Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ ἀδικία τοῦ δικαιωματισμοῦ

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Στήν Ἐκκλησία ὅλα τά θέματα τά βλέπουμε μέσα στό φῶς τῆς θεολογίας της, τά ἑρμηνεύουμε μαθητεύοντας στόν λόγο τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Δέν ὑπάρχει τμῆμα τῆς κτίσης στό ὁποῖο δέν εἶναι παρών ὁ Θεός. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἀπειροελάχιστο μέρος τοῦ ἀτόμου τῆς ὕλης τό ὁποῖο νά εἶναι ἔξω ἀπό τήν δημιουργική, συντηρητική καί προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ζωή μας, τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἔξω ἀπό τόν δημιουργικό λόγο τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι φανερό, σέ συνάφεια μέ τά παραπάνω, ὅτι δέν μποροῦμε νά δοῦμε ἔξω ἀπό τό φῶς τῆς θεολογίας οὔτε τόν πολιτικό γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων. Τό ὅτι εἶναι πολιτικός καί ὄχι ἐκκλησιαστικός γάμος δέν ἀφαιρεῖ τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ἀπό τούς ποιμένες καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά τόν κρίνουν μέ κριτήρια θεολογικά, πέρα ἀπό τίς συνταγματικές καί νομικές περιπλοκές πού δημιουργεῖ. Βέβαια, μιά τέτοια κριτική, ἀπευθύνεται σέ ὦτα ἀκουόντων πιστῶν· δέν εἶναι γι’ αὐτούς πού ἔχουν ἐπιλέξει νά ζοῦν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, σέ κόσμο μονοδιάστατα ὑλικό, χωρίς θεολογική προοπτική.

Θά δοῦμε, λοιπόν, τήν θεολογική αἰτιολόγηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας μέσα ἀπό τήν γνωστή ἀναφορά τοῦ ἀπ. Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή. Προηγουμένως, ὅμως, θά παραθέσουμε μιά περιγραφή τῆς καταστάσεως πού ἐπικρατεῖ σήμερα στόν κόσμο, παίρνοντάς την ἀπό δύο ἄρθρα· ἑνός ψυχιάτρου (τοῦ Μ. Μελετιάδη) καί ἑνός καθηγητή Γεωπολιτικῆς καί Σύγχρονων Στρατιωτικῶν Τεχνολογιῶν (τοῦ Κ. Γρίβα), πού ἀναρτήθηκαν στήν σελίδα slpress.gr.

Ὁ Μ. Μελετιάδης γράφει: «Ἀναμφίβολλα τὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἀνάμεικτο μὲ ἐκεῖνο τοῦ γάμου καὶ τῆς υἱοθεσίας ποὺ ἀναδύθηκε στὰ τελευταῖα ἔτη, παρεμβαίνει οὐκ ὀλίγον στὴν μορφὴ καὶ στὴν δομὴ τῆς οἰκογένειας». Τό θέμα προβάλλεται ὡς κοινωνικo-πολιτισμικὴ «κατάκτηση», ἀγνοώντας ἢ ὑποβαθμίζοντας προβλήματα σοβαρὰ, ὅπως εἶναι ἡ διαμόρφωση τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀφετηρία τὴν πρώτη εἰκόνα του στὴν βάση τοῦ φύλου πού καθορίζεται βιολογικά, «(διαμόρφωση πού ὅπως περιγράφει ἡ πεμπτουσία τῆς ψυχαναλυτικῆς θεώρησης καὶ ἐμπειρίας, γίνεται μέσῳ τῆς πρόσληψης τοῦ παραδείγματος τοῦ ὁμοίου φύλου καὶ ἀπόρριψης τοῦ ἀντίθετου), καὶ συνάμα ἀνοίγει πέρασμα στὴν πολυμορφία ὀνοματισμοῦ τῆς ταυτότητας, καὶ ἐπιλογῆς της κατ’ ἀρέσκειαν». Καί ὑποσημειώνει:

«Ἐπάνω σὲ τοῦτο τὸ θέμα ὑπάρχει ὑπερπληθώρα ψυχολογικῶν ἐργασιῶν, ἑστιαζόμενων κυρίως στὴν πρὸ καὶ στὴν καθαυτὸ ἐφηβεία, ὅπου εἶναι ἔντονος ὁ σχετικὸς προβληματισμός. Πολλὲς ἀπὸ τὶς θεωρήσεις τὸ συνδέουν μὲ τὴν ἐξέλιξη τοῦ οἰδιπόδειου πλέγματος, τουτέστιν στήν πρόσληψη καί ἐπίγνωση τῆς φυσικῆς ὁμοιότητος πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν ἀντίθεση (διαφορὰ) ἔναντι τῆς μητέρας γιὰ τὸν γιό, καὶ ἀνάλογα τῆς θυγατέρας πρὸς τὴν μητέρα καὶ τὸν πατέρα... Ὁ Φρόυντ βλέπει ὅλες τὶς ρίζες τῆς ψυχικῆς ἀνάπτυξης, ἀπὸ τὴν "ὁμαλὴ" μέχρι τὴν πιὸ "διαταραγμένη", σὲ τούτη τὴν πορεία μὲ κορύφωσή της στὴν ἐφηβικὴ ἠλικία».

Ὁ Κ. Γρίβας βλέπει τό θέμα μέσα ἀπό τήν κρίση τοῦ Δυτικοῦ Πολιτισμοῦ, «ὁ ὁποῖος φαίνεται πὼς ἔχει κηρύξει ἕναν ἀνελέητο πόλεμο σὲ πάσης μορφῆς συλλογικὲς ταυτότητες, προωθώντας ὡς ἀπόλυτα κυρίαρχο καὶ ἀνεξέλεγκτο πολιτικὸ ὑποκείμενο τὸ "ἀπέραντο" ἄτομο. Δηλαδή, τὸ ἄτομο ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζει κανενὸς εἴδους περιορισμούς, οὔτε κἂν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση καὶ ποὺ διὰ τῶν ἐπιλογῶν του μπορεῖ νὰ ὁρίζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὸ φῦλο του!».

Παρατηρεῖ ὅτι αὐτές οἱ ἀπόψεις ἦλθαν «ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς πολύχρονης, πολυεπίπεδης, ἐπίμονης καὶ συστηματικῆς προσπάθειας ποὺ ἔφθασε νὰ ἐπηρεάσει ἀκόμη καὶ τὴ μόδα μὲ τὰ ροῦχα "ρευστοῦ φύλου". Ὅμως, ἦταν στὶς ἀκαδημαϊκὲς αἴθουσες ποὺ ὀργανώθηκε αὐτὴ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐπίθεση ἐνάντια στὴ φύση... Γιὰ παράδειγμα, ἡ διάσημη μετα-στρουκτουραλίστρια φιλόσοφος καθηγήτρια τοῦ Μπέρκλεϊ, Τζούντιθ Μπάτλερ, ἡ ἐπιρροὴ τῆς ὁποίας εἶναι τεράστια καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὑποστηρίζει ὅτι τὸ φῦλο “εἶναι πράττειν” καὶ διαμορφώνεται ἀπὸ πολιτισμικὲς ἐπιταγὲς καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ φύση».

Ὁ κ. Κ. Γρίβας συνεχίζει ἐπισημαίνοντας μιά ἀκόμη πιό τραγική ἄποψη πού διακινεῖται σέ ἀκαδημαϊκούς χώρους. Γράφει: «Ἡ ρευστότητα τοῦ φύλου καὶ περισσότερο ἡ ἄρνηση τοῦ βιολογικοῦ φύλου, δημιουργεῖ καὶ μιὰ ἀσάφεια γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐν τέλει καταλήγει σὲ μιὰ ἄτυπη ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς ἔννοιας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ ἐδῶ, εἶναι πολὺ κοντὰ τὸ βῆμα στὶς ἀπόψεις ἄλλων ἀκαδημαϊκῶν κύκλων καὶ ἀκτιβιστικῶν ὁμάδων, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν ἀνθρώπων ἔναντι τῶν ἄλλων ἔμβιων ὄντων καὶ ζητοῦν τὴν ἐξάλειψη τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, γιατί καταπιέζει τὴν ὑπόλοιπη βιόσφαιρα». Ἀναφέρει μάλιστα τήν Καθηγήτρια Φιλοσοφίας σέ Πανεπιστήμιο τοῦ Κέϊμπριτζ Πατρίσια Μάκκορμακ, πού εἶναι ἐκπρόσωπος ἑνὸς κινήματος ποὺ καλεῖ στὴν αὐτοεξάλειψη τοῦ Ἀνθρώπου, ἔτσι ὥστε νὰ «μὴν καταστρέφει τὴν φύση». Ἐπιχειρηματολογεῖ μάλιστα στὸ βιβλίο της «Τὸ μανιφέστο τοῦ ἀνθρώπου» στὴν ἀνάγκη νὰ τελειώση ἡ "ἀνθρωπόκαινος" ἐποχὴ μέ τόν ἐθελούσιο θάνατο τοῦ ἀνθρώπινου γένους μέσω παύσης τῆς ἀναπαραγωγῆς. Προφανῶς ἕνας «προοδευτικός» τρόπος παύσης τῆς ἀναπαραγωγῆς εἶναι ἡ θεσμοθέτηση γάμου ὁμοφυλοφίλων.

Εἶναι σαφέστατο στά παραπάνω ἕνα μίσος πρός τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ, καί ἰδιαίτερα πρός τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Εἶναι ἕνα δαιμονικό μίσος γιά τήν δόξα, ἐν Θεῷ, τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ὁποία λαμπρύνεται καί ὅλη ἡ κτίση. Δέν θέλουν νά βλέπουν στήν κτίση τόν Θεό, τήν «τε ἀΐδιον αὐτοῦ δύναμιν καὶ θειότητα». Ταυτίζονται μέ τούς ἐθνικούς-εἰδωλολάτρες, στούς ὁποίους ἀναφέρεται ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, καί γιά τούς ὁποίους γράφει: «τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε» (Ρωμ. 1,19). Ὁ Θεός «ἐφανέρωσε», ἀλλά αὐτοί δέν εἶδαν αὐτά πού τούς φανέρωσε. Δέν θέλησαν «ἐκ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ» καί ἀπό τήν κτίση πού δημιούργησε (αὐτό εἶναι «τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ»), νά ἀναχθοῦν στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγαθότητος καί τῆς σοφίας Του.

Τό τραγικότερο, βέβαια, εἶναι ὅτι «γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν», γι’ αὐτό εἶναι ἀναπολόγητοι. Κατά τόν Μ. Φώτιο τόν γνώρισαν «διά τῆς κτίσεως, ὄχι τί ἐστι κατά τήν οὐσίαν καί φύσιν», ἀλλά ὅτι εἶναι δημιουργός, προνοητής, ἀγαθός, δεσπότης καί ὅτι πρέπει νά τοῦ ἀποδίδουν σεβασμό. Καί ἐνῶ φαντάσθηκαν αὐτά τά ὑψηλά περί τοῦ Θεοῦ, τά ἀπέδωσαν ὄχι στόν Θεό, ἀλλά στά κτίσματα, στά εἴδωλα. Γι’ αὐτό «παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς» (1,24). Τούς παρέδωσε «εἰς πάθη ἀτιμίας» (1,26). Ἐπειδή δέν «ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα» (1,28).

Ἡ ἀφετηρία τῶν «παθῶν τῆς ἀτιμίας» εἶναι ἡ ἀπροθυμία τῶν ἀνθρώπων νά ἀποκτήσουν ὀρθή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀνερμάτιστος χωρίς ἀναφορά στό Θεό καί εἰλικρινῆ σχέση μαζί Του. Ὁ Δαβίδ ψάλλει: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;»(138,7). Καί ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει γιά τόν Λόγο Χριστό:«τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολ. 1,17) καί «δι’ Αὐτοῦ». Αὐτός συνέχει τά πάντα. Ἡ ἑκούσια ἀγνόησή Του εἶναι τραγωδία γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἄνθρωπος αὐτοατιμάζεται, αὐτοδιαλύεται.

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου: «Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων». Ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν ἑρμηνεία του μεταξύ ἄλλων γράφει:

«Τί μᾶς λέει ἡ ἔκφραση “τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων”; Ἡ ἀλήθεια, δηλαδή, ἡ περί Θεοῦ γνώση, ἔχει σπαρθῆ μέσα στούς ἀνθρώπους ἐξ ἀρχῆς. Αὐτή τήν ἀλήθεια οἱ εἰδωλολάτρες τήν κράτησαν μέ ἀδικία, δηλαδή τήν ἀδίκησαν, μέ τό νά ἀφιερώσουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ σέ ἄψυχα εἴδωλα, τά ὁποῖα θεοποίησαν».

Ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος ρωτήθηκε «πῶς τήν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ τις κατέχει», ἀπάντησε: «Ὅταν καταχρᾶται, κατά τό δικό του θέλημα, τά ἀγαθά πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, πρᾶγμα πού ἀπεδοκίμασε ὁ ἀπόστολος, ὅταν εἶπε· “οὐ γάρ ἐσμέν, ὡς οἱ πολλοί, καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ” (Β΄Κορ. 2,17), καί πάλι· “ποτέ δέν ἤλθαμε μέ λόγια κολακευτικά, οὔτε μέ ὑστεροβουλία πλεονεξίας, ὁ Θεός μάρτυς, οὔτε ζητήσαμε τιμές ἀπό ἀνθρώπους, οὔτε ἀπό ἐσᾶς, οὔτε ἀπό ἄλλους” (Α΄ Θεσσ., 2,5-6)» (Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, ξε΄).

Στό πλαίσιο τοῦ σύγχρονου ἀπόλυτου δικαιωματισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος καταχρᾶται τήν φύση πού τοῦ δώρισε ὁ Θεός κατά τό ἀτομικό ἀνερμάτιστο θέλημά του. Ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τούς Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πατέρες, οὔτε καπηλεύεται τόν λόγο τῆς ἀληθείας, οὔτε κολακεύει, οὔτε κοιτᾶ τό ὑλικό συμφέρον, οὔτε ζητᾶ τιμές ἀνθρώπων. Ὁμολογεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους νά μή καταπέσουν στήν κατηγορία αὐτῶν πού ὑποτάσσουν τὴν ἀλήθεια στήν ἀδικία τοῦ δικαιωματισμοῦ τους.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 576