Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μάθημα ὁμιλητικῆς τοῦ 16ου αἰῶνος

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης, Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, (ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 27 Νοεμβρίου) εἶναι γνωστός ὡς ὁ συγγραφέας τοῦ «Θησαυροῦ», ἑνός βιβλίου μέ ὁμιλίες στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καί σέ μνῆμες ἁγίων, μέσα στίς ὁποῖες περιέλαβε –ἀποθησαύρισε– μέ ἁπλό λόγο τήν θεολογία καί τήν ἀσκητική τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἔμεινε στήν μνήμη τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐπιφανής ἱεροκήρυκας. Ἀπευθυνόμενος στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του τούς μίλησε στήν γλώσσα τους, τήν «δημοτική» πού μιλοῦσαν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ στήν Θεσσαλονίκη καί τήν Κωνσταντινούπολη, χωρίς ὅμως νά ἀλλοιώση τά δόγματα καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά γίνουν δῆθεν κατανοητά τά ὑπερφυῆ μυστήρια τῆς πίστεως ἀπό ὅλον τό λαό. Γνώριζε ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο τό «οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις». Ἡ πίστη δέν εἶναι «τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων» οἱ ὁποῖοι τήν πολεμοῦν ἤ τήν διαστρέφουν. Ὁ ἀπ. Παῦλος δέν προσάρμοζε τόν λόγο του στήν πονηρία τους. Ζητοῦσε ἀπό τούς Θεσσαλονικεῖς νά προσεύχονται γι’ αὐτόν, «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται» παντοῦ, ὅπως σ’ αὐτούς (βλ. Β΄ Θεσσ. 3,1-2).

Τίς ἀπόψεις τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ γιά τό κήρυγμα μπορεῖ κανείς νά τίς διαπιστώση μέσα στίς ὁμιλίες τοῦ «Θησαυροῦ», ὅμως μέ σαφήνεια μᾶς τίς δίνει καί σέ ἕνα ἄλλο ἔργο του. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ὅσιος Δαμασκηνός εἶναι συγγραφέας καί ἄλλων ἔργων, τά ὁποῖα εἶναι ἄγνωστα στούς πολλούς (κοινούς) ἀναγνῶστες καί πιθανῶς εἶναι γνωστά μόνον στούς εἰδικούς ἐρευνητές.

Ἕνα ἀπό τά, κατά τήν γνώμη μας, σημαντικά, ἀλλά ἄγνωστα στούς πολλούς, ἔργα τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ εἶναι ὁ διάλογος μέ τόν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται κοντά στήν Θεσσαλονίκη. Στόν διάλογο αὐτόν καταγράφεται μέ ἀρκετά ὀξύ λόγο ἡ μεγάλη λύπη τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ γιά τήν παραθεώρηση τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς, πού συγκεκριμενοποιεῖται στήν παράβαση τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπό τούς συγχρόνους του ποιμένες (Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς), ἐνῶ ἡ πίστη καί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ζωντανή στόν ἁπλό λαό, καθώς καί σέ Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Μετεώρων.

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός δέν θεωροῦσε ὡς κάτι σημαντικό τίς δυσχέρειες –«τές ταραχές καί τάς συγχύσεις»– πού ἦταν ἀποτελέσματα τῆς δουλείας στούς Ὀθωμανούς, ὅταν τίς συνέκρινε μέ ἄλλες πνευματικές δουλεῖες. Γράφει: «ἐγώ αὐτά [τίς δυσχέρειες τῆς δουλείας] δέν τά βάνω εἰς τόν νοῦ μου οὐδέ τά ἐλόγιαζα ὡσάν κουκί σιναπιά κοντά εἰς τό βουνί τοῦ Ὀλύμπου, ἄν δέν ἐπαραβαίναμεν τούς θείους κανόνας τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων συνόδων, ἀμή τοῦτο εἶναι τό μέγα κακόν». Οἱ ταραχές καί οἱ συγχύσεις θά ἦταν ἀσήμαντες, σάν κουκί συναπιοῦ σέ σύγκριση μέ τό βουνό τοῦ Ὀλύμπου, «ἄν δέν ἐπαραβαίναμεν τούς θείους κανόνας». Στήν πνευματική αἴσθηση τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ τά δεινά τῆς δουλείας μεγενθύνονταν καί γίνονταν βαρύτερα λόγω τῆς παράβασης τῶν ἱερῶν Κανόνων.

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ἦταν μετριόφρων καί ἤπιος, ὅμως προκειμένου νά ἐνεργοποιήση ἀδρανεῖς συνειδήσεις, ὁ λόγος του γινόταν ὀξύς. Ἡ μετριοφροσύνη του εἶναι μεμαρτυρημένη ἀπό τούς συγχρόνους του, ἀκόμη καί ἀπό ἑτεροδόξους. Γιά παράδειγμα, ὁ Στέφαν Γκέρλαχ, Γερμανός Λουθηρανός θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη στό πλαίσιο τῶν προσπαθειῶν τῶν Προτεσταντῶν τῆς Τυβίγγης νά ἔλθουν σέ διάλογο μέ τούς Ὀρθοδόξους, ἄν καί εἶχε μεγάλη ἀντιπάθεια πρός τούς κληρικούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά τόν ὅσιο Δαμασκηνό ἔλεγε: «Ὑπέρ πάντα ἄλλον ἐπαινεῖται ὁ Ἐπίσκοπος Δαμασκηνός τῆς Ρενδίνης [μετέπειτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης] λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφροσύνης, ὀλιγαρκείας καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».

Ἡ ἀγάπη ὅμως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ὁρισμένες φορές ἔκαναν τόν λόγο του (ὅπως προαναφέραμε) ὀξύ. Αὐτή ἡ ὀξύτητα εἶναι ἔκδηλη στόν διάλογό του μέ τόν ἡγούμενο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὁ ὁποῖος διαζώζεται σέ ἕνα χειρόγραφο τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων.

Ἡ Ἑλένη Κακουλίδη-Πάνου πού παρουσίασε τόν Διάλογο εἰλημμένο ἀπό τό μοναδικό χειρόγραφο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γράφει γιά τήν μορφή καί τό περιεχόμενό του: «Πρόκειται γιά μιά “διδακτική” συζήτηση, ἕναν ἀπό τούς τυπικούς διαλόγους, ὅπου ὁ “διδάσκων” ἀπαντώντας στόν συνομιλητή του ἐκθέτει τίς ἀπόψεις του γιά κάποιο θέμα».

Εἶναι ἐνδιαφέρουσες οἱ πληροφορίες πού μᾶς δίνει γιά τόν τίτλο τοῦ διαλόγου. Ὁ λόγιος δάσκαλος καί ἰατρός Χριστόφορος Φιλητάς (1787-1867) ἄντλησε ἀπό τόν παλαιότερό του λόγιο Λέοντα Ἀλλάτιο (1586-1669) τόν τίτλο: «Ταλανισμός κατά τῶν νῦν τῆς Ἑλλάδος ἐπισκόπων». Ὁ Σάθας δίνει διαφορετικό τίτλο στόν διάλογο τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ. Τόν ἐπιγράφει: «Κωμωδοδιάλογος Δαμασκηνοῦ Ρεντίνης κατά Ἀρχιερέων[...]». Αὐτοί οἱ τίτλοι, ὅμως, δέν δόθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Δαμασκηνό καί θεωροῦμε ὅτι ἐν πολλοῖς δημιουργοῦν λανθασμένες ἐντυπώσεις γιά τόν σκοπό τῆς καταγραφῆς αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στό μοναδικό χειρόγραφο πού σώζεται στήν Μονή τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπιγράφεται: «Διάλογος Δαμασκηνοῦ ἐπισκόπου Ρεντίνης. Τά δέ πρόσωπα ὁ αὐτός ἐπίσκοπος καί ὁ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἡγούμενος». Ἡ δέ κ. Ἑλένη Κακουλίδη-Πάνου τόν τιτλοφορεῖ: «Δαμασκηνοῦ Στουδίτου “Διάλογος”».

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός μέ τόν διάλογο ἀποβλέπει στό νά δείξη στόν ἡγούμενο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τίς εὐθύνες καί τίς δυσκολίες τῆς Ἀρχιερωσύνης κατά τόν καιρό τους, καί κυρίως τό ἐνδεχόμενο «νά στερηθῇ τινάς», ἄν ἀνέτοιμος ἀναλάβη τέτοια πνευματική εὐθύνη, «τήν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ καί νά λάβῃ τά κακά καί αἰώνια κολαστήρια». Καί ἀναφέρει στήν συνέχεια, κάνοντας κριτική καί αὐτοκριτική, ἀμέλειες καί παραβάσεις ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἱερῶν Κανόνων, δείχνοντας τήν μεγάλη ἐπιθυμία του ἡ ἐκκλησιαστική ζωή νά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀκρίβεια καί τήν συνέπεια.

Παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐν λόγῳ διάλογο πού ἀφορᾶ τήν ἐκκλησιαστική διδαχή, δηλαδή τό κήρυγμα, πού εἶναι ἔργο κατεξοχήν τῶν Ἀρχιερέων. Τά ὅσα γράφει δέν εἶναι μόνον προτροπή στούς Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς νά κηρύττουν στίς Ἐκκλησίες, ἀλλά ὑποδεικνύει καί πῶς πρέπει νά κηρύττουν, ὑπενθυμίζοντας τόν 19ο Κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέει: «Ὅτι δεῖ τοὺς τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας, ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους, ἐκ τῆς θείας γραφῆς ἀναλεγομένους τὰ τῆς ἀληθείας νοήματά τε, καὶ κρίματα, καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ἤδη τεθέντας ὅρους...». Παρουσιάζοντας ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνα γράφει:

«Καί τό ιθ' (19ον) κεφάλαιον τῆς ἐν Τρούλλῃ ἁγίας συνόδου παραβαίνομεν, ὁπού λέγει ὅτι πρέπει τούς προεστῶτας τῶν ἐκκλησιαστικῶν, ἤγουν τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί εἰς ὅλας μέν τάς ἡμέρας, ἀμή ξεχωριστά εἰς τές Κυριακές ὅλου τοῦ χρόνου νά διδάσκουσιν ὅλον τόν κλῆρον καί τόν λαόν τούς λόγους τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐλαβείας, μαζώνοντας ἐκ τῆς θείας Γραφῆς τά νοήματα καί τάς κρίσεις, καί νά μήν ἐβγαίνουν ἀπό τούς ὅρους ὁπού ἔθηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες, ἀμή ἄν πέση ὁ λόγος τῆς Γραφῆς εἰς ἐξέτασιν νά μήν τόν ἐξηγᾶ τινας ἄλλης λογῆς, παρά μόνον καθώς ἐπαράθηκαν οἱ τῆς ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι εἰς τά βιβλία αὐτῶν, οἱ ἅγιοι τούς ὁποίους ἑορτάζει καί πανηγυρίζει ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, καί περισσότερον νά σπουδάζουν νά διδάσκουν μέ τούς λόγους τῶν ἁγίων παρά νά κάμνουν ἐδικούς τους λόγους, ἐπειδή τυχαίνει καί δέν δύνεται καθένας νά ἑρμηνεύσῃ τήν Γραφήν ὡσάν ἐκείνους, διά νά μήν ἐβγαίνουν ἔξω ἀπό τό πρέπον τῆς διδασκαλίας ἀπό τήν ἀμαθίαν τους, ἐκεῖνοι ὁποῦ δέν ἠξεύρουν νά ἑρμηνεύσουν τάς θείας Γραφάς ὡσάν τούς ἁγίους καί μεγάλους διδασκάλους τῆς ἐκκλησίας, Βασίλειον τόν Μέγαν, Γρηγόριον τόν Θεολόγον καί Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον καί τούς λοιπούς. Λέγει δέ ὁ κανών καί τοῦτο, ὅτι ἀπό τές διδασκαλίες ὁποῦ θέλουν γίνεσθαι εἰς τοιοῦτον τρόπον ἐμποροῦσιν οἱ προεστῶτες τῶν ἐκκλησιῶν ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί διάκονοι καί οἱ λοιποί κληρικοί καί διδάσκαλοι νά κυβερνοῦσι τήν ἀνθρωπίνην ζωήν κάμνοντες τούς ἀνθρώπους νά γνωρίζουν ποῖα καμώματα εἶναι καλά καί συμφέροντα εἰς τήν ψυχήν καί ποῖα εἶναι βλαβερά καί ἀνωφελῆ, καί μέ τήν γνῶσιν ταύτην γυρίζει καί στρέφεται κάθε ἄνθρωπος ἀπό τό κακόν εἰς τό καλόν. Κάμνοντας ἔτσι οἱ ἐκκλησίας προεστοί καί διδάσκαλοι δέν θέλουν σφάλει ποτέ μηδέ αὐτοί μηδέ ὁ λαός, διότι ἔστοντας νά ’χουσι προσοχήν εἰς τήν διδασκαλίαν καί οἱ λέγοντες καί οἱ ἀκούοντες ἀναγκάζονται καί παρακινοῦνται εἰς ἀγαθοεργία καί κανένα κακόν δέν παθαίνουν, διότι ὁ φόβος τῶν αἰωνίων κολάσεων τούς κάμνει νά γυρεύουν τήν σωτηρίαν τους».

Αὐτό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό «Κωμωδοδιάλογο». Εἶναι μάθημα ὀρθοδόξου ἤθους, ποιμαντικῆς καί ὁμιλητικῆς, μέ καθηγητή ὀρθόδοξο ποιμένα τοῦ 16ουμ.Χ. αἰῶνος.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 672