Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν, 23 Σεπτεμβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἔζησε τόν 18ο καί ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στήν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου ἀπό γονεῖς Μουσουλμάνους. Ὁ πατέρας του ἦταν Δερβίσης καί ἔφερε τό ἀξίωμα τοῦ Σέχη. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν εἰσῆλθε καί αὐτός στό θρησκευτικό τάγμα τῶν Δερβίσηδων. Ἀφοῦ ἔζησε ἀρκετά χρόνια στά Ἰωάννινα, στήν συνέχεια πῆγε στό Βραχώρι τῆς Αἰτωλίας, τό σημερινό Ἀγρίνιο, καί κατοίκησε σέ ἕνα οἴκημα πού ὀνομαζόταν Μουσελίμ σεράι.

Δέν γνωρίζουμε τίς διεργασίες πού ἔγιναν στόν ἐσωτερικό του κόσμο καί συνετέλεσαν στό νά ἀλλοιωθῆ καί νά ἀλλάξη ἐντελῶς ἡ ζωή του. Δηλαδή, ξαφνικά ἀπέβαλε τά ἐνδύματα τοῦ Δερβίση, ντύθηκε ὅπως οἱ Χριστιανοί καί πῆγε στήν Ἰθάκη, ὅπου βαπτίσθηκε καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης. Κατόπιν ἐπανῆλθε στήν Αἰτωλία, καί συγκεκριμένα στό χωριό Μαχαλάς. Ἐκεῖ νυμφεύθηκε καί ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἀγροφύλακα. Ὁ πατέρας του, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτά τά γεγονότα, ἔστειλε ἀνθρώπους νά τόν πείσουν νά ἐπανέλθη στόν Μουσουλμανισμό. Ὁ Ἰωάννης τούς ἔδιωξε καί τότε συνελήφθη ἀπό τόν Μουσελίμη τοῦ Βραχωρίου. Ὁμολόγησε μέ παρρησία καί θάρρος τήν πίστη του στόν Χριστό καί, παρά τά ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, παρέμεινε σταθερός καί ἀκλόνητος. Τότε, ἐπειδή δέν μπόρεσαν νά κάμψουν τό γενναῖο φρόνημά του, τόν ἀποκεφάλισαν, στίς 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ., καί ἔτσι παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, τόν Ὁποῖον ὑπερηγάπησε. Οἱ Χριστιανοί ἐνταφίασαν τό ἱερό σκήνωμά του σέ ἀγρόκτημα στό Βραχώρι. Ἀργότερα ἔγινε ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του, τά ὁποῖα ἐναποτέθηκαν σέ κρύπτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Προυσοῦ Εὐρυτανίας, καί ἀνευρέθησαν στίς 4 Ἰανουαρίου 1974 μ.Χ.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐνεργῆ μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἀλλοιώνει καί τόν ὁδηγεῖ στήν μετάνοια, ἤτοι στήν ἀλλαγή τρόπου ζωῆς. Διότι, ὅπως τονίζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ἡ πίστη στόν ζωντανό Θεό τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη ἰδεολογία, ἀλλά εἶναι τρόπος ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στήν θεραπεία ἀπό τά πάθη καί στήν κοινωνία μέ τόν ζῶντα Θεό. Καί λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί κατέχει «πᾶσαν τήν ἀλήθεια», τήν ὁποία ἀπεκάλυψε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, τούς Ἁποστόλους καί τούς Ἁγίους, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἑνότητα πίστεως καί ταυτότητα ἐμπειριῶν. Ἐπίσης, τονίζει ὅτι ὅλες οἱ ἐμφανίσεις καί ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἐμφανίσεις καί ἀποκαλύψεις τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀσάρκως. Ἐνῶ ἡ ἐμφάνιση καί ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Λόγου στούς Ἀποστόλους, στήν Καινή Διαθήκη, εἶναι «ἐν σαρκί», ἀφοῦ «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Δηλαδή, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «δι’ ἄκραν συγκατάβασιν», ἐνηνθρώπησε, ὅπως τό ὁμολογοῦμε στό «Σύμβολον τῆς Πίστεως», «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Καί αὐτό εἶναι μέγα μυστήριο, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος γράφει στόν μαθητή του Τιμόθεο ὅτι «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ».

Ἑπομένως, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ διάφορες θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά θεραπεύσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη καί νά τοῦ χορηγήσουν ἐσωτερική πληρότητα καί νόημα ζωῆς. Γι’ αὐτό καί οἱ καλοπροαίρετοι καί «ἀνήσυχοι» ἄνθρωποι -οἱ ὁποῖοι δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό τίς διάφορες θρησκεῖες καί ἰδεολογίες, πού ὡς ἀνθρώπινα κατασκευάσματα δέν μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν τόν βαθύτατο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά βίωση τῆς ὄντως ζωῆς- ἀναζητοῦν τόν ἀληθινό Θεό, καί κατά τόν βαθμό τῆς χωρητικότητάς τους δέχονται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὑφίστανται τήν καλήν «ἀλλοίωσιν», ἡ ὁποία κατά τόν Προφητάνακτα Δαυΐδ εἶναι ἔργο «τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Καί ὅταν «ἡ θεόρρητος Χάρις» πλημμυρίζη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τότε, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, ὁ ἄνθρωπος αὐτός «λάμπει καί ἀστράπτει ἠλλοιωμένος», ἀφοῦ ὑφίσταται τήν καλήν, «ὀθνείαν καί εὐπρεπεστάτην ἀλλοίωσιν» καί ἀναγεννᾶται πνευματικά. Δηλαδή, πεθαίνει ὁ «παλαιός ἄνθρωπος, ὁ φθειρόμενος κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» καί «γεννιέται» ὁ νέος ἄνθρωπος, «ὁ ἀνακαινούμενος κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν», ὁ ὁποῖος εὐωδιάζει «πᾶσαν τήν ὑφήλιον», ἀφοῦ σκορπίζει γύρω του τό «μῦρον» τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία στήν αὐθεντική της μορφή εἶναι θυσία, προσφορά, μαρτύριο. Καί ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος ἀποτελεῖ γιά τούς συνανθρώπους του, καί κυρίως τούς πτωχούς καί πονεμένους, τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ», εὐλογία, παρηγοριά, βακτηρία καί στήριγμα.

Δεύτερον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπό τόν Θεό γιά νά ζῆ αἰώνια. Οἱ διάφορες ἰδεολογίες καί θρησκεῖες τόν περιορίζουν στό «ἐνταῦθα», καί τότε παθαίνει ἀσφυξία, δέν μπορεῖ νά ἀναπνεύση τό ὀξυγόνο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Στά ἀνθρώπινα κατασκευάσματα δέν ὑπάρχει ἀγάπη καί ἐλευθερία, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος καί ἐγκλωβισμένος στόν χῶρο καί στόν χρόνο. Καί ἄν θελήση νά σπάση τά δεσμά του καί νά πετάξη ἐλεύθερος, ὡς ἀετός ὑψιπέτης, πρός τόν ἀληθινό Θεό πού τόν δημιούργησε καί τόν Ὁποῖον ἀναζητᾶ ἡ ψυχή του, αὐτό μπορεῖ νά ἔχη ὡς ἀντίτιμο ἐξορίες, διωγμούς, μαρτύριο. Ὅμως, αὐτό θά εἶναι ἡ αἰώνια δόξα του.

Ὁ ἄνθρωπος, ὅσα ἀξιώματα καί ὅσα ὑλικά ἀγαθά καί ἄν ἀποκτήση, στό τέλος παραμένει ἀνικανοποίητος, γιατί αὐτό πού πραγματικά ἐπιθυμεῖ εἶναι νά νικήση τόν θάνατο καί νά ζῆ αἰώνια. Αὐτό, ὅμως, πῶς μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε; Κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἀθωνίτη «μποροῦμε νά ὑπερνικήσουμε τόν θάνατο πού μᾶς ἔπληξε, μόνο ἄν γίνουμε κατοικητήριο τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἄν δέν εἶναι ὁ Θεός μαζί μας, τότε ἐμεῖς εἴμαστε ἀνίσχυροι στό σκοτάδι καί τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου». Ὅμως, «γιά νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, ὅπως Αὐτός μᾶς λέει, πρέπει πράγματι νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ὑπομείνουμε κάθε θλίψη καί ἀσθένεια, ὅλα τά δυνατά παθήματα». Καί αὐτός πού ὑπομένει δοξάζεται ἀπό τόν Θεό, «μέ δόξα πού εἶναι ἄναρχη».

Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄντως μέγα μυστήριο, τό ὁποῖο πραγματοποιεῖται στόν ἐσωτερικό του κόσμο, στόν «ἔσω ἄνθρωπον», στόν «κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον», ὁ ὁποῖος εἶναι κρυμμένος ἀπό τά μάτια τῶν πολλῶν, τῶν «ἀμυήτων», ὅπως ἡ λάβα μέσα στό ἡφαίστειο. Ὅμως, ὅταν τό ἡφαίστειο αὐτό ἐκρήγνυται, δέν κατακαίει, ἀλλά δροσίζει, ἁγιάζει καί εὐωδιάζει «πᾶσαν τήν ὑφήλιον» μέ «τοῦ ἁγιασμοῦ τό μῦρον».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 10