Γράφτηκε στις .

Συνεργάτης τῆς “Παρέμβασης” ἐκάρη μοναχός καί χειροτονήθηκε Διάκονος

Συνεργάτης της “Παρέμβασης” εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος

Πῶς ἐκλήθης ἀδελφέ; Ρωτοῦν τόν νεοκαρέντα μοναχό οἱ πιστοί ἀμέσως μετά τήν κουρά του. Καί ἀφοῦ ἐκεῖνος πεῖ τό ὄνομά του, τοῦ εὔχονται: Σωθείης! Αὐτή ἡ μονολεκτική εὐχή ταιριάζει σ’ ἐκείνους πού ὁ πόθος γιά τόν Νυμφίο Χριστό καί ἡ ἀγάπη πρός τήν μητέρα Ἐκκλησία τούς ὁδηγεῖ στό νά λάβουν τό μοναχικό σχῆμα.

Τήν ἴδια εὐχή, λοιπόν, δώσαμε καί ἐμεῖς ὅλοι στόν ἀγαπητό μας ἀδελφό Νικόλαο Γεωργᾶτο, ὁ ὁποῖος κατά τήν κουρά τοῦ (ρασοφορία), πού ἔγινε κατά τόν ἀρχιερατικό Ἑσπερινό της 18ης Σεπτεμβρίου, στόν ἅγιο Δημήτριο Ναυπάκτου, πῆρε τό ὄνομα Καλλίνικος. Ὁ μέχρι πρίν ἀπό λίγο καιρό Νικόλαος Γεωργᾶτος γεννήθηκε στήν Ἔδεσσα, μεγάλωσε καί ἀναπτύχθηκε μέσα σέ περιβάλλον ἐκκλησιαστικό, συνοδευόμενο πάντοτε ἀπό τήν παρουσία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης Καλλινίκου.

Ἀποφοίτησε τό 1986 ἀπό τήν παιδαγωγική ἀκαδημία Ἡρακλείου Κρήτης. Ὑπηρέτησε ἑπτά χρόνια ὡς δάσκαλος σέ σχολεῖα τῆς Ἀθήνας καί τῆς περιφέρειας. Ἀπό μαθητής τοῦ Δημοτικοῦ συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν Μητροπολίτη μας κ. Ἱερόθεο, Ἱεροκήρυκα τότε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης. Καί ὅταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἱερόθεος ἐξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄγ. Βλασίου ἦλθε κοντά του. Ἀπό τότε ἐργάζεται στήν Ἱερά Μητρόπολη καί συντελεῖ στήν ἔκδοση τῆς “Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης”.

Τήν κουρά ἔκανε ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος μέσα σέ μιά ἀτμόσφαιρα πολύ συγκινητική, τόσο γιά μᾶς ὅσο καί γιά τόν ἴδιο. Ἡ ἀκολουθία ἦταν λιτή, ἀλλά καί μεγαλειώδης. Πρόσωπα ἀγαπητά του π. Καλλινίκου ἀπό τήν Ναύπακτο, τήν Ἔδεσσα, τήν Ἀθήνα, τήν Βοιωτία καί ἀπό ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας συγκεντρώθηκαν στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, γιά νά συμπροσευχηθοῦν καί νά εὐχηθοῦν στόν νεοκαρέντα μοναχό το “σωθείης” ἤ τό “νά εὐαρεστήσης θεῶ καί ἀνθρώποις”.

Ὁ Σεβασμιώτατος στήν ὁμιλία του (ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύριο ἄρθρο αὐτῆς τῆς “Παρέμβασης”) ἐξῆρε τήν ἀξία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ. Μοιράστηκε μαζί μας ἀναμνήσεις ἀπό τόν ἅγιο γέροντά του, Μακαριστό Μητροπολίτη Καλλίνικο, τόν ἄνθρωπο πού ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε μέ σταυρικό φρόνημα καί ἀγάπη θυσιαστική τόν σωτήρα Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Εὐχήθηκε ἀκόμη στόν νεοκαρέντα π. Καλλίνικο νά ἀποκτήση τό ἴδιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα αὐτοῦ του ξεχωριστοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τήν εὐγνώμονα καρδία του, μιᾶς καί αὐτοῦ το ὄνομα τοῦ ἔδωσε ὁ Σεβασμιώτατος, ὡς ἔνδειξη σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τόν Γέροντά του.

Ἡ μεγαλοδωρία, ὅμως, τοῦ Θεοῦ δέν σταμάτησε ἐδῶ, ἀφοῦ τήν ἑπομένη μέρα ἀκολούθησε ἡ χειροτονία τοῦ π. Καλλινίκου σέ διάκονο.

“Πάντων τῶν Ἁγίων....” ἀκούσθηκε ἡ ἐκφώνηση ἀπό τόν καινούργιο διάκονο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί ὅλοι ἐμεῖς πού τόν γνωρίζουμε χρόνια, ἐντείναμε τίς προσευχές μας, νά τόν ὁδηγῆ ὁ Κύριος εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν καί εἰς τήν καλήν διακονίαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Στήν χειροτονητήρια ὁμιλία τοῦ ὁ π. Καλλίνικος εἶπε:

Συνεργάτης της “Παρέμβασης” εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος“Ή καί Σαούλ ἐν προφήταις;”

Αὐτό ἦταν τό ἐρώτημα πού γεννήθηκε στούς τότε Ἰσραηλίτες, μόλις εἶδαν τόν Σαούλ, τόν υἱό τοῦ Κίς, ἐν μέσω τῶν προφητῶν.

Ἕνα παρόμοιο ἐρώτημα ἔχει ἐντυπωθεῖ στήν σκέψη μου, ὅταν πρίν μερικούς μῆνες μοῦ ἀναγγείλατε, Σεβασμιώτατε, τήν πρόθεσή Σας νά μέ χειροτονήσετε διάκονον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα παρόμοιο ἐρώτημα αἰσθάνομαι νά κεντᾶ καί τίς καρδιές τῶν Χριστιανῶν πού συνάχθηκαν στόν Ἱερό αὐτό Ναό τοῦ Ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, καθώς μέ θεωροῦν ἀνάμεσα στούς ἁγίους Ἱερεῖς, μπροστά στόν Ποιμένα τῆς Ναυπάκτου, καί ἐνῶ πρόκειται ἐντός ὀλίγου νά συγκαταριθμηθῶ στούς Κληρικούς τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας:

“Ή καί Νικόλαος, νῦν δέ Καλλίνικος, ἐν διακόνοις;”

Τότε ὁ Σαούλ μέν ἔψαχνε τούς ὄνους τοῦ πατέρα του, ἐκτελοῦσε δηλαδή ἔργο ὑπακοῆς. Ἐγώ, ὅμως, ἔβοσκα χοίρους, ἐκτελώντας ἔργο ἀνυπακοῆς, ἀφοῦ πρῶτα ἐδαπάνησα τόν ἀμύθητο πλοῦτο, πού μου εἶχε δοθῆ ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα μας. Πλοῦτο πού δίδεται σέ κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον. Ἐννοῶ δέ τά φυσικά χαρίσματα πού εἶναι κοινά στήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά καί τά ἐκκλησιαστικά χαρίσματα, πού δίδονται στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.

Μοῦ δόθηκε, λοιπόν, περιουσία ἀμύθητη: πρῶτα - πρῶτα, ἡ ὕπαρξη μέσα ἀπό τήν ἀνυπαρξία, καί μάλιστα ὕπαρξη κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Πλάστη• μοῦ δόθηκε νοῦς φωτεινός καί ἁπλός, ψυχή λογική, νοερά καί αὐτεξούσια, πνεῦμα ζωοποιό του συνημμένου σώματος. Μοῦ δόθηκε σῶμα πρός μετάνοιαν, ἀλλά καί ὅλα τα ἀπαραίτητα ἀγαθά γιά τήν συντήρησή του.

Μέ ἀνέθεσε ὁ Θεός σέ γονεῖς πού θυσιάστηκαν γιά μένα, ὥστε νά ἀναπτυχθῶ χωρίς προβλήματα μέσα στόν κόσμο αὐτόν τῆς φθορᾶς• γονεῖς πού μέ ὁδήγησαν στήν ἁγία κολυμβήθρα, γιά νά γίνω μέλος τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας• γονεῖς πού ὁδήγησαν τά βήματά μου στόν Ἱερό Ναό, ὥστε νά συμμετέχω στήν θ. Λειτουργία, καί μάλιστα καθισμένος στό ἀναπαυτικότερο γιά τά νήπια κάθισμα: τά σκαλάκια μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐγνώρισα, ἔτσι, ἀπό βρέφος τά ἅγια μυστήρια, ἀξιώθηκα νά δεχθῶ πάνω μου σταυροειδῶς τό ἅγιο χρίσμα. Γεύθηκα, βρέφος ὧν, τό Ζωοποιό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως. Ἀσπάστηκα, νήπιος ὧν, χέρια ἱερατικά, ἁγιασμένα. Ἔσκυψα παιδί ἀκόμη κάτω ἀπό τό ἱερό πετραχήλι, καί μάλιστα τό δικό σας πετραχήλι, Σεβασμιώτατε.

Ἀξιώθηκα, κατά τόν εἰπόντα, “νά ζήσω στήν Ἔδεσσα τοῦ Καλλινίκου”, τοῦ μικρόσωμου αὐτοῦ πνευματικοῦ ἄτλαντος, πού ἔσκυψε μέ ὑψηλή ταπείνωση καί ἐσήκωσε στούς δύο ἔθραυστους ὤμους τοῦ τό ἀσήκωτο φορτίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί τό πικρό φορτίο τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν. Αὐτοῦ πού ἀξιώθηκε νά δή στήν δύση τῆς ζωῆς τοῦ τήν Παναγία τήν Προυσιώτισσα, τήν ὁποία ἔτρεχε νά προσκυνήση κρατώντας τό φουστάνι τῆς γιαγιᾶς τοῦ νήπιος ὧν. Αὐτό τό ὅραμα ἀπεδείκνυε τό γεγονός ὅτι ἔφθασε στήν δύση τῆς βιολογικῆς ζωῆς του, διατηρώντας τήν νηπιακή ψυχή, πού εἶχε στήν ἀνατολή τῆς ζωῆς του.

Ἔζησα στήν Ἔδεσσα τοῦ Καλλίνικου, ἀλλά δέν ἀξιώθηκα νά ζήσω τόν Καλλίνικο. Δέν ἐτίμησα καί δέν ἐσεβάσθηκα πρός στιγμήν τίποτε ἀπό ὅλα τα πολύτιμα δῶρα πού προανέφερα. Ἔγινα ξένος πρός ὅλη αὐτή τήν παράδοση. Καί γνωρίζω καλῶς ὅτι σέ κεῖνα τά δύσκολα χρόνια της νεανικῆς μου ἡλικίας οἱ ἐκτενεῖς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρ ἐμοῦ, καί τά ἔμπονα δάκρυα τῶν συγγενῶν καί φίλων μου, “ἔκαμψαν” τόν Δεσπότη Χριστό, καί βιαίως ἔσωσε μέ ἡ Δεξιά Αὐτοῦ.

Ὁ Σαούλ συνάντησε τόν Βλέποντα, καί εἰσῆλθε στόν χορό τῶν προφητῶν. Ὁ Νικόλαος, νῦν δέ Καλλίνικος, συνάντησε τόν δικό του Βλέποντα, Ἐσάς, Σεβασμιώτατε, καί νά τώρα εἰσέρχεται στόν χορό τῶν διακόνων. Σᾶς συνάντησα καί μέ ἐθρέψατε μέ τούς “λόγους τῆς πίστεως καί τῆς καλῆς διδασκαλίας”, τήν ὁποία διδασκαλία ἀντλεῖται ἀπό τά καθάρια νάματα τῆς πολυτίμου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, πού κληρονομήσατε διά τῆς μαθητείας ἀπό τούς ἁγίους της Ἐκκλησίας μας, καί μάλιστα ἀπό τόν Γέροντά Σας, τόν Ἐδέσσης Καλλίνικο.

Τί θά συναντήσω στό στάδιο πού ἀνοίγεται μπροστά μου, δέν γνωρίζω• πῶς θά διακονήσω, δέν γνωρίζω• ἄν εἶμαι ἄξιος, οὔτε αὐτό τό γνωρίζω. Γνωρίζω ὅμως ὅτι ἡ κρίση Σᾶς σέβεται τό πρόσωπο, ὑπακούει στό Εὐαγγέλιο, φωτίζεται ἀπό τούς Πατέρας, δέν προκαλεῖ τόν χρόνο, ὑπολογίζει τόν χῶρο, γνωρίζει τό τέλος, γνωρίζει τόν σκοπό καί τήν ἐνδελέχειά μας. Γνωρίζω ἀκόμη τήν ἀγάπη Σας πρός τό πρόσωπό μου, πρός τό πρόσωπο κάθε λογικοῦ προβάτου πού σᾶς ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Χριστός. Μιά ἀγάπη πού εἶναι ἀληθινή, γιατί στηρίζεται στήν γνώση. Πολλοί μας ἀγαποῦνε, ἀλλά νομίζω ὅτι ἀγαποῦν τήν εἰκόνα πού ἔχουν οἱ ἴδιοι σχηματίσει γιά τό πρόσωπό μας, η, ἀκόμη χειρότερα, ἀγαποῦν τήν εἰκόνα πού θέλουμε ἐμεῖς νά ἔχουν οἱ ἄλλοι γιά τό πρόσωπό μας. Ὅταν ὅμως μᾶς γνωρίζουν, μᾶς ἀποστρέφονται, καί δικαίως. Πλήν ὅμως Ἐσεῖς μέ γνωρίζετε, καί δέν μέ ἀποστραφήκατε. Καί αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο. Εἶμαι δέ πεπεισμένος ὅτι αὐτή ἡ ἀγάπη Σας δέν πρόκειται νά ἀφήση κανένα προσωπεῖο νά ἐπικαλύψη τό πρόσωπο πού μου χάρισε ὁ Θεός. Τό γνωρίζω αὐτό καλῶς καί τό διατρανώνω καί ἐδῶ, ἐνώπιόν της Ἐκκλησίας: Μισεῖτε τά προσωπεῖα, καθώς καί ὁ Κύριος τα μισεῖ. Αὐτό μου δίδει ἄπειρες ἐλπίδες ὅτι δέν πρόκειται νά προδώσω τήν κρίση Σας, καί δέν πρόκειται νά προδώσω τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί, ἀκόμη καί ἄν ἡ διεστραμμένη μου θέλησις ὁδηγήση μέ πρός ἄλλας ὁδούς, βιαίως θά μέ ἐπαναφέρετε πρός τήν τελείωση τῆς διακονίας πού ἀναλαμβάνω. Ἐγώ τό μόνο πού εὔχομαι εἶναι νά μοῦ δίδη ὁ Θεός δύναμη νά διατηρῶ πνεῦμα μαθητείας.

Γνωρίζω ὅτι σήμερα δέν ἐπιβραβεύομαι γιά κάτι, ἀλλά καλοῦμαι νά ξεπληρώσω τά γραμμάτια τῆς ἀγάπης πού δέχθηκα ἀπ’ ὅλους ὅσους συναναστράφηκα, ἀπ’ ὅλους ὅσους μέ εὐεργέτησαν ποικιλοτρόπως μέχρι σήμερα, καί τούς ὁποίους εὐχαριστῶ καί εὐγνομωνῶ.

Εὐχαριστῶ τούς γονεῖς μου γιά ὅλα ὅσα προανέφερα.
Εὐχαριστῶ τά ἀδέλφια μου, πού μου συμπαραστάθηκαν στά εὐτράπελα χρόνια της νεότητός μου.
Εὐχαριστῶ τούς δασκάλους καί καθηγητᾶς μου, πού ἀνέχθηκαν ἕναν ἀτίθασο νεανία ὡς μαθητή τους.
Εὐχαριστῶ τούς κατά πνεῦμα ἀδελφούς καί ἀδελφές μου, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού μέ περιέβαλαν μέ τήν ἀγάπη τους, μέ μεγάλη ὑπομονή καί συγκινητικό ἐνδιαφέρον.
Εὐχαριστῶ τά μέλη τῆς κατά τήν Ναύπακτον Ἐκκλησίας, Κληρικούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι μέ δέχθηκαν σάν παιδί καί ἀδελφό τους.

Ἔζησα, λοιπόν, στήν ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας, καί τώρα ἡ Ἐκκλησία μέ καλεῖ νά τήν διακονήσω• μέ καλεῖ νά περιβληθῶ τό ἔνδοξο καί τίμιο ράσο• μοῦ ζητᾶ νά κρατῶ τό ὀράριο καί νά καλῶ τόν λαό σέ δέηση καί προσευχή• μοῦ ζητᾶ νά διακονῶ τόν Ἱερέα στήν ἀναίμακτη θεία Λειτουργία, μοῦ ζητᾶ νά παραστέκομαι καί νά διακονῶ τόν Ἀρχιερέα, καί μάλιστα τόν ἅγιο Ναυπάκτου. Ζητᾶ ἀπό μένα νά γίνω “καλός διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καί τῆς καλῆς διδασκαλίας ἤ παρηκολούθηκα”.

Κι ἐγώ, γιά νά ἀνταποκριθῶ σ’ αὐτό τό ὑψηλό διακόνημα, ζητῶ τίς εὐχές Σας, Σεβασμιώτατε, καί ἅγιοι Πατέρες• ζητῶ τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζοντας μετά βεβαιότητος ὅτι χωρίς αὐτές θά εἶναι πάντα ἄξιον ἀπορίας:

“Ή καί Νικόλαος, νῦν δέ Καλλίνικος, ἐν διακόνοις;”, γιά νά μή πῶ: “Ή καί Νικόλαος, νῦν δέ Καλλίνικος, ἐν ἀνθρώποις;”

Εὔχεστε, ἅγιε Δέσποτα,
εὔχεστε Πατέρες καί ἀδελφοί”.

Θαυμάσιος ἦταν καί ὁ λόγος τοῦ Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος “ἀνεβίβασε τόν νοῦ εἰς ὕψος δυσανάβατον”, ἀναφερόμενος στήν τάξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας καί στό πῶς αὐτή συντελεῖ στήν σωτηρία τῶν πιστῶν.

Τήν πνευματική τράπεζα ἀκολούθησε καί ὑλική, ὡς εὐχαριστία σέ ἐκείνους πού “ἐκ περάτων συνέδραμον” στήν μεγάλη αὐτή ἀγαθοδωρία.