Ἀν. Φιλιππίδη: Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία (B)
Τό Ἱστορικό Ὑπόβαθρο (787 μ.Χ.-1014 μ.Χ.) (Β΄)
Τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη
Συνέχεια ἀπό το τεῦχος 347 τοῦ Ἰουνίου 2025 Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία
Ὁ Πάπας Εὐγένιος Β΄ (824-827) καί ἡ σύνοδος τοῦ Παρισιοῦ
Ὁ διάδοχος τοῦ Πάπα Πασχάλη, Εὐγένιος Β΄ (824-827), ἐκλέχτηκε μέ τή βοήθεια τῆς φιλοφραγκικῆς μερίδας τῆς Ρώμης, ἀλλά δέν δίστασε νά συγκρουστεῖ μέ τούς Φράγκους γιά τό ζήτημα τῶν εἰκόνων. Τό 824, ὅταν εἶχε ἀρχίσει ἡ δεύτερη φάση τῆς εἰκονομαχίας στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς γιά νά μεταπείσει τόν Πάπα ὑπέρ τῶν εἰκονομαχικῶν ἀπόψεών του. Ὁ Λουδοβίκος συμφώνησε, καί σίγουρα τό θεώρησε ὡς εὐκαιρία νά ἀναγκάσει τόν Πάπα νά δεχτεῖ τίς φραγκικές ἀπόψεις γιά τίς εἰκόνες – κάτι πού δέν εἶχε καταφέρει ὁ πατέρας του, ὁ Καρλομάγνος. Ὅταν ὅμως οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ ἔφτασαν στή Ρώμη, ὁ Πάπας Εὐγένιος ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά ὑποχωρήσει σέ ἕνα θέμα πού εἶχε κριθεῖ σέ Οἰκουμενική Σύνοδο [27].
Ὁ Λουδοβίκος ζήτησε τότε ἀπό τούς Φράγκους ἐπισκόπους νά συνέλθουν σέ σύνοδο στό Παρίσι γιά νά ἀπαντήσουν. Πράγματι τήν 1η Νοεμβρίου 825 ὁρισμένοι Φράγκοι ἐπίσκοποι συγκεντρώθηκαν στό Παρίσι [28]. Συζήτησαν μιά ἐπιστολή πού εἶχε στείλει ὁ Πάπας Ἀδριανός στούς Αὐτοκράτορες Εἰρήνη καί Κωνσταντῖνο ΣΤ΄, καί ἀπέρριψαν τήν ἐντολή του γιά τήν λατρεία (adorare) τῶν εἰκόνων, θεωρώντας ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ δεισιδαιμονία καί ἁμαρτία. Ἐπίσης καταδίκασαν ρητά τίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας (787) καί δήλωσαν τήν προσήλωσή τους στά Libri Carolini [29]. Φυσικά οὔτε ὁ Πάπας Ἀδριανός οὔτε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχαν διατάξει τή «λατρεία» τῶν εἰκόνων, ἀλλά οἱ Φράγκοι συνέχιζαν νά διαιωνίζουν τήν λανθασμένη ἀρχική ἐπιλογή τους.
Στό κείμενο αὐτῆς τῆς Συνόδου τοῦ 825 πού ἔχει διασωθεῖ ὡς Libellus Synodalis Parisiensis, οἱ Φράγκοι ἀνέλαβαν νά διδάξουν θεολογία στούς πατέρες πού εἶχαν συγκροτήσει τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 787. Κατηγόρησαν ὅσους συμμετεῖχαν ὅτι «χρησιμοποίησαν βιαστικά κάποιες μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς, καί ὁρισμένα ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Πατέρων, καί, μέ σκοπό νά ἐπιβεβαιώσουν τίς δεισιδαιμονικές πλάνες τους, τά προσάρμοσαν ἀναποτελεσματικά πρός αὐτό τόν σκοπό, διότι δέν εἶχαν εἰπωθεῖ μέ αὐτή τήν ἔννοια οὔτε εἶχαν ἑρμηνευθεῖ ἔτσι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες» [30].
Φυσικά οἱ Φράγκοι ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν καί τό ἀνυπέρβλητο πρόβλημα τῆς ἔγκρισης τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τόν πάπα Ἀδριανό. Ἀνέλαβαν λοιπόν νά διδάξουν καί τόν πάπα, καί τό καλύτερο πού μποροῦσαν νά σκεφτοῦν ἦταν τό ἀκόλουθο: «Ὁρισμένα πράγματα πού ἰσχυρίζεται στίς ἀντιρρήσεις του» [ὁ Ἀδριανός] «εἶναι στήν πραγματικότητα τέτοιας φύσης πού ἄν δέν εἶχαν ἐγκριθεῖ ἀπό τόν πάπα θά ἀντέφασκαν τόσο πρός τήν ἀλήθεια ὅσο καί πρός τήν αὐθεντία. Ἀλλά, ἄν καί σέ αὐτές τίς ἀντιρρήσεις προβάλλει […] μαρτυρίες πού ὁρισμένες φορές εἶναι συγκρουόμενες, ὁρισμένες φορές ἀνακόλουθες, κάποτε ἀκόμη καί κατακριτέες, στό τέλος τῆς ἀπολογίας του διατείνεται ὡστόσο ὅτι αἰσθάνεται, τηρεῖ, κηρύττει καί διδάσκει, ἀναφορικά μέ τά ὑπό συζήτηση θέματα, σέ συμφωνία μέ τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Πάπα Γρηγορίου [τοῦ Διαλόγου]. Ἀπό αὐτά τά λόγια προκύπτει ξεκάθαρα ὅτι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀληθινή ὁδό σέ αὐτό τό θέμα ὄχι τόσο συνειδητά ὅσο ἐξαιτίας ἄγνοιας» [31]. Ὁ σημερινός ἀναγνώστης μένει ἄφωνος ἀπό τήν ὑπεροψία τῶν Φράγκων θεολόγων οἱ ὁποῖοι κρίνουν τόν Πάπα, τόν βρίσκουν πλανεμένο, ἀλλά τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἔχει ὑποπέσει σέ σφάλματα λόγω τῆς ἄγνοιάς του! Καί αὐτό σέ μιά ἐποχή πού οἱ ἴδιοι εἶχαν πρόσβαση σέ ἐλάχιστα κείμενα Πατέρων καί μηδαμινή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Στό μεταξύ, τό 824, συμφωνήθηκε μεταξύ τοῦ Πάπα καί τοῦ Φράγκου συμβασιλέα Λοθάριου (γιοῦ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς) ἕνα κογκορδάτο, ἡ Constitutio Romana, πού καθόριζε τίς σχέσεις Πάπα καί Φράγκου βασιλιά. Μέ αὐτήν ὑποχρεωνόταν, γιά πρώτη φορά, ὁ νεοεκλεγείς Πάπας νά δίνει ὅρκο σέ ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ Φράγκου βασιλιά. Φαίνεται ὅτι ὁ Εὐγένιος συμβιβάστηκε μέ αὐτή τήν ὑποχρέωση ὥστε νά διατηρήσει τή ρητή, γραπτή, ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ βασιλιά τῆς ἀπόφασης τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ (769) μέ τήν ὁποία ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα γινόταν ἀποκλειστικά ἀπό τόν λαό καί τόν κλῆρο τῆς Ρώμης – χωρίς, δηλαδή, τήν ἀνάμιξη τῶν Φράγκων. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Λατερανοῦ ἀποτέλεσε γιά πολλές δεκαετίες τό βασικό «ὅπλο» τῶν Ρωμαίων της Ρώμης στήν ὑπεράσπιση τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπό τίς φραγκικές αὐθαιρεσίες καί ἐπιβουλές.
Ἡ ἐπίμονη προσπάθεια τῶν Ρωμαίων νά διατηρήσουν τόν Ὀρθόδοξο Παπικό θρόνο μακριά ἀπό τή φραγκική ἀνάμιξη ἀναδείχτηκε ἀνάγλυφα καί στή Σύνοδο τοῦ 826 στή Ρώμη. Τή Σύνοδο τήν συγκάλεσε ὁ Πάπας Εὐγένιος καί σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 62 ἐπίσκοποι ἀπό τήν Ρωμαϊκή καί Λογγοβαρδική Ἰταλία. Δέν προσκλήθηκε, οὔτε παραβρέθηκε, ἔστω ἕνας Φράγκος ἐπίσκοπος, παρόλο πού ἡ βόρεια καί κεντρική Ἰταλία εἶχαν πλέον κατακτηθεῖ ἀπό τούς Φράγκους.[32] Γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 50 χρόνια, δέν ἦταν ὁ Φράγκος βασιλιάς πού συγκαλοῦσε μιά Σύνοδο στή Δύση, οὔτε ζητήθηκε ἡ ἔγκρισή του γιά τούς κανόνες πού ἀποφασίστηκαν. Ἐπρόκειτο γιά ἄλλη μιά ἐπίδειξη δύναμης τοῦ Πάπα πού προσπαθοῦσε νά διατηρήσει τήν αὐτονομία του ἀπέναντι στούς Φράγκους κατακτητές.
Οἱ Πάπες ἀπό τό 827 ὡς τό 858
Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Γρηγόριος Δ΄ (827-844), ἦρθε ἐπίσης σέ σύγκρουση μέ τούς Φράγκους, καθώς μάλιστα ἡ Αὐτοκρατορία τους ἄρχισε νά παρακμάζει καί νά ἐξασθενεῖ. Ἀρχικά ἀρνήθηκε νά δώσει τόν ὅρκο πού προέβλεπε ἡ Constitutio Romana στόν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλιά. Ἐξαναγκάστηκε νά τό κάνει, ὑπό τήν πίεση τῆς στρατιωτικῆς πραγματικότητας, ἀλλά σύντομα βρῆκε νέα ἀφορμή ἀντίδρασης. Ὁ Πάπας Πασχάλης εἶχε ἐπικυρώσει τό 817 τήν ἀπόφαση τοῦ Λουδοβίκου Εὐσεβοῦς νά μοιράσει τό βασίλειό του στούς τρεῖς γιούς του. Ὡστόσο, στή συνέχεια ὁ Λουδοβίκος ξαναπαντρεύτηκε, ἀπέκτησε ἄλλον ἕνα γιό καί ἔδωσε καί σέ αὐτόν ἕνα μερίδιο τοῦ βασιλείου. Ὁ Πάπας Γρηγόριος ἔστειλε τό 829 ἐπιστολή στούς Φράγκους ἐπισκόπους μέ τήν ὁποία κατέκρινε τήν ἀπόφαση τοῦ Λουδοβίκου. Πρακτικά ὁ Πάπας ἀπαιτοῦσε νά ἔχει τό δικαίωμα προέγκρισης σέ μιά καθαρά πολιτική ἀπόφαση τοῦ Φράγκου βασιλιά!
Ἀκολούθησε ἕνας μακροχρόνιος αἱματηρός ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Φράγκων πού ὁδήγησε στόν ὁριστικό διαμοιρασμό τοῦ κράτους τους σέ τρία τμήματα μέ τή Συνθήκη τοῦ Βερντέν τό 843. Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Σέργιος Β΄ (844-847), ἐπίσης ἀρνήθηκε νά ζητήσει τήν ἐπικύρωση ἀπό τόν Φράγκο βασιλιά. Χρειάστηκε νά σταλεῖ στήν Ἰταλία ὁ στρατός ὑπό τόν συμβασιλέα Λουδοβίκο Β΄ γιά νά ὑποχωρήσει ὁ Πάπας. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι τό Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) σέ μιά ἀπό τίς ἐκδόσεις του παρουσιάζει μιά ἔντονα δυσφημιστική εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ Πάπα. Πρόκειται γιά ἕνα φαινόμενο πού παρατηρεῖται συχνά τα ἑπόμενα χρόνια γιά Πάπες πού ἀντιστάθηκαν στίς φραγκικές βλέψεις. Ὅπως γράφει ὁ Ρωμανίδης, «Περιέργως ὅμως οἱ καλοί καί ἅγιοι πάπαι εἶναι πάντοτε οἱ φραγκόφιλοι καί οἱ Φράγκοι, ἐνῶ οἱ διεφθαρμένοι πάπαι εἶναι πάντοτε οἱ Ρωμαῖοι φίλοι των διεφθαρμένων «Βυζαντινῶν» ἤ «Γραικῶν»» [33]. Ὑπάρχει μιά ἁπλή ἐξήγηση γιά αὐτή τήν ὀξυδερκῆ παρατήρηση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, καί τήν ἔχει ἐντοπίσει ἡ νεότερη ἔρευνα. Σύμφωνα μέ τή Rosamond McKitterick, καθηγήτρια τοῦ Καίμπριτζ πού ἔχει ἀσχοληθεῖ ἐκτεταμένα μέ τό Liber Pontificalis, τά χειρόγραφά του Liber Pontificalis πού ἔχουν διασωθεῖ «εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικά Φραγκικά» [34].
Οὔτε ὁ ἑπόμενος Πάπας, Λέων Δ΄ (847-855), ζήτησε τή φραγκική ἐπικύρωση γιά τήν ἀνάρρησή του. Κατά τόν Μέγα Φώτιο ὁ Λέων Δ΄ ἦταν «περιώνυμος», «θεόσοφος», καί «πᾶσαν ἁπάντων ἐκκόπτων πρόφασιν αἱρετικήν» [35]. Μέ τόν θάνατο τοῦ Λέοντα, ὁ λαός καί ὁ κλῆρος τῆς Ρώμης ἐξέλεξαν τόν Βενέδικτο Γ΄, ἀλλά οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ ἀκύρωσαν τήν ἐκλογή, τοποθέτησαν κάποιον ἄλλο στόν θρόνο κι ἔστειλαν τόν Βενέδικτο στή φυλακή. Ὡστόσο, οἱ Ρωμαῖοι ξεσηκώθηκαν τόσο ἔντονα πού οἱ Φράγκοι ἀναγκάστηκαν νά ἀπελευθερώσουν τόν Βενέδικτο καί νά τοῦ ἐπιστρέψουν νά ἐπανέλθει στόν θρόνο (855-858). Κατά τόν Μέγα Φώτιο ὁ Βενέδικτος ἦταν «πράος καί ἐπιεικής καί ἀσκητικοῖς ἀγῶσιν ἐναγλαϊζόμενος» [36].
Ὁ Πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867)
Μετά ἀπό τόσες ἀποτυχίες, οἱ Φράγκοι ἀποφάσισαν νά ἀναλάβουν πιό ἐνεργό ρόλο στήν ἐκλογή τοῦ Πάπα. Ἔτσι, ὅταν πέθανε ὁ Βενέδικτος, ἦρθε στήν Ἰταλία ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ γιά νά ἐπιβλέψει τή διαδικασία καί νά διασφαλίσει τή «σωστή» ἐπιλογή. Ἡ ἐπιλογή του ἦταν ὁ Νικόλαος πού ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς Νικόλαος Α΄ (858-867, «Μέγας» γιά τούς Δυτικούς, καταδικάστηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τοῦ 867).
Γιά τήν ἐποχή τοῦ Νικολάου Α΄ ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά πού δέν θά ἦταν εὔκολο, οὔτε ἀπαραίτητο, νά τά συνοψίσουμε. Μεταξύ ἄλλων συγκρούστηκε μέ τόν Μέγα Φώτιο, θεωρώντας ἄκυρη τήν ἐκλογή του στόν πατριαρχικό θρόνο. Ἐπίσης ἀφόρισε καί ἐκθρόνισε τούς ἀρχιεπισκόπους τῆς Ραβέννας, τῆς Κολωνίας καί τῆς Τριέρ. Ἀπαίτησε τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἰλλυρικοῦ στή δικαιοδοσία του, τήν ὁποία εἶχε μεταφέρει στήν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων Γ΄ 130 χρόνια νωρίτερα. Στήν Κωνσταντινούπολη σύντομα ἔγινε φανερό ὅτι οἱ αἰτιάσεις τοῦ Νικολάου γιά τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Φωτίου ἀποτελοῦσαν ἁπλῶς πρόσχημα. Αὐτό ἀποδείχτηκε ὅταν ὁ Νικόλαος ἄφησε ἀνοιχτό τό ἐνδεχόμενο τῆς ἀναγνώρισής του, ἄν ὁ Φώτιος δεχόταν νά ὑπαχθεῖ ἡ Βουλγαρία στή δικαιοδοσία τοῦ Πάπα [37].
Ὁ Νικόλαος ἦταν ὁ πρῶτος Πάπας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρλομάγνου πού συγκρούστηκε μέ τήν Κωνσταντινούπολη, ἄν καί κατά καιρούς συγκρούστηκε ἐπίσης καί μέ Φράγκους ἡγεμόνες καί ἐπισκόπους προσπαθώντας σέ κάθε περίσταση νά ἐπιβάλει τό παπικό πρωτεῖο καί τήν ὑπεροχή τοῦ Πάπα ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Μέ τόν θάνατό του, τό 867 ἀνῆλθε στόν θρόνο γιά 5 χρόνια ὁ Ἀδριανός Β΄, λεγάτοι τοῦ ὁποίου συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 869-70. Τό ἐνδιαφέρον αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι ὅτι «ἐτέθη ὅρος νά εἶναι τό Σύμβολον (τῆς Πίστεως) ἀκαινοτόμητον», δηλαδή νά μήν προστεθοῦν καινοτομίες. [38] Πιό ἁπλά, ὁ Πάπας καταδίκαζε τήν προσθήκη τοῦ φιλιόκβε ἀπό τούς Φράγκους, χωρίς βέβαια νά τούς ὀνομάζει. Ὡς γνωστόν, αὐτή ἡ Σύνοδος ἔμεινε περισσότερο γνωστή στήν Ἱστορία γιά τήν καταδίκη του Φωτίου καί θεωρεῖται ἀκόμη ὡς ἡ Ὄγδοη Οἰκουμενική ἀπό τούς Παπικούς, [39] ἄν καί, ὅπως θά δοῦμε πιό κάτω, ἀκυρώθηκε ρητά ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη Η΄.
Ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ (872-882)
Ὁ ἑπόμενος Πάπας ἦταν ὁ Ἰωάννης Η΄. Σύμφωνα μέ τήν Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια, ὁ Ἰωάννης Η΄ θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους Πάπες τοῦ 9ου αἰώνα. Ἀλλά καί γιά τούς Ὀρθοδόξους ὁ Ἰωάννης ἀποτελεῖ μιά σπουδαία μορφή, πού ὑπερασπίστηκε σθεναρά τήν ὀρθή πίστη καί τό ρωμαϊκό ποίμνιό του. Ὅπως τονίζει ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, «οὐδεμία ἀμφιβολία δύναται νά ὑπάρχη περί τῆς ἀφοσιώσεως τοῦ πάπα Ἰωάννου Η΄ εἰς τά ἰδανικά τῆς Ρωμαιοσύνης.» […] «Ὁ ἐν λόγω πάπας εἶναι ἡγετικόν στέλεχος τῶν ἐν τῇ Δύσει Ρωμαίων ἀφοσιωμένων εἰς τά ἰδανικά καί εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ρωμαιοσύνης ἐν τοῖς προσώποις τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων καί τῶν πέντε πατριαρχῶν τῶν Ρωμαίων» [40]. Πάντως, ἡ ἔντονη προβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου τήν ὁποία προωθοῦσε δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει ἀποδεκτή στήν Κωνσταντινούπολη.[41]
Ἕνα χρόνο μετά τήν ἀνάρρησή του, ὁ Ἰωάννης ἀπαίτησε ἀπό τόν Φράγκο βασιλιά Λουδοβίκο Β΄ νά ἀπελευθερώσει τόν ἅγιο Μεθόδιο, τόν φωτιστή τῶν Σλάβων, τόν ὁποῖο κρατοῦσαν φυλακισμένο οἱ Φράγκοι ἐπί δυόμιση χρόνια. Μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Πάπα, οἱ Φράγκοι ὑποχώρησαν. [42] Στή συνέχεια, κατηγόρησαν τόν Μεθόδιο στή Ρώμη ὅτι δέν περιλάμβανε τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Φυσικά ὁ Πάπας Ἰωάννης δέν δεχόταν οὔτε αὐτός τό φιλιόκβε καί ἦταν πολύ εὔκολο νά ἀθωώσει τόν Μεθόδιο.
Στό μεταξύ, ἡ σταδιακή διάλυση τοῦ φραγκικοῦ βασιλείου συνοδευόταν ἀπό μιά νέα περίοδο ἀκμῆς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης, χάρη στή Μακεδονική Δυναστεία. Ὁ Ρωμαϊκός στρατός ἄρχισε νά ἀπελευθερώνει περιοχές τῆς νότιας Ἰταλίας καί ὁ στόλος νά ἀπομακρύνει τούς Ἄραβες πού εἶχαν ἀποβιβαστεῖ ἀκόμη καί στή Ρώμη τό 846. Ὁ Πάπας Ἰωάννης ἔστειλε συγχαρητήρια στόν αὐτοκρατορικό στρατό πού ἔδιωξε τούς Ἄραβες ἀπό τή Ν. Ἰταλία καί προέτρεψε τούς διοικητές τοῦ στρατοῦ νά πᾶνε στή Ρώμη γιά νά ὑπερασπίσουν τούς ἐκεῖ Ρωμαίους. Ἔστειλε ἐπίσης εὐχαριστήρια ἐπιστολή στόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο Α΄. [43]
Τό «χειρότερο» ἀπ’ ὅλα ἦταν ὅτι τό 879, ἐπί πατριαρχίας Φωτίου, ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ συμμετεῖχε δι’ ἐκπροσώπων («λεγάτων») στήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (ἡ ὁποία σήμερα δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Παπικούς) ὅπου καί καταδίκασε ὅσους δέν δέχονταν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 (δηλαδή τούς Φράγκους) [44]. Μέ ἐπιστολή του πού διαβάστηκε τή δεύτερη ἡμέρα τῆς Συνόδου (17 Νοεμβρίου 879), ὁ Ἰωάννης ἀκύρωσε ἐπίσης τήν Ἀντιφωτειανή σύνοδο τοῦ 869-870 [45]. Τήν τρίτη ἡμέρα διαβάστηκε ἄλλη ἐπιστολή τοῦ Πάπα μέ τήν ὁποία ζητοῦσε ἀπό ὅλους νά πειθαρχοῦν στόν Πατριάρχη Φώτιο. [46]
Ἡ ἴδια Σύνοδος ἀναθεμάτισε ὅσους προσθέτουν κάτι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (ἐννοώντας τό φιλιόκβε), χωρίς ὅμως νά τούς ὀνομάζει. Ὅπως ἔχει τονίσει ὁ Ρωμανίδης, ἐπρόκειτο γιά πρωτοφανῆ τακτική, ἀφοῦ πάντα οἱ αἱρετικοί καταδικάζονταν ὀνομαστικά. Φαίνεται πώς ὁ Πάπας Ἰωάννης δέν ἤθελε νά ἐρεθίσει τούς Φράγκους οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀκόμη τή στρατιωτική δύναμη νά ἐπιβάλουν διά τῆς βίας τό φιλιόκβε στή Ρώμη. «Δηλαδή ἐγένετο διπλωματική προσπάθεια νά μή φανῆ ὁ πάπας ἐχθρικῶς διακείμενος ἔναντι τῶν Φράγκων κατακτητῶν, οἵτινες ἦσαν γνωστοί διά τήν ἀγριότητα καί βαρβαρότητα αὐτῶν καί κυρίως τήν ἱκανότητα αὐτῶν νά σφάζουν τούς ὑπ’ αὐτῶν θεωρουμένους αἱρετικούς» [47]. Σέ ἰδιαίτερη ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Φώτιο ὁ Ἰωάννης τόν διαβεβαιώνει ὅτι τό φιλιόκβε δέν εἰσήχθη ποτέ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως στή Ρώμη καί ὅτι ἦταν αἵρεση [48]. Γνωρίζοντας ὅλα αὐτά γιά τόν Πάπα Ἰωάννη Η΄, ἴσως παύει νά προκαλεῖ ἀπορία ἡ διαπίστωση ὅτι ἀπό τό Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) ἔχει ἀφαιρεθεῖ ὁ βίος του, ὅπως καί τῶν δύο ἑπόμενων παπῶν, Μαρίνου Α΄ καί Ἀδριανοῦ Γ΄ (872-885), «μιά παράλειψη μοναδική στό εἶδος της», ὅπως σημειώνει ὁ Τηλέμαχος Λουγγῆς, Διευθυντής Ἐρευνῶν στό Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν. [49]
Ἄλλωστε, ἀναφέραμε ἤδη ὅτι χειρόγραφα τοῦ Liber Pontificalis πού ἔχουν διασωθεῖ εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικά Φραγκικά. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης Η΄ παρέμεινε φίλος τοῦ Φωτίου μέχρι τό τέλος, παρόλο πού ἡ Παπική βιβλιογραφία ἐπέμενε ἐπί αἰῶνες ὅτι καταδίκασε τόν Φώτιο τό 881. Ἡ ἐξαντλητική ἔρευνα τοῦ Dvornik ἀνέτρεψε πλήρως αὐτόν τόν ἰσχυρισμό [50]. Ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Φώτιος ἀναφέρεται πολύ εὐνοϊκά γιά αὐτόν στό ἔργο του «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»: τόν ἀποκαλεῖ «ὁ τόν νοῦν μέν ἀνδρεῖος, ἀνδρεῖος δέ τήν εὐσέβειαν, ἀνδρεῖος δέ μισεῖν καί καταβάλλειν ἀδικίαν πᾶσαν καί δυσσέβειαν» [51].
Οἱ «αἱρετικοί Γραικοί»
Καί ἐνῶ ὁ Πάπας ἀποτελοῦσε ἀκόμη τό προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας στή Δύση, οἱ Φράγκοι συνέχιζαν νά θεωροῦν αἱρετικούς τους «Γραικούς», ὅπως ὀνόμαζαν πλέον τούς Ρωμαίους της Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Εἶναι χαρακτηριστική μιά περίφημη ἐπιστολή τοῦ Λουδοβίκου Β΄ πρός τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο Α’ τό 871. Ὁ Λουδοβίκος αὐτοαποκαλεῖται «Αὐτοκράτωρ Αὔγουστος τῶν Ρωμαίων» καί ὑποβιβάζει τόν Βασίλειο σέ «Αὐτοκράτορα τῆς Νέας Ρώμης». «Ὁ Λουδοβίκος διετείνετο, ὅτι ἡ Ρώμη, ὁ λαός της καί ὁ Παπικός θρόνος δόθηκαν στούς Φράγκους ἀπό τόν Θεό χάρη στήν Ὀρθόδοξη πίστη τους καί ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς “Γραικούς” οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ρωμαῖοι, μόνον ὅταν ἦσαν Ὀρθόδοξοι». Ἔγραφε ὁ Λουδοβίκος: «Ἀναλάβαμε τή διακυβέρνηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας λόγω τῆς καλῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες [Γραικοί] ἔπαυσαν νά εἶναι αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων λόγω τῆς κακοδοξίας τους» [52].
Αὐτή τήν ἐποχή, τό δεύτερο μισό τοῦ 9ου αἰώνα, ἀρχίζουν στή φραγκική Δύση νά συγγράφονται τά πρῶτα θεολογικά ἔργα γιά τίς «πλάνες τῶν Γραικῶν». Ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἦταν τό «Contra Graecorum opposita» τοῦ Ρατράμνους (πέθανε τό 868), μοναχοῦ καί θεολόγου στό Corbie (Β. Γαλλία). Ἡ «Γραικική ἀντίθεση» τήν ὁποία «διορθώνει» ὁ Ρατράμνους εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Φωτίου γιά τό φιλιόκβε. Τήν ἴδια περίοδο ὁ Αἰνείας Παρισίων γράφει τό «Liber adversos Graecos» καί μιά Σύνοδος πού συνῆλθε στή Βορματία τῆς Γερμανίας τό 868 ἐκδίδει ἀπόφαση μέ τίτλο «Contra Graecorum haeresim de fide sanctae Trinitatis» («Κατά τῆς ἑλληνικῆς αἵρεσης σχετικά μέ τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος») [53].
(συνεχίζεται)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
27. Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 441.
28. Thomas Noble, “Images, Iconoclasm, and the Carolingians”, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2009, σελ.263-278.
29. Rev. Edward H. Landon, «A Manual Of Councils Of The Holy Catholic Church», στό: ecatholic2000.com/councils2/untitled-19.shtml (προσβάσιμο 31 Ἰανουαρίου 2025).
30. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. 101.
31. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. 102.
32. Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 441.
33. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 52.
34. Rosamond McKitterick, «The Illusion of Royal Power in the Carolingian Annals», The English Historical Review, Vol. 115, No. 460 (Feb., 2000), σελ.11.
35. «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.87.
36. «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.88.
37. Evangelos Chryssos “Rome and Constantinople in Confrontation: The Quarrel over the Validity of Photius’s Ordination”, στό Daniëlle Slootjes και Mariëtte Verhoeven (Ἐπιμ.), «Byzantium in dialogue with the Mediterranean: History and heritage», Brill, 2019, σελ. 42.
38. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Οἱ Σύνοδοι τοῦ 879-880 καί τοῦ 1351 ὡς Οἰκουμενικές Σύνοδοι», στό «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», 2014, σελ. 381-382.
39. Clarence Gallagher SJ, «Patriarch Photius and Pope Nicholas I and the Council of 879», The Jurist: Studies in Church Law and Ministry, Volume 67, Number 1, 2007, σελ. 77. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά διακριτικά του, ὁ συγγραφέας εἶναι μέλος τῶν Ἰησουϊτῶν.
40. 40. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 325, ὑποσημ. 26.
41. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Ὁ Μέγας Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος» στό «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», 2014, σελ. 333-335.
42. Obolensky, Dimitri, «Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσσαλονίκη 1991, τόμ. Α’, σ. 242.
43. Fred Engreen, “Pope John the Eighth and the Arabs”, Speculum, Vol. 20, No. 3 (Jul., 1945), σελ. 323, ὑποσημ. 5. Βλ. καί Ἀν. Φιλιππίδη, «Ρωμηοσύνη ἤ βαρβαρότητα», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβαδιά, 3η ἔκδοση 2007, σελ. 150, ὑποσημ. 134.
44. John Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981, σελ. 19-20.
45. Ζυμάρης, Φίλιππος, «Ἡ ἱστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότης τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 - 880)» διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σελ.51.
46. Ζυμάρης, Φίλιππος, «Ἡ ἱστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότης τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 - 880)» διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σελ.53.
47. π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 63-64.
48. John Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981, σελ. 19.
49. Τηλέμαχος Λουγγῆς, «Ἡ Βυζαντινή Κυριαρχία στήν Ἰταλία», Ἑστία, 1989, σελ. 192.
50. Francis Dvornik, “The Photian Schism – History and Legend”, Cam- bridge University Press, 1948, reprint 1970, σελ. 216-219.
51. «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ. 89.
52. Εὐάγγελος Χρυσός, «Γραικοί καί Ρωμαῖοι στήν ἀναμέτρηση Ἀνατολῆς καί Δύσης τόν 9ο αἰώνα», στό «Ἕλλην, Ρωμηός, Γραικός – συλλογικοί προσδιορισμοί καί ταυτότητες», ἐπιμ. Ὄλγα Κατσιαρδῆ-Hering, Ἀθήνα, 2018, σελ.116. Βλ. καί John Romanides, «Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981 σελ. 18.
53. Π. Χρήστου,«Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 114.
- Προβολές: 13