Skip to main content

Τρύφωνα Ν. Χατζηνικολάου: Δανιήλ Μοναχὸς

Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΩΝΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΠΕΡΙΣΤΗΣ

50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ (1948)

Ὁ Μοναχός Δανιήλ, κατά κόσμο Δημήτριος Π. Θανασούλης, γεννήθηκε στήν Περίστα τό ἔτος 1860. Ἀπό μικρός ἀκολούθησε τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του στά ἐλεύθερα καί σκλαβωμένα χωριά τῆς Ἑλλάδος, πού ἐξασκοῦσαν τό ἐπάγγελμα τοῦ μικροπωλητοῦ καί γύριζαν στό χωριό, ὕστερα ἀπό ἀπουσία τριῶν καί πέντε μηνῶν, φορτωμένοι λεφτά καί μάλαμα. Ὁ Δημήτριος, μέ τά χρήματα πού κέρδισε ἀπό τό ἐμπόριο, ὅταν γύρισε στό χωριό ἀγόρασε ρουμάνια καί χωράφια. Τό 1880 ἀγόρασε ἕνα μεγάλο ρουμάνι πάνω ἀπό τό χωριό κοντά στήν θέση Πυργούλης, ἀπό τόν Δῆμο Ν. Χατζηνικολάου καί λίγα χρόνια ἀργότερα ἀγόρασε δίπλα ἀπό τό ρουμάνι μία μεγάλη λάκκα ἀπό τόν Κωστάκη Μπαράκο.

Ὁ Δημήτριος, ἀπό τότε πού ἀγόρασε τό ρουμάνι καί τήν Λάκκα, ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος• ἔδειχνε στοργή καί ἀγάπη γιά τά πουρνάρια καί γιά τά λιγοστά ἔλατα καί σιγά-σιγά διαμόρφωσε τό ἔδαφος καί ἔφτιαξε πολλές ζαγάδες καί φύτεψε πολλά καρποφόρα δένδρα. Ἀκόμη καί πλατάνια ἔφερε καί τά φύτεψε στήν Λάκκα καί σκάφτοντας μέ τά χέρια τοῦ μέσα στά σπλάχνα τῆς γῆς, βρῆκε λίγο νερό καί πότιζε τά καρποφόρα δένδρα καί στήν ἄκρα τῆς Λάκκας ἔχτισε ἕνα μικρό ἐκκλησάκι, τόν Προφήτη Ἠλία.

Στά 1890 παντρεύτηκε μέ τήν Κοντύλω Κ. Ράπτη. Ἀπέκτησε τρεῖς θυγατέρες καί ἕναν γυιό, πού τόν ὀνόμασε Ἠλία. Μετά τόν γάμο τοῦ ἔμεινε μόνιμα στό χωριό καί δημιούργησε ἕνα παντοπωλεῖο δίπλα ἀπό τό πατρικό του σπίτι.

Ὁ Δημήτριος μέ τήν νέα ζωή τοῦ φαινότανε εὐτυχισμένος καί ἀπέκτησε καλή φήμη, σάν ἕνας ἰδανικός σύζυγος, στοργικός πατέρας καί ἐπιτυχημένος ἔμπορος.

Ἀλλά ἡ εὐτυχία αὐτή δέν κράτησε γιά πολλά χρόνια, ὅπως μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀνεψιός τοῦ Γεώργιος Ἄθ. Θανασούλης, πού φημίζεται στήν Περίστα γιά τό ἀλάνθαστο θυμητικό. Μετά τό 1905 μάστιζαν τόν τόπο συχνά θανατηφόρες ἐπιδημίες καί ἔτσι ὁ Δημήτριος ἔχασε τρία ἀπό τά προσφιλῆ του πρόσωπα: τήν ἀγαπημένη τοῦ γυναίκα, τόν μοναχογυιό τοῦ Ἠλία καί τήν μικρότερη κόρη τοῦ Ἰωάννα.

Ὕστερα ἀπό αὐτά τά συνεχῆ χτυπήματα πού δέχθηκε, δέν εἶχε πιά ὄρεξη νά ἀσχοληθῆ μέ τό ἐμπόριο. Φρόντισε καί πάντρεψε τίς δύο θυγατέρες του, τήν Βασιλική καί τήν Ἀθηνᾶ, καί αὐτός ἐπῆρε τήν μεγάλη ἀπόφαση νά γίνη καλόγερος.

Οἱ λόγοι πού τόν ὁδήγησαν νά ἐγκαταλείψη τά ἐγκόσμια ἔγιναν γνωστοί στόν τότε Μητροπολίτη Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας Ἀμβρόσιο, ὁ ὁποῖος χωρίς κανένα δισταγμό, τόν Ἰούνιο τοῦ 1910, τόν ἔκηρε καλόγερο μέ τό μοναχικό ὄνομα Δανιήλ. Ὁ Δανιήλ, ἐπιστρέφοντας στήν Περίστα, ἀνέβηκε πάνω στό ρουμάνι καί ἀνάμεσα στά πουρνάρια ἔχτισε τό κελλί του. Λίγα βήματα πιό κάτω ἔχτισε μιά νέα, εὐρύχωρη ἐκκλησία, τόν Προφήτη Ἠλία.

Ἐκεῖ, ἀποτραβηγμένος μέσα στό κελλί του, μακριά ἀπό τόν κόσμο, βρῆκε τήν ἡσυχία καί τήν γαλήνη, πού ἐπιθυμοῦσε ἀπό τά νεανικά του χρόνια. Ἐκεῖ εἶχε ὅλο τόν καιρό νά συλλογισθῆ τά περασμένα γεγονότα τῆς ζωῆς του καί ἀπό ὅσα εἶδε καί τοῦ συνέβησαν, μόνο ἕνα γεγονός τό θυμήθηκε καί τό ξαναθυμήθηκε πολλές φορές.

Καί αὐτό τό γεγονός ἤτανε: Ὅταν ἀνεβοκατέβαινε μέ τό μουλάρι του στό Κεφαλόβρυσο (Θέρμο, Τριχωνίδος) μεταφέροντας τρόφιμα καί ἐμπορεύματα γιά τό παντοπωλεῖο του, πολλές φορές στήν καρδιά τοῦ χειμώνα, μέ τίς φοβερές χιονοθύελλες, πάνω στήν ράχη τοῦ Ζυγοῦ συναντοῦσε φτωχούς καί δυστυχισμένους ἀνθρώπους νά σέρνωνται στήν στράτα κοκκαλιασμένοι καί μέ τήν ψυχή στά χείλη νά ἀγωνίζονται νά φθάσουν στό ἀπομακρυσμένο χωριό τους. Πολλοί ἀπό αὐτούς τούς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, πού γεννήθηκαν πάνω στά κατσάβραχα τῆς Ναυπακτίας καί τῆς Εὐρυτανίας, εὕρισκαν τραγικό θάνατο στά βράχια τοῦ Ξηροβουνίου, πού τούς γκρέμιζε ὁ μανιασμένος ἀέρας καί χώνονταν σέ καμμιά χιονοστιβάδα, γιατί δέν ὑπῆρχε κανένα φυσικό ἤ τεχνητό καταφύγιο γιά νά προφυλαχθοῦν, ὥσπου νά περάση ἡ κακοκαιρία.

Αὐτούς τούς ἄμοιρους ἀνθρώπους σκεφτότανε ὁ Δανιήλ μέσα στό κελλί του καί αὐτούς ἤθελε νά βοηθήση. Χωρίς νά χάση καιρό μάζεψε μαστόρους καί ἀνέβηκε πάνω στήν ράχη τοῦ Ζυγοῦ καί ἐκεῖ πού διασταυρώνονται οἱ δρόμοι τῶν ὀρεινῶν χωριῶν πρός Ναύπακτο καί Ἀγρίνιο, ἔχτισε ἕναν προσωρινό Ξενώνα. Ἀργότερα, μέ χρήματα δικά του καί μέ δωρεές τῶν Περιστιάνων τῆς Ἀμερικῆς ἔχτισε τό ἐξωκκλήσι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (Ἁγία Σωτήρα, πού λέει ὁ λαός) καί ἕναν εὐρύχωρο Ξενώνα.

Ἐκεῖ μέσα εὕρισκαν καταφύγιο καί δωρεάν φιλοξενία οἱ στρατοκόποι, ὅταν οἱ βροχές καί οἱ χιονοθύελλες δέν τούς τό ἐπέτρεπαν νά συνεχίσουν τήν στράτα τους πρός τό ἀπομακρυσμένο χωριό τους. Πολλές φορές τύχαινε νά μαζευτοῦν πολλοί διαβάτες, καί κατ’ ἀνάγκην ἄνθρωποι καί ζῶα ζητοῦσαν καταφύγιο μέσα στό ἐκκλησάκι τῆς Μεταμορφώσεως. Μερικοί συμβούλεψαν τόν Δανιήλ νά κλειδώση τήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, αὐτός ὅμως τούς ἀποστόμωνε μέ τά ἑξῆς χαρακτηριστικά λόγια: “Ὁ Θεός εὐχαριστεῖται, ὅταν φιλοξενή τα ζῶα στόν Οἶκόν Του, γιατί κι’ αὐτά Τόν φιλοξένησαν στήν Φάτνη τούς κατά τάς πρώτας ἡμέρας τῆς γεννήσεως Τού”.

Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων, τό θεάρεστο ἔργο τοῦ Δανιήλ ἔγινε γνωστό, ὄχι μόνο στά γύρω χωριά, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν Αἰτωλοακαρνανία καί στούς γειτονικούς Νομούς τῆς Ρούμελης, καί κάθε χρόνο στίς 20 Ἰουλίου, ἡμέρα τοῦ Προφήτη Ἠλία, καί στίς 6 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, φάλαγγες ἀτελείωτες ἀπό πιστούς χριστιανούς, ξεκινοῦσαν ἀπό τά γειτονικά καί ἀπομακρυσμένα χωριά, μέ ἐπί κεφαλῆς τούς Παπάδες, καβάλα στά μουλάρια, στολισμένα μέ τά πολύχρωμα χειράμια, ξεκινοῦσαν ἀπό βραδύς γιά νά φθάσουν μέ τά χαράματα στά ἐξωκκλήσια τοῦ Δανιήλ.

Ἡ παρουσία τόσων πολλῶν ἀνθρώπων στά πανηγύρια τοῦ Προφήτη Ἠλία καί τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος μαρτυροῦσε πόσο μακριά εἶχε φθάσει ἡ καλή φήμη γιά τό ἔργο τοῦ Δανιήλ πάνω στήν ράχη τοῦ Ζυγοῦ καί ὅλοι, δύο φορές τό χρόνο, τρέχανε νά βοηθήσουν τόν Καλόγερο, στή μεγάλη του προσπάθεια νά συντηρῆ καί νά μεγαλώνη κάθε χρόνο τόν Ξενώνα –ἕναν Ξενώνα ποῦ, ὥσπου ν’ ἀνέβη τό αὐτοκίνητο στά βουνά τῆς Ναυπακτίας, ἔσωσε ἑκατοντάδες διαβάτες ἀπό βέβαιο θάνατο.

Ὁ Δανιήλ μέχρι τά βαθειά του γεράματα ἦταν ἀκμαῖος καί θά ζοῦσε γιά πολλά ἀκόμη χρόνια. Πλήν ὅμως ἕνα ἀδέσποτο βλῆμα ὅλμου τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, πού κυνηγοῦσε τούς ἀντάρτες στίς πλαγιές τῆς Περιστας, κτύπησε θανάσιμα τόν Δανιήλ, ὁ ὁποῖος πέθανε λίγες ὧρες ἀργότερα, τήν 8η Νοεμβρίου 1948.

Οἱ ἁπανταχοῦ Περιστιάνοι κάθε χρόνο στέλνουν χρήματα καί διατηροῦν σέ πιό καλή κατάσταση τά ἐξωκκλήσια ἀπό ὅ,τι τά ἄφησε ὁ Δανιήλ. Ἐπίσης, καί τά γειτονικά χωριά Πλάτανος καί Πέρκος ἔρχονται ἀρωγοί στήν συντήρηση τῆς “Ἁγίας Σωτήρας”. Ἔτσι, ἡ μεγάλη ψυχή τοῦ ἀειμνήστου Δανιήλ θά φτερουγίζη μέ χαρά πάνω στόν Προφήτη Ἠλία καί στήν “Ἁγία Σωτήρα”, γιατί βλέπει ὅτι καίτοι περάσανε 20 ὁλόκληρα χρόνια ἀπό τότε πού μᾶς ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα, τά ἔργα τοῦ ὄχι μόνον δέν κατέρρευσαν, ἀλλά οἱ συγχωριανοί του καί οἱ γύρω συμπατριῶτες τοῦ τά διατηροῦν γιά νά θυμίζουνε στίς ἐπερχόμενες γενεές, ὅτι πάνω στά κατσάβραχα τῆς Περιστας καί τῆς Ναυπακτίας γεννήθηκαν ἄνθρωποι μέ πραγματική χριστιανική ψυχή καί μεγάλοι εὐεργέτες παντός φιλανθρωπικοῦ καί κοινωφελοῦς ἔργου.
Τοιοῦτος ὑπῆρξε καί ὁ ἀλήστου μνήμης Δανιήλ Μοναχός.

  • Προβολές: 2580