Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ Ἐνορία διασώστης τοῦ κοινοτισμοῦ
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἕνα ἄρθρο γιά τόν κοινοτισμό μᾶς ὁδήγησε στήν ἐκκλησιολογία· ἀπό τά κοσμικά καί πολιτικά μᾶς πῆγε στά πνευματικά καί ἐκκλησιαστικά. Χωρίς θεολογικές ἀναφορές μέσα στό κείμενο, χωρίς νά εἶναι στήν πρόθεση τοῦ ἀρθρογράφου, μᾶς προκάλεσε τό ἐνδιαφέρον νά μελετήσουμε βασικά στοιχεῖα τοῦ κοινοτισμοῦ παράλληλα μέ στοιχεῖα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, δηλαδή τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας γιά τήν Ἐκκλησία, ὅπως τήν διαφυλάσσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό ἐν λόγῳ ἄρθρο (ἀπό τήν σελίδα ardin-rixi.gr) κινεῖται στό πεδίο τῆς πολιτικῆς καί τῆς κοινωνιολογίας, ἄλλωστε ὁ ἀρθρογράφος, Μελέτης Μελετόπουλος, εἶναι διδάκτορας Οἰκονομικῶν καί Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν στό Πανεπιστήμιο τῆς Γενεύης. Οἰ ἀναλύσεις του εἶναι ὀξυδερκεῖς καί ἱστορικά τεκμηριωμένες, παραμένουν ὅμως, ὡς ἐπιστημονικά συνεπεῖς, μέσα στά ὅρια τοῦ θνητοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπου. Δέν βγαίνουν ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῆς λογικῆς καί ἱστορικῆς τεκμηρίωσης.
Ὁ λόγος ὅμως περί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν χωρᾶ σέ τέτοιου εἴδους κοινωνιολογικές ἤ πολιτικές ἀναλύσεις. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινο μυστήριο. Ἡ μελέτη τοῦ μυστηρίου της ἔχει θεολογικές καί ἀσκητικές προϋποθέσεις. Ἄλλωστε, μᾶς τό εἶπε καθαρά ὁ Χριστός, ὅτι ὁ Ἴδιος, ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία (Ἐκκλησία) εἶναι τό Σῶμα Του, δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Γι’ αὐτό καί τούς μαθητές καί φίλους Του «μισεῖ ὁ κόσμος». Δέν τούς ἀντέχει. Δέν ἀντέχει τήν ἀταλάντευτη πίστη τους στό «ὑπέρ νοῦν μυστήριον» τῆς θεολογίας, δέν τούς ἀντέχει ὁ ἐγωκεντρισμός, ἡ φιλαυτία τους. Οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ζοῦν τήν ἀνιδιοτέλεια, τήν ἀπροϋπόθετη θυσιαστική ἀγάπη, ἔχουν πίστη πού εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόσταση», ἔχουν ἐλπίδα πού «οὐ καταισχύνει». Παρά ταῦτα στό ἀνθρώπινο στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας, στόν λαό της πού βρίσκεται σέ διαφόρους βαθμούς πνευματικῆς ὡρίμανσης, μποροῦμε νά δοῦμε παραλληλίες ἤ τομές μέ τούς κοινωνικούς ἤ πολιτικούς θεσμούς.
Πρίν δοῦμε στοιχεῖα ἀπό τό ἐν λόγῳ ἄρθρο, πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ κοινοτισμός συνδέεται μέ τήν «ἐκκλησία τοῦ δήμου», ἔχει δηλαδή κάποια ὁμωνυμία μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό εἶναι χρήσιμο νά δοῦμε πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ ἔννοια τῆς ἐκκλησίας στό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς θεωρίας, ἀλλά καί τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Στό βιβλίο «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα» τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, διαβάζουμε:
«Ἡ λέξη Ἐκκλησία προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ἐκκαλέω-ῶ καί σημαίνει καλῶ, προσκαλῶ, συγκαλῶ, συναθροίζω. Ἔτσι Ἐκκλησία σημαίνει συνάθροιση ἀνθρώπων, σύναξη. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια μποροῦμε νά βροῦμε τήν λέξη καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅταν π.χ. γινόταν λόγος γιά τήν ἐκκλησία τοῦ δήμου, δηλαδή γιά τήν συγκέντρωση τῶν πολιτῶν γιά νά συζητήσουν διάφορα θέματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν. Καί στήν Ἁγία Γραφή, τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη, ἐπανειλημμένως γίνεται λόγος γιά τήν Ἐκκλησία. Οἱ φράσεις «ἐκκλησία ὁσίων», «ἐκκλησία λαοῦ» κ.λ.π. χρησιμοποιοῦνται συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀλλά καί στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε δαψιλῆ χρησιμοποίηση τῆς λέξεως μέ ἕνα βαθύτερο περιεχόμενο, ἀφοῦ μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά συνάθροιση ἀνθρώπων, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἀποκτᾶ βαθύτερη σημασία» (σ. 23-24).
Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποια συναισθήματα ἤ κάποιες πιεστικές βιοτικές ἀνάγκες· εἶναι ἡ πίστη στήν Θεανθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ Χριστός εἶπε στό Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε τήν θεότητά Του: “σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρα οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν, καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” (Ματθ. ιστ΄,18). Ἡ πέτρα στήν ὁποία στερεώνεται ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (ὅ.π.). Ἡ Ἐκκλησία στερεώνεται πάνω στήν ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Θεάνθρωπο Χριστό καί ὄχι στόν Ἀπόστολο Πέτρο, οὔτε στούς γνησίους ἤ μή διαδόχους του στήν Ρώμη.
Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου ἀπό τό ὁποῖο προκλήθηκαν οἱ παραπάνω ἀναφορές εἶναι: «Ὁ κοινοτισμός ὡς οἰκουμενική πρόταση». Ὁ ἀρθρογράφος ξεκινᾶ ἀπό τίς κοινές ἀντιλήψεις πού ἔχουν πολλοί γιά τόν κοινοτισμό, τόν ὁποῖο συνδέουν μέ τήν Τουρκοκρατία καί τό χωριό, τίς ὁποῖες θεωρεῖ ἀνεπαρκεῖς. Γράφει:«Ὁ κοινοτισμός, ἂν καὶ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς θεσμός, ἔχει ὑποστεῖ διαστρεβλώσεις καὶ παρερμηνεῖες καὶ εἶναι μία ἐντελῶς παρεξηγημένη ἔννοια. Ἔχει λανθασμένα συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀγροτική-προνεωτερικὴ κοινωνία τῆς Τουρκοκρατίας, ἐνῷ ὑπῆρξε τὸ βασικὸ πολιτικὸ κύτταρο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς δημοκρατίας. Στὴ νεώτερη ἐποχή, ὁ κοινοτισμὸς λειτούργησε ὡς πολυδιάστατο πολιτικοοικονομικὸ θεσμικὸ κέλυφος τῶν Ἑλλήνων ὄχι μόνον τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας ἀλλὰ καὶ τῆς Διασπορᾶς. Ἑπομένως, ὁ κοινοτισμὸς δὲν εἶναι... τὸ χωριὸ μὲ τὸ καφενεῖο, τὸν πλάτανο [κ.λπ.]... Εἶναι τοὐναντίον ἕνα πολύπλοκο πολιτικὸ φαινόμενο, τὸ ὁποῖο, στὴν οὐσία, γεννᾶ τὸν πολίτη, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν ὑπήκοο τῶν σημερινῶν ἀντιπροσωπευτικῶν κοινοβουλευτικῶν καθεστώτων». Τονίζει σέ πολλά σημεῖα τήν διαφορά τοῦ πολίτη ἀπό τόν ὑπήκοο. Ὁ κοινοτισμός δημιουργεῖ πολίτες, δηλαδή ἀνθρώπους ὑπεύθυνους γιά τήν ζωή τῆς πόλης, ἐνῶ ἡ σύγχρονη ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία δημιουργεῖ ὑπηκόους, ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐκχωρήσει σέ ἄλλους τό δικαίωμα καί τήν εὐθύνη νά διαχειρίζονται τά πράγματα πού τούς ἀφοροῦν.
Σημειώνει ὁ ἀρθρογράφος: «[Ὁ κοινοτισμός] εἶναι ἡ πολιτικὴ δομὴ τὴν ὁποία ἐπιλέγει ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς κόσμος γιὰ νὰ λειτουργήσει.
Εἶναι μία δομὴ ἑστιασμένη στὴ μικρὴ κλίμακα, ἀνθρωποκεντρική, ποὺ ἐπιτάσσει στὸν κάθε κάτοικο τῆς πόλεως, ποὺ ἔχει πολιτικὰ δικαιώματα, νὰ συμμετάσχει στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ἀκόμα καὶ στὸν πιὸ ἀδιάφορο. (Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρχαν ἄνθρωποι μὲ σκοινιά, βαμμένα μὲ μπογιά, ποὺ περπατοῦσαν στὸν δρόμο καὶ ὅποιον δὲν εἶχε πάει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου τὸν ἔβαφαν, ὥστε στὴν συνέχεια ὁ στιγματισμένος ὑφίστατο τὶς συνέπειες). Ὥστε ὅλοι, καὶ οἱ κοινωνικὰ ἔσχατοι, καὶ οἱ πλέον ἀδιάφοροι, ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνουν μέρος».
Τό μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας ἀδιάφορος ἤ παθητικός δέκτης τῶν ὑπηρεσιῶν πού προσφέρουν ἄλλοι (οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοι), ἀλλά ἐνεργό μέλος, δραστήριο στούς πνευματικούς, μυστικούς ἀγῶνες, ἀλλά καί σέ κοινωνικές δράσεις, ἀλληλεγγύης, φιλοπτωχείας, συμπαράστασης ἐμπεριστάτων. Ὅμως ἡ δράση αὐτή δέν τοῦ ἐπιβάλλεται. Τήν ἐπιλέγει ἐλεύθερα, ὡς αὐτεξούσιος. Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ποιμένων της καλεῖ τούς πάντες. Ὅσοι θέλουν ὅμως ἀποδέχονται τήν κλήση. Ὁ καθένας ἔχει τό αἰώνιο μέλλον στό χέρι του. Ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας Του τοῦ δίνει τά πάντα. Ἄν θέλη ὅμως δέχεται αὐτά τά δῶρα.
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἀρθρογράφος τονίζει ὅτι ὁ κοινοτισμός «γιὰ νὰ λειτουργήσει... χρειάζεται κάποια συνοχή. Δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει δημοκρατικὰ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων χωρὶς ἰσχυρὰ στοιχεῖα συνοχῆς. Τὴ συνοχὴ διασφάλιζαν παλαιότερα στὶς κοινότητες οἱ δύσκολες συνθῆκες ἐπιβίωσης καὶ ἡ ἀνάγκη συνέργειας. Στὴ Μικρὰ Ἀσία, μέχρι τὸ 1922, οἱ κοινότητες τῶν Ἑλλήνων εἶχαν ἐξαιρετικὴ συνοχή, ζοῦσαν ὅλοι ὑπὸ τὸ ὀθωμανικὸ πλαίσιο καὶ τὴν καταπίεση καὶ αὐτὸ εἶχε ὁδηγήσει στὴ δημιουργία πάρα πολὺ ἐξελιγμένων κοινοτικῶν θεσμῶν. Στὴ Σμύρνη, π.χ., ὑπῆρχαν πολὺ σημαντικὰ σχολεῖα τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων... Σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, στὸν Πόντο, στὴν Αἴγυπτο, κλπ., ἔχουμε ἀντίστοιχους κοινοτικοὺς θεσμούς, διότι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὑπὸ μία κοινὴ συνθήκη: ἡ κοινὴ συνθήκη ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ κοινοὺς θεσμοὺς καὶ σὲ κοινὲς ἀποφάσεις».
Ὁ κοινοτισμός ἀπαιτεῖ κοινωνική συνοχή, ἡ ὁποία ὅμως δέν δημιουργεῖται μόνο ἀπό τίς δύσκολες συνθῆκες ἐπιβίωσης καί τήν ἀνάγκη συνέργειας. Οἱ δύσκολες συνθῆκες, ἄν δέν ὑπάρχουν ἄλλοι συνεκτικοί δεσμοί, μπορεῖ νά διαλύσουν ὄχι μόνο τίς κοινότητες, ἀλλά καί τίς οἰκογένειες. Ὁ βαθύς συνεκτικός δεσμός μιᾶς κοινότητας εἶναι ὁ κοινός τρόπος ζωῆς, τό κοινό πολιτιστικό ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο κυρίως διασώζεται ἀπό τήν κοινή πίστη, τίς τελετουργίες, τήν συμμετοχή (στήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή) στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική κοινότητα. Δέν ἔχει σχέση μόνον μέ τά βιοτικά προβλήματα, τήν πίεση μιᾶς ἀλλόφυλης ἤ ἀλλόθρησκης πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀλλά καί μέ τό νόημα καί τήν προοπτική τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ πολίτη τῆς ἐπίγειας, ἀλλά καί τῆς ἐν Χριστῷ οὐράνιας Βασιλείας.
Ὁ ἀρθρογράφος συμπερασματικά καταλήγει: «Νομίζω ὅτι ὁ κοινοτισμὸς εἶναι ἕνα κατάλληλο πρίσμα γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τί εἴμαστε σήμερα πολιτικά... Δὲν εἴμαστε πολίτες... Ὁ Ἕλληνας πολίτης δὲν παίζει ρόλο στὴν ἐξέλιξη τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς κοινωνίας του, τῆς οἰκονομίας, τῶν θεσμῶν. Ἔχει ἕναν ρόλο ἐκχώρησης τῆς ἐξουσίας του σὲ κάποιον ἐκπρόσωπο (ὁ ὁποῖος θὰ κάνει [πιθανῶς] τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποσχέθηκε)... Μία ἀπὸ τὶς παθογένειες τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς ὑπόστασης τοῦ Ἕλληνα πολίτη».
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ κοινοτισμός στίς μέρες μας μπορεῖ νά συνεχίση νά ὑπάρχη μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐνοριακῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου μέ συνεκτικό δεσμό τήν πίστη, τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί τήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μπορεῖ ἡ ἀγάπη νά ζῆ καί νά ἀποκαθαίρεται ἀπό ἰδιοτέλειες.
- Προβολές: 716