Skip to main content

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ναύπακτος ἀπό τά κείμενα Μητροπολίτου Ἰωάννου Ἀποκαύκου

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Στήν σειρά “Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί Ἐκκλησιαστικοί Συγγραφεῖς τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος” ἔξεδοθησαν ἀπό τόν Ἱερομόναχο π. Ἱερώνυμο Δελημάρη τά διασωθέντα κείμενα τοῦ πάλαι ποτέ μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἄρτης Ἰωάννου Ἀποκαύκου. Γιά τόν μητροπολίτη Ἀποκαυκο εἶχα πληροφορίες ἀπό τήν ἐναίσιμη διδακτορική διατριβή τοῦ συμπολίτη μᾶς γυμνασιάρχη κ. Κοσμᾶ Λαμπροπούλου, ὅπως καί ἀπό δημοσιεύματα τῆς κ. Εὐγενίας Καραγιάννη - Χαραλαμποπούλου. Μέ τήν προδιάθεση ἀπό τή μικρή αὐτή προετοιμασία μου, ἀναζήτησα στό πολυσέλιδο βιβλίο τοῦ π. Ἱερωνύμου Δελημάρη, μέ πολλές δυσκολίες στή γλώσσα, ὀφείλω νά ὁμολογήσω, στοιχεῖα γιά τήν πόλη μας, πού ἐπικεντρώθηκαν τελικά στήν ἱστορία καί τόν κοινωνικό καί οἰκονομικό της βίο στά χρόνια της ἀρχιερατείας τοῦ Ἀπόκαυκου (12ος-13ος αἰώνας). Πρίν προχωρήσω, θ’ ἀναφερθῶ συνοπτικά σέ πληροφορίες γιά τόν λόγιο αὐτόν μητροπολίτη, μέ βάση τά “βιογραφικά”, πού ἀναφέρει γι’ αὐτόν ὁ π. Ἱερώνυμος. Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, μεταξύ 1153-1160, ὅπου καί σπούδασε στή Σχολή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ἡ ὁποία ἦταν παράρτημα τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ἀπ’ τήν ὁποία ἀπεφοίτησε, μετά ἐξαιρετικές σπουδές “στά θεολογικά πράγματα καί τήν θύραθεν παιδεία”. Ἦταν ἀνηψιός τοῦ διαπρεποῦς μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Μανασσή, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε τό 1187 διάκονο, στήν πόλη μας, καί τό 1199 ἤ 1200 χειροτονήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὅπου καί παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι 6 Αὐγούστου 1232. Στό χρονικό αὐτό διάστημα ἔγραψε καί τίς περιεχόμενες στήν ἀνωτέρω ἐργασία “Ἐπιστολές” του, στίς ὁποῖες ἀναζήτησα τά σχετικά μέ τήν πόλη μας στοιχεῖα, πού τά παρουσιάζω σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση.

Στήν ἐπιστολή του, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1225, πρός τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνο διαλαμβάνονται περικοπές, στίς ὁποῖες περιγράφει τήν πόλη τῆς Ναυπάκτου, δίδει κάποιες εἰκόνες ἀπό τή ζωή τῶν κατοίκων καί ἀναπαριστάνει τό Ἐπισκοπεῖο του:

“... τό φρούριό μας εἶναι ἀπόρθητο, δύσκολα μπορεῖ κανείς νά τό κυριεύση• εἶναι σάν νά ἔχει οἰκοδομηθεῖ κρεμασμένο στόν ἀέρα,... ἡ πόλη μας, χτισμένη στίς ὑπώρειές του, μοιάζει σά νά μήν ἐγγίζη στή γῆ, τά τείχη τῆς εἶναι ὑπερυψωμένα, ἔχει τά τείχη διηρημένα. Ἡ πόλη ὅλη εἶναι χωρίς λάσπες• γι’ αὐτό καί ἀκούω πολλούς νά μακαρίζουν τούς κατοίκους της, γιατί τά ὑποδήματά τους, κατά τή διάρκεια τῶν βροχῶν τοῦ χειμώνα δέν λερώνονται μέ λάσπη, οὔτε κυλιοῦνται στόν βοῦρκο, ὅπως αὐτό ἀρέσει στά ζῶα... ὅσο κι ἄν ἀνοίξουν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ...

Στήν πόλη μᾶς ὑπάρχουν ἄφθονες πηγές, ἀπ’ τίς ὁποῖες πίνουμε καθαρό νερό μέ τίς παλάμες μας, καί ὄχι ἀπό πηγάδια, ὅπως οἱ τυφλοπόντικες, λόγος γιά τόν ὁποῖον οἱ γέροντες καί οἱ γρηές μέ εὐκολία τό προμηθεύονται, χωρίς νά χρειάζεται ὁ κάδος, πού χύνεται καί τότε εἶναι ἀναγκαία καί δεύτερη ἄντληση, χωρίς ἔτσι νά καταπονοῦνται τά δάκτυλα ἀπό τό σχοινί τοῦ κάδου, χωρίς κι’ αὐτό ἀπό τήν ὑγρασία νά σαπίζη. Καί γιά νά θυμηθῶ, γράφει, τόν μύθο τοῦ Πήγασου, γιά τόν ὁποῖον λένε πῶς, χτυπώντας μέ τό πέλμα τοῦ τή γῆ, ἀνέβλυσε νερό, λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ περιοχή ὀνομάστηκε Ταρσός –ἡ πατρίδα τοῦ Παύλου. Στή Ναύπακτο ὅμως φαίνεται, πολλοί Πήγασοι χτύπησαν στή γῆ της, πολλές πηγές μέσα καί ἔξω ἀνάβλυσαν, γεγονός γιά τό ὁποῖο μπορεῖ αὐτή νά καταγραφή γιά τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν πηγῶν της, τίς ὁποῖες δέν θά μποροῦσε ἕνας μόνος ὑδατομέτρης νά καταγράψη”.

Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν ἐπίσκοπον Βονδίτζης Νικόλαο, τό θέρος τοῦ 1218, περιγράφει τίς κατοικίες τῆς πόλης: “Οἱ συμπολίτες μου ζοῦν σέ καλύβες, πού γιά κεραμίδια ἔχουν χορτάρι”. Ἀσφαλῶς πρόκειται γιά τίς κατοικίες τῆς φτωχολογιᾶς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μιά παρόμοια περιγραφή μᾶς ἔχει δώσει, ἑξακόσια χρόνια μεταγενέστερα, ὁ γερμανός περιηγητής L. Salvator, ἀπεικονίζοντας τόν οἰκισμό τῆς πόλης Μεχμετάκι, τή σημερινή Ἀφροδίτη, γιά τά σπίτια τῆς ὁποίας γράφει: τά σπίτια ἤσαν χτισμένα μέ ξύλινους πασσάλους, χωμένους στή γῆ, μέ πλέγμα ἀπό χόρτα στά πλάγια καί μέ ξύλινα δοκάρια στήν σκεπή, πού ἦταν σκεπασμένη μέ καλάμια καί λάσπη.

Στήν πρώτη, τήν προηγούμενη ἐπιστολή του πρός τόν Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνο, δέν παραλείπει νά παρουσιάση τό Ἐπισκοπεῖο, τήν κατοικία του, γιά τήν ὁποία γράφει: “Δέν εἶναι ὅλο το Ἐπισκοπεῖο μου ἀπό μάρμαρα, λευκό σάν τό γάλα, ἕνα ἁπλωμένο παλάτι. Ἡ καμπάνα τοῦ ὄρθρου, ἐξωτερικά στή θύρα, δέν βγάζει τόν ἦχο της σάν ἀπό Ἅδη, ἀλλά ἥμερη προτρέπει τόν ἐπίσκοπο, καθώς τήν ἀκούει ἀμέσως νά εὐλογή...”. Καί ἀναφερόμενος στόν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης τοῦ ζητεῖ νά μήν τόν ἐπιπλήξη γιά τούς μαρμάρινους ἀναβαθμούς τῶν καταλυμάτων καί τούς μαρμαρόστρωτους ὑπαίθριους χώρους, οἱ ὁποῖοι ὑπερκείμενοι, διευκολύνουν τή θέα πρός τήν ὑποκειμένη θάλασσα, τούς ὁποίους σκιάζουν καί εὐωδιάζουν τά φυτά καί τά ἄνθη, μέ τίς κολονίτσες τίς μαρμάρινες πού ἐπιστέφονται ἀπό τά μαρμάρινα δοκάρια.... Ἡ ἀρχιερατεῖα τοῦ Ἰωάννου Ἀποκαυκου ἐξελίσσεται ἐντός της περιόδου τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Οἱ ἀρχιερεῖς, ὡς ἐκπρόσωποι τῶν λαϊκῶν, εἶχαν τήν ὑποχρέωση νά καταβάλλουν στόν Δεσπότη ὡς φορολογία ὁρισμένα χρηματικά ποσά, πού ὁ ἴδιος προσδιόριζε.

Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μητροπολίτη Λαρίσης, μέ χρονολογία 1212, ἐξιστορεῖ σ’ αὐτόν τή δοκιμασία τοῦ ἰδίου καί τῶν κατοίκων, πρός τούς ὁποίους ἡ συμπεριφορά τοῦ Δούκα εἶναι σκληρή μέ τίς ἀπαιτήσεις του σέ χρήματα καί ἄλλα δοσίματα, πού ἐξαναγκάζει τούς κατοίκους νά φεύγουν καί μόνο τίς νύχτες νά προσπαθοῦν νά συναποκομίσουν κάποια συγκομιδή. Ἀποτέλεσμα τῆς ἐγκατάλειψης τῶν ἐργασιῶν, διεκτραγωδεῖ, θά εἶναι ὁ λιμός πού ἐπέρχεται καί ἡ πείνα, πού καραδοκεῖ, πρός μεγάλην του λύπη. Ἐξ ἄλλου στήν ἐπιστολή του πρός τόν Θεόδωρο Κομνημό τοῦ 1217, γράφει, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Μητρόπολής του “ἄχρις ὀγδοήκοντα καί ἑκατόν ὑπερπύρων” εἶναι δυνατόν νά συγκεντρώσουν καί οἱ ἐκτελεστές της διαταγῆς, ἀπό πού θά μπορέσουν νά συγκεντρώσουν 1.000 ὑπερπυρά (“καί οἱ τελεσταί τῶν τοσούτων πόθεν καταβαλοῦνται χιλιάδα χρυσοῦ σεσωρευμένην ἐν τόπω ἤ εἰς τραπεζίτην ἤ εἰς βαθυπλουτον”). Ἄν δέν θέλεις νά πιστεύης στά ὅσα ὁ ἀδελφός σου σέ πληροφόρησε, ἀκόνισε τό σπαθί σου καί ἀποκεφάλιζε... Μή δέχεσαι δοσίματα ἐκ μέρους τῶν ἐκκλησιῶν, γιατί ὁ ἐπίσκοπος, πού θά χρησιμοποιήσει ἀπό τά οἰκονομικά της ἐκκλησίας, τά λεγόμενα “πτωχικά” εἶναι κατά τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνες, “ἱερόσυλος”.

Ἡ προστασία τῶν οἰκονομικῶν της Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντίδραση στήν ἐξουθενωτική φορολογική ἐπιβάρυνση τῶν κατοίκων ὁδήγησε σέ ὀξεία διένεξη τόν Ἀποκαυκο καί τόν Δούκα Κωνσταντῖνο, ἀδελφό του ἡγεμόνα τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου Θ. Κομνηνού, πού ἀπέληξε στήν ἔξωσή του ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο, σέ διώξεις κατά τῶν κληρικῶν καί σέ δημεύσεις τῆς περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ἄρνηση συμμόρφωσής τους στήν ἀξίωση γιά τήν φορολογία τῶν “πλωΐμων” μέ δικαιολογία τήν ὀργάνωση κάποιας ναυτικῆς ἐκστρατείας. Τελικά ἐπῆλθε καταλλαγή, μέ τήν πράξη τῆς ὁποίας ἀπαγορεύτηκαν ἐφ’ ἑξῆς ἡ φορολογία “πλωΐμων”, τῆς δεκάτης γιά τούς χοίρους, τῶν εἰσαγομένων στή χώρα, οἱ χορηγίες σίτου καί τροφῆς στούς στρατιωτικούς, καί κάθε ἄλλη ἐπιβάρυνση μέ ὁποιαδήποτε ὀνομασία ὅπως οἱ ἀγγαρεῖες σέ βάρος τῶν ἀνειδικεύτων, τῶν ὑφαντῶν καί ραπτῶν τῶν βυρσοδημεργατῶν καί ὑποδηματοποιῶν, ἡ ἐπίταξη ζώων, ἡ παρακώλυση τῶν ἁλιέων στήν ἐργασία τους... Ὁ Ἰωάννης Ἀποκαυκος κατά τόν χρόνο τῆς ἀντιδικίας του μέ τόν χωροδεσπότη Δούκα εἶχε ἐξωσθεῖ ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο του σέ κάποιο οἴκημα ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου ἐργάζεται γιά νά ἐπιβιώση, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία δημεύτηκε καί ὁ διωγμός τοῦ ἔφθασε στό σημεῖο νά ἀπειλοῦνται οἱ ἁλιεῖς πού θά τοῦ ἔδιναν ἀπ’ τό ἁλίευμά τους. Ὕστερα τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως ἐξιστορεῖ στήν μέ χρονολογία 1217 ἐπιστολή του πρός τόν ἐπίσκοπον Βονδίτζης Νικόλαο ἡ πόλη ζοῦσε τίς συνέπειες πειρατικῆς ἐπιδρομῆς:

Ἐπειδή εἶχε ἀποπλεύσει ὁ στόλος, πού ὑπεράσπιζε τήν πόλη, ἐπιχώριοι πειρατές, συμπράττοντας μέ τούς Λατίνους τῆς Πάτρας (εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ πειρατές τοῦ Κορινθιακοῦ εἶχαν τά ὁρμητήριά τους στήν Βαράσοβα) προσορμίστηκαν στήν Ναύπακτο καί ἔβαλαν φωτιά Μέ δεδομένο, ὅτι οἱ καλύβες - οἰκίες ἤσαν ἀπό χόρτα καί ξύλα, ἀπό εὔλεκτα δηλαδή ὑλικά, ἡ καταστροφή τῆς πόλης ἀπό τή φωτιά ἦταν ὁλοκληρωτική. Κάηκαν σπίτια, τά δέντρα, τά σπαρτά στούς ἀγρούς, οἱ μεταξοσκώληκες καί ἔτσι ἀντιλαμβάνεται κανείς, γράφει, ὅτι εἶναι καλοκαίρι ἀπό τούς μῆνες καί ὄχι ἀπό τά σπαρτά. Ὁ κόσμος πῆρε τά βουνά, οἱ ἄντρες ξέχασαν τίς γυναῖκες τους καί οἱ γυναῖκες τά παιδιά τους καί πόδια ἀμάθητα νά γυμνό-ὁδοιποροῦν, περπατοῦσαν στά βράχια, ἐνῶ οἱ ὀρεινοί δέν ἦλθαν νά τούς βοηθήσουν καί νά πάρουν τίς οἰκοσκευές τους. Μεγάλη δοκιμασία περίμενε τίς ἔγκυες γυναῖκες καί τίς θηλάζουσες. Οἱ στρατιωτικοί του κάστρου καί οἱ χωρικοί καί οἱ πλάνητες βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά λαφυραγωγήσουν τίς περιουσίες τῶν κατοίκων. Ἡ πόλη, χωρίς πολίτες, ἄδειασε, οἱ φυγάδες ἐπίασαν τά ψηλώματα καί ἡ μόνη διατροφή τούς ἤσαν τά χορταρικά. Μάλιστα ἄδειαζαν τίς κυψέλες καί ἀπό τίς κυρῆθρες καί δέν αἰσθάνονταν τόν πόνο, ὅταν τούς κέντριζαν οἱ μέλισσες. Πρέπει βέβαια νά σημειωθῆ, ὅτι ἡ Ναύπακτος τήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννου Ἀποκαυκου δέν ἀποζοῦσε μόνο ἀπό τήν ἀγροτική καί κτηνοτροφική παραγωγή, οὔτε ἀπό τήν μεταξοπαραγωγή. Ἀπό ὑπάρχουσες μαρτυρίες προκύπτει, ὅτι ὑπῆρχαν ἰβάρια καί ἁλυκές, γιά τήν παραγωγή καί ἐξαγωγή ψαριῶν καί ἁλατιοῦ, πού σημαίνει ὅτι ἀπό τό λιμάνι τῆς πραγματοποιείταν ἔντονη, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐμπορευματική κίνηση, λόγος γιά τόν ὁποῖον ἡ ὑπερβολική, γιά τόν Ι. Ἀποκαυκο, φορολογία τοῦ Δεσποτάτου, καί ἡ ἀντίστοιχη προσπάθεια τοῦ Μητροπολίτη νά προστατεύση τά οἰκονομικά της τοπικῆς ἐκκλησίας καί τῆς πόλης.

Ὅπως ἔχει ἤδη σημειωθεῖ, στήν Ναύπακτο ὑπῆρχε, κατά τήν ἐποχή τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Ι. Ἀποκαύκου, ὁ Ναός τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει. Ὁ Ναός αὐτός, σημειώνει ὁ π. Ἱερώνυμος Δελημάρης, ὑπῆρχε ἀπό τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα, καταστράφηκε δέ ὁλοκληρωτικά ἀπό σεισμό τό 1581. Χτισμένος ὁ Ναός αὐτός ἀπό τόν 5ο ἤδη αἰώνα, δηλαδή μεταξύ 400 καί 500 μ.Χ., εἶχε ὑποστεῖ ζημίες καί ἀπό τήν διαδρομή τοῦ χρόνου καί ἀπό σεισμούς, ἰδιαίτερα δέ ἀπό τόν σεισμό τοῦ 551, γιά τόν ὁποῖο ἔχει γράψει ὁ ἱστορικός των βυζαντινῶν χρόνων Πορφύριος: “.. ἐν τούτω δέ τῷ χρόνω, σεισμοί κατά τήν Ἑλλάδα ἐπιπεσόντες ἐξαίσιοι τήν τέ Βοιωτίαν καί Ἀχαΐαν καί τά περί τόν κόλπον Κρισαῖον κατέσεισαν. Καί χωρία μέν ἀναριθμα, πόλεις δέ ὀκτώ ἔς ἔδαφος καθεῖλεν... καί Ναύπακτος ὅλη... ἔνθα δή καί φόνος γέγονεν ἀνθρώπων πολύς. Καί χάος δέ τῆς γῆς πολλαχῆ ἀποσχισθείσης γεγένηται...”. Ὁ ναός αὐτός, συντηρούμενος ἐπέζησε καί μετά τόν σεισμό τοῦ 1554, ὅταν “σεισμός μέγας εἰς τήν Ἑλλάδα, ὥστε ἐχάλασεν τό Ζητούνη –ἡ Λαμία– ἡ Νέα Πάτρα καί τό Ναύπακτο, ἔπεσαν τά τείχη αὐτῶν ἐκ τοῦ σεισμοῦ τοῦ σφοδρού”, γιά νά καταρρεύση προφανῶς μέ τόν σεισμό τοῦ 1584, “ὅταν σεισμός μεγάλος καί τρομερός ἐγκρέμησε πολλά σπίτια στό Γαλαξείδι, Σάλονα –Λιδωρίκι– καί Ἔπαχτο”.

Σέ ἐργασίες τέτοιες, γιά τήν συντήρηση τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀναφέρεται στήν, μέ χρονολογία 1218, ἐπιστολή του “πρός τόν Τορνίκην κύρ Εὐθύμιον” στήν ὁποία γράφει, ὅτι εἶναι σέ βαθύ γῆρας –60 καί πλέον χρόνων– περιμένοντας τόν θάνατο καί ἀκόμη εἶναι ἀτελείωτος ὁ Ναός τῆς Πολυμνήτου Θεοτόκου• ἐνθυμούμενος δέ, ὡς γράφει, τήν παραίνεση τοῦ Ἡσιόδου, ὅτι δέν πρέπει νά ἐγκαταλείπεται ἀτέλειωτη ἡ οἰκοδομή, γιά νά μήν κράζει, ἐπικαθήμενη σ’ αὐτή ἡ κουρούνα (κορώνη λακέρυζα) καί χωρατεύουν γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι, καί ἀφοῦ τά ἀφορώντα στήν Ἁγία Γραφή, ὅταν δέν τελειώνουν, συνεπάγονται γιά τούς ὑπευθύνους κατηγορίες, τόν παρακαλεῖ: ἐπειδή ὁ προηγούμενος τεχνίτης Ἐπιφάνειος γυναικοκρατεῖται, νά πείσει τόν ἐκεῖ εὑρισκόμενο ζωγράφο κύρ Νικόλαον νά θελήση νά ἐργασθῆ γιά τήν πανύμνητο Θεοτόκο. “Επειδή ἀκόμη εἶναι ἀπαραίτητος καί τεχνίτης ἀγαλματοποιός –ἐρμογλύφος– γιατί οἱ πρόναοι καί ὅσα θά γίνουν ἀπό ξυστούς λίθους κάνουν ἀναγκαία τήν παρουσία καί ἀγαλματοποιοῦ, συνάθροισέ τους κι’ ἐλᾶτε μαζί, ἐγώ δέ, εὐπορώντας, θά σᾶς δώσω χρυσάφι καί ἀσήμι γιά ἀμοιβή, πού ἔχω συγκεντρώσει γιά τόν σκοπό αὐτό”.

Μετά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κατά γεγόμενες ἐργασίες ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι ἡ οἰκία τῶν κληρονόμων Μ. Κουμπίου, ἀποκαλύφθησαν ἐρείπια παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς Ἐκκλησίας, πού ὁ καθηγητής τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Βασίλης Κατσαρός ταυτίζει μέ τόν Ναό τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ ὁ ἐπίσης καθηγητής στό Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων Ἀθανάσιος Παλιούρας ὑπεστήριξε ὅτι ὁ ναός αὐτός εἶναι τοῦ 5ου αἰώνα. Μάλιστα, καθώς συνεχίζονται ἀρχαιολογικές ἀναζητήσεις σέ παρακείμενο οἰκόπεδο, στήν ὁδό Καπορδέλη 4, ἔρχονται στό φῶς ἐρείπια μεγάλου κτίσματος, συνδεόμενα, ὅπως λέγουν μέ τά πρῶτα καί μπορεῖ κάποια ἡμέρα νά ἐπιβεβαιωθῆ, ὅτι τό μέγα αὐτό κτίσμα ἦταν ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου. Ἀντίθετα, ὁ ἀείμνηστος Γ. Ἀθανασιάδης Νόβας ὑπεστήριξε, ὅτι ὁ Ναός ἦταν στήν περιοχή τοῦ Ἅ’ Δημοτικοῦ Σχολείου, διότι, ὅπως θυμόταν, ὅταν χτιζόταν τό πρῶτο κτίριο γιά τό σχολεῖο, εἶχαν ἀποκαλυφθεῖ μωσαϊκό ἐποχῆς, μαρμάρινα ἐρείπια, “πολλά ἀρχαιολογικά θραύσματα χριστιανικῆς ἐποχῆς, μαρμάρινοι κιονίσκοι, ὑπέρθυρα, τεμάχια διλόβων παραθύρων”, ἐνῶ παράλληλα ἡ τοποθεσία καί ἡ φυσιογνωμία τοῦ τοπίου ἐπιβεβαίωνε, κατά τόν ἀείμνηστο συμπολίτη μας, ὅτι “ἐκεῖ ἔκειτο τό ἀνακτορίδιον τοῦ Ἀποκαύκου, πρός ἀνατολᾶς τοῦ ναού”, γεγονός πού ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἀποκαυκος, ἔγραψε ὁ Γ. Ἀθανασιάδης Νόβας σέ ἐπιστολή του στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ περικοπή “ἐξῆλθε πρός ἀγρόν καί ὕδωρ πίνει ψυχρόν καί ἀηδόνων ἀκούει”, ποῦ, ἐπιλέγει, σέ πλησμονή ὑπῆρχαν στήν περιοχή αὐτή, στό Νοβέϊκο δηλαδή, μέχρι πρό τινός, περιβόλι.

Πέρα ἀπό τήν συλλογιστική του ἀειμνήστου Γ. Ἀθανασιάδη Νόβα, γιά τήν θέση τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Ἐπισκοπείου, ὑπάρχει στήν πρός τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνο μιά περικοπή, κατά τήν ὁποία: ... εὐθύς ὡς ἤκουσε τήν καμπάνα τοῦ ὄρθρου, ἀντιπαρερχόμενος τόν δρόμο τοῦ ἵππου, πάτησε στό δρόμο τοῦ ἐκκλησιαστηρίου, χωρίς νά χρειασθεῖ ν’ ἀνέβει σκάλες, χωρίς νά περπατάει καί νά ἱδρώνει καί ν’ ἀσθμαίνει,... ὅταν δέ κάθεται κοντά στό κρεββάτι του, ἀκούει τούς ψάλτες σά νά εἶναι μαζί τους, πού πρέπει νά θεωρεῖται ὡς δεδομένο, ὅτι Ναός καί Ἐπισκοπεῖο συνέχονται, χωρίς ὅμως νά προσδιορίζεται καί ἡ ἀκριβής των θέση, ἀφοῦ ἡ φράση στήν ἴδια ἐπιστολή: “...διά τήν ὑψηλότοπον ἵδρυσιν τήν ὄψιν τῶν δρώντων πρός τήν ὑποκειμένη θάλασσαν ἀκοντίζοντα” δέν ὑποδηλώνει ἀναγκαία παραθαλάσσια θέση (στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρεται στούς μαρμάρινους ἀναβαθμούς καί τά μαρμαρόστρωτα ὕπαιθρα τοῦ Ἐπισκοπείου). Ἡ ἀπό τούς πανεπιστημιακούς ὑποδεικνυόμενη θέση δέν ἀπεῖχε πολύ ἀπό τήν θάλασσα, πού εἶναι “ὑποκειμένη”, ἦταν περίοπτη λόγω τῆς ὑψομετρικῆς διαφορᾶς ἀπό τήν ἐπιφάνειά της, ἀσφαλής κοντά στά τείχη τῆς πόλης καί ἡ χωροταξική της θέση κεντρική, ἐνῶ στήν θέση αὐτή ρέει ψυχρό ὕδωρ (Βατόβρυση...) καί οἱ περίοικοί της ἀκοῦνε καί σήμερα ἀηδόνια κατά τίς νυχτερινές ὧρες.

Ἐξ ἄλλου εἶναι δεδομένο ὅτι στό οἰκόπεδο, ὅπου σήμερα ἡ οἰκία Α. Σακελλάρη καί τό κτίριο τοῦ Ἐργατικοῦ Κέντρου, ὑπῆρχαν μέχρι τό 1945 τά ἐρείπια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σωτήρας, βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, ἡ ὁποία ἀφοῦ κατά τήν ὀθωμανική κυριαρχία δέν κτίζονταν ναοί χριστιανικοί, οἱ δέ ὑπάρχοντες εἶχαν μετατραπεῖ σέ τζαμιά, πρέπει νά ἦταν πολύ παλαιά, ἐρειπωμένη, λόγος γιά τόν ὁποῖο προφανῶς δέν εἶχε μετατραπεῖ σέ τζαμί, τῶν ὁποίων ἡ θέση στήν πόλη μᾶς εἶναι γνωστή. Σέ κάποια περίοδο θά ὑπῆρχαν ἔτσι οἱ δύο ναοί στόν αὐτό μικρό χῶρο; Ἀκόμη δέν πρέπει νά διαφεύγη τῆς προσοχῆς μας, ὅτι στήν περιοχή, ὅπου κατά τόν Γ. Ἀθανασιάδη Νόβα ἦταν ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου, ὑπῆρχε, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ὀθωμανοῦ περιηγητῆ Ἐβλιᾶ Τσελεμπῆ, “Μεστζίτ” Δερβίσιδων –σχολή μουσουλμάνων θεολόγων καί ξενῶνες, πού δέν ἀποκλείουν τήν ἀπό τά ἐρείπιά τους προέλευση τῶν εὐρημάτων κατά τήν οἰκοδόμηση τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου.

Μετά ἀπό ἀρχιερατεῖα 32 ἤ 33 χρόνων στόν θρόνο τῆς Μητρόπολης Ναυπάκτου, κατά τήν ὁποία προσέφερε καί ἔργο θεολογικό, ἀλλά καί ἔργο κοινωνικό καί ἐδοκίμασε διώξεις καί πικρίες, ὁ Ι. Ἀποκαυκος ἀναγκάστηκε νά ὑποβάλη τήν 6η Αὐγούστου 1232 τήν παραίτησή του ἀπό λόγους μή ἀναγόμενους στήν θέλησή του. Ἐγκαταστάθηκε στό Μοναστήρι τῆς Κοζύλης, στήν Ἤπειρο, καρεῖς ὡς μοναχός, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 1233 ἤ 1234. Τελειώνοντας πρέπει νά εὐχαριστήσω καί ἀπό ἐδῶ τόν π. Ἱερώνυμο Δελημάρη, γιά τήν τιμή τῆς ἀποστολῆς τῆς ἐργασίας του, πού μου ἔδωσε τήν εὐκαιρία καί νά μάθω περισσότερα γιά τόν μεγάλο αὐτόν Ἱεράρχη τῆς Μητροπόλής μας καί νά γράψω, μέ τίς ὅποιες ἀτέλειες, τό ἱστορικό αὐτό σημείωμά μου.

  • Προβολές: 3305