Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Νήφων ὁ ἐκ Χίου, 28 Δεκεμβρίου

 Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Νήφων ὁ ἐκ Χίου, 28 Δεκεμβρίου

Ὁ ἅγιος Νήφων γεννήθηκε στήν Χίο τό ἔτος 1736 μ.Χ. Ὅταν ἦταν ἀκόμη στήν νηπιακή του ἡλικία ἐνέσκυψε στό νησί ἡ ἐπιδημία τῆς «πανούκλας» καί ἐξ αἰτίας της πολλοί ἄνθρωποι ἔφυγαν ἀπό τόν μάταιο αὐτόν κόσμο, μεταξύ δέ αὐτῶν καί οἱ γονεῖς του. Ἔτσι, ὁ Νικόλαος, αὐτό ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα, ὀρφάνεψε καί ἀπό τούς δύο γονεῖς του, ἀλλά ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος «ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται», δέν τόν ἐγκατέλειψε ποτέ, ἀλλά ἦταν πάντοτε μαζί του καί τόν βοηθοῦσε σέ ὅλες τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Οἱ δυσκολίες πού ἀντιμετώπισε τόν βοήθησαν νά ὡριμάση γρήγορα. Ὅταν μεγάλωσε, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάσθηκε γιά λίγο χρονικό διάστημα σέ ἐμπορικό κατάστημα, ὅμως, μετά τήν θανάτωση ἀγαπημένου φίλου του ἀπό τούς Τούρκους, ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχός, ἀπό τόν Γέροντα Διονύσιο Σταυρουδᾶ, μέ τό ὄνομα Νήφων. Ἀργότερα ἔλαβε καί τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.

Τήν περίοδο πού ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος ξέσπασε ὁ διωγμός ἐναντίον τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων, τῶν λεγομένων Κολλυβάδων, καί ἔτσι ὁ ἅγιος Νήφων ἀναγκάσθηκε νά ἀναχωρήση, μαζί μέ ἄλλους μοναχούς, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Κατ’ ἀρχάς πῆγε στήν γενέτειρά του, τήν Χίο, μετά στήν Σάμο, τήν Νάξο καί τήν Πάτμο. Ἀργότερα πῆγε στούς Λειψούς. ὅπου ἵδρυσε τήν Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Στήν συνέχεια μετέβη στήν Ἰκαρία, ὅπου ἀνήγειρε καί ἐκεῖ Ἱερά Μονή πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου. Τέλος, κατέληξε, μέ τήν συνοδεία του, στήν Σκιάθο, ἀπό ὅπου καταγόταν ἕνας ἀπό τούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελιστρίας Ἰκαρίας, ὁ Γρηγόριος Χατζησταμάτης, ὁ ὁποῖος μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του κληρονόμησε μεγάλη περιουσία. Ἔχοντας, λοιπόν, αὐτήν τήν περιουσία ὁ Γρηγόριος ἔπεισε τόν ἅγιο Νήφωνα νά μεταβοῦν στήν Σκιάθο, γιά νά ἱδρύσουν Μοναστήρι. Πράγματι, τό ἔτος 1779 ἀνήγειραν τήν Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στήν ὁποία ἐγκαταβίωσαν ἀρκετοί μοναχοί, ὑπό τήν ἐμπνευσμένη καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ στίς 28 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1809. Κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του, τό 1812, τά ἱερά λείψανά του «ὤφθησαν πηγάζοντα εὐωδίαν ἄρρητον, καί πρός τῇ εὐωδίᾳ καί ἰάματα παράδοξα ἐτέλεσεν».

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Ἡ παρουσία τοῦ πατέρα στήν οἰκογένεια εἶναι ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητη, ὅμως τά παιδιά ὀρφανεύουν κυρίως ἀπό μητέρα. Ἀλλά ὅταν ἀποβιώνουν καί οἱ δύο γονεῖς, τότε τά παιδιά μένουν ἐντελῶς ἀπροστάτευτα. Καί ὅταν ὑπάρχουν συγγενεῖς ἤ κάποιοι πού τά ἀγαποῦν καί ἔχουν τήν δυνατότητα νά τά ἀναθρέψουν, τότε τά παιδιά μεγαλώνουν καί ἀναπτύσσονται μέσα σέ οἰκογενειακό περιβάλλον, ὅταν, ὅμως, δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ δυνατότητα, τότε εἰσάγονται καί μεγαλώνουν σέ διάφορα Ἱδρύματα. Καί οἱ ἐμπειρίες τῶν παιδιῶν αὐτῶν ποικίλλουν, ἀνάλογα μέ τό «κλίμα» πού ἐπικρατεῖ στήν οἰκογένεια ἤ στό Ἵδρυμα πού τά φιλοξενεῖ. Ὅμως, πέρα ἀπό τήν ὅποια φροντίδα τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τά δημιουργήματά Του καί κυρίως τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἔπλασε μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια καί φροντίδα, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσή Του. Καί ὡς πατέρας φιλόστοργος, ὡς «ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός» ἐνδιαφέρεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, περισσότερο, ὅμως, φροντίζει ἐκείνους πού ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη, ὅπως εἶναι οἱ ἀσθενεῖς, οἱ φτωχοί, οἱ ἐγκαταλελειμμένοι, οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά. Γι’ αὐτό καί ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐβίωσε σέ μεγάλο βαθμό τήν ἀγάπη, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θά πῆ μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός «ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται».

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται μέ διαφόρους τρόπους, καί ἀνάλογα μέ τήν κάθε περίπτωση ἀποστέλλει τούς κατάλληλους ἀνθρώπους, τούς ὁποίους Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἐνίοτε δέ ἀποστέλλει καί ἀγγέλους, πάντοτε, ὅμως, σέ αὐτούς πού τό θέλουν καί τό ζητοῦν, ἐπειδή σέβεται τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί δέν παραβιάζει κλειστές θύρες. Στέκεται διακριτικά μπροστά στήν «θύρα καί κρούει», καί εἰσέρχεται τότε μόνον, ὅταν ἀνοίγεται ἐλεύθερα ἡ θύρα τῆς καρδιᾶς. Καί, ἀσφαλῶς, ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δέν ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐστηροί, πολλές φορές καί σκληροί, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι «οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, ἀγαθός καί φιλάνθρωπος». Δέν ἔχει ἁπλῶς ἀγάπη, ἀλλά εἶναι ἀγάπη, καί αὐτήν τήν ἀγάπη τήν ἀντιλαμβάνονται οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι, ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητά του καί τήν προαίρεσή του. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει κανείς νά ἀπογοητεύεται καί νά ἀπελπίζεται, ἀφοῦ ὁ Θεός ποτέ δέν ἐγκατέλειψε τό ἀνθρώπινο γένος. Καί μετά τήν πτώση του στήν ἁμαρτία καί τήν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου, ἐξακολούθησε νά ἀγαπᾶ τόν «πεπτωκότα ἄνθρωπο» καί νά τόν καλῆ σέ μετάνοια, μέ διαφόρους τρόπους καί διά τῶν Προφητῶν Του. Καί ὅσες φορές οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρίνονταν στήν ἀγάπη Του καί μετανοοῦσαν, τότε ὡς φιλόστοργος Πατέρας τούς δεχόταν μέ ἀνοικτές ἀγκάλες, τούς εὐλογοῦσε καί τούς προστάτευε ἀπό ὅλους τούς κινδύνους.

Στήν θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καί συγκεκριμένα στίς εὐχές πού ὁ ἅγιος συνέγραψε καί ἀπήγγελλε, καί οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα ἀπαγγέλλονται ἀπό τόν λειτουργό, Ἀρχιερέα ἤ Ἱερέα, τονίζεται αὐτή ἡ ἀλήθεια. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οὐ γάρ ἀπεστράφης τό πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας· ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου, τῶν καθ’ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων σοι· ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, προκαταγγέλλων ἡμῖν τήν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν· νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν· ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας». Καί ἀργότερα, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ», ὁ Ὁποῖος σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο καί νά τόν ὁδηγήση στήν κοινωνία μαζί Του. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τά Πάθη Του, τόν Σταυρό, τήν ταφή καί τήν Ἀνάσταση Του, ἄνοιξε τόν κλεισμένο Παράδεισο, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά νικᾶ καί νά ὑπερβαίνη τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, καί νά γίνη καί πάλι πολίτης τοῦ Παραδείσου.

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι γιά ἕναν πειρασμό πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός, στήν συνέχεια δίνει «χίλιες» εὐλογίες, γι’ αὐτό καί δέν πρέπει κανείς νά ἀπελπίζεται. Νά ταπεινώνεται, ἀλλά νά μή χάνη τήν ἐλπίδα του στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν ἐγκαταλείπει ποτέ «τό πλάσμα Του», ἀλλά «ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 746