Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιος Τριφύλλιος Ἐπίσκοπος Λήδρας, 13 Ἰουνίου

Ὁ ἅγιος Τριφύλλιος ἦταν ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Λήδρας (Λευκωσίας) τῆς Κύπρου. Ἡ ἀκριβής τοποθεσία τῆς γεννήσεώς του δέν εἶναι γνωστή. Πιθανόν νά γεννήθηκε στήν Λευκωσία ἤ στήν Τριμυθοῦντα (Τρεμετουσιά), ὅπου ἦταν Ἐπίσκοπος ὁ πνευματικός του πατέρας, ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί ἔλαβε λαμπρή μόρφωση. Μετά τίς βασικές σπουδές του στά δύο πνευματικά κέντρα τοῦ νησιοῦ, τήν Σαλαμίνα καί τούς Σόλους, μετέβη στήν Βηρυτό, ἡ ὁποία ἦταν τότε ξακουστή γιά τίς Νομικές Σχολές της, καί ἐκεῖ συμπλήρωσε τίς σπουδές του στήν νομική καί τήν ρητορική.

Ὅταν περάτωσε τίς σπουδές του, ἄσκησε γιά κάποιο χρονικό διάστημα στήν Βηρυτό τό ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου μέ ἐξαιρετική ἐπιτυχία. Ὅμως, παρά τίς ἐπιτυχίες καί τούς ἐπαίνους, ὁ Τριφύλλιος δέν ἦταν ἱκανοποιημένος, διότι ἀναζητοῦσε κάτι ἄλλο, ὑψηλότερο. Ἀναζητοῦσε τόν ἀληθινό Θεό, ὁ Ὁποῖος πρῶτος Αὐτός τόν ἀναζήτησε καί τόν ἐνέταξε στό ποίμνιό Του. Μετά τήν βάπτισή του ἔγινε μαθητής καί ἀκόλουθος τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε Διάκονο καί Πρεσβύτερο καί ἀργότερα Ἐπίσκοπο Λήδρας. Ὡς Διάκονος συνόδευσε τόν ἅγιο Σπυρίδωνα στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας,τ ό 325 μ.Χ., ὅπου ὁ Ἅγιος ἦταν μέλος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί, μάλιστα, διετράνωσε τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ μέ τό γνωστό θαῦμα, μέ τό κεραμίδι. Ἀργότερα, ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Τριφύλλιος, μαζί μέ τόν ἅγιο Σπυρίδωνα, συμμετεῖχε στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (Σόφιας).

Ἔδειξε ὑπερβάλλοντα ζῆλο στήν κατήχηση τῶν πιστῶν καί στήν προσέλκυση τῶν εἰδωλολατρῶν στήν Ἐκκλησία, καθώς καί στήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων. Ἀγάπησε τήν ἑκούσια πτωχεία καί ζοῦσε ἀσκητικά. Θεωρεῖται κτήτωρ δύο Ἱερῶν Μονῶν, μιᾶς ἀνδρικῆς καί μιᾶς γυναικείας. Ἦταν μεταξύ τῶν ἄλλων καί ποιητής, ὁ ὁποῖος συνέγραφε ἰάμβους.

Σέ ἕνα ταξίδι του στήν Κερύνεια, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Συναξαριστή, μαζί μέ τόν ἅγιο Σπυρίδωνα, ἐκφράσθηκε μέ ὑπερβολικό θαυμασμό γιά τίς ὀμορφιές τοῦ νησιοῦ του καί τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων τοῦ εἶπε: «Μήν παρασύρεσαι, ἀδελφέ, ἀπό τίς ἐπίγειες καλλονές, διότι "οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν", ἀλλά Πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανός». «Ἐκεῖ στίς ἀθάνατες καί αἰώνιες ὀμορφιές τοῦ Οὐρανοῦ ἄς ἔχουμε πάντα προσηλωμένο τόν νοῦ μας».

Ἀπό τά γραπτά ἔργα του διασώθηκε μόνον ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, καί αὐτός μεταγλωττισμένος, ἀφοῦ πρωτοτύπως γράφηκε σέ ἰάμβους, καί βρίσκεται σέ πολλούς κώδικες, ὅπως τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων, τοῦ Βελγίου, τοῦ Βατικανοῦ, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης καί ἀλλοῦ.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ. Ἡ τιμία κάρα του εὑρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Κύκκου.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ μέ πόθο τόν ἀληθινό Θεό καί ἐπιθυμῆ διακαῶς νά τόν συναντήση καί νά τόν γνωρίση, τότε ὁ Θεός θά «σπεύση» πρός συνάντησή του καί θά τόν ὁδηγήση στήν σωτήρια ὁδό τῶν ἐντολῶν Του. Ὅμως, αὐτή ἡ «συνάντηση» γιά νά γίνη χρειάζονται οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις, ἀφοῦ τίποτε στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Καί αὐτές οἱ προϋποθέσεις εἶναι κυρίως ἡ ἐσωτερική καθαρότητα, ἡ προσευχή καί ἡ καθοδήγηση ἀπό πνευματικό πατέρα, γνώστη τῆς ὁδοῦ πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Γιά νά γίνη αὐτό περισσότερο κατανοητό θά ἀναφερθῆ ἕνα παράδειγμα.

Κάποτε ἕνας νέος ἄνθρωπος ἐπισκέφθηκε τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη στό κελλί του καί, μεταξύ τῶν ἄλλων, τοῦ εἶπε: «Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχη Θεός, ἀλλά ἄν ὑπάρχη, θέλω νά Τόν γνωρίσω». Τότε ὁ ἅγιος Παΐσιος τόν συμβούλευσε νά πάη σέ ἕναν Ἱερέα-πνευματικό πατέρα καί νά κάνη μιά καθαρή ἐξομολόγηση, δηλαδή νά πῆ ὅλες τίς ἁμαρτίες του. Κατόπιν νά ἀρχίση νά ἐκκλησιάζεται καί, ὅταν λάβη τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ, νά κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἤτοι τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, τόν συμβούλευσε νά προσεύχεται, καί τότε ὁ νέος τόν ρώτησε: "Πῶς νά προσεύχομαι καί τί νά λέω, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄν ὑπάρχη Θεός;". Ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε νά λέη τήν "Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ", ἤτοι τό "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με", μέ μιά παραλλαγή. Δηλαδή, νά λέη: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέν γνωρίζω ἄν ὑπάρχης• ἄν ὑπάρχης, σέ παρακαλῶ κάνε νά Σέ γνωρίσω». Ὁ νέος συμφώνησε καί ὑποσχέθηκε στόν Ἅγιο ὅτι θά τηρήση ὅλα ὅσα τοῦ εἶπε, καί ἔφυγε.

Μετά ἀπό ἕξι περίπου μῆνες, ὅπως διηγήθηκε ὁ ἅγιος Παΐσιος, πῆγε καί πάλι στό κελλί του ὁ νέος αὐτός καί ἔπεσε γονατιστός στά πόδια του καί ἔκλαιγε. Ὁ Ἅγιος τόν σήκωσε, τόν ἔβαλε νά καθήση καί νά ἠρεμήση, τόν κέρασε καί στήν συνέχεια τόν ρώτησε τί τοῦ συνέβη. Ὁ νέος τοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ὁ Χριστός καί ὅτι αἰσθάνθηκε μέσα του τήν παρουσία Του μέ τρόπο πού δυσκολευόταν νά περιγράψη, ὅμως βεβαιώθηκε γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀγάπη Του. Ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ εἶπε ὅτι ὅλο αὐτό τό χρονικό διάστημα ἦταν μαζί του καί τόν παρακολουθοῦσε, προσευχόταν γι’ αὐτόν καί ἔτσι γνωρίζει ἀκριβῶς τί τοῦ συνέβη. Στήν συνέχεια τόν συμβούλευσε νά ἐξακολουθήση νά ἐξομολογῆται, νά ἐκκλησιάζεται, νά προσεύχεται καί νά ἀγωνίζεται νά ζῆ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί νά τόν ἐρωτᾶ γιά ὅ,τι τόν ἀπασχολεῖ.

Ἀπό τά παραπάνω, νομίζω ὅτι φαίνεται καθαρά ὅτι, ὅποιος πραγματικά θέλει νά γνωρίση τόν ζωντανό Θεό τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά τό κατορθώση, ἀκολουθώντας μέ ταπείνωση καί ἀνδρεία τήν παραπάνω πορεία.

Δεύτερον. Οἱ ἅγιοι Ἐπίσκοποι εἶναι μιμητές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν Ἀποστόλων, τῶν ὁποίων εἶναι «διάδοχοι τῶν θρόνων, καθώς καί μέτοχοι τῶν τρόπων». Δηλαδή, κατά τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐνδιαφέρονται καί φροντίζουν ὄχι μόνον γιά τήν σωτηρία τῶν ἄλλων, ἀλλά ἀγωνίζονται καί γιά τήν δική τους σωτηρία. Ἀγαποῦν τήν ἑκούσια πτωχεία, τήν ἄσκηση, τήν ἐγκράτεια, τήν προσευχή, τήν λατρευτική ζωή καί τήν μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν, ἀλλά καί τῶν βίων τῶν ἁγίων, πού εἶναι τό Εὐαγγέλιο ἐφαρμοσμένο στήν πράξη. Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μέν οὖν (οἱ ἀθλητές) ἵνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δέ ἄφθαρτον». Γι’ αὐτό, ὅπως γράφει, «ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι».

Ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη, ἀλλά, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στίς ταπεινές καρδιές». Καί αὐτός πού ἀποκτᾶ αὐτήν τήν γνώση δέν θέλγεται «ἀπό τίς ἐπίγειες ὀμορφιές», ἀλλά ἔχει «πάντα προσηλωμένο τόν νοῦ του» στά «κάλλη τοῦ Παραδείσου», στίς «ἀθάνατες καί αἰώνιες ὀμορφιές τοῦ Οὐρανοῦ».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 146