Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Νίκαια τῆς Γαλλίας καὶ ἡ Νίκαια τῆς Βιθυνίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸν τελευταῖο μήνα τῆς δεύτερης χιλιετίας καὶ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα (Δεκέμβριο 2000) ἔγιναν στὸν χῶρο τῆς Εὐρώπης δύο σημαντικὲς συναντήσεις ποὺ ἔδωσαν τὸ στίγμα γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὸ ἄνοιγμα στὸν εἰκοστὸ πρῶτο αἰώνα καὶ τὴν τρίτη χιλιετία. Τὸ χαρακτηριστικὸ ὅμως εἶναι ὅτι οἱ δύο αὐτὲς συναντήσεις, ἡ μία πολιτικὴ καὶ ἡ ἄλλη ἐκκλησιαστική, ἔγιναν στὴν πόλη Νίκαια, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἡ πρώτη (πολιτικὴ) ἔγινε στὴν Νίκαια τῆς Γαλλίας καὶ ἡ δεύτερη (ἐκκλησιαστικὴ) στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας.

Στὴν Νίκαια τῆς Γαλλίας (ἀρχὲς Δεκεμβρίου) πραγματοποιήθηκε ἡ διακυβερνητικὴ συνδιάσκεψη τῶν Κρατῶν τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ συζητηθῆ ἡ θεσμικὴ μεταρρύθμιση καὶ μετεξέλιξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Πρόκειται γιὰ τὴν τρίτη διακυβερνητικὴ συνδιάσκεψη μέσα σὲ μιὰ δεκαετία. Στὴν Νίκαια ἐτέθησαν οἱ βάσεις γιὰ τὴν διεύρυνση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, καθὼς ἐπίσης προσδιορίσθηκε ὁ μελλοντικὸς θεσμικὸς ρόλος τῆς Εὐρώπης. Καὶ ὅπως εἶναι γνωστόν, γίνεται μεγάλη συζήτηση γιὰ τὸ ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἐξέλιξη τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐνοποίησης, δηλαδὴ ἂν θὰ καταλήξη ἡ aΕυρωπαϊκή Ἕνωση στὸ Ὁμοσπονδιακὸ Κράτος ἢ στὴν Διακυβερνητικὴ Συνεργασία τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν.

Στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (τέλος Δεκεμβρίου) συνῆλθαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ πανορθόδοξη θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία συνδέθηκε καὶ μὲ τὴν πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅπου φάνηκε ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καθὼς ἐπίσης ἐκφράσθηκε ἡ πεποίθηση ὅλων γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι πρωταρχικὸ ἔργο τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιατί σὲ μιὰ διεσπασμένη κοινωνία, ἀπὸ ποικίλες κοινωνικές, πολιτικές, καὶ ἐθνικιστικὲς διαφορές, ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ, καὶ πρέπει νὰ διατηρῆ, τὴν ἑνότητα ἐν τῷ συνδέσμω τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης.

Ὑπάρχουν διαφορὲς μεταξύ των δύο αὐτῶν Συνόδων, ἀφοῦ ἡ Σύνοδος τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τὴ Εὐρώπης, ποὺ θὰ στηρίζεται στὴν οἰκονομία καὶ τὴν πολιτική, ἐνῶ στὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο δόθηκε προτεραιότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ποὺ στηρίζεται στὴν θεολογία καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ποὺ δηλώνει τὸ τί οἰκονόμησε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεανθρώπου. Στὴν πρώτη κυριαρχεῖ ἡ ἀνθρωποκεντρικότητα ἐνῶ στὴν δεύτερη ἡ Θεανθρωποκεντρικότητα.

Ἀναφερόμενος στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι εἶναι μιὰ πόλη στὴν ὁποία ἔγιναν δύο Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἤτοι ἡ Πρώτη (325 μ.Χ.), στὴν ὁποία διατυπώθηκε ἡ θεολογία περὶ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ Ἑβδόμη (787 μ.Χ.), στὴν ὁποία ἐκφράσθηκε ἡ θεολογία περὶ τῆς εἰκονογραφήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ Χριστολογικὰ καὶ ἀνθρωπολογικὰ θέματα μεγάλης σημασίας, ἀφοῦ ἐπηρέασαν βαθύτατα τὴν ὀργάνωση καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, αὐτῆς ποὺ μάθαμε νὰ ὀνομάζουμε Βυζάντιο. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία εἶναι ἡ μακροβιότερη αὐτοκρατορία στὴν ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ χώρου, καὶ μάλιστα, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ἀνέπτυξε ἕναν θαυμάσιο καὶ ἰσορροπημένο πολιτισμό, ὁ ὁποῖος, καὶ αὐτὸ εἶναι περισσότερο σημαντικό, κυριάρχησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ προκαλῆ θαυμασμό, ἑξακόσια περίπου χρόνια μετὰ τὴν κατάλυση τοῦ Κράτους ποὺ τὸν δημιούργησε. Δὲν μπορῶ νὰ σκεφθῶ κάτι παρόμοιο προηγούμενο στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ στὴν χώρα μας. Πρόκειται γιὰ ἕναν πολιτισμὸ ποὺ εἶναι ἀπόρροια ὑπαρξιακῶν ἀναζητήσεων, ἀλλὰ καὶ ὑπαρξιακῶν ἀπαντήσεων, γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα εἶναι ἐπίκαιρος, ἐπειδὴ δὲν χρειάζεται τὴν δύναμη τῶν ὅπλων καὶ τὴν κρατικὴ ἐξουσία γιὰ νὰ ἐπιβιώση καὶ ἐπικρατήση.

Στὴν Νίκαια ὅμως τῆς Γαλλίας συναντήθηκε ἕνας κόσμος ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς πορείας ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο στὸν ἀνθρωποθεό, καὶ φυσικὴ κατάληξη πολλῶν ἰδεολογιῶν καὶ φονταμενταλιστικῶν ρευμάτων (Σχολαστικισμός, Ἀναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμός, Ρομαντισμός, Μοντερνισμὸς) μὲ πολλὲς κοινωνικὲς συνέπειες. Μπορῶ νὰ προσθέσω ὅτι ἡ ἀπόρριψη τῆς θρησκευτικῆς κληρονομιᾶς ἀπὸ τὸν Χάρτη τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τοῦ πολίτη, μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς ἀντίδραση τῶν Εὐρωπαίων στὶς θρησκευτικὲς διαμάχες καὶ τοὺς θρησκευτικοὺς πολέμους ποὺ ἔγιναν στὴν Εὐρώπη ἀπὸ ἕναν ἐκκοσμικευμένο καὶ θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό, καὶ ὡς μία ἐπιθυμία νὰ μὴ ἐπανέλθη ἡ Εὐρώπη σὲ τέτοιες καταστάσεις.

Ἐπεκτείνοντας τὸ θέμα μπορῶ νὰ διατυπώσω τὴν ἄποψη ὅτι στὴν Εὐρώπη, ἀναφορικὰ μὲ τὴν θεσμικὴ μετεξέλιξή της, γίνεται συζήτηση γιὰ τὴν ἐπικράτηση ἑνὸς ἰδιότυπου ἐθνικισμοῦ, ἀφοῦ, ὅπως φάνηκε καθαρά, ἐκδηλώθηκε ἕνα Διευθυντήριο τῶν μεγάλων κρατῶν. Ἀντίθετα, στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας διατυπώθηκε τὸ μήνυμα τοῦ ὑπερεθνικισμοῦ, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπερβαίνει τὸν κάθε ἐθνικισμό.

Βέβαια, καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη μιὰ ἐννοιολογικὴ διασάφηση γιὰ τὸν ὄρο “Ἐθνικὲς Ἐκκλησίες”, ἐπειδὴ γίνονται διάφορες συγχύσεις. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐργάζονται σὲ ἕναν ἰδιαίτερο τόπο καὶ χρόνο (Τοπικὲς Ἐκκλησίες), γι’ αὐτὸ στοὺς ἱεροὺς Κανόνας γίνεται λόγος γιὰ “ἐπισκόπους του ἔθνους”. Ὅμως, πέρα τοῦ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποιμαίνουν τοὺς συγκεκριμένους ἀνθρώπους, ὡστόσο τὸ μήνυμα καὶ ἡ ἀποστολή τους δὲν κινεῖται σὲ ἐθνικισμούς, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὑπερεθνική. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, γιατί ἄλλο εἶναι ὁ ἐθνισμὸς καὶ ἄλλο ὁ ἐθνικισμός. Οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες δὲν μποροῦν νὰ χάνουν ποτὲ τὴν οἰκουμενικότητα καὶ καθολικότητά τους, ἔστω καὶ ἂν ἐργάζονται σὲ ἕνα συγκεκριμένο λαό, γιατί σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ἐκφράζουν τὴν ἐκκοσμίκευση.

Πάντως, ἡ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου νὰ συγκαλέση Πανορθόδοξο Σύνοδο στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας εἶναι στὴν οὐσία μιὰ θετικὴ “προκληση” στὴν Νίκαια τῆς Γαλλίας, δηλαδὴ στὴν Εὐρώπη ποὺ ἀναζητᾶ ἕναν τρόπο συννενόησης, συνύπαρξης καὶ συναδέλφωσης τῶν λαῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει κληρονομήσει ὅλο το πολιτισμικὸ παρελθὸν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ δώση νόημα σὲ κάθε συνέλευση, σὲ κάθε θεσμό, χωρὶς βέβαια νὰ γίνη ἐγκόσμιος θεσμός. Ἔχει τὴν ἐμπειρία νὰ δίνη νόημα ζωῆς στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ εἰσέρχεται στὴν διαίρεση τῆς κοινωνίας καὶ χωρὶς νὰ γίνεται κράτος. Καὶ μακάρι οἱ ἡγέτες τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν νὰ δοῦν τὸν Χριστιανισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐκφράζει τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα τοῦ Πατριαρχείου καὶ νὰ μὴ προκαταλαμβάνονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα ἑνὸς θρησκειοποιημένου καὶ ἐγκοσμιοκρατικοὺ Χριστιανισμοῦ τῆς Δύσεως μὲ ὅλες τὶς συνέπειές του. Καὶ ἀκόμη, μακάρι οἱ ἡγέτες τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν νὰ ἐμπνευσθοῦν ἀπὸ τὸν τρόπο διοίκησης καὶ λειτουργίας τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, καίτοι διατηρεῖ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ σύστημα τῶν πόλεων καὶ τὸ διαρθρωμένο ρωμαϊκὸ σύστημα λειτουργίας τοῦ Κράτους, ἐν τούτοις διασφαλίζει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπὶ πλέον διατηρεῖ ἕναν πολιτισμικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ εἶναι πλησιέστερος στὰ μεγάλα ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ αὐτὸ τὸ μοντέλο διοίκησης καὶ πολιτισμοῦ νὰ ἀποτελέση πρότυπο στὴν θεσμικὴ μετεξέλιξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης.

Νομίζω ὅτι πρέπει νὰ μελετηθῆ αὐτὸς ὁ τρόπος διοίκησης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὀντολογία τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ διαθέτει, γιατί μπορεῖ νὰ ὠφελήση στὴν καλύτερη διοργάνωση τῆς Εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ