Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἀπόστολος Παῦλος καί ἅγιος Σωφρόνιος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα.Θεία Λειτουργία, κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, τήν 11-7-2025

Κάθε ἡμέρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει ἁγίους, ἔχουμε πολλούς ἁγίους, πού οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ φίλοι του Χριστοῦ καί αὐτό ἔχει πολύ μεγάλη σημασία. Δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ καλοί ἄνθρωποι, ἀλλά εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν φθάσει στόν ἁγιασμό καί ὅταν λέμε ἁγιασμό, ἐννοοῦμε ὅτι δέχθηκαν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάστηκαν ἀπό αὐτήν καί ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό, καί ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας ταυτόχρονα καί ἔφθασαν στήν θεοπτία.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει πολλούς ἁγίους, μεταξύ τῶν ὁποίων τήν ἁγία Μεγαλομάρτυρα Εὐφημία καί, βεβαίως, τόν σύγχρονο ἅγιο, τόν νεοφανῆ ἅγιο, τόν ἅγιο Σωφρόνιο, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου καθιερώσαμε αὐτό τό ἱερό θυσιαστήριο ἐδῶ στήν Ἁγία Παρασκευή, στό νότιο κλίτος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Καί ἤλθαμε χθές κατά τήν διάρκεια Ἑσπερινοῦ καί σήμερα γιά νά τιμήσουμε τόν Ἅγιο, νά δοξάσουμε τόν Θεό, διότι ἀποκαλύπτει σέ κάθε ἐποχή ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι φίλοι Του, εἶναι ἄνθρωποι δικοί Του, καί εἶναι πολύ σημαντικό νά εἶναι κανείς φίλος τοῦ Χριστοῦ.

1. Κοινά σημεῖα μεταξύ Ἀποστόλου Παύλου καί ἁγίου Σωφρονίου

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔχει πάρα πολλά γνωρίσματα καί μπορεῖ κανείς νά μιλήση ὧρες γι’ αὐτόν, ἀλλά θά μποροῦσα νά περιορίσω τόν λόγο μου σέ ἕνα σημεῖο, τό ὁποῖο θεωρῶ σημαντικό καί ἔχει σχέση μέ τήν ζωή του. Εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Φυσικά, ἀγαποῦσε τόν Χριστό καί τούς ἁγίους Του, ἀλλά εἶχε μιά ἰδιαίτερη ἀγάπη στόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἴσως γιατί καί ἡ δική του ζωή ὁμοίαζε μέ τήν ζωή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἀρχή ἐδίωκε τούς Χριστιανούς καί τήν Ἐκκλησία, διότι ἐνόμιζε ὅτι δέν μπορεῖ ὁ Κύριος τῆς Δόξης νά σταυρωθῆ, ἔτσι κατά κάποιον τρόπο καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στούς χρόνους τῆς ἀγνοίας του δέν ἐδίωκε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐπεδίωκε νά συναντήση ἕναν ἄλλο Θεό, πέρα ἀπό αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεός τόν ὁποῖο διδάσκει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας κατώτερος Θεός, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀναφέρεται σέ ἠθικά ζητήματα καί δέν εἶναι ὁ Θεός ὁ ὁποῖος κυβερνᾶ ὅλο τόν κόσμο.

Ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πορευόμενος πρός τήν Δαμασκό, εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶδε τόν ἴδιο τόν Χριστό, πού τοῦ εἶπε, «Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;» (Πράξ. θ΄, 4), καί ἐκεῖ, βέβαια, εἶδε ὅτι αὐτός ὁ Κύριος τῆς Δόξης εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε, κατά παρόμοιον τρόπο καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἐνῶ ἠσχολεῖτο μέ ἄλλα ζητήματα φιλοσοφικά, τῆς ἀνατολικῆς φιλοσοφίας, γιά νά γνωρίση κάποιον ἄλλον ἀπρόσωπο Θεό, στήν συνέχεια τοῦ ἀπεκαλύφθη ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, εἶδε, ὅπως λέγει τό τροπάριο, «τόν ἐνυπόστατον Λόγον» καί, φυσικά, κατάλαβε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς Δόξης, Αὐτός εἶναι πραγματικός Θεός.

Καί ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μετά τήν ἀποκάλυψη αὐτή τήν ὁποίαν εἶχε -καί ἀργότερα εἶχε καί ἄλλες ἀποκαλύψεις καί ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί στήν συνέχεια «ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ια΄, 4) καί μετά τήν ἀποκάλυψη τήν ὁποία εἶχε, ἐξέφρασε πολύ μεγάλη μετάνοια καί πῆγε στήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας, καί γιά τρία ὁλόκληρα χρόνια ἔκλαιγε γιά τήν κατάστασή του, γιατί πολεμοῦσε τόν Χριστό, ἐνῶ αὐτός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, κατά παρόμοιον τρόπο καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στήν συνέχεια περιῆλθε σέ ἕνα ἀκράτητο κλάμα, μιά βαθυτάτη μετάνοια γιατί, ὅταν γνώρισε ποιός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, καί κατάλαβε τί πράξεις ἔκανε τήν ἐποχή τῆς ἀγνοίας του, τότε ἐγκατέλειψε τά πάντα, καί τήν τέχνη καί τήν θεολογία πού σπούδαζε τότε στό Παρίσι, ὅπου μόλις εἶχε ἀνοίξει τό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο στό Παρίσι, ἐγκατέλειψε τούς δικούς του, τούς συγγενεῖς του, τήν πατρίδα του, ἐγκατέλειψε τό Παρίσι, τήν καλλιτεχνική του ἐργασία καί ἐπάγγελμα καί πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, κατ’ ἀρχάς μέν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καί στήν συνέχεια στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ζοῦσε ἐν πλήρει μετανοίᾳ.

Καί, πράγματι, ὅταν διαβάση κανείς τό πῶς περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τήν ζωή του, καί κυρίως τήν μετάνοια τήν ὁποίαν ἐξεδήλωσε, βλέπει ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἦταν μετάνοια ἀνθρωπίνης προελεύσεως, ἀλλά ἐπρόκειτο γιά μιά μετάνοια ἡ ὁποία ἦταν ἔκφραση καί χάρισμα πού προέρχεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί, ὅταν καταλαβαίνη κανείς τί εἶναι ὁ Θεός καί μέ ποιά ὡραιότητα δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, τότε δέν μπορεῖ νά ἡσυχάση ἀπό τό κλάμα καί τήν μετάνοια.

Γι’ αὐτό καί εἶπα ὅτι εἶχε μιά πνευματική συγγένεια μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, καί τό βλέπει κανείς στά κείμενά του, ὅτι ἀγαποῦσε πάρα πολύ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Καί μάλιστα, ἐπειδή ξέρουμε ἀπό τίς σπουδές πού κάναμε στήν θεολογία ὅτι ὑπάρχουν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι, κυρίως Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι τήν Ἐπιστολή πρός Ἑβραίους δέν τήν ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά κάποιος ἄλλος, ἐπειδή, λένε, ὅτι ὑπάρχει μιά διαφορά ὕφους μεταξύ τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς καί τῶν ἄλλων Ἐπιστολῶν, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι αὐτή εἶναι καθαρά Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί εἶναι στήν πραγματικότητα μιά αὐτοβιογραφία του. Στήν Ἐπιστολή αὐτή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει μιά σύγκριση μεταξύ ὅλων ἐκείνων πού γινόταν στήν Παλαιά Διαθήκη, μεταξύ τοῦ Μωϋσέως, τῶν θυσιῶν, καί τοῦ Χριστοῦ καί, φυσικά, ἔβλεπε ἀνώτερο τόν Χριστό. Καί τότε περιῆλθε, ὅπως γράφει στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, σέ κατάσταση μετανοίας.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του παρουσιάζει τόν Χριστό μέ δεήσεις, μέ ἰσχυρά κραυγή στήν Γεθσημανῆ: «Ὅς ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκός αὐτοῦ δεήσεις τε καί ἱκετηρίας πρός τόν δυνάμενον σώζειν αὐτόν ἐκ θανάτου μετά κραυγῆς ἰσχυρᾶς καί δακρύων προσενέγκας ...» (Ἑβρ. ε΄, 7). Ἔλεγε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὅτι αὐτό τό χωρίο ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς μετανοίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν ἔρημο. Ἔτσι, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄγιος Σωφρόνιος μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική τῆς δικῆς του μετανοίας μετά διακρύων καί ἰσχυρᾶς κραυγῆς, κατάλαβε πολύ καλά, ὄχι μόνο τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή, ἀλλά καί ὅλες τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί ἀγάπησε τόν ἅγιο αὐτόν μέγα Ἀπόστολο.

2. Ἡ ἡσυχαστική ζωή προϋπόθεση Θεογνωσίας

Ἀπό ὅλα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στίς Ἐπιστολές του, εἶναι ἕνα χωρίο στό ὁποῖο θά ἤθελα ἁπλῶς νά κάνω μιά μικρή ἑρμηνεία. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή γιά τόν ἀγώνα τοῦ Χριστιανοῦ: «Λογισμούς καθαιροῦντες καί πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ». (Β΄ Κορ. ι΄, 5). Αὐτό εἶναι ἕνα καταπληκτικό χωρίο, τό ὁποῖο ἐκφράζει καί τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἐκφράζει καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο, γι’ αὐτό καί τό ἀναφέρω.

Γιά νά ἑρμηνεύση κανείς αὐτό τό χωρίο, πρέπει νά δῆ τήν εἰκόνα πού εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπό τό πῶς κυρίευαν τίς πόλεις τήν ἐποχή ἐκείνη. Οἱ πόλεις ἦταν καστροπολιτεῖες, ὅπως ἦταν καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι καστροπολιτεία καί ἡ Ναύπακτος. Εἶχαν δηλαδή τό Κάστρο, μέσα στό Κάστρο ἦταν οἱ πολίτες καί ἐπάνω σέ λόφο ἦταν ὁ πύργος, ὁ ὁποῖος ἦταν τό πιό δυνατό σημεῖο τῆς πόλεως. Ἄρα, ὅποιος ἤθελε νά κυριεύση τήν πόλη, ἔπρεπε πρῶτα νά κυριεύση τά τείχη τῆς πόλεως, νά φονεύση τούς στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τήν πόλη, στήν συνέχεια νά καταλάβη τό μεγαλύτερο ὕψωμα τῆς πόλεως καί, βέβαια, νά αἰχμαλωτίση ὅλους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στήν πόλη αὐτή.

Αὐτό ἀκριβῶς δείχνει τό χωρίο αὐτό πού παρουσιάζει τό ποιός εἶναι ὁ ἀγώνας τόν ὁποῖο πρέπει νά κάνη ὁ Χριστιανός. Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ δύο ρήματα. Τό πρῶτο εἶναι τό «καθαιροῦντες» καί τό δεύτερο εἶναι τό «αἰχμαλωτίζοντες».

Πρῶτον, τί σημαίνει «λογισμούς καθαιροῦντες»; Ὅπως τότε σκότωναν πρῶτα τούς στρατιῶτες πού προστάτευαν τά τείχη τῆς πόλεως, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά καθαιροῦμε τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς δημιουργοῦν προβλήματα, ἀνησυχίες καί μᾶς ὁδηγοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό. Ὄχι μόνον νά καθαιροῦμε τούς λογισμούς, ἀλλά νά καθαιροῦμε καί «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ», δηλαδή καί κάθε πράγμα τό ὁποῖο ὑψώνεται πάνω ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, εἴτε αὐτό λέγεται ἀνθρώπινη γνώση, εἴτε λέγεται ψευδοθρησκεία, εἴτε λέγεται ἐπιθυμία καί φιλοσοφία, εἴτε λέγονται πάθη τά ὁποῖα λατρεύουμε. Δηλαδή, ἄν εἶναι κάτι τό ὁποῖο λατρεύουμε καί τό θέτουμε πάνω ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτό πρέπει νά καθαιρεῖται. Ἄρα «λογισμούς καθαιροῦντες καί πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ».

Δεύτερον, δέν ἀρκεῖ μόνο τό «καθαιροῦντες», ἀλλά προχωρεῖ καί στό «καί αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ». Ἄρα, ἀφοῦ πρῶτα ἀποδιώκουμε ὅλους τούς λογισμούς καί ὅλα τά πράγματα τά ὁποῖα λατρεύουμε στήν ζωή μας καί τά θέτουμε πάνω ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν γνώση τοῦ Χριστοῦ, τότε πρέπει νά κάνουμε καί τό δεύτερο στάδιο πού εἶναι νά αἰχμαλωτίζουμε κάθε νόημα, κάθε σκέψη μας, κάθε διάθεσή μας, κάθε ἐπιθυμία μας στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. Νά κάνουμε τελεία ὑπακοή στόν Χριστό.

Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι πάρα πολύ δυνατός, εἶναι πάρα πολύ ἐκφραστικός, καί θά ἔλεγα, εἶναι ἕνας λόγος ὁ ὁποῖος μᾶς παρουσιάζει ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, καί γενικά τῶν ἁγίων, ἀλλά ἐδῶ ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας τόν ἅγιο Σωφρόνιο. Αὐτό ἔκαναν οἱ ἅγιοι καί αὐτό δίδασκαν, δηλαδή πρῶτα ἔπραξαν καί μετά δίδαξαν.

Τί ἔκαναν οἱ ἅγιοι καί τί μᾶς προτείνουν νά κάνουμε καί ἐμεῖς; Νά γκρεμίζουμε, νά καθαιροῦμε κάθε λογισμό καί κάθε λατρεία καί κάθε ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Καί στήν συνέχεια νά αἰχμαλωτίζουμε κάθε νόημα, κάθε λογισμό, κάθε σκέψη μας, κάθε ἐπιθυμία μας, κάθε βαθύτατο συναίσθημα καί αἴσθημα, καί ὅλα αὐτά νά τά αἰχμαλωτίζουμε στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ.

Νομίζω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κύρια διδασκαλία, ὄχι μόνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καί τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Αὐτό τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου προσδιορίζει τόν ἱερό ἡσυχασμό. Καί, ἄν θέλουμε νά τιμοῦμε τούς ἁγίους καί συγκεκριμένα νά τιμήσουμε σήμερα τόν ἅγιο Σωφρόνιο, θά πρέπει αὐτό τό χωρίο τό ὁποῖο εἶναι ἀπό τήν Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νά τό γράψουμε κάπου στό γραφεῖο μας νά τό βλέπουμε κάθε ἡμέρα, γιατί αὐτό εἶναι ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς, ἡ οὐσία τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς φιλοκαλικῆς ζωῆς.

Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πρός τόν Θεό. Ἀμήν.

  • Προβολές: 7