Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τίποτε ἴδιο, ὅμως ἴδιος ὁ προσανατολισμός
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Παίρνοντας εἰκόνες καί συμβολισμούς ἀπό ἕνα ποίημα τοῦ Γιώργου Σεφέρη, θά μιλήσουμε ἐπιγραμματικά στό τέλος τοῦ σημειώματός μας γιά τήν θεολογία καί τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο.
Τό ποίημα ἔχει τίτλο «Ἕνας Γέροντας στήν ἀκροποταμιά» καί γράφηκε τόν Ἰούνιο τοῦ 1942, ὅταν ὁ Σεφέρης βρισκόταν μαζί μέ τόν Βασιλιά Γεώργιο Β΄ καί τήν ἐξόριστη ἑλληνική κυβέρνηση στήν Αἴγυπτο. Στήν Ἑλλάδα εἴχαμε τήν Γερμανική κατοχή. Εἶχε ἀρχίσει καί ἡ ἀντίσταση. Ὑπῆρχαν αὐτοί πού μακρόθεν, ἀπό «ἀσφαλεῖς προορισμούς», αἰσθάνονταν καί σκέφτονταν τήν κατάσταση τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καί αὐτοί πού μέσα στήν κατοχική Ἑλλάδα κινδύνευαν «στίς παλιές πολεμίστρες», πολλοί ἀπό τούς ὁποίους εἶχαν διαφορετικά ὁράματα γιά τό μέλλον τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἀπό αὐτά πού εἶχε ὁ Σεφέρης, ὁ ὁποῖος δέν συμφωνοῦσε μέ «ἀλλαγές προσανατολισμῶν» στήν ἱστορική πορεία τοῦ Κράτους μας.
Ὁ Κ. Μάντης παρατηρεῖ ὅτι πολύ νωρίς ἔγινε ἀντιληπτό πώς τό ζητούμενο γιά τήν Ἑλλάδα δέν ἦταν τόσο «τό τί θά συμβεῖ κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου, ἀλλά τό ποιά θά εἶναι ἡ πολιτική της πραγματικότητα καί θέση μετά τή λήξη αὐτοῦ». Καί συμπληρώνει: «Σ’ αὐτό τό καίριο ἐρώτημα σχετικά μέ τό ποιά θά εἶναι ἡ πολιτική ἐπιλογή τῆς Ἑλλάδας μετά τή λήξη τοῦ πολέμου, ποιός δηλαδή θά ἔχει τόν ἔλεγχο τῆς χώρας, ἀλλά καί στήν εὔλογη “μομφή” τῆς ἐξ ἀσφαλοῦς ἀποστάσεως διακυβέρνησης, ἐπιχειρεῖ νά ἀπαντήσει ὁ Γιῶργος Σεφέρης μέ τό ποίημά του». Γι’ αὐτό ὁ πρῶτος στίχος τοῦ ποιήματος μοιάζει «ὡς ἀντίλογος σέ κάποια σκέψη πού μολονότι δέν ἐκφράζεται, ὡστόσο γίνεται ἀντιληπτή ἀπ’ τό γενικότερο ἱστορικό πλαίσιο τοῦ κειμένου». Γράφει ὁ Σεφέρης: «Κι ὅμως πρέπει νά λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε». Καί παρακάτω ἐπαναλαμβάνει: «Κι ὅμως πρέπει νά λογαριάσουμε κατά ποῦ προχωροῦμε». Καί τό πῶς καί τό πρός τά ποῦ πηγαίνουμε ὡς Κράτος καί ὡς λαός ἔχει σημασία.
Ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος ἀναφέρεται σέ «Γέροντα». Ὁ Ἄγγελος Χόρτης σημειώνει: «Ὁ γέροντας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σεφέρης, ἄν καί ἡ ἡλικία του (μόλις 42 ἐτῶν) δέν δικαιολογεῖ τόν χαρακτηρισμό. Ὡστόσο, ἡ ψυχολογική του κατάσταση, τροφοδοτημένη ἀπό τή φρίκη τοῦ πολέμου, ἡ βαθιά του πείρα καί ἡ ἔγνοια του γιά τόν ἄνθρωπο καί τή μοίρα του τόν κάνουν νά αἰσθάνεται γέρος». Ὅμως ἡ λέξη «γέροντας» στό ἐν λόγω ποίημα τοῦ Σεφέρη δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς πείρας πού ἀποκτᾶται ἀπό τά πολλά χρόνια τῆς ζωῆς, τῆς πείρας πού ἔχουν οἱ γέροι. Ἔχει ἔννοια ἀσκητική καί δηλώνει ὡριμότητα πνευματική. Τήν χρησιμοποιεῖ ὁ Σεφέρης, ἐπειδή αὐτό πού θέλει νά πῆ ταιριάζει σέ στόμα πολύπειρου Γέροντα τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου. Ἄλλωστε, γράφει τό ποίημά του στό Κάϊρο καί ἡ ἀκροποταμιά στήν ὁποία κάθεται ὁ «Γέροντας» τοῦ ποιήματος εἶναι ἀκροποταμιά τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος φέρνει στήν μνήμη τούς Γεροντάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου. Στήν ἀσκητική παράδοση ἄλλο Γέροντας, ἄλλο γέρος.
Θά ἐπιλέξουμε δύο σημεῖα τοῦ ποιήματος ὡς τροφοδοσία σέ ὅσα ἐμεῖς θέλουμε νά ποῦμε. Τό ἕνα ἀναφέρεται στήν ἁπλότητα τοῦ λόγου, ἰδιαίτερα μέσα στήν ποίηση καί τό τραγούδι, ὅταν ὁ δημιουργός τους θέλη νά μιλήση μέ εἰλικρίνεια στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς του, γιά νά τόν βοηθήση νά δῆ σωστά τά πράγματα τῆς ζωῆς του. Τό δεύτερο ἀφορᾶ τίς προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες παίρνονται οἱ μεγάλες ἀποφάσεις γιά τήν μορφή τῆς ζωῆς μιᾶς πολιτείας, τίς δομές τῆς διακυβέρνησής της, γιά τό ποῦ καί τό πῶς θά προχωρᾶ ἡ ζωή τοῦ λαοῦ μέσα στήν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Γιά τό πρῶτο σημεῖο: Στό μέσον περίπου τοῦ ποιήματος ὁ Σεφέρης, παρεκβατικά, γράφει:
«Δέ θέλω τίποτε ἄλλο παρά νά μιλήσω ἁπλά, νά μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη. / Γιατί καί τό τραγούδι τό φορτώσαμε μέ τόσες μουσικές πού σιγά σιγά βουλιάζει / καί τήν τέχνη μας τή στολίσαμε τόσο πολύ πού φαγώθηκε ἀπό τά μαλάματα τό πρόσωπό της / κι εἶναι καιρός νά ποῦμε τά λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά».
Θέλει νά τοῦ δοθῆ ἡ χάρη νά μιλήση ἁπλά, γιατί βλέπει ὅτι ὁ καιρός ἀπαιτεῖ ἁπλότητα καί σαφήνεια στήν ἔκφραση «τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας». Ὁ λόγος μπορεῖ νά δίνεται καί μέσα ἀπό μορφές τῆς τέχνης, ἡ ὁποία ὅμως δέν πρέπει νά «βουλιάζη» φορτωμένη μέ περιττά στολίδια, οὔτε νά «φαγώνεται τό πρόσωπό της» «ἀπό τά μαλάματα», ὅπως συμβαίνει σέ κάποιες θαυματουργές εἰκόνες, στίς ὁποῖες παραπέμπει ἡ ἔκφραση τοῦ Σεφέρη. Οἱ ἱστορικές συνθῆκες ἀπαιτοῦν, νά μιλήσουν ὅλοι οἱ «πνευματικοί» ἄνθρωποι καί νά ποῦν στόν λαό τά «λιγοστά τους λόγια», δηλαδή τά λίγα καί μεστά λόγια πού ἔχει ἀνάγκη ἡ ἔκφραση τῆς ἀλήθειας, γιατί μετά ἀπό λίγο καιρό θά εἶναι ἀργά. Θά πάρουν τά πράγματα προσανατολισμούς πού δέν ἐπιθυμοῦν οἱ πνευματικοί ταγοί τοῦ λαοῦ. Αὐτόν τόν φόβο τῆς καταστροφικῆς ἀργοπορίας τόν ἐνισχύει, ὁ Σεφέρης, μέ τήν μνήμη καί τήν αἴσθηση τοῦ θανάτου –«γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά». Ταυτίζει τήν ἀργοπορία μέ θάνατο.
Βλέποντας τά πράγματα μέσα ἀπό τήν παράδοση καί τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ ἁπλός λόγος, ἡ ἁπλότητα εἶναι ἕνα σύνθετο πρόβλημα γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος γιά ὅλα τά πράγματα σκέφτεται συνθέτοντας ποικίλης προελεύσεως λογισμούς ἤ πάλι χωρίς νά πολυσκέφτεται προσπαθεῖ νά ἰσορροπήση τήν ζωή του μέσα σέ συγκρουόμενες ἐπιθυμίες, ἐπιδιώκοντας νά ἱκανοποιήση ἀλληλοαποκλειόμενες προοπτικές· νά ἱκανοποιήση καί τό πνεῦμα καί τήν σάρκα, νά εἶναι καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν διάβολο· «ταῦτα», ὅμως,«ἀντίκεινται ἀλλήλοις» (Γαλάτας 5,17). Δημιουργοῦν περιπλοκές, ἐντάσεις, ταραχές καί ὑποκρισίες πού καλύπτουν τήν φυσικότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ Λόγου μέσα στόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλός, ἀλλά διαρκῶς ἁπλοποιεῖται. Σέ ἁπλό «μεταμορφώνεται» σταδιακά (καί ὄχι μονομιᾶς) αὐτός πού ἔχει προσανατολισμένη ὅλη τήν ὕπαρξή του πρός τό καθαρό φῶς τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς. Ὅσο ἑνώνει τήν ζωή του μέ τό εὐαγγελικό φῶς, ὅσο νομοθετεῖ, κατά τήν πατερική ἔκφραση, τό τριμερές τῆς ψυχῆς του μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τόσο ἁπλοποιεῖται, τόσο γίνεται πιό αὐθεντικός, τόσο λαμπρύνεται καί γίνεται καθαρό κάτοπτρο τοῦ θείου φωτός, εἰκονισμός τῆς ὑπερνοητῆς ὡραιότητας τοῦ δημιουργοῦ, τῆς τέλειας ἁπλότητας.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῆ μέ ἁπλά καί λιγοστά λόγια τόν λόγο τῆς ἀληθείας πού ἔχει ἀνάγκη, σέ κάθε καιρό, ὁ λαός καί ἡ πολιτεία του.
Στό δεύτερο σημεῖο ὑπάρχουν δύο στοιχεῖα: Τό ἕνα στοιχεῖο εἶναι ἀρνητικό. Εἶναι ὁ τονισμός, ὅτι δέν ἀποφασίζουμε γιά τό ποῦ καί τό πῶς προχωρᾶμε, ὡς λαός καί ὡς Κράτος, καθοδηγούμενοι ἀπό τά μίση καί τά πάθη τοῦ πολέμου ἤ τίς κακουχίες μιᾶς δύσκολης ἱστορικῆς περιόδου. Δέν ἀποφασίζουμε «καθώς ὁ πόνος μας τό θέλει καί τά πεινασμένα παιδιά μας». Βλέπουμε ἀπό περιωπή ἐλευθερίας τήν φυσική ροή τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ καί τῆς πολιτείας του, ἀπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον. Καί ἐδῶ εἶναι τό δεύτερο στοιχεῖο, τό θετικό. Βλέποντας ὁ Σεφέρης τήν συνεχῆ ροή τοῦ Νείλου «ἀπό τίς μεγάλες λίμνες», τίς πηγές του, ἕως τό δέλτα του, περιγράφει τόν σταθερό προσανατολισμό πού πρέπει νά ἔχη ἡ ζωή τοῦ ἔθνους στό κρατικό μόρφωμά του, παρά τό ὅτι τίποτε δέν παραμένει ἴδιο. Θυμᾶται τόν Ἡράκλειτο καί γράφει, ἔχοντας ὡς σύμβολο τόν Νεῖλο, ὅτι «δέν εἶναι ποτές του τό ἴδιο [ποτάμι, τό ἴδιο νερό], κατά πού δίδασκαν οἱ παλαιοί γραμματισμένοι,/ κι ὡστόσο μένει πάντα ... ὁ ἴδιος προσανατολισμός».
Στήν δύσκολη ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι χρειαζόμαστε μέ ἁπλό καί μεστό λόγο, ἐλεύθερο ἀπό τά πάθη τοῦ καιροῦ μας, τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, πού εἶναι ἀλήθεια ἐνυπόστατη, εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἐποχή μας ἔχει πολλές προκλήσεις πού ἀπαιτοῦν διάκριση, κατανόηση, ἀγάπη, ἀλλά καί καθαρότητα θεολογίας καί σταθερότητα προσανατολισμοῦ. Δέν θέλει μισόλογα καί συνεσκιασμένες διατυπώσεις.
Ἡ ποιμαντική κάποιες φορές, δυστυχῶς, «βουλιάζει» φορτωμένη μέ περίτεχνες ἐπινοήσεις καί πρακτικές καί ἡ ἱερή εἰκόνα τῆς θεολογίας «φαγώνεται» ἀπό «μαλάματα» φιλοσοφικῶν κατασκευῶν καί προσλήψεων ἀπό αἱρετικές θεολογίες.
Χρειάζεται νά μᾶς δίνεται διαρκῶς ἡ χάρη νά μιλοῦμε ἁπλά, ἀφαιρώντας ὅ,τι «βουλιάζει» τήν ποιμαντική στό τέλμα τοῦ παρόντος αἰῶνος καί ὅ,τι κρύβει τήν ἱερή εἰκόνα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας πίσω ἀπό μάταια στολίδια θνητῶν ἀνθρώπινων ἐπινοήσεων.
Γι’ αὐτό πρέπει κατ’ ἀρχήν ν’ ἀκούσουμε καί κατόπιν, κατά τήν δύναμή του ὁ καθένας, νά πῆ τά λιγοστά του λόγια, μέ εὐαγγελική ἁπλότητα, «γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά».
- Προβολές: 985