν Θεό "ἐνώπιος Ἐνωπίῳ" πρόσωπο πρός Πρόσωπο».

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βασιζόμαστε στόν ἱερό ἡσυχασμό, ὡς μεθόδου ἀφάνταστης προσευχῆς καί ἀπλανοῦς θεολογίας. Ὁ ἱερός ἡσυχασμός συνίσταται στήν ἀποβολή ὅλων τῶν ἐννοιῶν, τῶν εἰκόνων, τῆς φαντασίας, τῶν λογισμῶν, μέσα ἀπό τά ὁποῖα γίνεται ἡ προσβολή τοῦ διαβόλου καί ἀπομακρύνεται ὁ νοῦς ἀπό τόν Θεό.

Ἔτσι, κατά τήν προσευχή ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι καθαρός, ἀφάνταστος ἀνείδεος καί ἀνίδεος, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8).

Ἄν συγκρίνη κανείς τόν τρόπο προσευχῆς πού προτείνεται ἀπό τούς Ἰησουΐτες μέ τόν τρόπο προσευχῆς πού διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὅλη ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τότε βλέπει τήν μεγάλη διαφορά.

Ἐπανέρχομαι σέ αὐτό πού τόνιζα στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ. Ἡ δογματική διαφορά ἐπιφέρει καί ἀλλαγή στόν τρόπο ζωῆς, καί γι’ αὐτό, ἔστω κι ἄν κάποτε μέ τούς θεολογικούς διαλόγους ἐπέλθη κάποια συμφωνία σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Ἑτεροδόξων Χριστιανῶν, ἐν τούτοις ἡ ἀλλοίωση πού ἔχει γίνει στό ἦθος, ὅπως ἐκφράζεται στήν λατρεία, τήν προσευχή, στήν καθημερινή ζωή, εἶναι δύσκολο νά θεραπευτῆ. Τελικά, ἡ διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ φαίνεται στήν ἔλλειψη τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς ἱερᾶς νήψεως, τῆς καθάρσεως τοῦ ἔσω ἀνθρώπου.

Αὐτή ἡ διαφορά φαίνεται καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού ἀκολουθοῦν τήν πατερική νηπτική παράδοση καί Ὀρθοδόξων θεολόγων πού ἔχουν ἐπηρεασθῆ σέ πολλά σημεῖα, κυρίως στόν τρόπο ζωῆς, ἀπό ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές παραδόσεις.