Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ἡ “Ἀγάπη” τοῦ Πάσχα

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Δὲν ξέρω τί εἶναι αὐτό, ποὺ μὲ σπρώχνει νὰ γράψω γιὰ τὴν Ἀγάπη τοῦ Πάσχα. Καὶ αὐτὸ γιατί δὲν ἔχω εἰδικὲς γνώσεις γύρω ἀπὸ τὰ θρησκευτικά, πέρα ἀπὸ ὅ,τι ἔμαθα στὸ σχολεῖο καὶ φυσικὰ στὴν σχέση μου μὲ τὴν Ἐκκλησία ἰδιαίτερα στὰ μαθητικά μου χρόνια. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι τὰ βιώματά μου στὸν Ἐπαχτο, κατὰ τὴν δεύτερη δεκαετία τοῦ μεσοπολέμου. Θυμᾶμαι πάντοτε μὲ συγκίνηση τὶς ἡμέρες τῶν Χαιρετισμῶν κι ὕστερά της Μεγάλης Ἑβδομάδος μὲ τὴν συνεχῆ παρουσία μου τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ περισσότερο εἶμαι βαθειὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ ἁγνούς, σεμνοὺς λευΐτες, ποὺ τὴν περίοδο αὐτὴ ζοῦσαν ἔντονα τὶς ἀκολουθίες. Πῶς νὰ ξεχάση κανεὶς τὸν Ἐφημέριό της Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸν Παπαθανάση Κάρμα, ἢ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὸν πάπα-Γιάννη Σιδέρη, οἱ ὁποῖοι, βαθειὰ προσηλωμένοι στὶς θρησκευτικές τους τελετουργίες, ζοῦσαν τόσο ἔντονα τὴν ἀκολουθία τῶν Παθῶν καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ποὺ κρατοῦσαν τὸν Σταυρὸ καὶ ἔψελναν τὸ “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...” μόλις ποὺ ἀκουγόταν ἡ φωνὴ ἀπὸ τὴν συγκίνησή τους καὶ τὰ δάκρυα ἀσταμάτητα ἔτρεχαν στὸ πρόσωπό τους;

Ἃς γυρίσω ὅμως πίσω στὸ θέμα μου, ποὺ μιὰ μυστηριώδης, μυστικὴ δύναμή μου τὸ ἔφερε στὴν ἐπικαιρότητα.

Πιστεύω βαθειά, ὅτι ἡ θυσία εἶναι μιὰ πράξη αὐτοθυσίας ἐθελοντικῆς ἀπὸ ἀγάπη• ἀπὸ ἀγάπη προσφορᾶς στὸν συνάνθρωπο• εἶναι ἡ πιὸ τέλεια ἀρετή, ποὺ ξεχωρίζει, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴν ἀναφαίρετη ἀπαίτηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης γιὰ διαπροσωπικὴ ἐπικοινωνία, γιατί, γιὰ νὰ ἐπιτύχη ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐπικοινωνία αὐτή, πρέπει νὰ ἔχη ὑπερβῆ τὴν ἀτομική του ὑπόσταση, ἡ ὁποία ἐκφράζει μόνον τὴν φύση του ὡς βιολογικοῦ ὀργανισμοῦ, ὡς μονάδας τῆς φύσης, ποὺ ἐνσαρκώνει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς θελήσεις της• πρέπει νὰ ἔχη ἀναχθῆ σὲ πρόσωπο, ποὺ συνδέει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν συνάνθρωπό του μέσω τῆς ἐπικοινωνίας καὶ ὄχι μόνον διὰ μέσου των ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ποὺ αὐτὸ σημαίνει συνευθύνη γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Τότε μόνον ἐπιτυγχάνει, κατὰ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη, νὰ ἐκφράση τὸν ἑαυτό του ὡς κοινωνικὴ ὕπαρξη. Κατὰ τὴν ἀλληλουχία αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο, βιώνει μὲ ἀγάπη, φιλία, φιλοστοργία καὶ σὲ σχέση ἰσότητας μὲ τὸν συνάνθρωπό του, πλουτισμένος μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ ἐκφράζοντας ἕναν σύνδεσμο τελειότητας, ὁδηγεῖ καὶ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἠθικὴ ἀξία τῆς ὕψιστης ἀρετῆς τοῦ χριστιανισμοῦ.

Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κατορθώσει νὰ ὑπερβῆ τὴν ἀτομική του ὑπόσταση μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπό του, ποὺ ἐγκαθιδρύει στὶς διανθρώπινες σχέσεις τὴν ἰσότητα καὶ τὴν δικαιοσύνη, νοιώθει βαθειὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τὸ πνεῦμα καὶ τὴν πράξη τῆς θυσίας γιὰ τὸν συνάνθρωπο στὴν λατρευτικὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὁλοκληρώνεται κατὰ τὸν Ἑσπερινό της Ἀγάπης, τὸ ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα. Μάλιστα, ἡ Ἀγάπη αὐτὴ παίρνει ἕνα πανανθρώπινο χαρακτήρα, ὅταν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀνάστασης διαβάζεται σὲ πολλὲς ξένες γλῶσσες, ἐκφράζοντας ἔτσι τὴν πανανθρώπινη συναδέλφωση - ὑπόδειξη ἀγώνα καὶ δοκιμασίας, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν ματώνει στὴν καρδιὰ στὴν ψυχὴ μᾶς τὸ ἀστέρι τῆς χριστιανικῆς ὁμοψυχίας.

Τὰ παληότερα χρόνια ἡ Ἀγάπη τοῦ Πάσχα εἶχε καὶ ἕνα τελετουργικὸ ἐγκόσμιο χαρακτήρα, στὸν παληὸ τὸν Ἐπαχτο, ὅπως ἡ παράδοση τὸ ἔχει διασώσει: Ὁ Ἑσπερινός της Ἀγάπης γινόταν στὸν Ἅγιο Γεώργιο τῆς Ἀφροδίτης, συλλειτουργούντων ὅλων των ἱερέων τῆς πόλης. Ὅταν τελείωνε ἡ ἀκολουθία ὁ κόσμος ἔπαιρνε θέση γύρω - γύρω στὸ προαύλιο τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Ἱερεῖς καὶ τὶς Πρεσβυτέρες τους. Σ’ αὐτὴ τὴν συνάθροιση ἡ ἀγάπη ἔπαιρνε καὶ τὴν πραγματολογική της ἔκφραση. Οἱ Ἱερεῖς, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὶς Πρεσβυτέρες τους, περνοῦσαν διαδοχικά, χαιρετοῦσαν καὶ ἀσπαζόντουσαν ἕναν - ἕναν τους συγκεντρωμένους• ὕστερα ἀκολουθοῦσαν οἱ πολίτες ἕνας - ἕνας μέχρι ποὺ νὰ τελειώση καὶ ὁ τελευταῖος. Ἔτσι, οἱ ὅποιες προσωπικὲς διαφορὲς τίθενταν κατὰ μέρος, ἔδινε ὁ ἕνας ἄφεση, μὲ τὸ φιλὶ τῆς ἀγάπης στὸν ἄλλον, γινόταν πράξη τὸ ἀναστάσιμο “ἀλληλοις περιπτυξόμεθα” καὶ “συγχωρήσωμεν πάντας τὴ Ἀναστάσει”, ποὺ εἶχαν προηγηθῆ κατὰ τὸν Ἑσπερινό.

Μὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, τὴν διαδικασία, ἡ χριστιανικὴ σύναξη τῆς ἀγάπης ἔπαιρνε τὴν πιὸ τέλεια ἔκφρασή της στὸν λόφο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν παληὸ Ἐπαχτο. Καὶ ἔτσι ἀδελφωμένοι κατέβαιναν ὕστερα στὰ “μαγαζιὰ” τῆς Ἀφροδίτης, ὅπου καὶ ἄρχιζέ το, κατὰ τὸ ἀναστάσιμο ἔθιμο, γλέντι τῆς ἀγάπης, ποὺ κρατοῦσε μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ.

Φαντάζομαι, ὅτι ἡ τελετουργία αὐτή, ποὺ ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη μέχρι καὶ τὴν πρώτη δεκαετία, κατὰ τὴν ἀφήγηση τοῦ πατέρα μου, νὰ λάβαινε χώρα καὶ στὶς ἄλλες περιοχές. Κάτι τέτοιο, τὴν ἐμπράγματη αὐτὴ ἀγάπη δὲν ὑπονοοῦν οἱ στίχοι τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητὴ Διονυσίου Σολωμού:

Φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη
πέστε: Χριστὸς Ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι!;