Γράφτηκε στις .

Γιάννη Γ. Γαϊτάνη: Το Καστέλλι των Πατρών ΡΙΟΝ και το Καστέλλι της Ρούμελης ΑΝΤΙΡΡΙΟΝ

Ἡ προέλευση τοῦ φρουρίου εἶναι αὐστηρῶς τουρκική

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Γ. ΓΑΪΤΑΝΗ

Μετά τήν πτώση τοῦ Φρουρίου τῆς Ναυπάκτου, τό ὁποῖο κατεῖχαν μέχρι τό ἔτος 1499 οἱ Ἐνετοί, καί τήν παράδοσή της ἀπό τόν διοικητή Ζουάνο Μόρης στόν Σουλτάνο Βαγιαζίτ, ὁ ὁποῖος αὐτοπροσώπως ἐξεστράτευσε, ὕστερα ἀπό τίς δύο προηγούμενες ἀποτυχημένες ἐπιθέσεις, τό ἔτος 1458 μέ τόν Ἰμέρ Πασά καί τό ἔτος 1497 μέ τόν Μουσταφά, ὁ Σινᾶν Πασάς, διαταχθεῖς, ἀνήγειρε τά δύο Φρούρια Ρίου καί Ἀντιρρίου, πρός ἀσφάλεια τῆς κυριευθείσης πόλεως.

“Ο Βαϊαζίτης γενόμενος τή 28 Αὐγούστου 1499 κύριος του σημαντικωτέρου ἐν Ἑλλάδι προμαχῶνος τῶν Ἐνετῶν (Ναυπάκτου), διέταξεν ἴνα ἐξασφαλισθῆ ἡ εἴσοδος τοῦ κόλπου διά τῆς ἀνεγέρσεως δύο φρουρίων ἐπί τῶν ἀκρωτηρίων Ρίου καί Ἀντιρρίου, ἀναθέσας τήν διεύθυνσιν τῶν ἐργασιῶν τούτων εἰς τόν Σινᾶν Πασάν, βεηλέρβεην τῆς Ἀνατολής” (Κ. Σάθα “Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάς”, Ἀθῆναι 1869, σέλ. 61).

Ὁ Οὐΐλλιαμ Μίλλερ, ἱστορικός της Φραγκοκρατίας στήν Ἑλλάδα, στό ἔργο τοῦ “Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι”, μέτ. Σ. Λάμπρου, Ἀθῆναι, 1909-1910, Β’ σέλ. 234-235), γράφει:

“Ο Σουλτάνος (Βαγιαζίτ Β’) ἐκράτει πλέον τῆς κλειδός τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου καί εἶχε πάραυτα διατάξει νά ἐξασφαλισθῆ ὁ εἴσπλους αὐτοῦ διά τῆς κτίσεως δύο φρουρίων, ἑνός ἐπί ἑκατέρας παραλίας, τοῦ Ρίου καί τοῦ Ἀντιρρίου, ἐκεῖ ὅπου τα Μικρά Δαρδανέλλια, ἔχοντα εὖρος ὀλίγω μεγαλείτερον ἑνός θαλασσίου μιλίου, χωρίζουσι τήν Στερεάν Ἑλλάδα ἀπό τήν Πελοπόνννησον. Ἀπερατώθη δέ ἡ τειχοδομία τῶν φρουρίων τούτων ἐντός τριῶν μηνῶν καῖπερ δέ φθαρέντα ὑπό τῶν πολεμικῶν τυχῶν διεσώθησαν ταῦτα ἔκτοτε μέχρι σήμερον ὡς γραφική ἀνάμνησις τοῦ Βαγιαζίτη Β’”.

Ἡ ἅλωση τῆς Ναυπάκτου ἦταν ἡ αἰτία τῆς πυργώσεως διά φρουρίων τῆς ἀκτῆς Πελοποννήσου καί τῆς αἰτωλικῆς ἀκτῆς. Τό πρῶτο ὀνομάσθηκε Ρίον ἤ Καστέλλι τοῦ Μορέως ἤ Καστέλλι τῶν Πατρών καί τό δεύτερο Ἀντιρριον ἤ Καστέλλι τῆς Ρούμελης. Οἱ ξένοι τα ἔλεγαν Καστέλλια καί οἱ Ἕλληνες Μικρά Δαρδανέλλια τοῦ Ἑλλησπόντου. Ἀπό διάφορες ἐνθυμήσεις, σωζόμενους καί σήμερα κώδικες στό Παρίσι, στήν Βιέννη, στό Σινά, στήν Πάτμον καί σέ διάφορα Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους (Ἰβήρων, Δειμῶνος, Δοχειαρίου), καταφαίνεται ἡ τουρκική προέλευσή των καί ὄχι ἑνετική, ὅπως κάποιοι ὑποστηρίζουν, παρασυρθέντες ἀπό τά γειτονικά ἑνετικά παράλια.

Ἡ πύργωση τοῦ Ἀντιρρίου ἤλεγχε τά ξένα πλοῖα στόν Κορινθιακό ἀποτελεσματικά, μή ὑπαρχούσης τότε τῆς διώρυγας τῆς Κορίνθου, σέ ἀπόσταση ἐνάμιση ναυτικοῦ μιλίου. Πολεμικά πλοῖα ἀπαγορευόταν νά περάσουν τά στενά. Ὁ εἴσπλους ἐπετρέπετο μόνο στά ἐμπορικά πλοῖα τήν ἡμέρα καί κατόπιν ἀδείας των προξενικῶν ἀρχῶν Πατρών.

Ἡ τύχη τῶν φρουρίων Ναυπάκτου καί Καστελλίων ἦταν ἐναλλασσόμενη μεταξύ Τούρκων καί Ἐνετῶν. Ἕνεκα τῶν σφοδρῶν συγκρούσεων καί μαχῶν τῶν ἀντιμαχομένων, τά φρούρια ἔπαθαν σημαντικές καταστροφές. Κατόπιν ἐπιτοπίου ἐξετάσεως ἀπό τόν Κορνέρ, σέ ἐπιστολή τοῦ ἀναφέρει ὅτι τά φρούρια Ρίου - Ἀντιρρίου καί τά γειτονικά εἶχαν ἀνάγκη ἐπισκευῆς. Ὁ μηχανικός Λεονάρδο Μάουρο ἀνέλαβε τήν σύνταξη μελέτης ἐπισκευῆς καί ὑπολογισμό τῶν δαπανῶν. Ἐπειδή τό φρούριο Ἀντιρρίου ἦταν κατεστραμμένο, γκρεμίσθηκε ἐκ βάθρων καί κτίσθηκε νέο, ὅπως ἀναφέρει ὁ γεωγράφος Μελέτιος τό ἔτος 1701, καί ὀνομάσθηκε Νεοκάστρο.

Κατά τήν δεύτερη τουρκοκρατία τοῦ Μορέως ἔπεσαν τά φρούρια στά χέρια τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι καί πάλι τά ἐπύργωσαν καί ὀχύρωσαν.

Ὁ Φελίξ ντέ Μπαζούρ στό βιβλίο τοῦ “Στρατιωτικά Ταξίδια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας” (Παρίσι 1825, σέλ. 66), δίδει μιά ἀκριβῆ καί σύντομη περιγραφή τοῦ Ρίου:

“Το φρούριον τοῦ Ρίου εἶναι ἕνα τρίγωνον παράπλευρον, ἐκ πύργων ὑπονομωδῶν, ἐκ τῶν ὁποίων δύο πλευραί περιβρέχονται ἀπό τήν θάλσσαν, ἐνῶ ἡ τρίτη ἀπομακρύνεται ἐκ τῆς θαλάσσης διά τῆς διατομῆς, ἡ ὁποία ἐπέχει θέσιν τάφρου. Τό δέ φρούριον τοῦ Ἀντιρρίου εἶναι ἕν τραπέζιον, περικλειόμενον ὑπό τῆς θαλάσσης κατά τρεῖς πλευρᾶς καί ὑπερασπιζόμενον κατά τήν τετάρτην πλευράν ὑπό τάφρου ἐπικλείστου”.

Μεγάλες καταστροφές ἔπαθε τό φρούριο Ἀντιρρίου, καθώς καί μεγαλύτερές το τοῦ Ρίου ἀπό τά κανόνια τοῦ Μαιζῶνος, ἡγουμένου ἐκστρατευτικοῦ σώματος Γαλλικοῦ στρατοῦ, τό ὁποῖον κατεδίωξεν ἐκ τῆς Πελοποννήσου τούς Τούρκους καί τόν Ἰμπραήμ. Ὅλες οἱ βλάβες ἐπισκευάσθηκαν ἀπό τούς Γάλλους. Νέα ἔργα ἔγιναν στά φρούρια, γιατί παρατηρήθηκαν ἐλλείψεις ἀπό τούς Τούρκους καί τούς Ἐνετούς, ἀπό Γάλλο μηχανικό. “... Μετεφέραμε στά καλά κανόνια καί μεγάλη ποσότητα βλημάτων κι ἔτσι οἱ Ἕλληνες θά μποροῦν νά ὑπερασπίσουν τά ὀχυρά πού κατέκτησαν μέ τ’ ἅρματα τους” (Ζ. Μανζάρ: “Ἀναμνήσεις ἀπ’ τό Μοριά”, μέτ. Γ. Τσουκαλά, ἔκδ. “Βιβλιοθήκης” ἄρ. 20, Ἀθῆναι 1957, σέλ. 181-182).

Στά νεώτερα χρόνια, μετά τό 1870, τό φρούριο τοῦ Ἀντιρρίου κατεστράφηκε σέ διάφορα σημεῖα ἀπό τούς κατοίκους τοῦ ὁμώνυμου χωριοῦ, γιά τήν κατασκευή τῶν οἰκιῶν τους, ἀπό τίς πέτρες του.

Ἡ ζωή τοῦ φρουρίου εἶναι περιπετειώδης καί ἡ προέλευσή του αὐστηρῶς τουρκική. Ἡ κατάστασή τους σήμερα εἶναι καλή καί χρήζει συντηρήσεως ἀπό τήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία. Παραμένει πάντοτε “ὡς γραφική ἀνάμνησις τοῦ Βαγιαζίτ Β’” καί “ζζ’ (1499) ἔλαβε (ὁ Βαγιαζίτ Β’) τήν Ναύπακτον ἐν μηνί Αὐγούστω καί τόν Σεπτέμβριον ἐκτίσθηκαν τά νεοκάστρα εἰς τό Στενό, ἡ δέ ἁρμάδα ἐξεχείμασεν εἰς τά Ἄσπρα Ὀσπίτια” (Κῶδιξ Μονῆς Ἰβήρων 388, φ. 41α).

Σήμερα ἐντός του φρουρίου στεγάζεται εἰδική Ὑπηρεσία τοῦ Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ, ποντίσεως ὑποβρυχίων φραγμάτων.

Σήμ.: εὐχαριστοῦμε τόν Κ. Σ. Κώνσταν γιά τήν παροχή ἀγνώστων στοιχείων.