Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία Μεθοδία ἡ ἐν Κιμώλῳ, 5 Ὀκτωβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία Μεθοδία ἡ ἐν Κιμώλῳ, 5 ὈκτωβρίουἩ ἁγία Μεθοδία γεννήθηκε στήν Κίμωλο, στίς 10 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1865, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐναρέτους, τόν Ἰάκωβο καί τήν Μαρία. Τό βαπτιστικό της ὄνομα ἦταν Εἰρήνη καί ἦταν ἡ δεύτερη στήν σειρά ἀπό τά ὀκτώ παιδιά πού ἀπέκτησαν οἱ γονεῖς της, ἤτοι τρεῖς υἱούς καί πέντε θυγατέρες. Ἀπό μικρή διακρινόταν γιά τήν σεμνότητά της, τήν ἀγάπη της στόν Χριστό καί τήν ἀφοσίωσή της στήν Ἐκκλησία. Παρά τό ὅτι ἐπιθυμοῦσε τήν ἀφιέρωσή της στόν Θεό, ἐν τούτοις γιά νά μή λυπήση τούς γονεῖς της ἀποδέχθηκε τήν πρόταση γάμου πού τῆς ἔκαναν καί πανδρεύθηκε ἕναν ναυτικό ἀπό τήν Χίο. Ὁ σύζυγός της, ὅμως, σέ κάποιο ταξίδι του ναυάγησε, καί τότε ἡ ἐκείνη ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Ἐκάρη μοναχή στόν Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας στήν Κίμωλο ἀπό τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος τήν μετονόμασε σέ Μεθοδία.

Ἡ Μεθοδία ἐγκαταβίωσε σέ μικρό κελλί στό Κάστρο τῆς Κιμώλου καί ἐδόθη «ὅλη Θεῷ», μέ θαυμαστή ἄσκηση, ὑπομονή καί προσευχή, καί ἔγινε «σεπτόν οἰκητήριον» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ φήμη της δέν ἄργησε νά ἐξαπλωθῆ σέ ὅλο τό νησί καί πολλοί ἄνθρωποι πήγαιναν νά τήν συναντήσουν, προκειμένου νά ὠφεληθοῦν ἀπό τό φωτεινό παράδειγμά της, τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη της καί τόν παρηγορητικό της λόγο. Ὑπῆρξε, ὄντως, πνευματικό καταφύγιο γιά ὅλους ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν νά βιώσουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή, καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐδρόσισε, ἀνέψυξε καί ζωογόνησε πολλούς ταλαιπωρημένους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καί τόν φλογισμό τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ στίς 5 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1908.

Ὁ βίος της καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὅταν ὁ Χριστιανός ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Χριστό καί ἀγωνίζεται νά ζῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του, ἔχοντας πλήρη ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του, τότε ὁ Χριστός τόν ὁδηγεῖ μέ διαφόρους τρόπους στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Καί πολλές φορές φορές ἐκεῖ πού ὅλα φαίνονται νά εἶναι σκοτεινά καί ἀδιέξοδα, τότε, ὅταν κανείς προσεύχεται καί ὑπομένη, στήν κατάλληλη στιγμή παραμερίζονται τά σκοτάδια τῆς ἀπόγνωσης καί τῆς ἀπελπισίας, καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στά σκοτεινά, δύσβατα καί ἀδιέξοδα μονομάτια τῆς ζωῆς, ἀνοίγονται φωτεινοί λεωφόροι καί ἡ ζωή νοηματοδοτεῖται. Ὁ ἄνθρωπος ἐνισχύεται, ἐνδυναμώνεται καί «ἀνακαινίζεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης του», κατά τόν ἱερό Ψαλμωδό. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται καί πλέον δέν στηρίζεται ἀποκλειστικά στίς δυνάμεις του, τίς γνώσεις του καί τά χαρίσματά του, ὅταν παύη νά ἔχη αὐτοπεποίθηση, πού εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν καί τῶν συμφορῶν, καί ἔχει τήν πεποίθηση καί τήν ἐλπίδα του στόν Θεό, καί τοῦ λέγει «γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι ὅτι πρός σέ ἦρα τήν ψυχήν μου», τότε ὁ Θεός τόν ἐνδυναμώνει, τόν παρηγορεῖ καί τοῦ ὑποδεικνύει τόν δρόμο πού πρέπει νά πορευθῆ στήν ζωή του. Καί τελικά ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».

Δεύτερον. Οἱ ἅγιοι, σέ κάθε ἐποχή, ἀποτελοῦν τό στήριγμα καί τήν παρηγοριά τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τῶν κοινωνικά ἀδύναμων ἀνθρώπων, τῶν φτωχῶν, τῶν πονεμένων, τῶν «ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ». Εἶναι οἱ φωτεινοί φάροι οἱ ὁποῖοι μέσα στά σκοτάδια καί τίς φουρτοῦνες τοῦ παρόντος βίου δείχνουν τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν γαλήνη, τήν εἰρήνη, τήν πνευματική εὐφοσύνη καί ἀγαλλίαση, πρός τόν «εὔδιον λιμένα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ».

Οἱ ἅγιοι, κατά κανόνα, εἶναι κρυμμένοι ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Πολλοί ἀπό τούς ἁγίους κινοῦνται καθημερινά ἀνάμεσά μας καί οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς δέν τούς καταλαβαίνουμε, ἐπειδή δέν διαθέτουμε τήν κατάλληλη πνευματική ὅραση γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε καί νά κατανοήσουμε ἤ ἐπειδή παρασυρόμαστε ἀπό μερικά ἐξωτερικά γνωρίσματά τους καί ἀπό μικρές ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τοῦ χαρακτήρα τους. Ἔτσι, ἀδυνατοῦμε νά εἰσδύσουμε στό βάθος τῆς ὕπαρξής τους καί νά ἀνακαλύψουμε τόν πνευματικό θησαυρό πού κρύβουν, καί, δυστυχῶς, παραμένουμε στήν ἐπιφάνεια καί στά φαινόμενα. Ὅμως, ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀξία ἔχουν τά μή φαινόμενα τά ὁποῖα εἶναι ἐπιμελῶς κρυμμένα, ὅπως τά μαργαριτάρια, τά ὁποῖα εὑρίσκονται στόν βυθό τῆς θάλασσας, ἐνῶ στήν ἐπιφάνειά της βλέπει κανείς πέτρες, φύκια καί διάφορα ἄλλα ἀντικείμενα. Καί ὅσοι θέλουν νά βροῦν τά μαργαριτάρια εἰσέρχονται στόν βυθό, φυσικά μετά ἀπό ἐπίπονη ἐκπαίδευση καί μέ τόν κατάλληλο ἐξοπλισμό.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτός «ὁ πολύτιμος μαργαρίτης», εὑρίσκεται στό βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν ἁγίων καί εἶναι ἀθέατη ἀπό τά μάτια τῶν ἀμυήτων, εἶναι, ὅμως, ὁρατή στούς «πείρᾳ μεμυημένους». Ὅσοι ἔχουν ἐκπαιδευτῆ ἀπό κατάλληλο πνευματικό ὁδηγό καί εἶναι ἐξοπλισμένοι μέ τά ἀπαραίτητα «ἐφόδια», τῆς ὑπομονῆς, τῆς προσευχῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης, αὐτοί δέν παραμένουν στήν ἐπιφάνεια, ἐπειδή ἔχουν τήν δυνατότητα νά εἰσέρχονται στόν ἀνεξερεύνητο βυθό, ἤτοι στό βάθος τῶν γεγονότων, στό βάθος τῶν πνευματικῶν νοημάτων τῶν Θεοπνεύστων γραφῶν, στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους καί νά ἀνακαλύπτουν τόν «ἔσω ἄνθρωπον», «τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον». Αὐτοί καταλαβαίνουν τούς ἁγίους, τούς ἀναγνωρίζουν καί ἐκτιμοῦν τήν προσφορά τους στούς ἀνθρώπους, στήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία, καί τρέχουν κοντά τους, ὅπως τό διψασμένο ἐλάφι στίς πηγές τῶν ὑδάτων, καί ἀντλοῦν τό ζωήρρυτον ὕδωρ τῆς θείας ἀγάπης πού ἀναβλύζει ἀπό τήν καθαρή καί πλήρη Πνεύματος Ἁγίου καρδιά τους. Καί δέν λίγοι ἐκεῖνοι πού προσπάθησαν καί προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν, ὅσο τό δυνατόν, τόν θεάρεστο βίο τους.

Ἀξιοσημείωτα εἶναι τά ὅσα ἔχουν γραφῆ ἀπό πιστό, γιά κάποιον ἀπό τούς συγχρόνους ἁγίους: «Ὅταν τόν συναντοῦσες, αἰσθανόσουν ὅτι ἔβλεπες ἕναν δικό σου ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος σέ ἀγαπᾶ καί ἐνδιαφέρεται γιά σένα. Κοντά του δέν αἰσθανόσουν πίεση, ἀλλά μεγάλη ἄνεση. Εἶχε ἕνα πηγαῖο χιοῦμορ τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε σάν θεραπευτικό ἐργαλεῖο πολλῶν χρήσεων. Μέ αὐτό ἄνοιγε τίς καρδιές, θεράπευε διάφορα ψυχικά νοσήματα, μεταποιοῦσε τούς λογισμούς ἤ τούς ἀφαιροῦσε τελείως, παρηγοροῦσε, στήριζε, ἐνθάρρυνε, ξυπνοῦσε συνειδήσεις, ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια. Ἤξερε νά σέ διορθώση χωρίς νά σέ πληγώση. Ὁ λόγος του δέν προκαλοῦσε, ἀλλά παρακαλοῦσε, ἀφοῦ μέσα στήν καρδιά του εἶχε ἔνοικο τό Παράκλητον Πνεῦμα. Μέσα στό κελλί του ἐναπέθετες ὅλο τό βάρος τῆς ψυχῆς σου καί ἔφευγες ἀνάλαφρος. Ὅταν πήγαινες, δυσκολευόσουν νά σύρης τά πόδια σου καί ὅταν ἔφευγες, δέν περπατοῦσες, ἀλλά "πετοῦσες"».

Ἡ ἀληθινή ἁγιότητα ἑλκύει τούς ἀνθρώπους, ὅπως ὁ μαγνήτης τόν σίδηρο, καί τούς ὁδηγεῖ στόν Χριστό, τόν «ἰατρόν τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 773