Skip to main content

Γιάννη Βαρδακουλά: Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1843 καὶ ἡ Ναυπακτία

Γιάννης Βαρδακουλᾶς

Τό 1844 ἐκδόθηκαν ἀπό τό ἐν Ἀθήναις Βασιλικό Τυπογραφεῖο τά “Πρακτικά της ἐν Ἀθήναις τῆς Τρίτης Σεπτεμβρίου Ἐθνικῆς των Ἑλλήνων Συνελεύσεως” μέ δημόσια δαπάνη. Τά Πρακτικά αὐτά ἀνατύπωσε τό 1993 ὁ ἐκδοτικός οἶκος “Ποντίκι”.

Ἀναδιφώντας τό κείμενο αὐτό, διεπίστωσα, ὅτι στίς ἐργασίες τῆς Ἐθνικῆς αὐτῆς Συνέλευσης εἶχαν συμμετάσχει, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, καί ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐπαρχίας Ναυπακτίας. Ἀπό τό Ναυπακτο-Βενέτικο οἱ Ἀναγννώστης Κίτζου, Πάνος Ἀλεξίου καί Σπύρος Πασαπόρτης, ἀπό δέ τά Κράββαρα οἱ Ἰωάννης Φαρμάκης καί Μ. Ἰω. Μιχαλόπουλος.

Στήν Ἐθνική αὐτή Συνέλευση, πού προῆλθε ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1843, διαμορφώθηκε, μετά ἀπό μακρές συζητήσεις, πού διήρκεσαν ἀπό τίς 8 Νοεμβρίου 1843 μέχρι 18 Μαρτίου 1844, τό Σύνταγμα τῶν Ἑλλήνων τοῦ 1844. Σπάνια ἀναφέρονται οἱ πληρεξούσιοι ἀντιπρόσωποι μέ τό ἐπώνυμό τους, ἐνίοτε δέ ἀναφέρεται ἡ περιοχή, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται. Διεξῆλθα τίς 703 σελίδες τοῦ κειμένου, στήν προσπάθειά μου, νά ἐντοπίσω παρεμβάσεις τῶν Ναυπακτίων ἀντιπροσώπων στήν ἱστορική αὐτή Ἐθνική Συνέλευση, τίς ὁποῖες θά παραθέσω κατωτέρω.

* * *

Τήν ἀνάρρηση στόν θρόνο τοῦ μονάρχη Ὄθωνα, κατά τήν ἐπιθυμία τῶν “προστάτιδων” δυνάμεων ἀκολούθησε ἡ ἄφιξη τῶν Βαυαρῶν καί ἡ ἀνάπτυξη τοῦ δεσποτικοῦ των καθεστῶτος, πού κατέπνιγε τήν ἔμφυτη στόν Ἕλληνα ἀρχή τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας καί ὑπονόμευε τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, προοιωνίζοντας ἄδοξο τέλος τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα καί τῶν θυσιῶν. Κατατρεγμός τῆς ὀρθόδοξης πίστης, διάλυση τῶν μοναστηριῶν, ραδιουργίες καί ὕπουλες ἐπεμβάσεις, πού καλλιεργοῦσαν τή διχόνοια, ἀνηλεής διωγμός τῶν ἀγωνιστῶν, γιά τόν ὁποῖο γράφει ὁ Μακρυγιάννης: “τόσοι κομμένοι κι’ ὅλα τα μπουντρούμια τῶν Βενετσάνων καί οἱ χάψες γιομάτες...”. Στά παραπάνω προστέθηκαν καί οἱ συνέπειες γιά τό λαό ἀπό τήν οἰκονομική κρίση τοῦ 1842-1843.

Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές ἐκδηλώθηκε ἡ Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, σέ ἀνάμνηση τῆς ὁποίας ἡ πρός τῶν ἀνακτόρων πλατεία ὀνομάσθηκε “Πλατεία Συντάγματος” (ἀπό τίς κραυγές τοῦ ἐπαναστατημένου λαοῦ “σύνταγμα - συνταγμα”) καί πῆρε τό ὄνομά της ἡ ὁδός 3ης Σεπτεμβρίου στήν Ἀθήνα.

Αὐτή ἡ ἐπαναστατική κίνηση ὁδήγησε στήν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1843 - 1844, γιά τήν σύνταξη τοῦ Συντάγματος, στήν ὁποία πῆραν μέρος καί οἱ πληρεξούσιοι ἀντιπρόσωποι τοῦ Ναυπακτο - Βενέτικου καί τῶν Κραββάρων, τῆς Ἐπαρχίας δηλαδή Ναυπακτίας.

Κατά τήν συνεδρίαση ΙΔ’ τῆς 27ης Νοεμβρίου 1843 ἡ Συνέλευση “μετέβη εἰς τήν ἐκλογήν τῆς ἐπί τῶν Ἀναφορῶν Ἐπιτροπής”, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὡς ὑποψήφιοι οἱ Ἰωάννης Φαρμάκης καί Σπύρος Πασαπόρτης, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν ἐξελέγησαν.

Κατά τήν συνεδρίαση τῆς 28ης Δεκεμβρίου 1843 κοινοποιήθηκε ἐπιστολή τοῦ ὑπασπιστῆ τοῦ Ὄθωνα, μέ τήν ὁποία τό Παλάτι ἤθελε νά πληροφορηθῆ, κατά τήν ἐπιθυμία του, “ἐάν ἡ Συνέλευσις φρονῆ νά προσφέρη κατά τήν πρώτη του νέου ἔτους ἡμέραν τάς εὐχᾶς της πρός αὐτήν εἴτε δί’ ὅλων των μελῶν της εἴτε δί’ ἐπιτροπής”. Ἡ Ἐθνοσυνέλευση ἐξέλεξε εἴκοσι τέσσερα μέλη της γιά τό σκοπό αὐτό. Στήν ἐπιτροπή αὐτή ἐκλέχτηκε ὁ πληρεξούσιος του Ναυπακτο - Βενέτικου Α. Κίτζος, γιά τόν ὁποῖο εἶναι γνωστό, ὅτι ὑπῆρξε καί πρόεδρος τοῦ Δήμου Ναυπακτίδος.

Κατά τήν πρώτη συνεδρίαση τῆς 8ης Νοεμβρίου 1843, μετά τόν ἁγιασμό, οἱ πληρεξούσιοι ἀντιπρόσωποι ἔδωσαν τόν ἀκόλουθο ὅρκο:

“Ορκίζομαι ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά ἐκπληρώσω τά Ἱερά του Πληρεξουσίου ἔργα, πιστός εἰς τήν Πατρίδα καί εἰς τόν συνταγματικόν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος Ὄθωνα, νά μήν προβάλω μήτε νά ψηφίσω τί ἀντιβαῖνον εἰς τήν πεποίθησίν μου, ἀλλά νά συντελέσω εὐσυνειδότως εἰς τήν σύνταξιν τῶν θεμελιωδῶν θεσμῶν, δί’ ὧν θέλουν ἐξασφαλισθῆ τά δικαιώματα καί τά συμφέροντα τοῦ τέ Ἔθνους μου, καί τῆς συνταγματικῆς μοναρχίας”

Στόν πίνακα ὅμως πού ἀκολουθεῖ, ἀναγράφεται μόνο ὁ Ἰωάννης Φαρμάκης καί ὄχι οἱ ἄλλοι τέσσερις πληρεξούσιοι, οἱ ὁποῖοι, ἀφιχθέντες προφανῶς μέ καθυστέρηση, ἔδωσαν τό νενομισμένο ὅρκο κατά τήν ἑπομένη συνεδρίαση τῆς 15ης τοῦ ἰδίου μηνός, ἀναγραφόμενοι στόν σχετικό πίνακα.

Στίς 13 Ἰανουαρίου 1844 συνῆλθε ἡ Λ συνεδρίαση τῆς Ἐθνικῆς Συνέλευσης κατά τίς ἐργασίες τῆς ὁποίας προτάθηκε ἡ ψήφιση τοῦ Β’ Ψηφίσματος, στό ὁποῖο ὁρίζεται, ὅτι “ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει νά σχηματίση τό προσωπικόν της δημόσιας ὑπαλληλίας... ἀπό τούς ἑξῆς, οἵτινες μόνοι εἶναι δεκτοί:
................
4. Οἱ παραυρεθέντες κατά τόν ἀγώνα ὁμόθρησκοι καί φιλέλληνες καί διαμείναντες σταθερῶς μέχρι τοῦ ἔτους 1827...”.
.......
Μέ τήν καθιέρωση ὡς ὁρίου τοῦ 1827, θά ἀποκλείονταν ἀπό τήν “δημόσια ὑπαλληλία” πολλοί ἀγωνιστές τῶν ἐτῶν 1827-1829, μεταξύ των ὁποίων καί πολλοί Ναυπακτίτες, δεδομένου ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ρούμελης πραγματοποιήθηκε κατά τήν ἐκστρατεία 1828-1829. Ἡ Ναυπακτία καί ἡ πόλη τῆς Ναυπάκτου ἀπελευθερώθηκαν τό 1829.

Φυσική ἦταν ἡ ἀντίδραση πολλῶν πληρεξουσίων, ποῦ, δυστυχῶς, δέν κατονομάζονται, μεταξύ των ὁποίων ἀσφαλῶς καί οἱ Ναυπακτίτες πληρεξούσιοι, πιστεύω.

“Τί θέλουσιν εἰπεῖ σήμερον αἵ οἰκογένειαι τῶν τόσων μαρτύρων, ἄν μάθωσι, ὅτι ὑπάρχει διάκρισις; Πῶς θέτουσι τινές τήν παῦσιν τοῦ πολέμου εἰς τό 27, ἐνῶ μέχρι τῶν 29 ἐξηκολούθουν πολεμοῦντες οἱ Ἕλληνες; Πῶς ἀνέχονται τοῦτο Χ. Χρίστος, Κριεζώτης, Σπύρος Μήλιος, Τζαβέλας καί ἄλλοι, οἵτινες κατά τά 29 συνεκρότησαν πεισματώδεις μάχας... Ἀταλάντη, Σάλωνα, Κράββαρα, Ἀνατολικόν, Μεσολόγγιον, κλπ. εἰς τό 29 ἐκυριεύθησαν...”.

Ἐξ ἄλλου, ὑποστηρίχθηκε ἀπό πληρεξουσίους: “τινές τῶν πληρεξουσίων παρέστησαν τάς κατά τοῦ ἐχθροῦ μάχας μετά τό 1827... παραδεχόμενοι, ὅτι ὁ ἀγών κατέπαυσεν εἰς τό 1827, ἀποκλείομεν λαμπρόν μέρος τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί τῶν κατορΘωμᾶτων μας... ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὁ ἀγών παρετάθη μέχρι τῶν 1829, ὄτε καί ἔπαυσεν.”

Τελικά, τό θέμα τέθηκε σέ ψηφοφορία καί ἔγινε δεκτό, μέ ψήφους 119:79, ὅτι “πρός δέ καί τούς ἀποδεδειγμένους λαβόντας στρατιωτικῶς μέρος καί εἰς μετά ταῦτα (τό 1827) ἤτοι μέχρι τό 1829 κατά ξηράν καί θάλασσαν γενομένας κατά τῶν ἐχθρῶν μάχας”.

Ὅτι οἱ Ναυπακτίτες πληρεξούσιοι ἔλαβαν ἐνεργό μέρος κατά τάς συζητήσεις τῆς πιό πάνω περιπτώσεως ἀποδεικνύεται ἀπό τά πρακτικά της ΛΕ’ τῆς 19 Ἰανουαρίου 1844 συνεδριάσεως, κατά τά ὁποῖα: “Ὁ δέ πληρεξούσιος Κραββάρων ἀναστᾶς, ἀνέγνω τάδε: “οἱ ἔχοντες τά ρητά προσόντα ἐννοοῦνται αὐτόχθονες, πάντων τούτων προτιμῶνται οἱ ἀποδεδειγμένως ἀγωνισταί καί τά τέκνα πάντων τούτων”” κατά τήν ἐπιλογήν τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων. Ἡ πρόταση αὐτή συζητήθηκε κατά τήν ἑπομένη ΛΣΤ’ συνεδρίαση τῆς 20ης Ἰανουαρίου 1844, κατά τήν ὁποία ἀπορρίφθηκε “διά μεγάλης καί διακεκριμένης πλειονοψηφίας” μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἡ διάκριση αὐτή ἀντίκειται στήν καθιερωμένη ἀρχή τῆς ἰσότητας, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐθνοσυνέλευση εἶχε κηρύξει “ἴσους πρός ἀλλήλους τούς Ἕλληνας, ἑξαλείψασα ὁλοτελῶς πάσαν ἰδέαν διακρίσεως εὐγενείας ἤ ὀλιγαρχίας καί μή ἀφήσασα ἄλλην διάκρισιν εἰ μή τήν προκύπτουσαν ἐκ τῆς παιδείας καί ἀρετής”.

Ἀπό τά πρακτικά των συνεδριάσεων ΚΓ’ τῆς 3ης Ἰανουαρίου καί ΚΔ’ τῆς 4ης τοῦ ἰδίου μήνα, προκύπτει, ὅτι ἔγιναν μακρές συζητήσεις μέ σκοπό τήν λήψη πρόνοιας γιά τήν διατήρηση καί στερέωση τῶν μοναστηριῶν, πού εἶχαν τεθεῖ ὑπό διωγμό, ὕστερα ἀπό εἰσήγηση τοῦ ἀηίίήί, οἱ ὁποῖες συζητήσεις κατέληξαν στήν μετά γνωμοδότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἔκδοση νόμου, πού θέλει κανονίσει καί τά “περί τῶν ἱερῶν καταστημάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς μοναζόντων”. Πολλοί πληρεξούσιοι ἀντιπρόσωποι ἔλαβαν τόν λόγο, χωρίς ὅμως νά κατονομάζονται. Μέ δεδομένο, ὅτι καί τά μοναστήρια τῆς Ἐπαρχίας μᾶς εἶχαν τεθεῖ ὑπό διωγμό καί τά πλεῖστα εἶχαν διαλυθεῖ, πρός δέ ὅτι ὁ Δῆμος Ναυπακτίδος εἶχε κινηθεῖ γιά τήν ἀνασύσταση μερικῶν, εἶναι λογικό οἱ πληρεξούσιοί της Ναυπακτίας, ἀνταποκρινόμενοι στό αἴσθημα τοῦ λαοῦ, νά ἔλαβαν καί αὐτοί ἐνεργό μέρος κατά τίς συζητήσεις.

Μακρά συζήτηση ἔλαβε χώρα κατά τίς συνεδριάσεις Ξ’ τῆς 23ης Φεβρουαρίου καί ΞΓ’ τῆς 29ης τοῦ ἰδίου μήνα, σχετικά καί μέ τήν ἠθική ἐπιβράβευση τῶν ἀγωνιστῶν μέ τήν ἀπονομή παρασήμου τιμῆς “ὡς ἔπαθλον ἀρετῆς καί ὡς τό μόνον μέσον νά παρέξη ἄξια της προγονικῆς ἀρετῆς καί δόξης ἀποτελέσματα”. Κατά τάς συζητήσεις οἱ πληρεξούσιοι Ναυπακτίας ἔκαναν τήν ἀκόλουθη πρόταση: “ἐπειδή εἰς τήν διανομήν τῶν ἀριστείων ἔλαβον χῶραν πολλαί ἀδικίαι καί καταχρήσεις... καί ἐπειδή αἵ καταχρήσεις αὗται διήγειρον σκανδαλώδεις ἀντιζηλίας καί διαφωνίας ἐπιζημίους εἰς τήν κοινήν ὁμόνοιαν, τήν τόσον ἀναγκαίαν,... τό ἀριστεῖον θέλει διανεμηθῆ ἄνευ ἐξαιρέσεως εἰς ὅλους τους ἀγωνιστᾶς ἕλληνας, τούς ἔχοντας ἡλικίαν ἀπό τριάκοντα πέντε ἐτῶν καί ἐπάνω”.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι μέ διάταγμα τῆς Ἀντιβασιλείας εἶχε καθιερωθεῖ γιά τούς ἀγωνιστές ἀριστεῖο, κατά τήν ἀπονομή τοῦ ὁποίου σέ πολλές ἑκατοντάδες ἀγωνιστῶν ὑπῆρξαν καί μερικοί “οἵτινες ἐθήλαζαν ἐπί τοῦ ἀγῶνος καί ὅλως ξένοι αὐτού” μέ ἀποτέλεσμα σκάνδαλα καί ζηλοτυπίες καί “πρόσκομμα εἰς τήν ἐνέργειαν τῶν Ὑπουργείων”. Τελικά ὁ προεδρεύων τῆς ΞΓ’ συνεδρίασης Α. Μαυροκορδάτος πρότεινε τή σύσταση Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία θά συντάξη κατάλληλο ψήφισμα, τό ὁποῖο θά θέσει “εἰς σκέψιν τῆς Συνελεύσεως”, ἡ ὁποία ἀποδέχθηκε τήν πρόταση καί “ἐπέτρεψεν εἰς τό Πρόεδρον νά ὀνομάση τά μέλη πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς. Στήν Ἐπιτροπή αὐτή ἔλαβε μέρος, μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ Προέδρου, ὁ πληρεξούσιος Ἰωάννης Φαρμάκης.

Τέλος, μετά τήν ὁλοκλήρωση καί τήν ψήφιση τοῦ Συντάγματος καί τῶν Ψηφισμάτων, ἐκλέχτηκε εἰκοσαμελής ἀπό τούς πληρεξουσίους ἀντιπροσώπους Ἐπιτροπή, γιά νά παρουσιάση στό Βασιλέα τό νέο Σύνταγμα. Στήν Ἐπιτροπή μετεῖχε καί ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ναυπακτο-Βενέτικου Πάνος Ἀλεξίου, τοῦ ὁποίου τό ἐπώνυμο ἀργότερα πολιτογραφήθηκε ὡς Βενέτικος.

* * *

Παρά τή προσπάθειά μου, δέν κατόρθωσα νά συγκεντρώσω στοιχεῖα γιά τό ἐπίπεδό των γνώσεων τῶν πληρεξουσίων ἀντιπροσώπων τῆς Ἐπαρχίας μας. Μένω μέ τήν ἐντύπωση, ὅτι ὅλοι εἶχαν ἀναδειχθεῖ μέ τή συμμετοχή τους στόν ἐθνικοαπαλευθερωτικό ἀγώνα, ἀφοῦ, ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ δράση βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά δημιουργήση καί νά προβάλη τήν προσωπικότητά του. Ὡς ἐκ τούτου, καίτοι ἐμφορούμενοι ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἰσότητας καί τῆς ἀλληλεγγύης πού σφυρηλατοῦνται στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀσφαλῶς δέν θά ἔλαβαν μέρος στίς θεωρητικές συζητήσεις γιά τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες τίς ὁποῖες τό Σύνταγμα ὀφείλει νά ὑπηρετήση. Ἡ συμμετοχή τούς ὅμως στόν ἀγώνα καί ἡ ἀντιμετώπιση ποικίλων καθημερινῶν προβλημάτων εἶχε βαθύνει καί διευρύνει τή δημοκρατική τους συνείδηση καί εἶχε ὀξύνει τό νοητικό καί κριτικό τους πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο προσέφεραν ἀσφαλῶς τή συμβολή τούς κατά τίς συζητήσεις γιά τά προβλήματα τοῦ ὅλου κοινωνικοῦ βίου, στά ὁποῖα ἔπρεπε ν’ ἀνταποκρίνεται ὁ συνταγματικός νόμος.

Μέ αὐτή τή ἐντύπωση ἔμεινα ὕστερα ἀπό ὅσα ἔχουν σημειωθεῖ ἀνωτέρω. Ἡ ἄποψή μου αὐτή ἐπαφίεται φυσικά στήν κρίση τοῦ ἀναγνώστη καί τῶν εἰδικῶν στά θέματα τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης. Πρόθεσή μου ἦταν, ν’ ἀναδειχθῆ καί ἡ συμβολή τῶν Ναυπακτιτῶν κατά τήν Ἐθνοσυνέλευση γιά τή ἑδραίωση τῆς συνταγματικῆς τάξης μετά τήν λαίλαπα τῆς δεσποτείας τῆς ἀπολυταρχικῆς Βαυαροκρατίας, ἡ ὁποία ἀπογαλάκτησε σέ μεγάλο βαθμό τόν ἑλληνισμό ἀπό τή λαϊκή παράδοση.

Τελειώνοντας τό σημείωμά μου αὐτό, ἅς μου ἐπιτραπεῖ νά προσθέσω: Ἡ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπανάστασης τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ἐκπληρώνοντας μέ τό Ψήφισμά της ΙΖ’ “ἱερόν χρέος ὡς πρός τήν διαιώνισιν τοῦ μεγάλου σεβασμοῦ καί τῆς ἐξαιρέτου εὐγνωμοσύνης, τήν ὁποίαν οἱ λαοί τῆς Ἑλλάδος σώζουσιν εἰς τήν μνήμην τοῦ ἀοιδίμου Ι. Α. Καποδίστρια, ποτέ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, ψηφίζει κατά τήν ἐν Ναυπλίω πλατείαν τῶν τριῶν Ναυάρχων νά ἀνεγερθῆ ἐπιμελεία τῆς Κυβερνήσεως ἀνδριάς τούτου ὡς εὐεργέτου τῆς πατρίδος”.

Ἐμεῖς ὅμως οἱ Ναυπάκτιοι, πού γνωρίζουμε τήν ἀγωνία του γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης μας ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό, ἀγωνία πού ὁλοκληρώθηκε μέ τήν παρουσία τοῦ κατά τήν πολιορκία τοῦ φρουρίου της καί τίς διεξαγόμενες μάχες, οὔτε ἕνα δρόμο δέν κατορθώσαμε νά Τοῦ ἀφιερώσουμε στήν ἱερή Του μνήμη;

  • Προβολές: 2584