Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μικραγιαννανίτης, 7 Δεκεμβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μικραγιαννανίτης γεννήθηκε στήν Δρόβιανη τῆς Ἠπείρου τό 1903 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἦταν ἐπιμελής, εὐφυής καί μέ δυνατή μνήμη, καί αὐτό τόν βοήθησε στήν πρόοδό του στά γράμματα, ἀλλά καί στήν ἀνάπτυξη τοῦ ὑμνολογικοῦ του χαρίσματος. Τήν βασική μόρφωσή του τήν ἔλαβε στόν Πειραιᾶ καί τήν Ἀθήνα, ὅπου γνώρισε καί τόν Ἅγιο Νεκτάριο, Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως.
Στίς 15 Αὐγούστου 1923 πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, καί συγκεκριμένα στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ὑποτάχθηκε στόν Γέροντα Μελέτιο Ἰωαννίδη. Στίς 20 Ὀκτωβρίου 1924 ἐκάρη μοναχός. Ὅμως, μετά ἀπό πέντε χρόνια ὁ Γέροντας του ἔφυγε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔμεινε μόνος του. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ τότε ἔγινε πιό αισθητή στήν ζωή του. Μόνη παρηγοριά του ἦταν ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη. Μετά ἀπό εἴκοσι περίπου χρόνια ἀπέκτησε μία μικρή συνοδεία καλῶν πατέρων. Βέβαια, ὅλη αὐτήν τήν περίοδο πού ἦταν μόνος του ἐπισκεπτόταν καί συμβουλευόταν ἔμπειρους Γέροντες, καί κυρίως τόν Γέροντα Καλλίνικο τόν πνευματικό, πού ἠσκεῖτο στά Κατουνάκια, στόν ὁποῖο ἔδειξε τόν πρῶτο Κανόνα πού συνέγραψε καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Εἶναι ἄριστος ὁ κανών, ἀλλά ἕνα σοῦ λέω: ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη. Πρόσεχε καλά μήν σέ πολεμήσει ὁ διάβολος».
Ὁ ἀείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης τόν χαρακτηρίζει «σεμνό καί ἄριστο ὑμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα καί ἀληθινό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ». Ὁ μακαριστός Ἀρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔγραψε γι’ αὐτόν ὅτι «ἦταν μοναχός ταπεινός, βιαστής τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὑπερορῶν σαρκός καί τῶν τῆς σαρκός, προσευχητικός, πρᾶος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος καί φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, εὐκατάνυκτος, ἄγρυπνον ἔχων τό ὄμμα τῆς ψυχῆς, αὐστηρός στόν ἑαυτό του καί συγκαταβατικός στούς συνανθρώπους του».
Ὁ ἅγιος Γεράσιμος ἀγαποῦσε πολύ τήν σιωπή, τήν ὁποία θεωροῦσε ὡς «μητέρα σοφωτάτων ἐννοιῶν». Βεβαίως, δίδασκε καί μέ τόν σοφό λόγο του, προκειμένου νά ὠφελήση τούς ἀνθρώπους πού τοῦ ζητοῦσαν λόγο. Καί τότε, σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία πνευματικῶν του παιδιῶν, ὁ λόγος του ἦταν γλυκύτατος, παρηγορητικός, πάντα προσεγμένος, ὡραῖος, διδακτικός καί ψυχωφελής. «Οἱ φιλοξενούμενοι κατεγοητεύοντο ἀπό την συνομιλία μαζί του». Τόνιζε πολύ τήν ἐσωτερική καθαρότητα, ἀναφέροντας ἕναν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: Ἔλεγε: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι τό μόνον τό ὁποῖον ἀδυνατεῖ νά πράξη ὁ Παντοδύναμος Θεός εἶναι τό νά ἑνωθῆ μέ τόν ἀκάθαρτον ἄνθρωπον. Εἰς αὐτό ἀδυνατεῖ».
Οἱ μοναχοί τῆς Συνοδείας του, γιά τόν τρόπο τῆς κοιμήσεώς του ἔγραψαν: «Εἶχε παρακαλέσει τήν Παναγία νά ἔχη τά λογικά του μέχρι τέλους γιά νά μή κουράση κανένα. Πράγματι εἶχε διαύγεια μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή. Εἶπε τρεῖς φορές: "Ἅγιε Νεκτάριε, βοήθει μοι" καί ἐξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ἦταν ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του, νόμιζες πώς κοιμόταν γαληνά».
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Ὁ Θεός δίνει στόν κάθε ἄνθρωπο διάφορα χαρίσματα, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του καί τήν δεκτικότητά του, τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀξιοποιήση μέ ἀγάπη καί ζῆλο, πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων του. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἰδιοποιῆται τά χαρίσματα αὐτά καί νά τά ἀξιοποιῆ γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ἤτοι γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του, ἀλλά καί δέν πρέπει νά θάβη «τό τάλαντό του στήν γῆ», δηλαδή νά ἀφήνη ἀναξιοποίητο τό ὅποιο χάρισμα ἔλαβε ἀπό τόν Θεό.
Ἡ ἀξιοποίηση τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται μέ ἐπιμέλεια καί κυρίως μέ ταπείνωση καί προσευχή, γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός, ἐπειδή, ὅπως τόνιζε ὁ ἅγιος Γεράσιμος, χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δέν γίνεται κανένα καλό. Καί περιγράφοντας τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκεῖνος ἐργαζόταν, ἀξιοποιώντας τό ὑμνογραφικό του χάρισμα, ἔλεγε: «Ὅ,τι κάνω τό ὀφείλω εἰς τήν προσευχήν. Πρό τῆς ἐργασίας θά κάνω μίαν προσευχήν ἔνθερμον, αὐτοσχέδιον μέν, ἀλλά θερμοτάτην, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καί ἐπενεργεῖ καί φέρει ὅ,τι ἀποτέλεσμα ὡραῖον φέρει». «Ἡ προσευχή εἶναι τό πᾶν. Μή στηριζόμαστε στήν ἐξωτερικήν σοφίαν· στά "μέτρα". Εἶναι ἕνας ψυχρός λόγος. Ὁ ψυχρός αὐτός λόγος πρέπει νά γίνει ζωντανός. Καί ζωντανός θά γίνει μόνον διά τῆς προσευχῆς».
Τά ὅσα ἰσχύουν γιά τήν ὑμνογραφία θεωρῶ ὅτι ἰσχύουν καί γιά τήν ψαλμωδία στόν Ἱερό Ναό, κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί κυρίως τῆς θείας Λειτουργίας. Δηλαδή, ὁ Λειτουργός (Ἀρχιερεύς ἤ Ἱερεύς) καί οἱ Ἱεροψάλτες, πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας πρέπει νά προετοιμάζονται μέ ἄσκηση καί προσευχή, ἀλλά καί κατά τήν διάρκειά της πρέπει νά ψάλλουν ταπεινά καί προσευχητικά. Παραλλάσσοντας λίγο τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γερασίμου θά ἔλεγα ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ψαλμωδίας δέν πρέπει νά στηριζόμαστε στίς «νότες». Εἶναι ἕνας ψυχρός ὕμνος. Ὁ ψυχρός αὐτός ὕμνος πρέπει νά γίνη ζωντανός, διότι τότε μόνον θά ἀγγίξη τήν καρδιά καί θά προξενήση στόν ἄνθρωπο παρηγοριά, κατάνυξη, γαλήνη, πνευματική ἀγαλλίαση. Καί «ζωντανός θά γίνει μόνον διά τῆς προσευχῆς».
Βέβαια, καλόν εἶναι οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Ἱεροψάλτες νά γνωρίζουν τίς «νότες», δηλαδή τήν ἐκκλησιαστική μουσική, ὅμως, πρωτίστως καί κυρίως πρέπει νά μάθουμε ὅλοι, Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, ἔγγαμοι καί ἄγαμοι, νά προσευχόμαστε καρδιακά, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ». Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ Λειτουργός προσεύχεται «μέ νοῦ καί μέ καρδιά» καί οἱ Ἱεροψάλτες ψάλλουν ταπεινά-προσευχητικά, τότε καί οἱ ἐκκλησιαζόμενοι βοηθοῦνται στό νά συμμετέχουν ἐνεργά καί νά προσεύχονται μέ τήν καρδιά τους.
Δεύτερον. Οἱ ἅγιοι ἀγαποῦν πολύ τήν σιωπή, ἐπειδή γνωρίζουν ἀπό τήν πείρα τους ὅτι βοηθᾶ στήν συγκέντρωση τοῦ νοῦ καί στήν καθαρή προσευχή, ἡ ὁποία «ἑνώνει μέ τόν Θεό», καί προξενεῖ στήν ψυχή ἠρεμία, γαλήνη, πνευματική γλυκύτητα. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος διδάσκει τήν ἀγάπη γιά τήν σιωπή, καί, μάλιστα, μᾶς προτρέπει νά τήν ἀγαπήσουμε περισσότερο ἀπό ὅλα. Λέγει: «Ὑπέρ πάντα τήν σιωπήν ἀγάπησον». Καί αὐτό, ἐπειδή γνωρίζει ἐμπειρικά ὅτι μέ τήν σιωπή ἀναπτύσσεται ἡ προσευχή, καθώς καί ὁ ζῆλος γιά ἐντονότερη βίωση τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ πολυλογία γεννᾶ τήν ἁμαρτία καί ἀναπτύσσει τά πάθη, ἐνῶ ἡ προσοχή στόν λόγο φανερώνει ἄνθρωπο συνετό.
Ἡ σιωπή, πού εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὅταν εἶναι συνεζευγμένη μέ τήν προσευχή, ὁδηγεῖ στήν ἀξιοποίηση τῶν χαρισμάτων καί τήν κοινωνία μέ τόν ζῶντα Θεό.
- Προβολές: 210