«Ἡ ἀλήθεια» καί «ὁ πλάνος»
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
Τά γεγονότα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τά ὁποῖα συνέβησαν στά Ἱεροσόλυμα τήν ἐποχή ἐκείνη πού ἦταν ἐκεῖ ὁ Πιλάτος ἡγεμών, δηλαδή τά Πάθη, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολύ μεγάλα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ κανείς νά τά ἑρμηνεύση μέ τήν ἀνθρώπινη λογική οὔτε ἁπλῶς νά τά δῆ μέ μιά κοινωνιολογική ἑρμηνεία. Εἶναι γεγονότα τά ὁποῖα ἀναφέρονται στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Νομίζω ὅτι ὅλα αὐτά τά γεγονότα, τά ὁποῖα ἀκούσαμε προηγουμένως στό Εὐαγγέλιο, εἶναι πάρα πολύ σοβαρά, εἶναι θεολογικά, εἶναι μιά ὁλόκληρη ἐμπειρική θεολογική σχολή, πού θά μποροῦσε κανείς σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του νά ὁμιλῆ γι’ αὐτά τά θέματα, νά μιλάη γιά τό τί εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, τί εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τί εἶναι ἡ Ταφή τοῦ Χριστοῦ καί τί εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά ἤθελα νά τονίσω σήμερα στήν ἀγάπη σας εἶναι ὅτι ἕνα ἀπό τά κεντρικά πρόσωπα τά ὁποῖα ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στά γεγονότα αὐτά εἶναι ὁ Πιλάτος, ὁ ὁποῖος εἶχε μιά ἰδιαίτερη ἐξουσία τήν ἐποχή ἐκείνη καί τό πρόβλημα τό ὁποῖο εἶχε νά χειριστῆ ἦταν πάρα πολύ δύσκολο, ἀλλά ὁ ἴδιος ἦταν ἀνάξιος νά τό χειριστῆ. Τό γιατί δέν μπόρεσε νά χειριστῆ αὐτό τό ζήτημα τό μεγάλο ὁ Πιλάτος, ἕνας Ρωμαῖος διοικητής τήν ἐποχή ἐκείνη, εἶναι ἕνα θέμα τό ὁποῖο, ἄν θέλη ὁ Θεός, κάποτε ἄλλοτε θά τό ἀναλύσω. Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά ἤθελα νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας σήμερα εἶναι δύο γεγονότα τά ὁποῖα ἔγιναν γύρω ἀπό τόν Πιλάτο, σέ συνομιλία τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Πιλάτο.
1. «Τί ἐστίν ἀλήθεια»
Τό πρῶτο γεγονός εἶναι ἡ συνομιλία τήν ὁποία εἶχε ὁ Χριστός μέ τόν Πιλάτο• καί ὄχι ὁλόκληρη ἡ συνομιλία, ἀλλά ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς συνομιλίας. Δηλαδή, σέ κάποια φάση ὁ Πιλάτος κατάλαβε ὅτι εἶναι ἀθῶος, γι’ αὐτό καί εἶπε «ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου• ὑμεῖς ὄψεσθε» (Ματθ. κζ΄, 24)• καί ἐνῶ τό κατάλαβε αὐτό τό θέμα, δέν θέλησε νά ἐλευθερώση τόν Χριστό καί ἔδωσε τήν ἐντολή νά σταυρωθῆ.
Σέ κάποια φάση, ὅμως, ἔγινε ἕνας μικρός διάλογος μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πιλάτου. Ρωτάει ὁ Πιλάτος τόν Χριστό, «οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ;», εἶσαι βασιλέας; Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ: «Σύ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ• ἐγώ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω περί τῆς ἀληθείας καί πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». (Ἰωάν. κη΄, 37). Ἐσύ τό λέγεις ὅτι εἶμαι βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων, ἐγώ ἐκεῖνο τό ὁποῖο μπορῶ νά σοῦ πῶ εἶναι ὅτι εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἦρθα νά μαρτυρήσω γιά τήν ἀλήθεια καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἔχει μέσα του καρδιακή διάθεση, θά δεχθῆ αὐτήν τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Πιλάτου ἦταν: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;» (Ἰωάν. κη΄, 38), δέν βαριέσαι, ἄνθρωπε, -ἦταν κατάδικος ὁ Χριστός-, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια, ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια; Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Πιλάτου.
Ὁ Χριστός ἤδη εἶχε πεῖ στούς Μαθητές Του πρίν ἀπό τό Πάθος: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄, 6). Ὁ Πιλάτος ρωτάει τί εἶναι ἡ ἀλήθεια• δέν ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἔχει ἕναν σκεπτικισμό καί εἶναι αὐτό τό γεγονός τό ὁποῖο ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐπειδή ὑπῆρχαν πολλές θρησκεῖες, πολλά πιστεύματα, πολλές ἰδεολογίες, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχουν καί σήμερα καί ὅλοι ἔλεγαν καί ὑποστήριζαν ὅτι αὐτοί εἶχαν τήν ἀλήθεια, ὁπότε ὑπῆρχε ἕνας σκεπτικισμός καί ἕνας σχετικισμός ὅτι τελικά εἶναι σχετική. Τί μοῦ λές γιά τήν ἀλήθεια, σχετική εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχε ἡ λεγόμενη ἀκαδημαϊκή πλατωνική θεωρία καί ἄποψη πού ἔλεγε ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι σχετική• ἄλλωστε ὑπῆρχαν καί πολλά ἄλλα φιλοσοφικά συστήματα. Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Πιλάτου ἐξέφραζε αὐτόν τόν σχετικισμό, ὅτι ὅλα εἶναι σχετικά, καί αὐτόν θά ἔλεγα τόν σκεπτικισμό, ὅτι τί μιλᾶς γιά τήν ἀλήθεια, ὅτι ἐσύ εἶσαι ἡ ἀλήθεια, καί τόσοι ἄλλοι μιλᾶνε ὅτι ἔχουν τήν ἀλήθεια, ἀφοῦ πλήρης ἀλήθεια δέν ὑπάρχει.
Εἶναι ἕνα γεγονός τό ὁποῖο πάντοτε, καί τότε καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια• νομίζει ὁ καθένας ὅτι ἐκφράζει τήν ἀλήθεια καί, βεβαίως, ἡ γνώση εἶναι ἀδύνατη καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀνέφικτη, κατά τούς φιλοσόφους.
Ὅμως ὁ Χριστός μιλοῦσε γιά μιά ἄλλη ἀλήθεια• Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἀποκαλύψη ἤ νά θεραπεύση τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας καί τῆς ἰδεολογίας. Γιατί ἡ ἰδεολογία αὐτή καθεαυτήν πού στηρίζεται στήν ἀνθρώπινη λογική καί ἡ θρησκεία πού στηρίζεται πάνω σε ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι νομίζουν καί ἐπαγγέλλονται ὅτι αὐτοί ἐκφράζουν τήν ἀλήθεια, εἶναι μιά πλάνη, εἶναι μιά ἀρρώστια. Καί ἡ θρησκεία, ὅπως βιωνόταν τότε καί βιώνεται σήμερα, εἶναι μιά ἀρρώστια, ἡ ὁποία αὐξάνει τά προβλήματα τά ἐσωτερικά τοῦ ἀνθρώπου, γιατί μέ τήν θρησκεία συνδέεται καί ἡ ἰδεολογία, συνδέεται καί ὁ φανατισμός.
Φυσικά, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θρησκεία, εἶναι Ἐκκλησία, εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τήν θρησκεία. Ἡ θρησκεία πιστεύει σέ ἕναν Θεό ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στούς οὐρανούς καί εἶναι θυμωμένος μέ τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά κάνουν τά πάντα γιά νά ὑπερβοῦν αὐτό τό τεῖχος καί νά συναντήσουν τόν Θεό. Ἡ θρησκεία συνδέεται μέ ἕναν μυστικισμό, συνδέεται μέ μιά δεισιδαιμονία, συνδέεται μέ τήν ταύτιση ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Εἶναι ἄλλο ἡ θρησκεία καί ἄλλο ἡ Ἐκκλησία.
Ὁπότε, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ πραγματική ἀλήθεια καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Χριστός κατά τήν διάρκεια τῆς διδασκαλίας Του ἔλεγε, «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄, 6). Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων αὐτός ὁ λόγος δείχνει μιά πορεία ἐμπειρική• ἡ ὁδός εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ ζωή εἶναι αὐτή ἡ μακαρία κατάσταση τῆς θεώσεως.
Καί ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» καί φυσικά καί ὁ Πατέρας Του, τό πρῶτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ὁ Πατήρ τῆς ἀληθείας καί ἔδωσε τήν ὑπόσχεση ὅτι θά στείλη τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο εἶναι τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ἄρα, ἡ ἀλήθεια πού εἶναι ἐμπειρική καί ὄχι στοχαστική, ὄχι διανοητική καί ὄχι θρησκευτική, ἀλλά ἡ ἀλήθεια ἡ ὁποία εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας βιώνεται μέσα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Αὐτό εἶναι τό πρῶτο γεγονός πού ἤθελα νά σημειώσω ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἔγιναν μέ τόν Πιλάτο.
2. «Ἐκεῖνος ὁ πλάνος»
Τό δεύτερο γεγονός εἶναι ὅτι μετά πού ὁ Χριστός πέθανε πάνω στόν Σταυρό, «τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστί μετά τήν παρασκευήν», ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι» καί πῆγαν στόν Πιλάτο καί τοῦ εἶπαν «ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε ἔτι ζῶν ὅτι μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι» (Ματθ. κζ΄, 62), θυμηθήκαμε ὅτι αὐτός ὁ πλανεμένος εἶπε ὅτι θά ἀναστηθῆ σέ τρεῖς ἡμέρες. Βλέπετε ἀντίθεση ἀπό τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος ἔλεγε «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» καί πραγματικά φάνηκε ὅτι αὐτός ἦταν ἡ ἀλήθεια καί γκρέμισε ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες οἱ ὁποῖες ἀρρωσταίνουν τούς ἀνθρώπους καί τούς πλανοῦν, καί ἐκεῖνοι πού ἦταν πλάνοι καί πλανεμένοι, τόν ἀποκαλοῦν πλάνο. Θυμήθηκαν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος, ὅταν ζοῦσε, εἶπε ὅτι μετά τρεῖς μέρες θά ἐγερθῆ, γι’ αὐτό παρακάλεσαν τόν Πιλάτο νά διατάξη νά ἀσφαλίση τόν τάφο μέ κουστωδία, ὥστε νά μήν τό κλέψουν οἱ Μαθητές «καί ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης» (Ματθ. κζ΄, 63). Δηλαδή, ἡ τελευταία πλάνη, ὅτι δῆθεν ἀναστήθηκε, θά εἶναι ἡ χειρότερη ἀπό ἐκείνη πού ἔλεγε ἐκεῖνος ὅτι θά ἀναστηθῆ. Καί, φυσικά, ὁ Πιλάτος ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀνάξιος ἡγέτης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού δέν μπόρεσε νά χειριστῆ αὐτήν τήν μεγάλη καί δύσκολη ὑπόθεση, ἔδωσε ἐντολή στήν κουστωδία νά διαφυλάξουν τόν τάφο.
Ποιό ἦταν τό ἐπιχείρημα τό ὁποῖο εἶπαν στόν Πιλάτο; Ἐνῶ ὁ Πιλάτος προηγουμένως μιλοῦσε γιά τό τί εἶναι ἀλήθεια, «τί ἐστιν ἀλήθεια», καί ἄκουσε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό νά λέη ὅτι αὐτός ἦρθε νά μαρτυρήση περί τῆς ἀληθείας, ποιό ἦταν τώρα τό νέο ἐπιχείρημα τῶν Ἑβραίων; Ὅτι εἶναι πλάνος, ὅτι αὐτός ἐπλάνησε τούς ἀνθρώπους καί ἐπλάνησε καί ὅλους ἐκείνους τούς ὁποίους δῆθεν θεωροῦσαν ὅτι θαυματουργοῦσε, τούς ἐπλάνησε καί μπορεῖ νά πλανήση τώρα καί μετά τόν θάνατό Του καί νά θεωρήση ὅτι ἀναστήθηκε. Τοῦ ἀποδόθηκε, λοιπόν, αὐτοῦ ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ἀλήθεια, τό ἐπίθετο «πλάνος», ὅτι εἶναι πλάνος καί πλανᾶ τούς ἀνθρώπους.
Ἐπάνω σέ αὐτό ὁ Μέγας Φώτιος, ἕνας μεγάλος Πατέρας τοῦ 8ου αἰῶνος, καί μάλιστα μιλώντας τήν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς κάνοντας τό κήρυγμα, ὅπως γίνεται καί τώρα, ἀναφέρεται καί ἑρμηνεύει τόν λόγο αὐτόν τόν ὁποῖον εἶπαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι στόν Πιλάτο.
Καί ἐρωτᾶ: «Τί εἶναι πιό ἀχρεῖο ἀπό αὐτές τίς λέξεις• τί εἶναι πιό ἄθεο ἀπό αὐτήν τήν γνώμη; Τί εἶναι χειρότερο ἀπό αὐτήν τήν ἀναισχυντία; Ὦ Ἰουδαῖε, καλεῖς πλάνον τόν ἀπλανῆ ὁδηγό τῆς σωτηρίας, ὁ ὁποῖος ἦρθε νά σέ ἀπαλλάξη ἐσένα τόν ὑβριστή ἀπό τήν πλάνη καί νά σέ ἐξαρπάση ἀπό τό κατάκριμα τῆς πλάνης; Εἶναι πλάνος, πράγματι, ἐπειδή ἀπέσπασε τούς ἀνθρώπους ἀπό τά εἴδωλα, ἐπειδή ὁ ἴδιος ἐξάρπασε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν τυραννία τῶν δαιμόνων; Ἐπειδή μετακόμισε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν βαριά δουλεία τοῦ νόμου στόν ὠφέλιμο καί ἐλαφρό ζυγό τοῦ Εὐαγγελίου; Εἶναι πλάνος ἐπειδή ἤλεγξε μέ παρρησία τήν δική σου ὑποκρισία;».
Βλέπετε δύο χαρακτηρισμούς• ὁ Ἴδιος ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή καί ἐκεῖνοι, οἱ πλανεμένοι, τόν θεωροῦν ὅτι εἶναι πλάνος. Αὐτό γίνεται μέσα στήν ἱστορία.
3. Ἡ ἀλήθεια καί οἱ πλανεμένοι
Ὁ Χριστός ὄντως εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπλάνησε τόν διάβολο πού κυριαρχοῦσε ἐπάνω στίς καρδιές, στίς ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό μετά τόν θάνατο ὅλοι πήγαιναν στόν Ἅδη• τόν ἐπλάνησε καί μᾶς πῆρε κοντά Του καί εἴμαστε Χριστιανοί. Διά μέσου τῶν αἰώνων πόσα εἶναι τά ἑκατομμύρια, τά δισεκατομμύρια Χριστιανοί πού ἀκολούθησαν αὐτόν τόν λεγόμενο πλάνο! Τόν ἀκολούθησαν γιατί πίστεψαν καί πιστεύουν ὅτι αὐτός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἡ ἀλήθεια βεβαιώνεται, δέν εἶναι ἀπόρροια τοῦ στοχασμοῦ, δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικοκρατίας, ἀλλά μιά ἐπιβεβαίωση καί ἐπιβεβαιώνεται γιατί μέ τόν Χριστό ξεπερνᾶ κανείς ὅλα τά προβλήματα!
Ὅπως εἶπα προηγουμένως, καταργεῖ στήν πράξη αὐτήν τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας καί τῆς ἰδεολογίας καί τῆς κοσμικῆς σοφίας. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἀνέστησε τούς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο τόν Λάζαρο καί τούς ἄλλους πού ἀνέστησε, ἀλλά ὅλους θά μᾶς ἀναστήση κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, ἀλλά μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τόν πόνο, ἀπό τήν δυσκολία, ἀπό τά προβλήματα, ἀπό τήν ἀπελπισία ἡ ὁποία μᾶς κατέχει. Ὅταν κανείς πιστεύη ὁλοκληρωτικά στόν Χριστό ἐκ καρδίας, τότε βγαίνει μέσα ἀπό τόν δικό του Ἅδη, γιατί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε ἕναν προσωπικό Ἅδη, κλεισμένοι μέσα στήν ἀπελπισία μας, στήν μόνωση καί στήν μοναξιά μας ἀπό διάφορες δυσκολίες, ἀπό ἀρρώστιες, ἀπό οἰκονομικά προβλήματα, ἀπό θανάτους.
Ποιός μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη ἀπό ὅλα αὐτά; Μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη ἡ ἐπιστήμη; Φυσικά, μᾶς βοηθάει. Μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη ἡ ἰδεολογία; Μόνο ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀπελευθερώνει καί αἰσθάνεται κανείς πραγματικά ἐλεύθερος. Εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἦρθε νά μαρτυρήση γιά τήν ἀλήθεια καί μακάριοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά τόν ἀκούσουν, μακάριοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά ἀκούσουν τήν φωνή τῆς ἀληθείας καί θά βεβαιωθοῦν, γι’ αὐτό καί θά ἀναστηθοῦν καί οἱ ἴδιοι ἀπό τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ἀπογνώσεως.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ μιά ἐπιστολή του στόν Τιμόθεο τοῦ εἶπε: «Πονηροί δέ ἄνθρωποι καί γόητες προκόψουσι ἐπί τό χεῖρον πλανῶντες καί πλανώμενοι• σύ δέ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώθης». (Β΄ Τιμ. γ΄, 12-13). Τοῦ λέει, λοιπόν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πονηροί καί γόητες, πού ξέρουν νά γοητεύουν μέ τόν λόγο καί μέ τά χαρίσματα τούς ἀνθρώπους καί νά τούς πλανοῦν, αὐτοί οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ γόητες θά προκόψουν στά χειρότερα, «ἐπί τό χεῖρον, πλανῶντες καί πλανώμενοι• σύ δέ μένε ἐν οἶς ἔμαθες καί ἐπιστώθης», νά μένης σταθερός σέ αὐτά τά ὁποῖα ἔμαθες καί ἐπιστώθης, καί βεβαιώθηκες.
Νομίζω ὅτι εἶναι ἕνας ἐπίκαιρος λόγος τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀπευθύνουμε σήμερα στόν ἑαυτό μας. Ἄνθρωποι «πλανῶντες καί πλανώμενοι», ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι «προκόπτουν ἐπί τό χεῖρον», γόητες, πονηροί, εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού δημιουργοῦν προβλήματα μέσα στίς κοινωνίες, ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά μένουμε σέ Αὐτόν, τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε καί ἔχυσε τό Αἷμα Του γιά μᾶς. Ποιός ἔδειξε τέτοια μεγάλη ἀγάπη; Ποιός ἀρχηγός θρησκείας, ποιός ἀρχηγός ἑνός κράτους, ἑνός κόμματος, μιᾶς πολιτικῆς ὀργανώσεως, ποιός ἀρχηγός σταυρώθηκε γιά τούς μαθητές ἤ γιά τούς ὀπαδούς του;
Λέει κάπου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ποιός βοσκός τρέφει τά πρόβατά του κόβοντας καί δίνοντας τά μέλη τοῦ σώματός του; Κανένας δέν τό κάνει αὐτό. Ἐκεῖνος πού τό ἔκανε εἶναι ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος πέθανε γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια εἶναι σέ αὐτήν τήν ἐσταυρωμένη καί πληγωμένη ἀγάπη, αὐτήν τήν ἀγάπη τήν ὁποία δείχνει ὁ Χριστός ἐπάνω στόν Σταυρό. Σέ αὐτήν νά παραμείνουμε. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πρόσκαιρα, ὅλα τά ἄλλα ἀπογοητεύουν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τήν κόλαση στήν ὁποία βρίσκεται.
Γι’ αὐτό, αὐτήν τήν ἡμέρα νά στραφοῦμε στόν Ἐσταυρωμένο Χριστό καί νά τοῦ ποῦμε: «Κύριε, Ἐσταυρωμένε Κύριε, Κύριε τῆς δόξης, πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε ὅτι ἐσύ εἶσαι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ἀμήν.
- Προβολές: 667