Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἁγία Δάμαρις ἡ Ἀθηναία, 3 Ὀκτωβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἡ ἁγία Δάμαρις ἡ Ἀθηναία πίστευσε στόν Χριστό, μαζί μέ τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη καί κάποιους ἄλλους, μετά τήν ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἄρειο Πάγο. Σύμφωνα μέ τίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», «τινές δέ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί γυνί ὀνόματι Δάμαρις καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς». Τό ὅτι ἡ Δάμαρις ἀναφέρεται ὀνομαστικά ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, αὐτό δείχνει ὅτι πρόκειται γιά ἀξιόλογη γυναίκα, γνωστή στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.

Ἡ πρώτη Χριστιανική Κοινότητα τῶν Ἀθηνῶν ἦταν μικρή καί ζοῦσε ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν μέ πολλές δυσκολίες. Μετά τήν χειροτονία τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου ὡς πρώτου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, καί, ἀσφαλῶς, μετά τήν παρουσία καί τήν ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δέν ἄργησε νά ἀναπτυχθῆ καί νά περιλάβη στούς κόλπους της ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονταν νά ζοῦν κατά Χριστόν μέσα σέ πολλές δυσκολίες, ἀντιξοότητες καί πειρασμούς. Σημαντική ἦταν ἡ συμπαράσταση τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου στό ἔργο τοῦ διδασκάλου του ἁγίου Ἱεροθέου, ὅπως καί τῆς Δαμάρεως καί ἄλλων πιστῶν.

Ἡ ἁγία Δάμαρις ἦταν ἀνδρεία γυναίκα, μέ θυσιαστική ἀγάπη, ἱεραποστολικό ζῆλο καί πλούσιο φιλανθρωπικό ἔργο. Δίδασκε τόν εὐαγγελικό λόγο, κυρίως κατηχοῦσε τίς γυναῖκες στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τίς προετοίμαζε γιά νά δεχθοῦν τό Βάπτισμα. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκεπτόταν τήν Κόρινθο, πήγαινε καί τόν συνατοῦσε, γιά νά λάβη τήν εὐλογία του, ἀπάντηση στίς ἀπορίες της καί καθοδήγηση στόν πνευματικό της ἀγώνα καί τήν διακονία της.

Ὁ βίος της καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἀθήνα, τό 51 μ.Χ., «οἱ φημισμένες φιλοσοφικές σχολές εἶχαν χάσει τό κύρος καί τήν παλαιά αἴγλη τους», καί αὐτή ἡ παρακμή στά γράμματα καί τόν πολιτισμό ἐνισχυόταν καί ἀπό τό σκοτάδι τῶν προκαταλήψεων καί τῶν δεισιδαιμονιῶν τῆς εἰδωλολατρείας. Στήν εἰδωλολατρική κοινωνία οἱ ἄνδρες ἀσκοῦσαν τήν ἐξουσία καί αὐτοί εἶχαν τόν λόγο σέ ὅλα, στήν ἰδιωτική ζωή, στά «κοινά», στήν οἰκογένεια, στήν κοινωνία. Οἱ γυναῖκες ἦταν ἐντελῶς παραγκωνισμένες, περιφρονημένες, ἀφοῦ ἐθεωροῦντο κατώτερα ὄντα, καί δέν εἶχαν λόγο οὔτε στήν οἰκογένεια οὔτε στά «κοινά». Μᾶλλον ἐθεωροῦντο ὡς πράγματα-ἀντικείμενα καί ὡς «σκεύη ἡδονῆς».

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προκάλεσε πραγματικό σεισμό καί «γκρέμισε» ἐκ βάθρων τό κοινωνικό κατεστημένο, δηλαδή ἀνέτρεψε ὅλη αὐτήν τήν νοοτροπία καί ἔδωσε στήν γυναίκα ἀξία καί ἁρμοδιότητες στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία της, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Μέ ἄλλα λόγια, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία «ἔχουμε τήν ἔμπρακτη ἀναγνώριση τῆς γυναίκας, ὡς ἰσότιμης μέ τόν ἄνδρα», καί «γιά πρώτη φορά ἔγινε ἡ μαρτυρία της ἀξιόπιστη, ὅπως καί ἡ συνεισφορά της στό κοινωνικό γίγνεσθαι πολύτιμη». Μέχρι τότε, «οὔτε στά δικαστήρια γινόταν δεκτή ἡ μαρτυρία τῆς γυναίκας».

Στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων γυναικῶν, ἡ γυναίκα βρῆκε τήν καταξίωσή της. Ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί τῶν δύο φύλων, ἔχουν τά ἴδια δικαιώματα καί τίς ἴδιες ὑποχρεώσεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι ὅσοι ἐξέρχονται ἀπό τήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἔχουν τήν ἴδια δυνατότητα νά φθάσουν στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καί νά κληρονομήσουν τήν ἴδια δόξα καί Βασιλεία.

Δεύτερον. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί τήν ἀναλύει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ἡ Ἐκκλησία στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν «πνευματική», καί οἱ Προφῆτες, οἱ Πατριάρχες καί οἱ Δίκαιοι θεωροῦσαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, συνομιλοῦσαν μέ τόν Ἄσαρκο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἦταν μέλη τοῦ Σώματός Του, ἀφοῦ δέν εἶχε σαρκωθῆ. Καί μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τήν παροῦσα ζωή πήγαιναν στόν Ἅδη, δηλαδή ἦταν κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, ἀπό ὅπου τούς ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τόν Σταυρό Του, τήν κάθοδό Του στόν Ἅδη -μέ τήν ψυχή καί τήν θεότητά Του- καί μέ τήν Ἀνάστασή Του. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἀποστόλους, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ καί οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τότε τό Εὐαγγέλιο κηρύττεται «εἰς πάντα τά ἔθνη», καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐξάνεται καί πορεύεται συνεχῶς «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν» καί «ἀπό δόξης εἰς δόξαν».

Ὅμως, αὐτή ἡ δυναμική καί δοξασμένη πορεία τῆς Ἐκκλησίας δέν γίνεται χωρίς δυσκολίες καί πειρασμούς. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι ὅλοι «οἱ βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι», στήν πορεία τους πρός τήν θέωση, διά τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ, ἀντιμετωπίζουν πολλούς καί ποικίλους πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο καί τά ὄργανά του, καί κατά τόν λόγο τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος «δοκιμάζονται «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ». Ἀλλά πορεύονται τήν ὁδό τους μέ ἀνδρεία πνευματική καί «χαράν ἀνεκλάλητον», ἀφοῦ ὁ Χριστός, ὅπως τό ὑποσχέθηκε, εἶναι μαζί τους καί τούς ἐνισχύει, τούς ἐνδυναμώνει, τούς χαροποιεῖ, τούς εἰρηνεύει. Μπορεῖ νά θλίβονται ἀπό τά διάφορα λυπηρά γεγονότα, ἀλλά δέν στενοχωροῦνται, διότι πολιτεύονται μέ ἀγαθή συνείδηση.

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «ἐγώ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας». Γι’ αὐτό καί ἀλλοῦ γράφει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, καί κατ’ ἐπέκταση ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται νά ζοῦν κατά Χριστόν, εἶναι «ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι». Δηλαδή, ἄν καί θλίβονται ἀπό παντοῦ, δέν κλονίζονται, ἄν καί βρίσκονται σέ ἀδιέξοδο, δέν ἀπελπίζονται, ἄν καί διώκονται, δέν ἐγκαταλείπονται ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι μαζί τους, τούς ἐνδυναμώνει καί «δέν τούς ἀφήνει νά χαθοῦν».

Οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό, δέν ἀπελπίζονται στίς δυσκολίες καί τούς πολυποίκιλους πειρασμούς, ἐπειδή ἔχουν στηριγμένη τήν ἐλπίδα τους στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος, ἔστω καί ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τούς ἐγκαταλείψουν, δέν θά τούς ἐγκαταλείψει ποτέ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια τήν ἐπιβεβαιώνει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, ὅταν λέγη ὅτι «ὅτι ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2