Skip to main content

Γεγονότα καὶ Σχόλια: Ποιμένες καί Ποίμνιο - Δῶστε παιδεία στό λαό - Τοπία καί ἄνθρωποι

Ποιμένες καί Ποίμνιο

Ὅταν γιορτάζη ἡ Ἐκκλησία μας τήν μνήμη ἁγίων Πατέρων διαβάζεται εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀπό τό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, πού ἀναφέρεται στήν σχέση τῶν ποιμένων μέ τό ποίμνιο. Σ’ αὐτό τό εὐγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Χριστός παρουσιάζει τόν ἑαυτό Του ὡς τόν καλό Ποιμένα, ἀλλά καί ὡς τήν “θύρα τῆς αὐλῆς τῶν προβάτων”. Περιγράφοντας, ἐπίσης, τούς καλούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας λέει, ὅτι “ποιμήν καλός” εἶναι αὐτός πού εἰσέρχεται “διά τῆς θύρας”, πού εἶναι ὁ Χριστός καί δέν “ἀναβαίνει ἀλλαχόθεν”. Δέν ἀλλοτριώνει δηλαδή τήν διακονία του ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, συγχέοντας προσωπικές ἐπιδιώξεις ἤ αὐτοσχέδιες ποιμαντικές μέ στοιχεῖα ἀπό τήν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων. Κινεῖται δραστήρια στήν κοινωνία, ἔχοντας βυθισμένο τόν νοῦ στήν ἡσυχία. Εἶναι μέσα σ’ ὅλα μέ τήν ἀγάπη καί πάνω ἀπ’ ὅλα μέ τήν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχει ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ. Ὁ νοῦς τοῦ βουβός, γυμνός ἀπό εἰκόνες καί ἔννοιες, βρίσκεται διαρκῶς ἔνωπιόν του Θεοῦ, κρίνεται, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά κρίνη ἄλλους, εἴτε ἀνωτέρους εἴτε κατωτέρους.

Ἡ μόνη κίνησή του εἶναι ἡ ὑπακοή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, πού σκορπᾶ στόν κόσμο εἰρήνη καί ὄχι ταραχή. Εἶναι θεοκίνητος, γι’ αὐτό ἀληθινός, διότι “πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης”. Δέν ἐπιδιώκει νά ἐκφρασθῆ μέ ἀγαπολογίες, ἀλλά μέ ἔργο κυρίως σιωπῆς καί προσευχῆς, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐπαινεθῆ ἀπό κανένα ἄνθρωπο τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε νά προκαλέση τόν θαυμασμό ἤ τήν εὐγνωμοσύνη τῶν ἀφανῶς εὐεργετημένων. Δέν θέλει νά τόν εὐγνωμονοῦν. Ἀκουμπᾶ θεραπευτικά πληγές πού πονοῦν. Δέν ἐπιθυμεῖ νά εἶναι συναισθηματικά εὐχάριστος, γι’ αὐτό εἶναι ἀνίκανος νά συσστρατεύση ὀπαδούς. Δέν θέλει τυφλά νά τόν ἀκολουθοῦν. Θέλει, ὅμως, μέ ἀνοικτή τήν ἀκοή τῆς ψυχῆς νά τόν ἀκοῦν, ὅταν μεταφέρει τόν λόγο τῆς ζωῆς καί κατόπιν ἐλεύθερα νά τόν ἀκολουθοῦν, ὅταν “ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται”, στόν σταυρικό δρόμο τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως, τῆς πορείας, δηλαδή, ἀπό τήν Αἴγυπτο τῆς ἰδιοτέλειας, στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, πού εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη καί ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.

“Τα ἴδια προβατα” ἔχουν τό χάρισμα νά διακρίνουν τόν “κλέπτη καί ληστή” ἤ τόν “μισθωτό” ἀπό τόν αὐθεντικό Ποιμένα τους. Ἄν δέν μποροῦν νά τό κάνουν αὐτό, ἄν, δηλαδή, ἐκλαμβάνουν τῶν “ἀλλοτρίων τήν φωνήν” ὡς φωνή ἀληθινοῦ Ποιμένα, αὐτό σημαίνει ὅτι βρίσκονται σέ διαρκῆ κίνδυνο ἀπωλείας, ἄν δέν ἔχουν ἤδη ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας. Τό Εὐαγγέλιο, λοιπόν, πού διαβάζεται στίς μνῆμες τῶν ἁγίων Πατέρων, τονίζει τήν μεγάλη εὐθύνη ποιμένων καί ποιμενομένων. Καί ἐπειδή πάντα ἐμφανίζονται στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας - χωρίς νά προέρχονται ἀπό αὐτήν - ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆτες ἡ εὐθύνη τοῦ λαοῦ εἶναι τεράστια. Ὀφείλει νά ἔχει τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς γυμνασμένα στήν διάκριση τῆς ἀλήθειας ἀπό τό ψέμα, τῆς ὀρθοδοξολόγου πλάνης ἀπό τήν ἀπλανῆ ὀρθοδοξία.

 

Δῶστε παιδεία στό λαό

“Δῶστε Μουσεῖα στόν λαό” ἦταν ὁ τίτλος ἑνός ἄρθρου ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας, πού ἀναφερόταν στήν ὀλιγωρία τῆς Πολιτείας στό θέμα τῆς δημιουργίας μουσείων σύγχρονης τέχνης. Ὁ τίτλος αὐτός εἶναι προκλητικός καί ἐξηγῶ γιατί. Τά μουσεῖα εἶναι μιά προσπάθεια νά διασωθοῦν κομμάτια ἀπό τήν ζωή τοῦ παρελθόντος μας ἤ ἀκόμα νά ἀποδειχθοῦν ἱστορικοί μας τίτλοι, ὅπως γίνεται μέ τά εὐρήματα τῆς Βεργίνας καί εὐρύτερα ὅλης της Μακεδονίας. Ὅμως, ὅπως καί νά τό κάνουμε, τά μουσεῖα –τουλάχιστον ὅπως τά ξερουμε– εἶναι ἔξω ἀπό τήν ζωή. Ὅ,τι μπαίνει στό μουσεῖο σημαίνει ὅτι ἔχει βγῆ ἀπό τήν καθημερινή χρήση. Θά πῆτε, βέβαια, ὅτι ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά μουσεῖα μέ ἀρχαιολογικούς θησαυρούς καί ὄχι γιά τά μουσεῖα σύγχρονης τέχνης.

Κι ὅμως συμβαίνει καί σ’ αὐτά κάτι ἀνάλογο. Τά μουσεῖα σύγχρονης τέχνης εἶναι ἕνα εἶδος “ἀσύλου τῆς τέχνης”, ὅπως εἶναι τά ἄσυλα τῶν γερόντων ἤ τῶν ἐγκαταλελειμένων παιδιῶν. Ἔχουν, δηλαδή, ἄμεση σχέση μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖ περισυλλέγονται καί προβάλλονται ἔργα, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι στά σπίτια μας, στούς χώρους δουλειᾶς, στά σχολεῖα, ὥστε νά δίνουν μέσα στήν καθημερινότητά μας τήν διαφορετική θέαση τῶν πραγμάτων πού μᾶς προσφέρει ὁ καλλιτέχνης. Μέ αὐτά πού γράφω δέν εἶμαι ἐναντίον τῆς δημιουργίας μουσείων σύγχρονης τέχνης, ἀλλά ἐναντίον τοῦ πνεύματος πού ὑποκρύπτεται στό σύνθημα “δῶστε μουσεῖα στό λαό”. Ὁ λαός δέν θέλει μουσεῖα, ἄψυχα κομμάτια τοῦ παρελθόντος, χρειάζεται ζωή μέ οὐσία, δηλαδή μέ νόημα, τό ὁποῖο μπορεῖ νά τοῦ τό δώση μιά ὁλοκληρωμένη παιδεία, ὄχι ἀποκλειστικά σχολική ἤ ἐκκλησιαστική, ἀλλά καί τηλεοπτική καί οἰκογενειακή. Γιατί ἄν τό σχολεῖο καί ἡ ἐκκλησία μεθοδικά ἐνεργοποιοῦν τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς τῶν μαθητῶν τους καί ἡ τηλεόραση ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά τά νεκρώνει, τότε δημιουργοῦμε ἀνθρώπους ἀντιποιητικούς, πού δέν μποροῦν νά αἰσθανθοῦν βαθιά οὔτε τό Θεό, οὔτε τούς ἀνθρώπους, οὔτε τά πράγματα. Αἰχμαλωτίζονται ἀπό τήν φαντασμαγορική ἐπιφάνεια τῶν τηλεοπτικῶν σόου καί μένουν ἀδιάφοροι γιά τήν τέχνη πού πάει λίγο βαθύτερα, ἡ ὁποία, τελικά, γιά νά ἐπιβιώση εἰσάγεται ἀπό κάποιους προστάτες της σέ μουσεῖα - ἄσυλα τῆς τέχνης.

Τοπία καί ἄνθρωποι

Τό καλοκαίρι ὁ πληθυσμός τῆς Ναυπάκτου διπλασιάζεται ἤ καί τριπλασιάζεται. Ἡ “τουριστική μετανάστευση” - κίνηση ἀντίθετη πρός τήν ἀστυφιλία - καθιστᾶ τήν πόλη μᾶς πολυθόρυβο κέντρο. Ἀναμφισβήτητα ὁ τουρισμός εἶναι πολύ ὠφέλιμος γιά τήν ἀδύνατη οἰκονομία τῆς Ναυπακτίας. Ἔχει, βέβαια, καί τούς κινδύνους του, στόν πολιτιστικό καί πνευματικό τομέα. Δέν θά ἀναφερθῶ σ’ αὐτά τά ὑπέρ καί τά κατά. Θά ἐκφράσω μόνο ἕνα ἐρώτημα: Τί εἶναι αὐτό ποῦ φέρνει τούς παραθεριστές στόν τόπο μας; (Δέν ἀναφέρομαι, φυσικά, στούς ἀπόδημους Ναυπακτίους). Εἶναι ἡ ἀπαράμιλλη ὀμορφιά τοῦ τοπίου ἤ ἡ γνωριμία μέ τούς κατοίκους, τόν τρόπο ζωῆς τους, τίς παραδόσεις τους, τή νοοτροπία τους; Τούς ἐνδιαφέρει (ἤ καί μᾶς ἐνδιαφέρει, ὅταν καί ’μείς πηγαίνουμε σέ ἄλλο τόπο) τό τοπίο ἤ οἱ ἄνθρωποι; Πάντως ὁ θερινός τουρισμός μπορεῖ νά ἔχη κάποιο νόημα σπουδαιότερο ἀπό τήν ξεκούραση μέσα σέ ὡραία φυσικά περιβάλλοντα, ὅταν προχωρεῖ στήν ἐπικοινωνία καί γνωριμία μέ τά κοινωνικά καί πνευματικά περιβάλλοντα. Ὅταν ἐκτός ἀπό τό φυσικό τόν ἐνδιαφέρει καί τό ἀνθρώπινο τοπίο.

π.Θ.Α.Β.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ

  • Προβολές: 3272