Γράφτηκε στις .

Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἐπιστήμη στήν προοπτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου γιά τούς Τρείς Ἱεράρχες στούς ἐκπαιδευτικούς τῆς Αἰτωλοακαρνανίας

Δεῖτε τὴν ὁμιλία ΕΔΩ

Χαίρομαι πολύ γιά τήν συνάντηση πού ἔχω μέ σᾶς τούς ἐκπαιδευτικούς, τόσο στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου, ὅσο καί στήν Ἱερά Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, τῆς ὁποίας ὁρίσθηκα Τοποτηρητής, ὕστερα ἀπό τήν ἐκδημία τοῦ ἀγαπητοῦ μου ἀδελφοῦ Κοσμᾶ.

Ἄλλες φορές ἡ σημερινή ὁμιλία γινόταν στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἐφέτος λόγῳ τῶν ἐκτάκτων μέτρων, λόγῳ τῆς πανδημίας, γίνεται διαδικτυακά. Θά ὑπάρχη δυνατότητα νά ὑποβάλετε τυχόν ἐρωτήσεις μέ e-Mail.

Κατ’ ἀρχάς, νά εὐχηθῶ χρόνια πολλά γιά τήν σημερινή ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, νά ἔχετε ὑγεία καί ἔμπνευση στό ἔργο σας, ἰδίως στίς ἡμέρες μας πού εἶναι πολύ δύσκολο. Ἀλλά ἐσεῖς καταβάλλετε ὑπεράνθρωπες προσπάθειες.

Τό θέμα πού ἐπέλεξα νά σᾶς παρουσιάσω εἶναι «Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἐπιστήμη στήν προοπτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου».

Ὑπάρχουν σαφῆ ὅρια μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, ἀφοῦ ἡ θεολογία ἀσχολεῖται, ὅπως ἡ λέξη τό ὑπονοεῖ, μέ τόν Θεό, τί εἶναι ὁ Θεός, καί πῶς κανείς μπορεῖ νά φθάση στήν κοινωνία μαζί Του, ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη ἀχολεῖται μέ τόν κτιστό κόσμο καί ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τήν χρήση τοῦ κόσμου.

Ἄν μελετήσουμε αὐτήν τήν ἁπλῆ πρόταση, θά διαπιστώσουμε ὅτι τόσο ἡ θεολογία, ὅσο καί ἡ ἐπιστήμη κινοῦνται δέ διαφορετικά ἐπίπεδα, καί, κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη καμμιά σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, οὔτε μεταξύ θεολόγων καί ἐπιστημόνων. Ἡ σύγκρουση ἔγινε ἱστορικά στήν ∆ύση, ὅταν ταυτίσθηκε ἡ μεταφυσική μέ τήν θεολογία. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι ἄλλο εἶναι τό περιεχόμενο τῆς μεταφυσικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπάρχει ὁ ἀγέννητος κόσμος τῶν ἰδεῶν, ἀπό τόν ὁποῖο προῆλθε ἤ ἐκ πτώσεως ἤ ἐξ ἀπορροῆς ὁ κόσμος, καί ἄλλο εἶναι τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας. Ὅταν, λοιπόν, στήν ∆ύση ταυτίστηκε ἡ μεταφυσική μέ τήν θεολογία καί ὅταν μάλιστα ἡ ἀνάπτυξη τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά κλονισθοῦν τά θεμέλια τῆς μεταφυσικῆς, τότε χτυπήθηκε καί ἡ θεολογία, πού εἶχε ταυτισθῆ μέ τήν μεταφυσική.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως τήν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, βλέπουμε ὅτι ἄλλο εἶναι τό περιεχόμενο τῆς θεολογίας καί ἄλλο τῆς ἐπιστήμης. Ἡ θεολογία ὁμιλεῖ γιά τόν Θεό, γιά τό ὅτι δημιουργός τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, γιά τήν πτώση, τήν πνευματική ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν θεραπεία του, ὥστε νά φθάση σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μέ τό ἐπιστητό, γιά ἐκεῖνα πού ἐλέγχουν οἱ αἰσθήσεις καί προσπαθεῖ νά κάνη τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὑποφερτή μέσα στήν πτωτική κατάστασή του.

∆υστυχῶς, ὅμως, πολλές φορές παρατηροῦμε ὅτι ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν, δηλαδή τῆς θεολογίας καί τῆς ἐπιστήμης. Τό πρόβλημα δημιουργεῖται, ὅταν ἡ ἐπιστήμη (οἱ ἐπιστήμονες) ἱεροποιῆται, μυθοποιῆται, καί ὅταν ἡ θεολογία ἐκκοσμικεύεται.

Ἡ ἐπιστήμη ἱεροποιεῖται, ὅταν διάφοροι ἐπιστήμονες χρησιμοποιοῦν τά ἐπιστημονικά δεδομένα καί μερικές ἀνακαλύψεις γιά νά καταρρίψουν τήν διδασκαλία περί τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμη γιά νά ταυτισθοῦν μέ τόν Θεό, πράγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ τήν ὕβρη, μέ τήν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως, ἤ ἀκόμη ὅταν προσπαθοῦν νά βροῦν ἕνα σύστημα, γιά νά λύσουν ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη δέ καί αὐτά τά ὑπαρξιακά. Εἶναι χαρακτηριστική, αὐτῆς τῆς περιπτώσεως, ἡ δήλωση τήν ὁποία ἔκανε ἕνας γενετιστής, ὁ ὁποῖος προτίθεται νά κλωνοποιήση τόν ἄνθρωπο: «Θά γίνουμε ἕνα μέ τόν Θεό. Θά ἔχουμε σχεδόν τίς ἴδιες γνώσεις καί τήν ἴδια δύναμη μέ τόν Θεό. Ὁ κλωνισμός μέσῳ τῆς ἀναδιάταξης τοῦ DNA εἶναι τό σοβαρό βῆμα γιά νά φθάσουμε τόν Θεό. Εἶναι πολύ ἁπλῆ ἡ φιλοσοφία». Αὐτό εἶναι ἀλαζονεία, ὕβρις.

Ἀλλά καί ἡ θεολογία ἐκκοσμικεύεται, ὅταν ἀποβάλη τήν οὐσία της, πού εἶναι νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο στόν Θεό, ὅταν χάνη τόν ἐσχατολογικό της προσανατολισμό, καί ὅταν ἱστορικοποιῆται καί κοινωνικοποιῆται. Ἐπίσης, ἡ θεολογία ἐκκοσμικεύεται, ὅταν διακατέχεται ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀνασφάλεια μπροστά στά ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα ἤ ὅταν ἀκόμη χρησιμοποιῆ τήν μεθοδολογία τῆς ἐπιστήμης γιά νά μιλήση γιά τόν Θεό. Σέ τέτοιες περιπτώσεις δημιουργεῖ προβλήματα στήν ἔρευνα. Πράγματι, ἐάν ἡ θεολογία δέν ἔχη σαφῆ ὀρθόδοξα κριτήρια καί ἀσφαλεῖς προϋποθέσεις, τότε χάνει τήν ἀποστολή της.

Τά ὅσα θά ἀκολουθήσουν θά δείξουν τά διαφορετικά ὅρια καί τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα κινοῦνται τόσο ἡ θεολογία, ὅσο καί ἡ ἐπιστήμη.

1. Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἡ «Ἑξαήμερος»

Πρέπει νά δοῦμε τήν στάση τοῦ Μ. Βασιλείου ἀπέναντι στήν ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του. Αὐτή ἡ στάση του καί τό πῶς ἀντιμετώπισε θεολογικά τίς ἀπόψεις τῶν ἐπιστημονικῶν δεδομένων τῆς ἐποχῆς του φαίνεται καθαρά στό ἔργο του: «ὁμιλίαι εἰς τήν ἑξαήμερον». Πράγματι, στό βιβλίο αὐτό μποροῦμε νά διαπιστώσουμε ποιές ἦταν οἱ ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά τόν κόσμο καί ὅσα ὑπάρχουν σέ αὐτόν, καθώς ἐπίσης πῶς μποροῦν αὐτές οἱ γνώσεις νά ἀξιοποιηθοῦν ἀπό ἕναν θεολόγο. Ὁ Μ. Βασίλειος κατόρθωσε σέ μερικές ὁμιλίες νά συγκεντρώση ὅλη τήν γνώση τῆς τότε ἐπιστήμης πάνω σέ θέματα κοσμολογίας, δηλαδή γνώριζε τήν ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του καί τήν χρησιμοποίησε στίς ὁμιλίες του.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά διευκρινισθῆ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος σπούδασε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του. Ἀπό μαρτυρίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καί ἀπό πληροφορίες τοῦ Σωκράτους καί Σωζομενοῦ γνωρίζουμε ὅτι ἀπέκτησε τήν καλύτερη δυνατή γνώση τῶν ἐπιστημῶν τῆς τότε ἐποχῆς. Μετά ἀπό τήν ἐγκύκλιο παιδεία, τήν ὁποία ἔλαβε κατ’ ἀρχάς ἀπό τόν πατέρα του, καί ἔπειτα στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στήν συνέχεια μαθήτευσε στόν σπουδαῖο ἐθνικό φιλόσοφο Λιβάνιο, τό πιθανότερο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλά ἡ Ἀθήνα ἦταν κυρίως ἡ πόλη ἐκείνη ἡ ὁποία τόν μύησε στήν ἐπιστήμη καί τήν φιλοσοφία. Ἀπό πληροφορίες γνωρίζουμε ὅτι στήν Ἀθήνα κατά τόν τέταρτο αἰώνα λειτουργοῦσαν τέσσερεις σχολές φιλοσοφίας, μέ πολλές ἕδρες ρητορικῆς καί μερικές τῆς ἰατρικῆς. Ὑπῆρχαν πολλές σχολές, κάθε δέ σχολή διευθυνόταν ἀπό ἕναν καθηγητή, ὁ ὁποῖος συγκέντρωνε γύρω του ἕναν περιορισμένο ἀριθμό μαθητῶν, πού δέν ὑπερέβαινε τίς λίγες δεκάδες, μερικοί δέ ἀπό αὐτούς διέμεναν πλησίον τῶν καθηγητῶν περισσότερο χρόνο ὡς ἑταῖροι ἤ βοηθοί.

Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Ἀθήνα παρέλαβε μαθήματα ἀπό τούς Καθηγητές Ἱμέριο καί Προαιρέσιο. Συνολικά παρηκολούθησε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως τήν ρητορική, πού ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ βασίλισσα τῶν ἐπιστημῶν, τήν φιλολογία, τήν ἱστορία, τήν φιλοσοφία στούς τέσσερεις κλάδους της (ἤτοι ἠθική, θεωρητική, λογική, διαλεκτική) τήν ἀστρονομία, τήν γεωμετρία, τήν ἀριθμητική καί τήν ἰατρική. Καί μάλιστα γνώρισε τόσο καλά κάθε μία ἐπιστήμη, καί ὅλες μαζί, ὅσο δέν θά μποροῦσε νά μάθη κάποιος τήν μία ἀπό αὐτές, ἐάν ἠσχολῆτο ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς του. Ὅλες αὐτές οἱ γνώσεις του φαίνονται καθαρά στήν ἑρμηνεία πού κάνει στήν «Ἑξαήμερο». Στήν Ἀθήνα παρέμεινε γιά τέσσερα ἤ πέντε χρόνια.

Ἔπειτα, ὁ Μ. Βασίλειος στίς ὁμιλίες του στήν «ἑἙαήμερο» ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στίς ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων καί τῶν ἐπιστημόνων πάνω στά διάφορα κοσμολογικά θέματα. Βέβαια, ποτέ δέν ἀναφέρει τά ὀνόματά τους, ἀλλά αὐτά ὑπονοοῦνται ἀπό τίς ἀπόψεις πού παρατίθενται. Γιά παράδειγμα, ἀναλύοντας τήν φράση «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», ἀναφέρεται στίς ἀπόψεις τοῦ Θαλῆ, τοῦ Ἀναξίμανδρου, τοῦ Ἀναξιμένους, τοῦ Πυθαγόρα, τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, τοῦ Ξενοφάνους, τοῦ Ἡρακλείτου, τοῦ Λευκίππου, τοῦ ∆ημοκρίτου, καί τοῦ Ἀριστοτέλους.

Μεταξύ ἄλλων γράφει ὅτι ἄλλοι παραδέχθηκαν ὅτι γιά τήν γέννηση τῶν ὅλων ἐπικρατεῖ μιά σκεπτομένη αἰτία (Ἀναξαγόρας Κλαζομένιος), ἄλλοι ὅτι οἱ ὑποδομές τοῦ κόσμου εἶναι τά ὑλικά στοιχεῖα (Ἀναξίμανδρος, Ἀναξιμένης, Ἐμπεδοκλῆς, Ἡράκλειτος), ἄλλοι φαντάστηκαν ὅτι ὅλη ἡ ὁρατή φύση ἀποτελεῖται ἀπό «ἄτομα καί ἀμερῆ σώματα καί ὄγκους καί πόρους» καί ὅτι ἡ σχέση μεταξύ τους συντελοῦν στήν γένεση καί τήν φθορά, ἀλλά καί στήν διατήρηση τοῦ κόσμου (Λεύκιππος καί ∆ημόκριτος) κλπ.

Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρεται στίς ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων γιά τήν δημιουργία καί τήν συντήρηση τοῦ κόσμου, ἀλλά τίς κρίνει δημιουργικά καί ὡς θεολόγος καί ὡς ἐπιστήμονας. Ἄλλοτε τίς δέχεται, ἄλλοτε τίς ἑρμηνεύει θεολογικά καί ἄλλοτε δίνει τήν δική του διαφορετική ἑρμηνεία. Ἑπομένως, τό ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου δέν συνίσταται σέ μιά ἁπλῆ παράθεση τῶν ἀπόψεων τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλά σέ μιά δημιουργική προσφορά. Αὐτό, βέβαια, εἶναι συνέπεια τοῦ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος γνώρισε πολύ καλά τίς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ ἔκανε πολυχρόνιες σπουδές, ἀλλά καί τοῦ ὅτι εἶχε τήν πνευματική ἀποκαλυπτική ἐμπειρία.

Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ δυό χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Τό πρῶτο, στό θέμα τῆς ἀλληγορίας, τήν μέθοδο ἐκείνη βάσει τῆς ὁποίας μερικοί, ὅπως ὁ Ἰουδαῖος Φίλων, ἑρμήνευσαν τήν Πεντάτευχο. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Οἶδα νόμους ἀλληγορίας, εἰ καί μή παρ’ ἐμαυτόν ἐξευρῶν, ἀλλά τοῖς παρ’ ἑτέρων πεπονημένοις παριτυχών». Ἐννοεῖ τόν Φίλωνα καί ἄλλους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἐξηγεῖ, δέν δέχονται τά συνηθισμένα νοήματα τοῦ κειμένου, ἀλλά λέγουν ὅτι τό ὕδωρ δέν εἶναι ὕδωρ, ἀλλά κάποια ἄλλη φύση, καί τό φυτό καί τό ψάρι τό ἑρμηνεύουν κατά τήν δική τους θεωρία καί ἔννοια. Τό ἴδιο κάνουν καί γιά τήν δημιουργία τῶν ἑρπετῶν καί τῶν θηρίων. Ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος δέν ἀκολουθεῖ αὐτούς σέ τέτοιες φαντασιώσεις. Γράφει: «Ἐγώ δέ χόρτον ἀκούσας χόρτον νοῶ, καί φυτόν καί ἰχθύν καί θηρίον καί κτῆνος, πάντα ὡς εἴρηται, οὕτως ἐκδέχομαι». Ἐπίσης, στηριζόμενος στήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια ἰσχυρίζεται ὅτι, καίτοι πολλοί πολλά ὑποστήριξαν γιά τήν γῆ, ἄν εἶναι σφαίρα ἤ κύλινδρος, ἤ ἄν μοιάζη μέ δίσκο καί εἶναι τορνευμένη γύρω - γύρω ὡς ἀκριβής κύκλος ἤ ἄν εἶναι λικνοειδής καί στό μέσον κοίλη, ἐν τούτοις δέν πείθομαι νά θεωρήσω ὡς κατώτερη τήν δική μας κοσμοποιΐα, ἐπειδή δέν εἶπε τίποτε γιά τά σχήματα ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μωϋσῆς.

Τό δεύτερο παράδειγμα προέρχεται ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τῆς Γενέσεως «ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχήν ζῶσαν κτηνῶν καί θηρίων καί ἑρπετῶν». Μερικοί στήν ἐποχή του, ἐπειδή δέν γνώριζαν τόν τρόπο πολλαπλασιασμοῦ μερικῶν μικρῶν ζώων, ἔλεγαν ὅτι ἡ γῆ βγάζει κατά τούς βροχερούς καιρούς τζιτζίκια, ἀναρίθμητα εἴδη πτηνῶν, ἀλλά ἀκόμη ποντίκια καί βατράχια. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἕτοιμος νά δεχθῆ αὐτήν τήν θεωρία, ὅτι ὅλα αὐτά ἐξέρχονται ἀπό τήν γῆ, ἀλλά δίνει τήν θεολογική ἑρμηνεία, ὑποστηρίζοντας τήν ἄποψη, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει στήν κτίση καί ὄχι φυσικά γνωρίσματα τῆς κτίσεως. Ἑπομένως, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει στήν κτίση, αὐτή εἶναι ἐκείνη πού συνεχῶς δημιουργεῖ, παράγει ἔντομα, καί ζῶα. Ὁπότε, φαίνεται ἐδῶ καθαρά ἡ δημιουργική καί θεολογική ἀντιμετώπιση τῶν δοξασιῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ἀλλά ὁ Μέγας Βασίλειος δέν ἑρμηνεύει μόνο τίς ἐπιστημονικές ἀπόψεις τῆς ἐποχῆς του σύμφωνα μέ τίς θεολογικές προϋποθέσεις. Κάνει καί κάτι ἄλλο πού εἶναι ἐξίσου σημαντικό. Ἑρμηνεύει τίς φράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή τῆς Ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας, μέσα ἀπό τίς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης. Ἑρμηνεύοντας τήν φράση «ἐποίησεν ὁ Θεός τό στερέωμα», κάνει εὐρύτατες παρατηρήσεις, προσπαθώντας νά ἀποδώση τήν σωστή ἑρμηνεία. Ἀφοῦ ἀναφέρει διάφορα ἁγιογραφικά χωρία, στό τέλος λέγει ὅτι μέ τήν φράση στερέωμα, μέ τό ὁποῖο «διεχώρισε ὁ Θεός ἀναμέσον τοῦ ὕδατος ὅ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος καί ἀναμέσον τοῦ ὕδατος ὅ ἦν ἐπάνω τοῦ στερεώματος», λέγει ὅτι ἐννοεῖται ἡ στερεά ὕλη, πού εἶναι ἱκανή νά συγκρατῆ τό ὀλισθηρό καί εὐδιάλυτο ὕδωρ. Κάνει δέ καί ἄλλες προεκτάσεις πού δέν μπορῶ νά ἐκθέσω ἐδῶ.

Ἀκόμη, πρέπει νά δοῦμε τήν θεολογική ἀντιμετώπιση τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Ὁ Μέγας Βασίλειος δέν εἶναι ἕνας θεωρητικός κοσμικός ἐπιστήμονας, ἀλλά ἕνας μεγάλος θεολόγος. Ἔτσι, δέν ἀρκεῖται στήν παρουσίαση τῶν ἀπόψεων τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά πολλές φορές, ὅπως φαίνεται στά κείμενά του, ὁμιλεῖ θεολογικά, θέτει τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας, πράγμα τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ τήν ἐκκλησιαστική κοσμολογία ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη κοσμολογία. Θέτει μερικές θεολογικές ἀρχές.

Πρώτη θεολογική ἀρχή εἶναι ὅτι ὑφίσταται διαφορά μεταξύ τοῦ δημιουργοῦ καί τῆς δημιουργίας, τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί τῆς κτιστῆς φύσεως. Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τῆς Γενέσεως «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» κάνει ὑπέροχες παρατηρήσεις.

Ἡ κτίση ἔχει μία συγκεκριμένη ἀρχή, δηλαδή ὑπάρχει ἕνας συγκεκριμένος χρόνος πού δημιουργήθηκε καί μάλιστα ἔγινε ἀπό μιά δημιουργική ἀρχή, πού εἶναι ὁ Θεός. Κάνει λόγο γιά «ἀρχήν τῆς τῶν ὁρωμένων διακοσμήσεως». Ἄλλωστε, ὁ κόσμος δημιουργήθηκε «οὐκ αὐτομάτως». Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ κτίση ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι ἄναρχα τά ὁρώμενα. Ἐπίσης, ἀπό αὐτό ἐξάγεται ὅτι ἡ κτίση ἔχει καί συγκεκριμένο τέλος.

Ἡ ἄποψη ὅτι ὁ κόσμος ἔχει μιά ἀρχή ὁδηγεῖ τήν σκέψη μας στήν ἔρευνα ποιά εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ κόσμου. Ἀρχή δημιουργική εἶναι ὁ ἄναρχος Θεός. Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος, γιά νά δῆ καί ἐννοήση τόν Θεό, χρειάζεται τήν κάθαρση τῆς σαρκός ἀπό τά πάθη.

Ἑπομένως, ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος κάνει τήν σαφῆ διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, μεταξύ ἀνάρχων καί ἀρχικῶν, μεταξύ Θεοῦ καί κτίσεως. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ὥστε νά μή γίνεται σύγχυση μεταξύ δημιουργοῦ καί δημιουργίας.

∆εύτερη θεολογική ἀρχή εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημουργήθηκε ἐκ τοῦ μή ὄντος, δηλαδή ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τό μή ὄν καί ὄχι ἀπό προϋπάρχουσες ἰδέες, οὔτε ἀπό μιά προϋφεστῶσα ὕλη. Μέ τήν θέση αὐτή κλονίζονται ὅλες οἱ εἰδωλολατρικές κοσμολογικές ἀρχές, δηλαδή κλονίζονται τά θεμέλια τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς.

Τρίτη θεολογική ἀρχή εἶναι ὅτι ὁ Θεός διευθύνει τόν κόσμο μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Μέ ἄλλα λόγια δέν ἔβαλε ὁ Θεός μερικούς φυσικούς νόμους καί ἐγκατέλειψε τόν κόσμο στήν τύχη του, ἀλλά τόν διευθύνει ὁ Ἴδιος μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Αὐτό εἶναι σπουδαῖο, γιατί δείχνει ὅτι σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί, βέβαια, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀμέθεκτη ἀπό τήν κτίση.

Ὄχι μόνον ὅλα δημιουργήθηκαν μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὅλα κατευθύνονται ἀπό τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τόση μεγάλη σημασία ἀποδίδει ὁ Μ. Βασίλειος στήν διδασκαλία ὅτι σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὥστε πιστεύει ὅτι τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ πληροῖ τά πάντα καί φθάνει καί μέχρι τίς μικρότερες λεπτομέρειες, ἀφοῦ ἀκόμη καί ὁ «ἰχθύς οὐκ ἀντιλέγει τῷ νόμῳ Θεοῦ».

Τέταρτη θεολογική ἀρχή πού θέτει ὁ Μ. Βασίλειος, μελετώντας τόν κόσμο, τήν κτίση, εἶναι ὅτι ἡ κτίση δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά ἐπειδή δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό καί διευθύνεται ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νά ἀνάγη τόν νοῦ του ἀπό τά ὁρώμενα στά ἀόρατα, ἀπό τήν κτίση στόν δημιουργό. Ἐπικαλεῖται δέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἀπό ὅσα βλέπουμε πρέπει νά ἐννοοῦμε τόν ἀόρατο, καί ἀπό τό μέγεθος τῆς καλλονῆς τῶν κτισμάτων νά ἀποκτοῦμε τήν ἁρμόζουσα ἀντίληψη γιά τόν κτίσαντα. Ἑπομένως, μέσα ἀπό τήν δημιουργία μποροῦμε νά φθάσουμε στήν αἴσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἡ κτίση θεοποιῆται, ἄν ὁ νοῦς μας σταματᾶ στόν θαυμασμό τῶν κτισμάτων, αὐτό συνιστᾶ θεοποίηση τῆς κτίσεως καί εἰδωλολατρεία.

Πέμπτη θεολογική ἀρχή. Μελετώντας ὁ Μ. Βασίλειος διάφορα φαινόμενα πού ἐκτυλίσσονται στήν κτίση, ἀκόμη καί τήν συμπεριφορά τῶν διαφόρων ζώων, πτηνῶν καί ἐντόμων ὁδηγεῖ τήν σκέψη του σέ πνευματικές διδασκαλίες πού ἔχουν σκοπό νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο νά ὠφελῆται πνευματικά. Γιά παράδειγμα, μελετώντας τίς περιπτώσεις τοῦ σκαντζόχοιρου καί τοῦ μυρμηγκιοῦ, πού φροντίζουν νά κάνουν διάφορες ἐργασίες, οἱ ὁποῖες θά τούς ὠφελήσουν κατά τήν διάρκεια δυσκόλων περιστάσεων, λέγει ὅτι αὐτό διδάσκει τόν ἄνθρωπο νά φροντίζη καί ἐκεῖνος γιά τό μέλλον. Ἑπομένως, ζώντας στόν χρόνο, φροντίζουμε γιά τήν ἀπόλαυση τοῦ αἰωνίου. Μέ αὐτήν τήν διδασκαλία γίνεται ἀντιληπτό ὅτι οἱ ἅγιοι δέν περικλείουν τήν ζωή τους μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά τήν ἐπεκτείνουν καί στήν ἐσχατολογία, ἤ, γιά νά ἀκριβολογήσουμε, θά λέγαμε ὅτι ἡ ἐσχατολογία ρυθμίζει καί τό ἱστορικό γίγνεσθαι.

Γενικά, παρατηροῦμε ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύει τήν δημιουργία τοῦ κόσμου κυρίως βάσει τῆς ἀποκαλυπτικῆς διδασκαλίας τοῦ Μωϋσέως, βάσει τῆς δικῆς του ἑρμηνευτικῆς παραδόσεως, πού εἶναι καρπός τῆς προσωπικῆς του ἐμπειρίας, χρησιμοποιώντας ὅμως καί παραδείγματα ἀπό τούς ἔξωθεν φιλοσόφους, καί μάλιστα τά παραδείγματα αὐτά ἄλλοτε τά δέχεται, ὅπως ἀκριβῶς διατυπώθηκαν ἀπό ἐκείνους, ἄλλοτε δίνει σέ αὐτά μιά διαφορετική πληρέστερη ἑρμηνεία, ἄλλοτε τά ἀπορρίπτει. Καί ὅλα αὐτά δέν γίνονται αὐθαίρετα, ἀλλά βάσει θεολογικῶν ἀρχῶν, τίς ὁποῖες ἀνέφερα προηγουμένως, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν ὀντολογία τῆς κτίσεως, ποιός εἶναι ὁ δημιουργός της, πῶς δημιούργησε καί πῶς συντηρεῖ ὁ Θεός τόν κόσμο.

Χρησιμοποιεῖ ὁπωσδήποτε τίς βασικές θεολογικές ἀρχές πάνω στά θέματα αὐτά, καθώς ἐπίσης καί ὅσα ἀναφέρονται σέ θέματα ἐπιστημονικά, τά ὁποῖα δέν κλονίζουν αὐτές τίς ἀρχές, γίνονται ἀποδεκτά. Εἶναι ἕτοιμος, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, νά δεχθῆ μερικές ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ γῆ γεννᾶ βατράχους καί τέττιγες, ἀλλά ὅμως δίνει τήν θεολογική ἑρμηνεία, ὅτι αὐτά δέν τά παράγει ἡ γῆ μόνη της, αὐτομάτως, ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού βρίσκεται ἀπό τήν δημιουργία μέσα στήν γῆ. Ὅλη αὐτή ἡ τακτική τοῦ Μ. Βασιλείου ὑποδεικνύει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά ἐργαζόμαστε, σέ σχέση μέ σύγχρονα ἐπιστημονικά θέματα.

2. Διπλῆ μεθοδολογία γνώσης

Ἡ ἑρμηνευτική αὐτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀκολουθήθηκε καί ἀπό τούς μεταγενεστέρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὑψηλές διανοητικές ἱκανότητες, δηλαδή εὐφυΐα, ἀλλά καί γνώση τῶν δεδομένων τῆς ἐποχῆς τους, ὡς πρός τήν ἐπιστημονική γνώση. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦσαν διπλῆ μεθοδολογία γιά τόν Θεό καί τόν κόσμο.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ κόσμου καί τῶν αἰσθητῶν, πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν μελέτη τῶν ὄντων διά τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας. Ἔτσι, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, γιατί ὑπάρχει διαφορά μεθοδολογίας.

Ἀντίθετα, στήν Δύση, μέ τήν σχολαστική θεολογία, ἐπεκράτησε ἑνιαία μεθοδολογία γνώσης, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε ἡ λογική ὡς ὄργανο γιά νά ἑρμηνεύση καί τόν κόσμο καί τόν Θεό, γι’ αὐτό δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα μέ τά ρεύματα πού παρατηρήθηκαν, ἤτοι τῆς Ἀναγέννησης, τῆς Μεταρρύθμισης, τοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ Ρομαντισμοῦ, τοῦ Γερμανικοῦ Ἰδεαλισμοῦ, τοῦ Ὑπαρξισμοῦ κλπ.

Ἔτσι, ἡ σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης ἔγινε στήν Δύση, μέ τήν Ἱερά Ἐξέταση, ἐνῶ στήν δική μας παράδοση δέν εἴχαμε συγκρούσεις, καί ὅπου παρατηροῦνται τέτοιες συγκρούσεις, εἶναι εἰσαγόμενες πρακτικές.

Γιά νά φανῆ ἐκφραστικότερα αὐτή ἡ διαφοροποίηση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, καί ὅτι καί οἱ δύο κινοῦνται σέ διαφορετικά ἐπίπεδα καί πλαίσια, νομίζω εἶναι καλό νά δοῦμε τήν διαφορά μεταξύ θεολόγου καί ἐπιστήμονος. Θεωρῶ πολύ εὔστοχα καί σημαντικά τά ὅσα λέγει στό θέμα αὐτό ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Θέτει τέσσερεις θεολογικές προτάσεις.

Πρώτη πρόταση. Ὑπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων, ἀφοῦ καμμία ὁμοιότητα δέν ὑπάρχει μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως. Γράφει ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού μίλησαν ἀπό τήν πείρα τους, διδάσκουν «ὅτι μεταξύ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης, ἄν καί τά κτίσματα ἐδημιουργήθηκαν ὑπό τοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτῶνται ἀπό τόν Θεόν. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ περί τοῦ Θεοῦ ἀλήθεια καί ἡ περί τῆς φύσεως τοῦ σύμπαντος ἀλήθεια δέν ταυτίζονται, ἄν καί ἡ μία ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἄλλην». Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν μπορεῖ νά ταυτισθῆ ἡ θεολογία μέ τήν ἐπιστήμη.

∆εύτερη πρόταση. Τόσο ὁ θεολόγος ὅσο καί ὁ ἐπιστήμονας ἔχουν διαφορετική γνώση. «Ὁ θεόπτης γνωρίζει τόν Θεό, ὁ φιλόσοφος ἤ ὁ ἐπιστήμων ἐρευνᾶ τά κτίσματα». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ φιλόσοφος καί ὁ ἐπιστήμονας, ἐπειδή ἐρευνοῦν τόν κόσμο μέσα ἀπό τήν ἐπιστημονική μέθοδο καί τήν φιλοσοφική φαντασία, δέν μποροῦν νά ἔχουν τήν ἴδια γνώση γιά τόν Θεό πού ἔχουν οἱ θεόπτες, Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι. Ὅμως, ὁ θεολόγος μπορεῖ νά ἔχη γνώση τοῦ ἐπιστητοῦ καί νά γίνη ἐπιστήμονας μέσα ἀπό τήν γνώση τῆς ἐπιστήμης καί ὄχι μέσα ἀπό τήν θεοπτία, ὅπως καί ὁ ἐπιστήμονας μπορεῖ νά ἀποκτήση γνώση τοῦ Θεοῦ, ὄχι μέσα ἀπό τήν ἐπιστήμη του, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη μέθοδο τῆς θεογνωσίας πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση.

Τρίτη πρόταση. ∆ιαφορετικός εἶναι ὁ σκοπός καί τό ἔργο τοῦ θεολόγου καί τοῦ ἐπιστήμονος. «Ὁ θεόπτης γνωρίζει πῶς νά ἑτοιμάση τούς ἀνθρώπους διά τήν θεοπτίαν. Ὁ ἐπιστήμων γνωρίζει πῶς νά διδάξη τήν ἐπιστημονικήν του μέθοδον εἰς τούς μαθητάς του». Μπορεῖ ὅμως καί ὁ θεολόγος νά γνωρίση τόν τρόπο τῆς ἐρεύνης τῶν φυσικῶν φαινομένων, μέσα ὅμως ἀπό τήν γνώση τῆς ἐπιστήμης, ὅπως ἔκαναν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἐπίσης μπορεῖ καί ὁ ἐπιστήμονας νά γίνη θεόπτης, ὄχι μέσα ἀπό τήν ἐπιστήμη του, ἀλλά μέσῳ τοῦ θεόπτου.

Τέταρτη πρόταση. Ὁ θεολόγος εἶναι θεόπνευστος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Θεό, ὄχι ὅμως σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά φυσικά φαινόμενα. «Ὁ θεόπτης εἶναι θεόπνευστος καί ὁμιλεῖ ἀπλανῶς περί Θεοῦ καί ὁδηγεῖ ἀλαθήτως πρός τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶναι ἀλάθητος εἰς τά ἀφορῶντα τάς θετικάς καί ἄλλας ἐπιστήμας θέματα, περί τῶν ὁποίων δύναται νά γνωρίζῃ μόνον ὅσα γνωρίζουν οἱ σύγχρονοί του ἐπιστήμονες». Ἄν κάποιος δέν εἶναι θεόπτης, ἀλλά «θεολόγος» μέ τήν ἀκαδημαϊκή σημασία τῆς λέξεως, τότε «δύναται νά ἰσχυρίζεται ἐπιστημονικάς ἀνοησίας, ἀλλά μόνον φιλοσοφῶν, ἐφ’ ὅσον ἐκφεύγει τῆς αὐστηρᾶς θεολογικῆς μεθόδου τῶν θεοπτῶν». Καθώς ἐπίσης, ὁ ἐπιστήμων εἶναι εἰδικευμένος καί γνώστης τῶν φυσικῶν φαινομένων, ἀλλά ὅταν ἐκφεύγη ἀπό τήν αὐστηρά ἐπιστημονική του μέθοδο καί συγχέη τά πορίσματά του περί τῆς φύσεως τοῦ κόσμου μέ τίς ἀπόψεις του περί τοῦ Θεοῦ, τότε λέγει «ἀνεύθυνα πράγματα».

Νομίζω ὅτι τά ὅρια εἶναι σαφῆ καί τά ὅσα παρετέθησαν ξεκαθαρίζουν τό θέμα τοῦ ἔργου καί τῆς ἀποστολῆς, τόσο τοῦ θεολόγου, ὅσο καί τοῦ ἐπιστήμονος. Καί οἱ δύο εἶναι αὐθεντικοί, ὅταν κινοῦνται μέσα στά ὅριά τους, ἐνῶ, ὅταν ἐκφεύγουν ἀπό αὐτά καί ὁ καθένας εἰσέρχεται στά ὅρια τοῦ ἄλλου, χωρίς τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις καί τούς κανόνες πού προϋποθέτει κάθε πλαίσιο καί κάθε «χῶρος», τότε ἀποτυγχάνει στό ἔργο του.

Γενικά, ὁ θεολόγος μπορεῖ νά γίνη καί ἐπιστήμονας, ἀλλά μέσῳ τῆς ἐπιστήμης, καί ὁ ἐπιστήμονας μπορεῖ νά γίνη καί θεολόγος, ἀλλά μέσῳ τῆς θεολογίας. ∆έν μπορεῖ ὁ θεολόγος νά κάνη τόν ἐπιστήμονα μέσῳ τῆς θεολογίας του, οὔτε καί ὁ ἐπιστήμονας νά κάνη τόν θεολόγο μέσῳ τῆς ἐπιστήμης του.

Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὑπῆρξαν θεολόγοι μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως καί ἀκόμη ἔγιναν καί ἐπιστήμονες μέσα ἀπό τήν μελέτη καί τήν ἐπιμελῆ σπουδή τῆς ἀνθρώπινης ἐπιστήμης. Γι’ αὐτό καί εἶναι ὁλοκληρωμένοι.

3. Ἕνας ἐπιστήμονας δίνει τήν μαρτυρία γιά τήν πίστη

Μέ τόν τίτλο «Ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ» καί ὑπότιτλο «Ἑνας Ἐπιστήμονας δίνει μαρτυρία γιά τήν πίστη» (Ἐκδόσεις Παπαζήση, Ἀθήνα 2009) ἐξεδόθη πρίν λίγα χρόνια τό βιβλίο τοῦ Francis Collins.

Ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ Francis Collins εἶναι διάσημος ἐπιστήμονας-ἐρευνητής, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν Graig Venter, συνετέλεσε στήν ἀποκρυπτογράφηση τοῦ γενετικοῦ κώδικα τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, πού ἔχει ἐπικρατήσει στήν ἐπιστημονική κοινότητα νά χαρακτηρίζεται ὡς «Σχέδιο Ἀνθρωπίνου Γονιδιώματος». Ὁ Francis Collins «εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἐξέχοντας γενετιστές τῆς Ἀμερικῆς καί γιά πολύ ὑπῆρξε ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ Σχεδίου Ἀνθρωπίνου Γονιδιώματος».

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου «Ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ» ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἴδιο ὡς ἑξῆς: «Γιά μένα ὡς πιστό, ἡ ἀνακάλυψη τῆς σειρᾶς τοῦ ἀνθρώπινου γονιδιώματος εἶχε μιά πρόσθετη σημασία. Αὐτό τό βιβλίο ἦταν γραμμένο στήν γλώσσα τοῦ DNA μέ τήν ὁποία ὁ Θεός μίλησε στή ζωή γιά νά ὑπάρξει. Αἰσθάνομαι μιά ἐπιβλητική αἴσθηση δέους ἀναδιφώντας αὐτό τό σπουδαιότερο ἀπό ὅλα τά βιολογικά κείμενα. Ἐντούτοις εἶναι γραμμένο σέ μιά γλώσσα πού καταλαβαίνουμε πολύ λίγο καί θά πάρει δεκαετίες, ἄν ὄχι καί αἰῶνες, γιά νά καταλάβουμε τίς ὁδηγίες του, πάντως εἴχαμε διασχίσει μιά μονόδρομη γέφυρα καί μπήκαμε σ’ ἕνα τελείως καινούργιο πεδίο» (σελ. 112-113).

Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀποκωδικοποίησης τοῦ ἀνθρωπίνου DNA, πού χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ» τά λέει ὅλα. Βέβαια, ὁ Collins δέν χρησιμοποιεῖ αὐτήν τήν ἔκφραση «ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ» ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλά ἀπό ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς, γιατί ὡς ἐπιστήμονας-ἐρευνητής εἶδε μέσα στό DNA τοῦ ἀνθρώπου τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἄλλη, ὅμως, εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ Θεοῦ πού ἀκοῦνε καί καταλαβαίνουν οἱ θεόπτες -Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες- ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Διαβάζοντας προσεκτικά τό βιβλίο αὐτό διέγνωσα ὅτι πρόκειται γιά μιά αὐτο-βιογραφία τοῦ συγγραφέα, κατά τήν πάλη του μέ τά μυστικά τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καί μέ τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Πρόκειται γιά τήν κοινή ἀναζήτηση τοῦ ἐπιστήμονος καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν γνώση τῶν μυστικῶν τῆς ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί σέ ἕναν βαθμό στήν πραγματικότητα ὁμοιάζει μέ τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους καί τούς μετέπειτα κλασσικούς φιλοσόφους (Πλάτωνας-Ἀριστοτέλης), οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονταν γιά τά ὀντολογικά, κοσμολογικά καί ἀνθρωπολογικά προβλήματα πού μᾶς περιβάλλουν, ἤτοι τί εἶναι τό Ὄν, τί εἶναι ὁ κόσμος καί τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Ἀπό τά πολλά μηνύματα πού ἐκπέμπει τό βιβλίο αὐτό θά σημειώσω τέσσερα καί αὐτά μέ πολλή συντομία.

Τό πρῶτο μήνυμα τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ συγγραφέως ἀπό τήν ἀθεΐα στήν πίστη. Ἐξηγεῖ πῶς ἀπό τήν ἀθεΐα καί τόν ἀγνωστικισμό ὁδηγήθηκε στήν πίστη, ἀκριβῶς μελετώντας τά μυστικά τῆς βιολογικῆς ζωῆς, τό DNA.

Ὁ Collins μελετώντας «τή λεπτότητα τοῦ ἀνθρώπινου γενετικοῦ κώδικα καί τίς πολλαπλές συνέπειες αὐτῶν τῶν σπάνιων στιγμῶν ἀπροσεξίας τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ἀντιγραφῆς» ἔμεινε «ἔκπληκτος» (σελ. 31). Κυρίως τόν ἐντυπωσίασε «ἡ θρησκευτική ἐμπειρία τήν ὁποία ζοῦσαν πολλοί» ἀπό τούς ἀσθενεῖς του, καί ὡς ἐπιστήμονας πού ἐξάγει συμπεράσματα ἐξετάζοντας τά δεδομένα, ἄρχισε νά μελετᾶ τό ἐρώτημα ἄν «ὑπάρχει Θεός». Ἔτσι, ὅπως γράφει, «ἄρχισα μιά γρήγορη καί κουραστική ἐπισκόπηση τῶν μεγάλων θρησκειῶν τοῦ κόσμου» (σελ. 31-32).

Μελετώντας αὐτά κατέληξε στό συμπέρασμα: «Ἔγινε φανερό σέ μένα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, παρά τίς ἀναμφισβήτητες δυνάμεις της νά ἀνακαλύπτει τά μυστήρια τοῦ φυσικοῦ κόσμου, δέν θά μέ βοηθοῦσε περισσότερο νά λύσω τό πρόβλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὑπάρχει Θεός, αὐτός πρέπει νά βρίσκεται ἔξω ἀπό τό φυσικό κόσμο καί ἑπομένως τά ἐργαλεῖα τῆς ἐπιστήμης δέν εἶναι κατάλληλα γιά νά μάθουμε γι’ Αὐτόν» (σελ. 39). Μέσα ἀπό μεγάλη ἀναζήτηση ἔφθασε στήν πίστη στόν Θεό, ὅπως τόν διακηρύσσει καί τόν ὁμολογεῖ ὁ Χριστιανισμός, πού γνώρισε στήν Ἀμερική.

Τό δεύτερο μήνυμα πού ἐξάγεται ἀπό τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς πίστης στήν ἐπιστήμη καί τῆς πίστης στόν Θεό. Ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Collins γνώρισε τά μυστικά τῆς ἀνθρώπινης γνώσης, «τήν γλώσσα τοῦ Θεοῦ», ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ Θεός μέσα ἀπό τήν κτίση πού Αὐτός δημιούργησε, γι’ αὐτό ἔχει τήν δυνατότητα νά διατυπώση τήν ἄποψή του γιά τήν σχέση μεταξύ τῆς ἐπιστήμης καί τοῦ Θεοῦ.

Παρουσιάζει μέ εὐσύνοπτο καί ἐπαγωγικό τρόπο τίς τέσσερεις δυνατότητες πού ὑπάρχουν στό θέμα τῆς σχέσεως μεταξύ ἐπιστήμης καί πίστης.

Ἡ πρώτη δυνατότητα εἶναι «ὅταν ἡ ἐπιστήμη παραμερίζει τήν πίστη», ὅπως τό κάνει ὁ ἀθεϊσμός καί ὁ ἀγνωστικισμός. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κρίνει τίς ἀπόψεις πολλῶν ἀθέων ἤ ἀγνωστικιστῶν ἐπιστημόνων, μεταξύ τῶν ὁποίων τίς ἀπόψεις τοῦ Dawkins (σελ. 143-151).

Ἡ δεύτερη δυνατότητα ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς εἶναι «ὅταν ἡ πίστη παραμερίζει τήν ἐπιστήμη», ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ «δημιουργισμός» πού ἀναπτύχθηκε ἀπό συντηρητικούς Προτεστάντες τῆς Ἀμερικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ δημιουργισμός, σύμφωνα μέ τήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστος μέ τίς ἀπόψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Πρόκειται γιά μιά κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Γενέσεως (σελ. 153-159).

Ἡ τρίτη δυνατότητα ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς εἶναι «ὅταν ἡ ἐπιστήμη ζητᾶ Θεία βοήθεια», ὅπως ἐκφράζεται στήν θεωρία «τοῦ Εὐφυοῦς Σχεδίου» πού διατυπώθηκε στήν Ἀμερική τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1990 (σελ. 161-172).

Ἡ τέταρτη δυνατότητα ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἄποψη ὅτι ἐπιστήμη καί πίστη βρίσκονται σέ ἁρμονία.

Ἀπό τίς τέσσερεις αὐτές δυνατότητες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, ὁ Francis Collins προκρίνει τήν τέταρτη δυνατότητα. Ἀναφερόμενος μάλιστα στό γεγονός ὅτι μερικοί ἐπιστήμονες ἀρνοῦνται τήν πίστη καί μερικοί πιστοί Χριστιανοί ἀρνοῦνται τήν ἐπιστήμη, γράφει ὡς συμπέρασμα: «Καί οἱ δύο αὐτές ἐπιλογές εἶναι βαθιά ἐπικίνδυνες. Καί οἱ δύο ἀρνοῦνται τήν ἀλήθεια. Καί οἱ δύο θά μειώσουν τήν εὐγένεια τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Καί οἱ δύο θά εἶναι καταστροφικές γιά τό μέλλον μας. Καί εἶναι καί οἱ δύο περιττές. Ὁ Θεός τῆς Βίβλου εἶναι ἐπίσης ὁ Θεός τοῦ γονιδιώματος. Μπορεῖ νά λατρεύεται στήν Ἐκκλησία ἤ στό Ἐργαστήριο. Ἡ δημιουργία Του εἶναι μεγαλοπρεπής, ἐπιβλητική, περίπλοκη καί ὄμορφη -καί δέν μπορεῖ νά μπεῖ σέ πόλεμο μέ τόν ἑαυτό της. Μόνο ἐμεῖς οἱ ἀτελεῖς ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀνοίγουμε τέτοιες διαμάχες. Καί μόνο ἐμεῖς μποροῦμε νά τίς πάψουμε» (σελ. 184).

Τό τρίτο ἐνδιαφέρον σημεῖο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Collins εἶναι τά ὅσα γράφονται στό Παράρτημα γιά τήν βιοηθική.

Οἱ σύγχρονες ἀνακαλύψεις τῆς Γενετικῆς καί τῆς Μηχανικῆς Γενετικῆς προκάλεσαν διάφορα ἠθικά διλήμματα καί θά προκαλοῦνται συνεχῶς, ὁπότε ὡς κοινωνία πρέπει νά καταλήξουμε σέ μερικά συμπεράσματα. Μέ πολλή εἰλικρίνεια ὁ ἴδιος γράφει γιά τό θέμα αὐτό: «Πρῶτα-πρῶτα θά ἦταν ἕνα λάθος νά ἀφήσουμε ἁπλά αὐτές τίς ἀποφάσεις στούς ἐπιστήμονες. Οἱ ἐπιστήμονες ἔχουν νά παίξουν ἕνα σημαντικό ρόλο σέ τέτοιες συζητήσεις, γιατί διαθέτουν μιά εἰδική ἱκανότητα νά διακρίνουν καθαρά τί εἶναι δυνατό καί τί δέν εἶναι. Ἀλλά οἱ ἐπιστήμονες δέν μπορεῖ νά εἶναι οἱ μόνοι στό τραπέζι τῶν συζητήσεων. Οἱ ἐπιστήμονες ἀπό τήν φύση τους ἔχουν μιά τάση νά ἐξερευνοῦν τό ἄγνωστο. Τό ἠθικό τους αἰσθητήριο γενικά δέν εἶναι οὔτε περισσότερο οὔτε λιγότερο ἀνεπτυγμένο ἀπό αὐτό ἄλλων ὁμάδων καί εἶναι ἀναπόφευκτα ἐπηρεασμένοι ἀπό μιά ἐνδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων πού μπορεῖ νά τούς κάνει νά μή δέχονται περιορισμούς πού βάζουν μή ἐπιστήμονες. Ἑπομένως, στό ἴδιο τραπέζι πρέπει νά ἀντιπροσωπεύεται μιά ποικιλία ἀπό διάφορες ἀπόψεις. Εἶναι βαρύ ἐν τούτοις τό φορτίο γι’ αὐτούς πού μετέχουν σέ τέτοιες συζητήσεις, νά ἐνημερωθοῦν γιά τά ἐπιστημονικά γεγονότα» (σελ. 230-231).

Εἶναι φυσικό ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος πού διαπνέεται ἀπό τήν πατερική θεολογία, ἡ ὁποία ἀποφεύγει τήν λογικοκρατία καί τόν ἠθικισμό, ἀλλά πού γνωρίζει στοιχειώδεις θέσεις τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, νά βοηθήση ἀποτελεσματικά σέ τέτοιες συζητήσεις γιά τό καλό τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ἡ σύγχρονη ἔρευνα νά ὠφελῆ καί νά μή βλάπτη.

Ἀγαπητοί μου,

Τό θέμα τῆς συναντήσεως ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐπιστήμης εἶναι ἀρκετά μεγάλο καί δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ σέ μιά ὁμιλία, καί μάλιστα περιορισμένης χρονικῆς διάρκειας. Ἐδῶ ἁπλῶς τέθηκαν μερικοί προβληματισμοί. Τό γεγονός εἶναι ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά ξεκαθαρίσουμε τά ὅρια μεταξύ τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Οὔτε οἱ ἐπιστήμονες πρέπει νά εἰσέρχονται σέ θεολογικά καί πνευματικά ζητήματα, μέ τήν μεθοδολογία τῆς ἐπιστήμης, γιατί θά προσφέρουν τρομερή ἀπογοήτευση στόν ἄνθρωπο, πού ζητᾶ κάτι ἄλλο καί διαφορετικό, οὔτε οἱ θεολόγοι καί οἱ πνευματικοί πατέρες πρέπει νά εἰσέρχονται σέ ἐπιστημονικά δεδομένα, ἀφήνοντας τά ὑψηλότερα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ κόσμος πού βλέπουμε, ἐνῶ ἡ θεολογία ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τό θέμα ποιά εἶναι ἡ συμπεριφορά καί λειτουργία τῶν κτιστῶν πραγμάτων, ἐνῶ ἡ θεολογία βλέπει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού ζωοποιεῖ τόν κόσμο. Ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νά θεραπεύση τίς ἀσθένειες πού βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ θεολογία βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβῆ τήν κτιστότητα καί τήν θνητότητά του, δηλαδή τίς πνευματικές καί θεολογικές ἀσθένειες. Ἡ ἐπιστήμη ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα πῶς δημιουργοῦνται καί γίνονται τά ὄντα καί τά κτίσματα, ἐνῶ ἡ θεολογία ποιός εἶναι ὁ σκοπός καί τό τέλος τῆς δημιουργίας.

Πάντως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσδοκοῦμε «καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν» (Β' Πέτρ. γ', 13). Ἡ Ἐπιστήμη, ἄς ἀσχολεῖται μέ τήν πεπαλαιωμένη γῆ καί τόν πεπαλαιωμένο οὐρανό, γιά νά κάνη ὑποφερτή τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο αὐτόν, ἐνῶ οἱ θεολόγοι καί Κληρικοί ἀποβλέπουμε στήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.