Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἐκκλησία καί “ἰδεατή εἰκόνα”, μέ ἀφορμή ἕνα ἄρθρο

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τελευταία εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος κάποιες κριτικές ἀναλύσεις τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή. Ἡ ἀνάγνωσή τους φέρνει στό νοῦ τήν παραβολή τῶν ζιζανίων. Μοιάζουν μέ χωράφι στό ὁποῖο μαζί μέ τό “σιτάρι” διεισδυτικῶν παρατηρήσεων συναυξάνουν “ζιζάνια” ἀκραίων ἀπόψεων, πού ἀποκλίνουν ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας

Στή συνέχεια θά ἀσχοληθῶ μέ ὁρισμένες θέσεις μιᾶς τέτοιας ἀνάλυσης, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν “εἰκονική ἐκκλησιαστική πραγματικότητα”.

Ὁ ἀρθρογράφος θέτει τό ἑξῆς θεμελιῶδες πρόβλημα: “Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ θεολογία τοῦ προσώπου. Πόσο παράξενα ὅμως αἰσθάνεται κανείς ὅταν διαπιστώνει ὅτι ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπουσιάζει τό πρόσωπο, ἤ ἀκόμα περισσότερο ἀπουσιάζει ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο;”.

Γιά νά ὑποστηριχθῆ αὐτή ἡ ἄποψη χρησιμοποιεῖται ὡς παράδειγμα ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν μυστηρίων στίς Ἐνορίες κυρίως τῶν μεγάλων πόλεων. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περιγραφή ἑνός γάμου σέ κεντρική Ἐκκλησία: “Ὁ ἱερέας μέσα στή ζέστη καί τόν συνωστισμό, τό μόνο πού σκέπτεται εἶναι τό πότε θά τελειώσει, ἄλλωστε εἶναι ὁ τρίτος στήν σειρά. Οἱ νεόνυμφοι ἔχουν ἀγωνία μήπως πάει κάτι στραβά στήν τελετή καί γουρσουζέψει τό καινούργιο τους ξεκίνημα καί οἱ παρευρισκόμενοι ἀσχολοῦνται μέ τίς τουαλέτες τῶν κυριῶν. Οἱ μόνοι πού εἶναι ἀφοσιωμένοι στήν δουλειά τούς εἶναι οἱ φωτογράφοι”.

Ἡ πολύ ἀνθρώπινη περιγραφή τῆς ἀτμόσφαιρας τοῦ γάμου καί τῶν ἐσωτερικῶν διαθέσεων τῶν τελετουργῶν, τοῦ ζευγαριοῦ καί τῶν ἄλλων συμμετεχόντων, ἀδικεῖ τήν πραγματικότητα, ὅταν θεωρῆται ὅτι ἐκφράζει τόν κανόνα, χωρίς ἑξαιρέσεις. Ὁ ἀρθρογράφος, δηλαδή, ἀποκλείει τήν προσευχή τῶν Ἱερέων, τίς εὐχές τῶν γονέων, πού ἐκείνη τήν ὥρα γίνονται προσευχές, ἀλλά καί τήν εἰλικρίνεια τοῦ ζευγαριοῦ, πού θέλησε νά λάβη τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας στό ξεκίνημα τῆς νέας του ζωῆς. Ἡ ἀπολυτοποίηση αὐτῆς τῆς ἀρνητικῆς εἰκόνας ὁδηγεῖ σέ αἰχμηρά σχόλια, τά ὁποῖα βάζουν ἐρωτηματικά σέ βασικές ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας μας. “Μπορεί σέ ὅλα αὐτά νά αἰσθανθοῦμε ἀμηχανία, ἀλλά δέν τολμοῦμε καν νά ἐκφράσουμε ἀμφιβολία γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν τελουμένων. Τό ζευγάρι εἶναι πλέον παντρεμένο καί τώρα μπορεῖ νά λάβει τήν θεία Κοινωνία. Κατά τά ἄλλα εἴμαστε ἐναντίον τῆς μαγείας!” Ἡ εἰκόνα αὐτή τῶν μυστηρίων εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό αὐτήν πού μᾶς δίνουν τά θεολογικά κείμενα, τά ὁποῖα, κατά τόν ἀρθρογράφο, δημιουργοῦν μιά ἰδεατή εἰκόνα. “Όταν διαβάζουμε θεολογικές ἀναλύσεις γιά τά Μυστήρια, πράγματι εἶναι δύσκολο νά μήν ἐντυπωσιαστοῦμε γιά τά συγκλονιστικά γεγονότα πού λαμβάνουν χώρα κατά τήν τέλεσή τους? θά πρέπει ὅμως νά δεχθοῦμε, ἔστω σιωπηρά καί ἀνομολόγητα, ὅτι ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ἄνευ οὐδενός προβλήματος, χωρίς νά τά θέλουν, χωρίς νά ἐνδιαφέρονται, χωρίς νά τά αἰσθάνονται, οὔτε οἱ ἐνδιαφερόμενοι οὔτε οἱ λειτουργοί”. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα, ὅτι καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση τό μυστήριο εἶναι ἔγκυρο, ἀρκεῖ νά τελέσθηκε κανονικά ἀπό ὀρθόδοξο Ἱερέα, θεωρεῖται “σιωπηρή συμβαση”, μέ τήν ὁποία καταλήγουμε στό “νά ἀπουσιάζει ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία”.

Σέ ὅλο το ἄρθρο ὑπάρχει μιά σφοδρή ἀπορριπτική κριτική τοῦ σύγχρονου θεολογικοῦ λόγου καί τοῦ κηρύγματος. “Ο σύγχρονος ἐκκλησιαστικός καί θεολογικός λόγος, εἶναι λόγος ἰδεατός. Στόν τόπο μας δηλαδή, ἐδῶ καί κάποιες δεκαετίες ἀναπτύσσεται μιά θεολογία πού μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς θεολογία τῆς ἰδεατῆς εἰκόνας”. Εἶναι τόσο θαυμαστά αὐτά πού γράφονται, πού “εἶναι πολύ δύσκολο νά διανοηθεῖς ὅτι μπορεῖ νά ἀφοροῦν καί ἐσένα”. Καί συμπληρώνει: “Πάντα ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι πρόκειται γιά περιγραφές ἑνός θαυμαστοῦ οἰκοδομήματος στίς ὁποῖες ὅμως λείπει ἡ περιγραφή γιά τό πού βρίσκεται ἡ πόρτα. Ὅταν δέ κάποιος φιλότιμος ψάξει καί τήν βρεῖ καί τολμήσει νά μπεῖ, τότε βρίσκεται στό σκοτάδι, δέν ὑπάρχει καμμία πληροφορία γιά τό πῶς νά προχωρήσει”.

Ὅταν φθάνη κανείς σέ τέτοιες ἀναζητήσεις δέν ἀρκεῖται στήν ἀνάγνωση βιβλίων. Ψάχνει χειραγωγούς. Μαθητεύει, ταπεινώνεται. Εἶναι φανερό, πάντως, μέσα ἀπό τίς κύριες ἀναφορές τοῦ ἄρθρου, ὅτι ὁ κύριος ὄγκος τῶν πυρῶν τοῦ στρέφεται ἐναντίον τῆς λεγομένης “λειτουργικῆς ἀναγέννησης”, ἡ ὁποία πράγματι παρουσιάζει προβλήματα. Ὅμως, δέν ἀφήνει καμμιά σύγχρονη θεολογική παραγωγή ἀπό ἔξω. Νά ὑποθέσω, λοιπόν, ὅτι στήν ἴδια κατηγορία ἐντάσσει τά βιβλία τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ π. Σωφρονίου Σαχάρωφ, τοῦ π. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἤ τίς ἐπιστολές τοῦ π. Ἰωσήφ τοῦ ἡσυχαστῆ; Μέσα στήν ἐρώτηση ἀποφεύγω νά βάλω τήν μεγάλη θεολογική παραγωγή τοῦ Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου καί τοῦ Ναυπακτίου μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, γιά νά μή θεωρηθῆ ὅτι θέλω νά εὐλογήσω τόν τόπο μας. Αὐτή ἡ γενική ἀπορριπτική διάθεση τοῦ ἀρθρογράφου δυσκολεύει τήν μετάδοση τοῦ βασικοῦ μηνύματός του, ποῦ, κατά τήν γνώμη μου, εἶναι ἡ “ταπεινή ἐπίγνωση τῆς ἀπόστασης πού μᾶς χωρίζει ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς θείας Λειτουργίας” καί γενικότερά της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Πάνω σε ὅλες αὐτές τίς θέσεις θέλω νά κάνω ὁρισμένες παρατηρήσεις.

1. Τό πρόβλημα πού θέτει τό ἄρθρο εἶναι ἡ μεγάλη ἀπόσταση πού χωρίζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν ζωή τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν πραγματικότητα ἀμφισβητεῖ τήν ἀλήθεια, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι στίς μέρες μας ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό συμβαίνει, γιατί στή συγκεκριμένη ἀνάλυση ὡς πραγματική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ἡ κρατοῦσα νοοτροπία στό σύνολο τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν βαπτισθῆ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν σχέση πού ἔχει ἡ ζωή τους μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τά μυστήρια πού μᾶς παρέδωσε. Ἡ μέθοδος πού ἀκολουθεῖ ὁ ἀρθρογράφος εἶναι κοινωνιολογική, θά ἔλεγα στατιστική, γιατί ἀπό τήν μετρήσιμη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ὁδηγεῖται σέ γενικευμένα θεολογικά συμπεράσματα. Οἱ γενικεύσεις ὅμως συσκοτίζουν τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ στατιστική δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση δεῖκτες ἐκκλησιαστικῆς ἤ πνευματικῆς ζωῆς, γιατί μετρᾶ φαινόμενα, μέ βάση προκαθορισμένα ἐρωτήματα. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὅμως εἶναι “ὑπόγειο ρεύμα”, κρύβεται “σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεώ”.Μᾶς δίνει κάποια ἐξωτερικά ἀποτελέσματα, τά ὁποῖα ὅμως δέν ἐξαντλοῦν τό περιεχόμενό της.

2. Τό ἄρθρο χαρακτηρίζεται ἀπό ἕναν ρεαλισμό, ὁ ὁποῖος προσγειώνει τόν ἀναγνώστη στήν καθημερινή πραγματικότητα καί τόν ὁδηγεῖ –ἄν ἔχη εὐαισθησία– στήν συνειδητοποίηση τῆς ἀπόστασης πού τόν χωρίζει ἀπό τήν ἀληθινή ὀρθόδοξη ζωή. Φθάνει ὅμως σέ διατυπώσεις οἱ ὁποῖες, λόγω τῆς ὑπερβολῆς τους, ἀδικοῦν τό ἴδιο το ἄρθρο, καθιστώντας τό ἀναξιόπιστο. Δέν εἶναι, γιά παράδειγμα, ἔλλειψη τόλμης ἡ μή ἔκφραση ἀμφιβολίας γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, διότι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δίνεται, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν γίνεται αἰσθητή ἀπό τούς συμμετέχοντες. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στό ἔργο τοῦ “Περί θείων Μυστηρίων” εἶναι σαφής. “Η τελείωσις καί ὁ ἁγιασμός τῶν μυστηρίων ὡς αὐτοτελής εἶναι ἀνεξάρτητος οὐ μόνον ἐκ τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν τῷ μυστηρίω Ἱερέως, ἀλλά τυγχάνει ἀνεξάρτητος καί ἐκ τῆς ἠθικῆς τελειότητος καί πίστεως τοῦ δεχομένου τό μυστήριον. Τό μυστήριον ἐτελέσθη,... ἡ χάρις ἐξεχύθη, ...οἱ εὐαίσθητοι ἠσθάνθησαν, ... οἱ βραδεῖς τόν νοῦν διετέλεσαν καθεύδοντες”.

3. Μέ αὐτά πού λέει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος δέν μᾶς ἐξωθεῖ στήν μαγική ἀντίληψη τῶν μυστηρίων, γιατί ἡ αἴσθηση τῆς χάριτος ἐξαρτᾶται ἀπό τήν εὐαισθησία τῆς ψυχῆς. Οὔτε ἐπίσης ἡ θεολογία τοῦ εἶναι θεολογία τῆς “ἰδεατῆς εἰκόνας”, γιατί μιλᾶ γιά ἁπτές πραγματικότητες μέσα ἀπό τήν ποιμαντική του πείρα. Τά θαυματουργά λείψανά του, ἄλλωστε, εἶναι συντριβή κάθε ἰδεατῆς εἰκόνας. Ἐπίσης, δέν ἐξαφανίζει τό πρόσωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου τοῦ γράφη, ὅτι “ἡ Ἐκκλησία ἀνεξαρτήτως πρός τό ἦθος καί τήν πίστιν τῶν προσώπων ἔχει τό Πνεῦμα ἐν ἐαυτή εἰς τόν αἰώνα”, γιατί ἔτσι διατηρεῖται πάντοτε ἡ δυνατότητα τῆς ζωοποιήσεως τῶν προσώπων ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ζῆ στήν Ἐκκλησία.

Ἡ διατήρηση τῆς χάριτος μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων, εἶναι μιά μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό ἀνθρώπινο γένος, τό ὁποῖο ζῆ τήν περιπέτεια τῆς πτώσεως. Ἡ ἐξάρτηση τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων ἀπό τό ἦθος τῶν μετεχόντων εἶναι ἐπικίνδυνος προτεσταντισμός. Αὐτό, βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἔλλειψη ἤθους εὐλογεῖται.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ