Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πτυχὲς τοῦ Νεοπαγανισμοῦ καὶ ἡ αἰτία τῆς Εἰδωλολατρίας

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Στό σημείωμα αὐτό θά ἀναφερθῶ σέ τρία ἐνδιαφέροντα σημεῖα, πού ἀφοροῦν στήν κίνηση τοῦ νεοπαγανισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἄλλοτε εἴχαμε σημειώσει, παίρνει ἀνησυχητικές διαστάσεις σέ ὅλα τα στρώματα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς κοινωνίας. Δέν ἔχει, βέβαια, πολλούς πιστούς εἰδωλολάτρες, ἔχει, ὅμως, πολλούς πού παρασύρονται σέ ἀντιχριστιανικές ἀπόψεις - τίς ὁποῖες στό βάθος τους δέν τίς πιστεύουν - δελεασμένοι ἀπό τήν προβολή τοῦ ὁράματος τῆς ἔνδοξης ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ἐπίσης, δέν πρέπει νά μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορούς το γεγονός ὅτι οἱ διάφορες νεοειδωλολατρικές κινήσεις ὀργανώνονται σέ κοινό μέτωπο, κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τοῦ “Ὑπάτου Συμβουλίου τῶν Ἑλλήνων Ἐθνικών”, τό ὁποῖο, ὡς ἕνα εἶδος Συνόδου, προσδίδει στά κινήματα αὐτά τήν μορφή μιᾶς ὀργανωμένης θρησκείας, πού ἀπαιτεῖ, μάλιστα, τόν σεβασμό ὅλων των μνημείων της. Ἄσχετα, λοιπόν, ἀπό τόν πραγματικό ἀριθμό τῶν ὀπαδῶν της, ἔχουμε ἀπέναντί μας μιά θρησκεία, πού δέν κρύβει τίς ἐχθρικές διαθέσεις τῆς ἀπέναντι στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία. Σέ ὁρισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις ἐμφανίζεται ἀπροκάλυπτα ἀπειλητική, ὁπότε χρειάζεται νά ἔχουμε μιά καλή ἐνημέρωση πάνω στό φαινόμενο αὐτό, τό ὁποῖο, πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι δέν εἶναι μόνο ἑλληνικό.

Τό πρῶτο σημεῖο, λοιπόν, πού πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μᾶς εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό τελευταῖο• τό φαινόμενο τῆς νεοειδωλολατρίας εἶναι μᾶλλον “εἰσαγόμενο”. Σημαντικές πληροφορίες γιά τόν ἑλληνικό νεοπαγανισμό καί ἀναλύσεις γιά τήν σύγχρονη ἀναζωπύρωσή του μᾶς δίνει τό τεῦχος 69 τοῦ περιοδικοῦ “Συναξη”. Σέ αὐτό τό τεῦχος ὑπάρχουν παραπομπές σέ βιβλία καί περιοδικά πού ἀποτελοῦν πηγές πληροφοριῶν γιά τό θέμα αὐτό. Ἀπό ἐκεῖ πληροφορούμαστε, ὅτι “ἀντιπροσωπεία Ἑλλήνων νεοπαγανιστῶν συμμετεῖχε στό πρῶτο Παγκόσμιο Συνέδριο τῶν Ἐθνικῶν Θρησκειῶν, πού διοργανώθηκε πέρυσι τόν Ἰούνιο στή Λιθουανία (μέ κεντρικό θέμα “Ἑνότητα στή Διαφορά”)” (Β. Ξυδιά, Οἱ “Ἕλληνες” ξανάρχονται). Εἶναι φανερό, δηλαδή, ὅτι ἡ ἑλληνική νεοπαγανιστική κίνηση ἔχει πρότυπα ξένα πρός τόν ἑλληνισμό καί διατηρεῖ δεσμούς μέ νεοειδωλολάτρες ἄλλων ἐθνικῶν παραδόσεων, ὁπότε ἡ προβολή τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ προτύπου δέν εἶναι αὐθεντικά ἑλληνική, ἀλλά ψευδεπίγραφη, εἰσαγόμενη. Οἱ Ἕλληνες νεοειδωλολάτρες ἀποτελοῦν ἕνα κλάδο μιᾶς γενικότερης διεθνοῦς κίνησης ἐπιστροφῆς στίς ἀρχαῖες πολιτιστικές ρίζες καί στίς ἀρχαῖες θρησκεῖες. Ὁπότε ὁ πυρήνας τοῦ φαινομένου, πού πρέπει νά μελετηθῆ, δέν ἔχει τόσο σχέση μέ ἐθνικούς καημούς, ἀρχαῖες δόξες καί σύγχρονες ἀπογοητεύσεις, ὅσο μέ τίς αἰτίες πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στή λατρεία τῶν εἰδώλων.

Τό δεύτερο σημεῖο στό ὁποῖο πρέπει νά γίνη ἀναφορά εἶναι ἡ παρατήρηση, ὅτι ἡ κίνηση τοῦ νεοπαγανισμοῦ δέν εἶναι στήν οὐσία ἀναβίωση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς θρησκείας, ἀλλά μιά νέα σύγχρονη θρησκεία. Ο Σ. Παπαλεξανδρόπουλος σέ ἄρθρο, μέ θέμα: “Ὁ νεοπαγανισμός ὡς νέα θρησκεία” (Σύναξη, τεῦχος 69) σημειώνει, ὅτι “ἄν καί ὁ ἑλληνικός νεοπαγανισμός θεωρεῖ ὅτι ἀποτελεῖ ἀναβίωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, ὅπως αὐτή ἄκμασε σέ κάποια ἀπό τίς περιόδους της, στήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη θρησκεία, κατασκευασμένη ἀπό τούς συντελεστές τῆς μέσα ἀπό δύο κυρίως, διαμορφωμένες διαδικασίες: α) ἀπό τήν ἐπιβολή στήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία νεοθρησκειακῶν ἰδεῶν, δηλαδή ἰδεῶν προερχομένων ἀπό τή σύγχρονη ἐναλλακτική θρησκευτικότητα, καί β) ἀπό τήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ κατά τό δοκοῦν βελτιωτικές καί ἑπομένως ἀνιστορικές ἀναπλάσεις”. Μπορεῖ νά πῆ κανείς, δηλαδή, ὅτι μέ τούς σύγχρονους ἐκφραστές τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τούς δασκάλους τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ, πού κατακλύζουν τή Δύση. Προσφέρουν στούς δυτικούς ἕνα νέο Ἰνδουϊσμό, προσαρμοσμένο στά μέτρα τους. Ἔτσι καί οἱ νεοπαγανιστές μέσα ἀπό τίς ἀρχαῖες θεότητες προσπαθοῦν νά ἱκανοποιήσουν σύγχρονες ἀναζητήσεις, πού διαφέρουν πολύ ἀπό τίς ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων προγόνων μας.

Ἕνα τρίτο ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ἡ “θεολογία” τῶν νεοπαγανιστῶν καί πιό συγκεκριμένα οἱ ἀντιλήψεις τους γιά τήν φύση τῶν θεοτήτων τους καί ἡ σημασία πού ἔχει ἡ λατρεία ἡ ὁποία ἀποδίδεται σ’ αὐτές. Μιλᾶμε γιά ἀντιλήψεις, γιατί εἶναι πολλές. Ἄλλοι ἀντιλαμβάνονται τούς θεούς ὡς πραγματικές ὑλικοπνευματικές ὀντότητες (σύμφωνα μέ μία ἐκδοχή εἶναι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό διαδοχικές μετενσαρκώσεις ἔγιναν θεοί), ἄλλοι τούς θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀπρόσωπες δυνάμεις “αὐτόχθονες τούτης τῆς γῆς καί τοῦ Συμπαντος”, “ἄπειρες ἐπικλήσεις τοῦ Ἑνιαίου Κοσμικοῦ Θείου” καί ἄλλοι τούς βλέπουνε ὡς σύμβολα φυσικῶν ἤ ψυχικῶν δυνάμεων ἤ τάσεων, χωρίς ὑπόσταση, μέ καθαρά παιδαγωγική, ἠθικοπλαστική ἤ ψυχοδυναμική ἀξία. Κάποιος μάλιστα - ὁ Μ. Βερέττας - βλέπει στήν θεοποίηση τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, ἑνός ποταμοῦ γιά παράδειγμα, τήν δυνατότητα ἐπιβολῆς οἰκολογικοῦ ἤθους• “Ὅταν ἕνα ποτάμι εἶναι θεός, γράφει, δέν τό κάνουμε βόθρο ὅπως τόν Ἰλισσό” (Βλ. Β. Ξυδιά, Οἱ “Ἕλληνες” ξανάρχονται).

Σ’ αὐτό τό σημεῖο εἶναι ἐνδιαφέρον νά δοῦμε τί λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, στό ἔργο τοῦ “Κατά εἰδώλων”, γιά τίς αἰτίες πού στρέφουν τούς ἀνθρώπους στά εἴδωλα, ἀλλά καί γιά τήν φύση τῶν εἰδωλολατρικῶν θεοτήτων.

Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ζῆ στόν Παράδεισο καί νά βλέπη διαρκῶς, μέ τήν καθαρότητα τῆς ὑπάρξεώς του, τήν εἰκόνα τοῦ Πατρός, τόν Θεό Λόγο. Ὅμως, οἱ ἄνθρωποι “κατολιγορήσαντες τῶν κρειττόνων καί ὀκνήσαντες περί τήν τούτων κατάληψιν, τά ἐγγυτέρω μᾶλλον ἑαυτῶν ἐζήτησαν”. Καί τά ἐγγύτερα σ’ αὐτούς ἦταν τό σῶμα καί οἱ αἰσθήσεις του. Ἔτσι ἀπομάκρυναν τό νοῦ τους ἀπό τά νοητά καί τόν ἔστρεψαν στόν ἑαυτό τους. Αὐτή ἡ στροφή στόν ἑαυτό τούς τούς ἄναψε τήν ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, στίς ὁποῖες φυλακίστηκαν οἱ ψυχές τους. Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση λησμόνησαν τελείως τήν ἐξουσία πού τούς εἶχε δώσει ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός πάνω σε ὅλη τήν κτίση. Ἐξουσία ὄχι καταχρήσεως καί ἐμπαθοῦς ἐκμεταλλεύσεως, ἀλλά ἐξουσία τοῦ ἐργάζεσθαι καί φυλλάσειν, ὡς καθαροί καθρέπτες τοῦ Θεοῦ - προνοητή καί συντηρητή τῆς κτίσεως - μέσα στήν κτίση. Μέ τό αὐτεξούσιο μεγέθυναν τό κακό, διότι ἀπέβλεπαν “οὐκ εἰς τό συμφέρον καί πρέπον, ἀλλ’ εἰς τό δυνατόν”, θεωρώντας ὅτι καί μέ μόνη τήν αὐτεξούσια κίνησή της ἡ ψυχή “σώζει τήν ἐαυτῆς ἀξίαν καί οὔχ ἁμαρτάνει ποιοῦσα ὅ δύναται, οὐκ εἰδυία ὅτι οὔχ ἁπλῶς κινεῖσθαι ἀλλ’ εἰς ἅ δεῖ κινεῖσθαι γέγονε”. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε “πάντα μοί ἔξεστι ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει”.

Μόλις, λοιπόν, ἀπεσκίρτησε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἄρχισε ἡ σκέψη του νά προσηλώνεται ὅλο καί σέ χαμηλότερα πράγματα καί ἡ κρίση του νά διαφθείρεται. Ἔτσι, λόγω τῆς κακίας του, πού προῆλθε ἀπό τήν ραθυμία του, ἔχασε τό φῶς τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὅραση τοῦ ὁποίου πλάστηκε ἡ ψυχή καί ἄρχισε νά ἀποδίδει τήν τιμή τῆς θεότητος στά κτίσματα• πρῶτα στά οὐράνια σώματα, ἥλιο, σελήνη, ἄστρα, μετά στόν αἰθέρα καί ὅσα βρίσκονται μέσα στόν ἀέρα, μετά στά ἀρχικά στοιχεῖα τῶν σωμάτων, κατόπιν σέ ἀνθρώπους, ἀποδίδοντας τιμή στά ἄψυχα ἀγάλματά τους γιά νά φθάση στό πνευματικό του κατρακύλισμα μέχρι τή λατρεία ἀλόγων ζώων, ἀκόμη καί τεράτων τῆς φαντασίας του. Κάποιοι, πιό θρασεῖς σ’ αὐτή τήν κατάπτωση, ἔφθασαν νά θεοποιοῦν καί προσκυνοῦν τά κατώτερα ἀπό τά πάθη τους. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει ὅτι Θεοί τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ δωδεκαθέου ἦταν ἄνθρωποι. Γιά τόν Δία π.χ λέει ὅτι οἱ χάλκινοι λέβητες τῆς Δωδώνης καί οἱ κορύβαντες στήν Κρήτη - ἐπειδή δηλώνουν τήν λατρεία νεκροῦ θεοῦ - “τόν Δία μή εἶναι θεόν ἐλέγχουσιν ἀλλ’ ἄνθρωπον, καί τοῦτον ἐκ πατρός ὠμοβόρου (ποῦ ἔτρωγε δηλαδή ὠμά κρέατα) γενόμενον”.

Ἡ σημαντική θέση τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶναι ὅτι “προηγεῖται... αἰτία τῆς εἰδωλολατρίας ἡ κακία”. Αὐτό εἶναι στοιχεῖο πού πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μᾶς ἀντιμετωπίζοντας τήν νεοπαγανιστική κίνηση. Γιατί ἡ στάση ζωῆς πού ἐκφράζει ὁ νεοπαγανισμός εὔκολα μπορεῖ νά βρῆ ἀνταπόκριση σέ πολλούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἀτομοκεντρισμό καί τό κυνήγι τῆς ἡδονῆς. Οἱ πολλοί, δυστυχῶς, “ὀκνοῦμε περί τήν κατάληψη τῶν κρειττόνων” καί “ἀναπαυόμαστε” στά “ἐγγυτέρω”, στό σῶμα μας καί στίς ἡδονές του. Γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἐγρήγορση καί σταθερή - μέ ἐπιθυμία - προσήλωση στά “κρείττονα”, στήν ἀναζήτηση “τῆς αὐτοπροσώπου πρός Θεόν ὁμιλίας”.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3009