Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Γιά «τούς ἐν πολέμοις φόνους»

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ζήσαμε μιά Μεγάλη Ἑβδομάδα καί ἕνα Πάσχα ἐλεύθεροι ἀπό αὐστηρούς ὑγειονομικούς περιορισμούς, ἀλλά δηλητηριασμένοι ἀπό τά συνεχιζόμενα αἱματηρά γεγονότα στήν Οὐκρανία. Εἴδαμε, ἐπίσης, πῶς γιόρτασαν τό Πάσχα, δηλαδή τήν νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, κι αὐτοί πού σχεδίασαν καί ἐνεργοῦν τήν ἄδικη εἰσβολή στήν Οὐκρανία, προκαλώντας τόν θάνατο χιλιάδων ἀνθρώπων, Οὐκρανῶν καί Ρώσων.

Οἱ φόνοι κατά τούς πολέμους μᾶς ὁδήγησαν σέ μιά μικρή ἔρευνα στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τό πῶς ἀντιμετωπίζονται ἀπό τούς Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους.

Διαπιστώσαμε ὅτι ὑπάρχει μεγάλη ἐπιείκεια γι’ αὐτούς πού ἀγωνίζονται ἀμυνόμενοι «ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας». Πολύ διακριτικός εἶναι ὁ 13ος Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζοντας ὅλη τήν πρό αὐτοῦ παράδοση λέει:

«Τοὺς ἐν πολέμοις φόνους οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοὶ δοκεῖ συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δὲ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τὰς χεῖρας μὴ καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι».

Ἡ παράδοση αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ φόνοι κατά τούς πολέμους δέν ὑπολογίζονται ὡς φόνοι, στηρίζεται, μεταξύ ἄλλων, σέ μιά διατύπωση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στήν πρός Ἀμμοῦν ἐπιστολή του. Στήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει:

«Φονεύεν οὐκ ἔξεστιν, ἀλλ’ ἐν πολέμῳ ἀναιρεῖν τούς ἀντιπάλους καί ἔννομον καί ἐπαίνου ἄξιον. Οὕτω γοῦν καί τιμῶν μεγάλων οἱ κατά πόλεμον ἀριστεύσαντες ἀξιοῦνται, καί στῆλαι τούτων ἐγείρονται, κηρύττουσαι τά κατορθώματα. Ὥστε τό αὐτό, κατά τι μέν καί κατά καιρόν οὐκ ἔξεστι, κατά τι δέ καί εὐκαίρως, ἀφίεται καί συγκεχώρηται» (Πηδάλιο, σελ. 577)

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρεται στό πῶς ὁ λαός, ἡ κοινή ἀντίληψη καί τό Κράτος τιμᾶ τούς «ἀριστεύσαντες» στόν πόλεμο, ὄχι πῶς τούς ἀντιμετωπίζει ἡ Ἐκκλησία. Γιά τήν Ἐκκλησία ὁ φόνος πού ἐνεργοῦν οἱ ἀμυνόμενοι «ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας», «ἀφίεται καί συγκεχώρηται». Δέν τιμᾶται, δέν ἁγιοποιεῖται.

Ἡ διακριτικότητα τῶν ἱερῶν Κανόνων φαίνεται στό ἀκόλουθο γεγονός. Διαβάζουμε στήν Δωδεκάβιβλο τοῦ Δοσιθέου: «Οὗτος ὁ Φωκᾶς (ὁ Τύραννος) ἤθελε τούς ἐν τῷ πολέμῳ πίπτοντας, μάρτυρας πάντας κηρύττεσθαι, ἀλλ’ οὐκ εἰσηκούσθη διά τόν κανόνα τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ὅστις κανονίζει τούς ἐν πολέμῳ αἱματεκχυσίαν ποιοῦντας[...]. Τοῦτο καί ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἠβουλήθη ὕστερον ποιῆσαι, ἐν μόνῳ τῷ πολέμῳ τήν σωτηρίαν τιθέμενος καί ἐν οὐδενί ἄλλῳ, ἀλλ’ ἀπεκρούσθη κἀκεῖνος τῷ ὁμοίῳ Κανόνι ὑπό τῆς τότε Συνόδου». (σ. 533)

Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία τό Κανόνος αὐτοῦ γράφει ὅτι στήν ἀπαίτηση τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, νά τιμῶνται ὡς μάρτυρες οἱ «ἐν πολέμοις ἀναιρούμενοι», οἱ τότε ἀρχιερεῖς στηριζόμενοι στόν ιγ΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου τοῦ εἶπαν: «πῶς τοῖς μάρτυσι συναριθμήσομεν τούς ἐν πολέμοις πεσόντας, οὕς ὁ μέγας Βασίλειος, ὡς μή καθαρούς τάς χεῖρας, ἐπί τριετίαν ἐκώλυσε τῶν ἁγιασμάτων;».

Στό σημεῖο αὐτό ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει μιά σημαντική ἱστορική λεπτομέρεια, πού δείχνει τό πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπέναντι στόν ὁποιασδήποτε ἀφορμῆς καί αἰτίας φόνο. Μέ ὁρισμό τοῦ Βασιλέως παρουσιάστηκαν στήν Σύνοδο Ἱερεῖς καί ἕνας Ἐπίσκοπος πού ὁμολόγησαν ὅτι ἔλαβαν μέρος σέ πολεμικές συμπλοκές κατά τίς ὁποῖες φόνευσαν πολλούς ἀπό τούς ἀντιπάλους. Ἡ Σύνοδος μέ βάση τούς 13ο καί 43ο Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου θέλησε «μηκέτι αὐτούς ἱερουργῆσαι». Ὁ 43ος Κανόνας λέει: «ὅποιος ἔδωσε θανατηφόρο χτύπημα στόν πλησίον του, εἶναι φονέας, εἴτε αὐτός ἄρχισε τήν συπλοκή εἴτε ἀμυνόταν». Ἡ Σύνοδος τούς ἀφήρεσε τήν δυνατότητα νά ἱερουργοῦν, παρά τό ὅτι πολλοί, «καί μᾶλλον οἱ στρατιωτικώτεροι», ἀντιδρώντας στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου «καί βραβείων αὐτούς ἀξίους εἶναι» ἔλεγαν. (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τόμος Δ΄, σ. 133). Ἦταν πράγματι ἥρωες γιά τήν αὐτοκρατορία, δέν μποροῦσαν ὅμως νά εἶναι ἱερεῖς, οὔτε νά καταταχθοῦν στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.

Τό κακό πού ἐνσπείρει καί κραταιώνει μέσα στίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων ὁ πόλεμος ἐπισημαίνεται σέ μιά σχετική μέ τά ἀνωτέρω ὑποσημείωση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Γράφει: «εἶναι καλόν νά ἀπέχουν τρεῖς χρόνους τῆς Κοινωνίας οἱ ἐν πολέμῳ φονεύσαντες, [...] καί διατί ἔγιναν ἐπιτήδειοι εἰς τό νά κακοποιοῦν καί νά ἀφανίζουν τήν δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ» (Πηδάλιον, σ. 600).

Παρεμφερής ὡς πρός τό περιεχόμενο μέ τούς παραπάνω Κανόνες εἶναι ὁ 27ος Ἀποστολικός, ὁ ὁποῖος διακελεύει: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον ἢ διάκονον, τύπτοντα πιστοὺς ἁμαρτάνοντας, ἢ ἀπίστους ἀδικήσαντας, καὶ διὰ τοιούτων φοβεῖν ἐθέλοντα, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν· οὐδαμοῦ γὰρ ὁ Κύριος τοῦτο ἡμᾶς ἐδίδαξε· τοὐναντίον δέ, αὐτὸς τυπτόμενος, οὐκ ἀντέτυπτε, λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων, οὐκ ἠπείλει».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν ἐρμηνεία του σημειώνει ὅτι «ὁ Κύριος εἰς κανένα μέρος τοῦ Εὐαγγελίου δέν μᾶς ἐδίδαξε τοῦτο νά κάμνωμεν», δηλαδή, οἱ Κληρικοί νά κτυποῦν (τύπτουν) «πιστοὺς ἁμαρτάνοντας, ἢ ἀπίστους ἀδικήσαντας» προκειμένου νά τούς φοβίσουν. Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἔπραξε. «Ἐπειδή δερνόμενος ἀπό τούς στρατιώτας, καί Ἰουδαίους, ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους, δέν σήκωσε χέρι νά τούς δείρῃ καί αὐτός. Κατηγορούμενος καί ὑβριζόμενος, δέν ὕβριζεν, οὔτε ἐκατηγόρει. Καί πάσχων ἐπάνω εἰς τόν σταυρόν, δέν ἐφοβέριζε νά τούς παιδεύσῃ, ἀλλά παρεκάλει τόν Πατέρα του νά τούς συγχωρήσῃ».

Ὁ ἀναγκαῖος ἔλεγχος τῶν ἁμαρτανόντων δέν εἶναι ἔκρηξη θυμοῦ, ἀμετρία ἀπειλητικῶν λόγων, οὔτε βίαιες πράξεις πού εἶναι εὐθέως ἀντίθετες πρός τό ἦθος τῶν ἀληθινά πιστῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Στό σημεῖο αὐτό μιά λεπτομέρεια εἶναι σημαντική. Ὅταν οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζουν Κληρικούς ἤ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι δέν συνετίζονται (δέν σωφρονίζονται) μέ τά θεραπευτικά ἐπιτίμια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποβάλλονται ἀπό αὐτήν, ἀλλά παρά ταῦτα συνεχίζουν τήν ἀνταρσία τους, γιά παράδειγμα, ἐνῶ ἔχουν καθαιρεθῆ συνεχίζουν νά τελοῦν παρανόμως καί ἀντικανονικῶς μυστήρια, οἱ ποιμένες «ἠμποροῦν νά τούς σωφρονίζουν ἱερωμένους ὄντας, ἤ λαϊκούς, μέ τῆς ἐξωτερικῆς ἐξουσίας τήν δύναμιν» (Πηδάλιο, σελ. 27). Γιά παράδειγμα, ὁ 5ος Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου καταλήγει διατάσσοντας: «Εἰ δὲ παραμένοι [ὁ ἀνυπάκουος πρεσβύτερος ἤ διάκονος] θορυβῶν καὶ ἀναστατῶν τὴν ἐκκλησίαν, διὰ τῆς ἔξωθεν ἐξουσίας ὡς στασιώδη αὐτὸν ἐπιστρέφεσθαι». Νά συνετίζεται, δηλαδή, καί νά ἐπιστρέφη στήν Ἐκκλησία.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος σέ σχετική ὑποσημείωση, στό Πηδάλιο, διευκρινίζει: «Ἐπάνω εἰς ὅλα, πρέπει νά ὑποσημειώσωμεν ὅτι οἱ ἐξουσιασταί διά τῶν ὁποίων προστάζουν οἱ Κανόνες νά σωφρονίζωνται οἱ ἄτακτοι, ἦσαν τότε εὐσεβεῖς καί πιστοί, καί ἀκολούθως δέν ἦτο κίνδυνος νά θανατώσουν, ἤ ἄλλο τι ἄτοπον νά κάμουν εἰς τούς παρ’ αὐτῶν σωφρονιζομένους. Τώρα δέ εἰς τούς ἐδικούς μας καιρούς (ὁ Ἅγιος ἔγραφε στόν καιρό τῆς Τουρκοκρατίας), ἐπειδή οἱ ἐξωτερικοί εἶναι ἄπιστοι καί ἀσεβεῖς, διά τοῦτο δέν πρέπει νά παραδίδωνται ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς εἰς τάς χεῖρας των οἱ ἀτακτοῦντες. Κίνδυνος γάρ ἀκολουθεῖ καί φόβος, ἕνα μέν, μήπως παραλαμβάνοντας τούς τοιούτους οἱ ἐξουσιασταί αὐτοί εἰς χεῖρας των, ἀντί νά τούς παιδεύσουν διά σωφρονισμόν μόνον, τούς θανατώσουν ὁλότελα· (καθώς τοῦτο ἐμπράκτως πολλάκις, καί εἰς πολλάς ἐπαρχίας ἠκολούθησε), καί ἀκολούθως πέσουν οἱ παραδιδόντες αὐτούς ἱερωμένοι, εἰς φόνον ἀκούσιον, ὅστις εἶναι καθαιρετικός τοῦ βαθμοῦ των, κατά τόν ξς΄ Ἀποστολικόν [κανόνα], καί ἄλλο δέ, διατί ἐνδέχεται νά ἀπιστήσουν ἀπό τόν φόβον τους οἱ τοιοῦτοι ἄτακτοι, παραδιδόμενοι εἰς τούς ἀσεβεῖς, καθώς καί πλειστάκις γίνεται».

Ὁρισμένοι «θερμοί» Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ταυτίζουν τήν θερμότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό μέ «θερμά ἐπεισόδια» πεζοδρομιακοῦ χαρακτήρα, ἐπιλέγουν ἀπό λόγους ἤ βίους ἁγίων ὁρισμένα σπάνια στοιχεῖα, ἔξω ἀπό τό ἱστορικό τους πλαίσιο, τά ὁποῖα ἀπό περιπτωσιακά τά καθολικοποιοῦν προκειμένου νά στηρίξουν τήν ἐκκλησιαστικά ἀνέρειστη «θερμότητα» τῆς δράσεώς τους. Γιά τέτοιου εἴδους ἐπιχειρήματα ὁ ἅγιος Νικόδημος σημειώνει: «ὅμως τά τοιαῦτα, σπάνια ὄντα, νόμος τῆς Ἐκκλησίας οὐ γίνεται, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον, καί τό παρά τούς Κανόνας οὐχ ἕλκεται εἰς ὑπόδειγμα, κατά τούς νομικούς».

Ἐν προκειμένῳ πολύ χρακτηριστικός εἶναι ὁ ξς΄ Ἀποστολικός Κανόνας, ὁ ὁποῖος διακελεύει:

«Εἴ τις κληρικός, ἐν μάχῃ τινὰ κρούσας, καὶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς κρούσματος ἀποκτείνῃ, καθαιρείσθω διὰ τὴν προπέτειαν αὐτοῦ· ἐὰν δὲ λαϊκὸς ᾖ, ἀφοριζέσθω».

Στήν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναδεικνύει τό περιεχόμενό του γράφοντας, ὅτι ὁ Κληρικός πού σέ καιρό φιλονεικίας ἔδωσε ἕνα μόνο χτύπημα πού ἀποδείχθηκε θανατηφόρο, αὐτός πρέπει νά καθαιρῆται ὄχι μόνο γιά τήν βιαιότητα πού ἐπέδειξε καί τόν ἀκούσιο φόνο πού ἔπραξε, «ἀλλά διότι ἐνικήθη ὑπό τοῦ θυμοῦ καί ἐφάνη προπετής καί αὐθάδης, ἀσηκώσας χέρι καί κτυπήσας, τό ὁποῖον εἶναι ἐμποδισμένον ἀπό τούς Κληρικούς» (Πηδάλιο σ. 85).

Ἡ Ἐκκλησία θέλει ὁ οἰκονόμος τῶν μυστηρίων της νά μὴν εἶναι αὐθάδης, ὀργίλος, πλήκτης, δηλαδή νά μή χειροδικῆ, ἀλλά νά εἶναι φιλόξενος, φιλάγαθος, σώφρονας, δίκαιος, ὅσιος, ἐγκρατής (βλ. πρός Τίτον, 3, 7-8). Καί οἱ ἡγέτες τοῦ Κράτους νά εἶναι μέ ψυχή «φιλόσοφο», «συναλγεῖν, μέ τόν λαό, ἐπιστάμενοι».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 1389