Τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς
Ἀπό τό νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου “Ἡ πίστη τῶν ἁγίων”
Ὁ Χριστός, μετά τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς, σύμφωνα μέ τήν βεβαίωσή Του, ἔστειλε, τήν πεντηκοστή ἡμέρα ἀπό τήν Ἀνάστασή Του καί τήν δεκάτη ἀπό τήν Ἀνάληψή Του, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶχε προαναγγείλει στούς Μαθητές τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τόν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ’ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό οὐδὲ γινώσκει αὐτό• ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται» (Ἰω. ιδ΄, 16-17). Καί ἀμέσως μετά εἶπε: «ὁ δὲ παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω. ιδ΄, 26). Καί μετά εἶπε: «συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς• ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς» (Ἰω. ις΄, 7).
Ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Μαθητές ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄, 1-13). Σημαντική θέση στήν ζωή τῶν Ἀποστόλων εἶχε ἡ Πεντηκοστή. Ἀφοῦ εἶχαν προηγουμένως περάσει ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό –πράγμα πού ὑπῆρχε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, στούς Προφῆτες καί Δικαίους– ἔπειτα εἶδαν τόν Ἀναστάντα Χριστό καί τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγιναν μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί ἔπρεπε κάθε Ἀπόστολος νά ἔχη μέσα του τόν Ἀναστάντα Χριστό.
Κατά τήν Πεντηκοστή, τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέστησε τούς Μαθητές μέλη τοῦ θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ• ἔτσι, ἐνῶ στήν Μεταμόρφωση τό Φῶς ἐνεργοῦσε στούς Τρεῖς Μαθητές ἔσωθεν, διά τῆς θεώσεως, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς, στήν Πεντηκοστή οἱ Μαθητές ἑνώνονται μέ τόν Χριστό, γίνονται μέλη τοῦ θεανθρωπίνου Σώματος καί ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχουν τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτή ἡ διαφορά ὑπάρχει καί μεταξύ Παλαιᾶς Διαθήκης καί Πεντηκοστῆς.
Αὐτό τό σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει ὅτι ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀκόμη, ὅσοι ἑνώνονται μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπερβαίνουν τόν θάνατο.
Ἡ Πεντηκοστή λέγεται «τελευταία ἑορτή», γιατί εἶναι ἡ τελευταία φάση τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Τώρα γίνεται μεγάλη ἀλλαγή, γιατί ὁ θεούμενος ἑνώνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Μέ τήν Πεντηκοστή ὁ Θεός μετέχεται ἀμεθέκτως στόν καθένα μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατή.
Ἀκόμη, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Μαθητές ἔφθασαν στήν «πᾶσαν ἀλήθειαν». Ὁ Χριστός πρό τοῦ Πάθους Του εἶπε στούς Μαθητές Του: «ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις΄, 12-13).
Μέ τόν λόγο αὐτό τοῦ Χριστοῦ συνδέεται στενά ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς ὅλης ἀλήθειας, τήν ὁποία οἱ Μαθητές δέν μποροῦσαν νά βαστάσουν, δέν μποροῦσαν νά τήν δεχθοῦν προηγουμένως, χωρίς τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Αὐτή ἡ «πᾶσα ἀλήθεια» πού ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στούς Ἀποστόλους εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οἱ Μαθητές θά γίνουν μέλη αὐτοῦ τοῦ ἀναστημένου Σώματος καί ὅτι στήν Ἐκκλησία θά γνωρίσουν τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ σαρκί τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γνώρισαν ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια. Ἑπομένως, ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει ἡ πλήρης ἀλήθεια, καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀλήθεια, γιατί εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως.
Ἡ ἀλήθεια αὐτή, τήν ὁποία ἀποκάλυψε τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς Μαθητές τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί οἱ Μαθητές θά γίνουν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Πέρα ἀπό αὐτήν τήν ἀλήθεια δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀλήθεια.
Ὅποιος γνωρίσει τόν Χριστό ἐκ πείρας «πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί ἔχει μέσα του ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐτός διαβάζοντας τήν Παλαιά Διαθήκη, βλέπει παντοῦ τόν Χριστό καί τούς Προφῆτες νά ἔχουν ἐμπειρία τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς θεωρίας τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου τῆς δόξης. Καί αὐτός εἶναι ἱκανός νά ἑρμηνεύση τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ὅμως, στήν δυτική θεολογία ἑρμηνεύθηκε διαφορετικά αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά τούς ἀποκαλύψη τήν «πᾶσαν ἀλήθειαν».
Ἕνα ἄλλο σημαντικό σημεῖο, πού συνδέεται μέ τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ στόν Πατέρα νά ἀποκτήσουν οἱ Μαθητές ἑνότητα μεταξύ τους. Στήν ἀρχιερατική Του προσευχή ὁ Χριστός εἶπε: «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ΄, 11). Ἀλλοῦ λέγει: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. ιζ΄, 22). Καί πιό κάτω προσεύχεται: «θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι» (Ἰω. ιζ΄, 24). Καί, βέβαια, θεωρώντας αὐτήν τήν δόξα θά τελειωθοῦν: «ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. ιζ΄, 23). Αὐτό πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κατά τήν Πεντηκοστή οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγιναν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἔλαβαν τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τίς πύρινες γλῶσσες καί ἀπέκτησαν τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας. Ὁμιλοῦσαν στόν λαό καί ὁ λαός ἄκουγε στήν γλώσσα του τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία. Ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἡ μεγαλύτερη θεοπτική ἐμπειρία.
Ἕνα ἄλλο σημαντικό σημεῖο πού συνδέεται μέ τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, ἐνῶ εἶναι ἅπαξ γεγονός στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι μέ κατάλληλες προϋποθέσεις ἀνέρχονται στό ἴδιο ὕψος τῆς ἐμπειρίας τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς ἐπαναλαμβάνεται διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ἐπειδή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως-Πεντηκοστῆς συνεχίζεται διά μέσου τῶν αἰώνων, γι’ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ βάση τῆς πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ὅταν σέ κάθε ἐποχή ὑπάρχουν ἅγιοι πού φθάνουν στήν θέωση, στήν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, τότε αὐτή ἡ ἐποχή χαρακτηρίζεται «χρυσοῦς αἰών» τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως, κέντρο τῆς ἀποκαλύψεως-Πεντηκοστῆς εἶναι ὁ Χριστός, πού βίωσαν οἱ Προφῆτες ἀσάρκως καί οἱ Ἀπόστολοι καί Πατέρες σεσαρκωμένο, καί αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική». Εἶναι Μία γιατί εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ• εἶναι Ἁγία, γιατί ἁγιάζεται ἀπό τήν Κεφαλή της καί ὅσοι συνδέονται μέ αὐτήν ἁγιάζονται• εἶναι Καθολική, γιατί αὐτή διαθέτει «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» καί τήν ὁλοκληρωμένη πράξη, ἀλλά καί γιατί βρίσκεται ἁπλωμένη σέ ὅλο τόν κόσμο• καί εἶναι Ἀποστολική, γιατί στηρίζεται στούς Ἀποστόλους καί ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τήν ἀποστολική παράδοση καί οἱ Κληρικοί ἔχουν τήν ἀποστολική διαδοχή.
Ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε καί πρό τῆς ἐνσαρκώσεως, ἀλλά ἦταν ἄσαρκη, πνευματική, ἡ ἄκτιστη Βασιλεία καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μετά δέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν Πεντηκοστή ἡ Ἐκκλησία ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἄκτιστη δόξα εἶναι ἐκείνη πού σώζει τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι διά τῶν Μυστηρίων εἶναι ἑνωμένοι μέ τήν Ἐκκλησία.
Πρώτη ἀνάσταση εἶναι ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀκόμη ζῆ τήν βιολογική ζωή καί εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, καί δεύτερη ἀνάσταση εἶναι ἡ βίωση τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μετά θάνατο. Στήν Ἐκκλησία ἀνήκουν οἱ ζῶντες Χριστιανοί, πού λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς σέ ἀρραβώνα, καί οἱ κεκοιμημένοι ἅγιοι, πού βιώνουν τόν πνευματικό γάμο καί λέγονται θεούμενοι. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχουν Ἐκκλησίες ἔξω ἀπό τήν Μία Ἐκκλησία, ὅπως δέν μπορεῖ νά ζῆ ἕνα μέλος τοῦ σώματος ὅταν ἀποκοπῆ ἀπό ὅλον τόν ὀργανισμό τοῦ σώματος.
Οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν συνύπαρξη ὁρατοῦ καί ἀόρατου στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐμφάνιση πολλῶν ἁγίων σέ ζῶντα θεούμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δείχνει αὐτήν τήν πραγματικότητα. Γι’ αὐτό καί ἀληθινή γνώση τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἔχουν ὅσοι ἔχουν προσωπική ἐμπειρία.
Στόν Παπισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Πάπας, καί τοῦ εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου. Αὐτή ὅμως ἡ ἄποψη δέν εὐσταθεῖ κατά τήν πατερική παράδοση. Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ταυτότητα μεταξύ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου.
Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ἀπό κάθε τοπική Ἐκκλησία. Τό κάθε ἐπί μέρους εἶναι τό ὅλο. Αὐτό γίνεται καί στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν κοινωνοῦμε ἕναν «μαργαρίτη», ἕνα μέρος τοῦ εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου, τότε κοινωνοῦμε ὁλόκληρο τόν Χριστό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Κάθε τοπική Ἐκκλησία εἶναι ἐν σμικρογραφίᾳ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Βέβαια, αὐτό σημαίνει ὅτι κάθε τοπική Ἐκκλησία, γιά νά εἶναι καθολική, πρέπει νά διασώζη «τήν πᾶσαν ἀλήθειαν» καί τήν πᾶσα πράξη, πού ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια καί ὁδηγεῖ στήν βίωσή της. Τά δόγματα, πού εἶναι ἡ διατύπωση τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀληθείας, συνδέονται στενότατα μέ τά Μυστήρια. Ὑπάρχει μιά ταυτότητα μεταξύ ὀρθοδόξου θεολογίας καί Μυστηρίων.
Ἡ μετοχή τῶν πιστῶν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, διά τῶν Μυστηρίων καί τῆς προσευχῆς, τούς σώζει ἀπό τόν θάνατο, τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία.
Ὁ Χριστός σώζει τούς ἀνθρώπους διά τῆς Ἐκκλησίας Του καί μέ ὁποιονδήποτε ἄλλον τρόπο Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀλλά ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν τρόπο πού σώζεται κανείς, ἤτοι διά τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση ἤ, ὅπως ἀλλιῶς λέγεται, πράξη καί θεωρία.
Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κοινωνικός, ἠθικός, φιλοσοφικός κλπ., ἀλλά κατ’ ἐξοχήν σωτηριολογικός καί θεολογικός. Αὐτό, ἐκτός τῶν ἄλλων, φαίνεται ἀπό τήν σχέση μεταξύ τοῦ Πάσχα, τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Πάντων. Κατά τήν περίοδο τοῦ Πάσχα ἀναγινώσκεται τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πού χαρακτηρίζεται «πνευματικό Εὐαγγέλιο», μέσα στό ὁποῖο συγκαταλέγεται ἡ ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ, πού ἀναφέρεται στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί στό νά ἀποκτήσουν οἱ Ἀπόστολοι ἑνότητα μεταξύ τους μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί αὐτό δείχνει καί ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Πάντων, πού εἶναι καρπός τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας πού ἀπέβλεπε στήν θέωση-ἁγιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀρχικός σκοπός τῆς δημιουργίας τῶν Πρωτοπλάστων. Αὐτό φαίνεται στό ὅτι στήν ἁγιότητα μποροῦν νά φθάσουν καί τά μικρά παιδιά. Μέ τήν γέννησή τους ἔχουν φωτισμένο νοῦ, λειτουργεῖ ἡ νοερά ἐνέργεια, ἀλλά ἡ νοερά ἐνέργεια σκοτίζεται ἀπό τό σκότος καί τίς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος.
Μερικοί ἐκλαμβάνουν τήν Ἐκκλησία ὡς μιά θρησκεία πού ἱκανοποιεῖ τά συναισθήματά τους καί τίς βιοτικές τους μέριμνες. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θρησκεία. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁπλῶς ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μετά θάνατον. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί «κοινωνία θεώσεως». Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕνα πολίτευμα, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχουν ἄλλοι νόμοι ἀπό ἐκείνους πού ἰσχύουν στά κοσμικά πολιτεύματα.
Ἐπίσης, δέν ὑπάρχουν ὅρια μεταξύ Ἐκκλησίας καί κόσμου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ κοσμική νοοτροπία μπορεῖ νά εἰσέλθη καί μέσα στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ μερικά μέλη νά μήν ἀνταποκρίνωνται στήν ἐνεργοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πρέπει νά δοῦμε ποιοί ἀποτελοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι βαπτίζονται καί χρίονται, ὅσοι κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί ἔχουν νοερά προσευχή στήν καρδιά.
Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ἔχουν λάβει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὓς μὲν ἔθετο ὁ θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 28). Ἔτσι, ὅποιος δέν ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα, δέν συνδέεται μέ τόν Χριστό, δέν γνωρίζει τόν Χριστό καί φθάνει στήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ βασική διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅτι χαρακτηρίζεται θεραπευτήριο-νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν πτώση τους, ἡ ὁποία εἶναι μιά βαθειά πληγή. Ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο, συνδέεται μέ τήν ἄλλη διδασκαλία ὅτι οἱ Κληρικοί εἶναι θεραπευτές-ἰατροί καί ἐξασκοῦν τήν διάγνωση καί θεραπεία. Μερικές φορές οἱ Κληρικοί ἀνελάμβαναν καί ἄλλα καθήκοντα, ἰδίως κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, πού οἱ Ἐπίσκοποι ἀσκοῦσαν καί ἐθναρχικά καθήκοντα, ἀλλά γνώριζαν σαφέστατα ποιό εἶναι τό ἔργο τῶν Κληρικῶν.
Δυστυχῶς, σέ πολλές φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας, χάθηκε αὐτός ὁ θεραπευτικός της χαρακτήρας καί αὐτό συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση. Συνηθίζεται νά θεωρῆται ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας στήν σχέση της μέ τήν κοινωνία καί τό περιβάλλον. Εἶναι καί αὐτή μιά πλευρά τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπιτυχία, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στό κατά πόσον ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο.
Ἔτσι, ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐπιτυχία τοῦ Κράτους, ἀλλά ἔχει ἄλλους προσδιορισμούς γιά νά καθορίζη τήν ἐπιτυχία της. Ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοοῦμε νά ὑπάρχουν νηπτικοί καί ἡσυχαστές Πατέρες πού θεραπεύουν τούς Χριστιανούς.
Ὑπάρχουν σαφῆ τεκμήρια τῆς ἐπιτυχίας τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτά εἶναι τά ἱερά λείψανα, πού δείχνουν τήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὕπαρξη τῶν ἱερῶν λειψάνων εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἡ Ἐκκλησία βαδίζει σωστά, ἀνταποκρίνεται στόν σκοπό της, πού εἶναι νά ἁγιάζη τούς ἀνθρώπους. Τά ἱερά λείψανα εἶναι μιά πραγματικότητα πού δείχνουν τήν νίκη ἐπί τοῦ θανάτου. Διότι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἄθροισμα κυττάρων, πού μέ τόν θάνατο διαλύονται. Ὅταν, ὅμως, σέ ἕναν ἄνθρωπο παραμένη ἀδιάφθορο τό σῶμα, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μιά ὑπερτέρα δύναμη πού δέν τό ἀφήνει νά διαλυθῆ. Αὐτή ἡ δύναμη εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, αὐτό τό γεγονός πρέπει νά μελετηθῆ ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς, ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς βιολογικῆς. Ὑπάρχουν ὁλόκληρα σώματα ἁγίων πού εἶναι ἀδιάφθορα, ὅπως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἔτσι, τό θέμα τῶν ἀδιάφθορων λειψάνων εἶναι ἕνα θεολογικό γεγονός.
Ἔπειτα, ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῶν μελῶν της, συνεχίζεται καί μετά θάνατον. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται πάντοτε γιά τά μέλη της, γιατί καί μετά θάνατον ὑπάρχει ἐξέλιξη στήν σωτηρία, δηλαδή ὑπάρχει συνεχής ἄνοδος στήν μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ ὁ Χριστιανός νά βρίσκεται μέ τήν μετάνοια στήν προοπτική τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός.
- Προβολές: 140