Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Φῶς μέσα στὸ σκοτάδι - Ἡ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στήν φρικτή καί σκοτεινή σκλαβιά τῆς Τουρκοκρατίας, ὑπῆρχαν μερικά φῶτα πού ἔδιναν ἐλπίδα στό ὑπόδουλο γένος. Ἀναμφιβόλως ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ζωή της, τήν διδασκαλία της, τά μυστήρια καί τήν λατρεία της, μέ τά σχολεῖα, τόσο τά γνωστά ὅσο καί τά λεγόμενα κρυφά, μέ τά ὁποῖα προσέφερε συμπληρωματικές γνώσεις, ὑπῆρξε ἕνα λαμπρό καί μεγάλο φῶς πού σκόρπιζε τά σκότη.

Ἀσφαλῶς ἕνα τέτοιο μεγάλο φῶς, πού ἐκπορεύθηκε μέσα ἀπό τά σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος περιόδευσε σχεδόν ὅλην τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια, παρηγορώντας καί ἐνισχύοντας ποικιλοτρόπως τούς ὑποδούλους Ρωμηούς, μέ διδαχές, μέ θαύματα, μέ τήν λατρεία, μέ τήν ἵδρυση σχολείων, κυρίως μέ τήν ἁγιασμένη ὕπαρξή του. Καί τό ἔκανε αὐτό μέσα σέ ποικίλες δυσκολίες καί πολλά ἐμπόδια. Δέν ἦταν μόνο οἱ Τοῦρκοι πού ἐμπόδιζαν τό ἔργο του, ἀλλά καί οἱ Ἑβραῖοι καί οἱ ποικίλοι συμφεροντολόγοι, ἐπειδή πλήττονταν τά συμφέροντά τους. Γι’ αὐτό καί διέδιδαν πολλά σέ βάρος του.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν πρώτη διασωθεῖσα διδαχή τοῦ δίδει μερικά σημεῖα ἀπό τήν βιογραφία του, ἐπειδή ἤθελε τρόπον τινά νά συστηθῆ.

Ἔλεγε:

“Πρέπει δέ νά ἠξεύρετε καί ἡ εὐγένειά σας διά λόγου μου. Τό ἠξεύρω πῶς ἄλλοι σᾶς λέγουν ἄλλα καί ἄλλοι ἄλλα. Ὅμως, ἀνίσως θέλετε νά μάθετε τήν πάσαν ἀλήθειαν, ἐγώ σᾶς τήν λέγω. Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήϊνος, ἡ ματαῖα, εἶναι ἀπό τοῦ Ἁγίου Ἄρτης τήν ἐπαρχίαν, ἀπό τό Ἀποκοῦρο. Ὁ πατέρας μου, ἡ μητέρα μου, τό γένος μου εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Εἶμαι λοιπόν καί ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπό ὅλον τόν κόσμον. Εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καί Θεοῦ. Ὄχι πῶς εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὁ Χριστός μου μέ καταδέχεται διά τήν εὐσπλαχνίαν του”
(Ἰωάννου Μενούνου: Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ διδαχές, ἐκδόσεις Τῆνος σέλ. 116)

Τά λόγια αὐτά τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ θεωρῶ ὅτι εἶναι σημαντικά καί θά μοῦ ἐπιτραπῆ ἕνας μικρός σχολιασμός.

Πρῶτον. Τονίζει ὅτι κατάγεται ἀπό τό Ἀποκοῦρο. Ὅπως λέγουν οἱ ἱστορικοί, ὁ ὅρος αὐτός πού κυριαρχοῦσε καθ’ ὅλην τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μέχρι σήμερα, ἴσως ἔχει ἐτυμολογική συγγένεια μέ τούς ἀρχαίους “Κουρήτας” ὅπως ἀκριβῶς λέγει ὁ Στράβων: “Ὁ εὔηνος ἄρχεται ἐκ Βωμιέων τῶν ἐν Ὀφιεύσιν, Αἰτωλικοῦ ἔθνους καθάπερ καί οἱ Εὐρυτάνες καί Ἀγραῖοι καί Κουρῆτες καί ἄλλοι”. Μάλιστα, ὁ Στράβων λέγει ὅτι οἱ Κουρῆτες κατεῖχαν ὅλην τήν Αἰτωλία, ἀλλά, ὅταν ἡ Αἰτωλία κατακτήθηκε ἀπό τόν Αἰτωλό τόν Ἐνδυμίωνα, οἱ Κουρῆτες ὑπεχώρησαν στήν Ἀκαρνανία (βλ. Μεγάλη Ἑλληνική ἐγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, τόμος Ἐ’ σελ. 154-165). Ἑπομένως, ἦταν Ἕλληνας κατά τήν καταγωγή ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Δεύτερον. Χαρακτηρίζει τήν γενέτειρά του, στήν ὁποία εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς, ὡς ἐπαρχία τοῦ Ἁγίου Ἄρτης. Δηλαδή, ἐκφράζεται μέ ἐκκλησιαστική γλώσσα. Πράγματι, ἡ Ἱερά Μητρόπολη καί Ἀρχιεπισκοπή Ναυπάκτου μέχρι τόν 13ο αἰώνα ξεκινοῦσε ἀπό τήν Ναύπακτο, ἡ ὁποία ἦταν ἕδρα της, καί ἔφθανε μέχρι τήν Χιμάρα τῆς σημερινῆς Ἀλβανίας. Ὅμως, ἀπό τά μέσα του 14ου αἰῶνος μέχρι σχεδόν τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 χαρακτηρίζεται ὡς Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἄρτης. Κάποια περίοδο, προσωρινά, ἦταν καί ἡ Ἄρτα ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, κυρίως ὅμως ἕδρα ἦταν ἡ Ναύπακτος (βλ. Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 9 στ. 325-328). Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς θεωρεῖ τήν ἐπαρχία στήν ὁποία γεννήθηκε μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διάσταση. Ἄλλωστε τότε ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦσε κυρίως τήν πηγή καί τήν ὑπόσταση τοῦ Ἔθνους, δέν ἦταν τό περιεχόμενο τοῦ Ἔθνους, ἀλλά τό περιέχον τό Ἔθνος. Ὅπως ὁ Πατριάρχης γιά ὁλόκληρη τήν Ρωμηοσύνη ἔτσι καί ὁ Μητροπολίτης γιά κάθε ἐπαρχία ἦταν ἐθνάρχης.

Τρίτον. Ὀνομάζει τήν πατρίδα του, στήν ὁποία γεννήθηκε, “ψεύτικη, γήινη, ματαία”. Ἔχει σαφῆ γνώση τῆς προελεύσεώς του, τῆς πορείας του καί τῆς καταλήξεώς του. Δέν αὐτονομεῖ τήν σωματική καί βιολογική ὑπόστασή του, ἀλλά τήν βλέπει μέσα ἀπό τήν λεγομένη πνευματική ὑπόσταση. Δέν αἰσθάνεται ὅτι ἔρχεται ἀπό τό μηδέν καί καταλήγει στό μηδέν, ἀλλά ἔχει σαφῆ γνώση ὅτι τό πολίτευμά του βρίσκεται στόν οὐρανό, ἐκεῖ κατευθύνεται καί ἐκεῖ θά καταλήξη. Ἔτσι, τό ψεύτικο ἀντιπαραβάλλεται πρός τό ἀληθινό, τό γήινο μέ τό οὐράνιο καί τό μάταιο μέ τό αἰώνιο καί μή πεπερασμένο.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν μιά συγκεκριμένη πατρίδα, τήν ὁποία ἀγαποῦν, ἀλλά μαγεύονται ἀπό τήν αἰώνια πατρίδα, βλέπουν τόν τόπο μέσα ἀπό τόν τρόπο ζωῆς, καί τόν χρόνο μέσα ἀπό τό αἰώνιο. Τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “ὑμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὐ καί σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν” (Φίλ. γ’, 20) τούς διακατέχει κυριολεκτικά. Ἀκριβῶς δέ τό χωρίο αὐτό δείχνει δύο πραγματικότητες. Ἡ μία ἐντοπίζεται στό “ἐν οὐρανοίς”, πού σημαίνει ὅτι ἡ πηγή τοῦ δικαίου τοῦ χριστιανικοῦ πολιτεύματος δέν βρίσκεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν Θεό. Καί ἡ ἄλλη πραγματικότητα συνδέεται μέ τό “ἐξ οὐ σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα” πού σημαίνει ὅτι ἡ πραγμάτωση τοῦ δικαίου, ἡ ἀπόλαυση τῶν δικαιωμάτων τῶν Χριστιανῶν δέν εἶναι ἱστορική ὑπόθεση, ἀλλά ἐσχατολογική (βλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. Στ’).

Βεβαίως, ἀγαποῦμε τήν πατρίδα καί θυσιαζόμαστε γι’ αὐτήν, ἀλλά ὅμως δέν τήν ἀπολυτοποιοῦμε. Σεβόμαστε τό πολίτευμα μιᾶς χώρας, ἀλλά μᾶς ἐμπνέει τό “ἐν οὐρανοίς” πολίτευμα, ὅπως λέγεται στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή: οἱ Χριστιανοί “πατρίδας οἰκούσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι• μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καί πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι• πάσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πάσα πατρίς ξένη”.

Τέταρτον. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς αἰσθάνεται ὅτι τό γένος του, οἱ γονεῖς του δέν εἶναι μόνον Ἕλληνες, ἀλλά καί εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κάτι τό παρέμβλητο πού ἐξεδίωξε τόν ἑλληνισμό, ἀλλά ἐκείνη πού συνέχισε τήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί νοηματοδότησε ἀκόμη περισσότερο τόν ἑλληνισμό. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνέχισαν δημιουργικά τήν σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἀπάντησαν, μέσα ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως, στά ὀντολογικά, κοσμολογικά καί ἀνθρωπολογικά προβλήματα πού εἶχαν θέσει ἐκεῖνοι. Ἔτσι ἀκριβῶς, δέν μπορεῖ σήμερα νά ἐννοηθῆ Ἑλληνισμός ἔξω ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, γιατί ἀποδυναμωμένος ἀπό τό ὀρθόδοξο πνεῦμα θά εἶναι ἕνας παγανισμός καί ἐντελῶς ὀπισθοδρομικός, παρωχημένος.

Πέμπτον. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔχει βαθειά συναίσθηση ὅτι εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός, ἀλλά ταυτόχρονα ὅτι εἶναι δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος μέ τήν εὐσπλαχνία Τοῦ τόν καταδέχεται νά εἶναι δοῦλος Του καί νά τόν ὑπηρετή. Φαίνεται ἐδῶ ἡ βαθειά του πίστη, ταπείνωση καί γενικά το ὀρθόδοξο ἦθος, πού συνδέεται μέ τήν αὐτογνωσία, τήν ταπείνωση, ἀλλά καί τήν τιμή νά ἔχη κύριο ὄχι ἕναν ἄνθρωπο, ἕναν δυνάστη, ἀλλά τόν εὔσπλαχνο καί γλυκύτατο Χριστό. Αὐτό τό ὀρθόδοξο ἦθος ἦταν μιά πυρηνική βόμβα πού τίναζε κάθε ὑπαρξιακή σκλαβιά, πού τόν ἔκανε νά αἰσθάνεται ἐλεύθερος πολιορκημένος, γιατί εἶναι δυνατόν νά αἰσθάνεται κανείς ἐλεύθερος, ζωντας σέ ὑπόδουλες πατρίδες, καθώς ἐπίσης νά αἰσθάνεται δοῦλος ζωντας σέ ἐλεύθερες πατρίδες. Ἡ ἐλευθερία εἶναι κυρίως μιά ὑπαρξιακή ὑπόθεση.

Ὅσα ἀνέφερα μέ συντομία προηγουμένως ἦταν τό ρεῦμα ζωῆς πού περνοῦσε μέσα ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί τόν κατέστησε ἕνα μεγάλο φῶς, ἕναν προβολέα τοῦ ἑλληνορθοδόξου πνεύματος μέσα στό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Αὐτό ἦταν ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἕναν γνήσιο ἐπαναστάτη, ἐναντίον κάθε καθεστηκυίας τάξεως, ὑπαρξιακῆς, αἰσθητικῆς, βιολογικῆς καί κοινωνικῆς. Ἡ πνευματική ἐλευθερία δέν δεσμεύεται οὔτε ὑποδουλώνεται ποτέ. Αὐτήν προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ζωή της. Αὐτήν ἔχουμε σήμερα ἀνάγκη, ἀφοῦ διάφοροι τυραννίσκοι καί δυνάστες, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται μέ χαμόγελα καί ἐπίπλαστες εὐγένειες, ἐπιδιώκουν νά μᾶς ὑποδουλώσουν καί ὡς Ἔθνη καί ὡς ἀνθρώπους. Χρειαζόμαστε αὐτήν τήν παράδοση πού προσωποποιεῖται στά πρόσωπα τῶν ἁγίων, καί συγκεκριμένα ἐδῶ στήν μορφή καί τήν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Γι’ αὐτό αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά παρακαλέσουμε: “ἅγιε Κοσμᾶ, πατριώτη μας καί πρόγονέ μας, τόσο στήν ἑλληνική καταγωγή ὅσο καί στήν ὀρθόδοξη πίστη, πρέσβευε γιά ὅλους ἐμᾶς, γι’ αὐτόν τόν λαό πού σέ ἀγαπάει καί ἀναμένει λύτρωση ἀπό κάθε σκλαβιά, πνευματική, ψυχολογική, πολιτιστική, στεῖλε τήν εὐλογία σου σ’ αὐτόν τόν λαό πού πεινᾶ καί διψᾶ γιά εἰρήνη, γιά ἀγάπη, γιά ἐλευθερία, γιά ἀνθρωπιά, γιά νόημα ζωής”. “Άγιε Ἱερομάρτυς Κοσμᾶ πρέσβευε πρός Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμών”.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ