Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλά: Ἡ ἑορτή τοῦ Ἀη-Λιῶς

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΔΑΚΟΥΛΑ

Γιάννη Βαρδακουλά: Η εορτή του Αη-ΛιώςἌν ἑξαιρέση κανείς τίς γιορτές τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα, μέ τήν μακρόχρονη ἀναμονή καί προετοιμασία, ὅλες οἱ ἄλλες χριστιανικές γιορτές πρέπει νά εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικές, ἀνεξάρτητα ἀπό τά χαρίσματα καί τήν δοκιμασία κάθε ἁγίου. Ὅμως ὑπάρχουν καί κάποιες γιορτές, γιά τίς ὁποῖες νοιώθουμε ἰδιαίτερη συγκίνηση• εἶναι αὐτές τοῦ πολιούχου τῆς πόλης καί ἐκείνων τῶν ἁγίων, στήν μνήμη τῶν ὁποίων ὑπάρχει στόν τόπο Ἐκκλησία. Τέτοιες γιορτές ἔχομε, ἐκτός ἀπό αὐτή τοῦ πολιούχου Ἀη-Δημήτρη, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἀη-Γιώργη, τοῦ Ἁγίου Διονυσίου –ἑορτή αὐτή τῶν Ναυτικῶν μας– τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί τοῦ Ἀη-Λιῶς, στίς 20 Ἰουλίου, τό κατακαλόκαιρο. Κατά τίς θρησκευτικές αὐτές γιορτές εἶναι πιό ἀνοικτή, νομίζω, ἡ ψυχολογία μας καί ζωντανά στήν μνήμη μᾶς τά ἀπό αὐτές βιώματά μας, ὅπως ἔτσι ἔχουν μείνει καί σέ μένα ἀπό τά παιδικά μου χρόνια, οἱ ἀναμνήσεις ἀπό τήν γιορτή τοῦ Προφήτη Ἠλία.

Τό Ἐκκλησάκι του, πάντα σέ κορφές, εἶναι χτισμένο στό τέταρτο διάζωμα τοῦ Κάστρου μας. Πότε χτίσθηκε, δέν εἶναι γνωστό. Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Γερμανός περιηγητής Ludwig Salvator, στό ὁδοιπορικό του, ἡ Ἐκκλησία αὐτή μετασκευάσθηκε ἀπό Τζαμί, τό Τζαμί τοῦ Μπαμπά-Τσαούς, πού σέ τέτοιο εἶχε μετασκευασθῆ προϋπάρχουσα χριστιανική Ἐκκλησία. Θυμᾶμαι, ὅτι δεξιά στόν εἰσερχόμενο στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό κατάλοιπο τοῦ μιναρέ τοῦ Τζαμιοῦ.

Σάν ἔφτανε ἡ παραμονή τῆς γιορτῆς, ἑτοιμαζόμαστε ν’ ἀνεβοῦμε γιά νά προσκυνήσουμε τήν χάρη Του. Τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς μου φτιάχναμε τήν δική μας συντροφιά. Ἀπό τίς 10 τό πρωΐ τό σήμαντρο, ὅπως λέγαμε τήν καμπάνα, ἀκουγόταν κάθε τόσο, γιά νά μᾶς θυμίση, νά θυμίση ὅλη τήν πόλη, τήν ἑορταστική ἐπέτειο. Ντυμένοι μέ τά καλά μας, ξεκινούσαμε παίρνοντας τήν ἀνηφοριά. Γιά τήν ἀνάβαση ὑπῆρχαν ἀρκετοί δρόμοι, πού κάθε χρονιά κι’ ἀλλάζαμε: ὁ ἕνας ἦταν ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ περιβολιοῦ τοῦ Φράγκου, ὅπως εἶχεν μετονομασθῆ τό περιβόλι τοῦ Εὔθ. Πλαστήρα, μετά τόν γάμο τῆς κόρης του μέ τόν Λάμπρο Φράγκο, πού μᾶς ἔβγαζε στό Φαλτσοπορτίκι• ἀπό ἐκεῖ στόν Πλάτανο• ὁ δεύτερος ἦταν πάλι ἀπό τά Φραγκέϊκα, δυτικά τώρα, πού κατέληγε κι’ αὐτός στόν Πλάτανο. Ἐκεῖ ἦταν τό μεγάλο πλατάνι, πού γιά ν’ ἀγκαλιαστή χρειαζόταν ἑπτά ἀνδρικές ἀγκαλιές. Ὁ τρίτος ἦταν ἕνα γκαλντερίμι, ἀπό τά ἀνατολικά του Ἀη-Δημήτρη, πού ὁδηγοῦσε στήν Τάπια, πού στήν τουρκοκρατία προστάτευε τήν Μετρόπολη Πόρτα, κι’ ἀπό ἐκεῖ ἡ σκάλα ὁδηγοῦσε στό Ρολόϊ, ἀπ’ ὅπου ἀπολαμβάναμε τήν θέα τῆς μικρῆς τότε πόλης μας καί τοῦ λιμανιοῦ μέ τά καΐκια. Ὁ τέταρτος δρόμος ἦταν ἀπό γκαλντερίμι, πού ἄρχιζε ἀπό τοῦ Μέμου καί μέσω τῆς βρύσης τοῦ Παπᾶ, ἀκριβῶς κάτω ἀπό τό Ρολόϊ, καί ἔφτανε στή Σιδηροπόρτα, στήν ὁποία κατέληγε, καί ὁ πέμπτος δρόμος ἀπό τή Καμάρα τοῦ Μπότσαρη. Ἐκτός ἀπό τόν πέμπτο, ὅλοι οἱ ἄλλοι δρόμοι περνοῦσαν ἀπό βρύσες, ὅπου σταματούσαμε νά πιοῦμε λίγο νερό καί νά ξεκουραστοῦμε, γιατί πάντα ἡ νεότητα εἶναι βιαστική.

Γιάννη Βαρδακουλά: Η εορτή του Αη-ΛιώςὝστερα ἄρχιζε ἡ ἀνηφοριά, ἀπό τήν Τάπια τοῦ Τσαούς, σ’ ἕνα φιδωτό μονοπάτι, πού μᾶς ἔφερνε στήν ἄλλη Σιδηροπόρτα μέ τό λιοντάρι τῆς Βενετιᾶς. Μπαίναμε πιά στό τρίτο διάζωμα μέ τά μεγάλα πεῦκα• δεξιά ἕνας μεγάλος βράχος, στόν ὁποῖο ἤσαν ἀνάγλυφες οἱ ὁπλές βοδιοῦ, πού μέ τίς δάφορες ἀφηγήσεις προκαλοῦσε τήν φαντασία μας. Περνώντας μιά πύλη ἀκόμη φτάναμε στό τέταρτο διάζωμα, σ’ ἕνα πλάτωμα, τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Δέν ἀνηφορίζαμε ὅμως ἀμέσως γιά τή κορφή• τώρα τό γκαλντερίμι ἦταν δύσκολο, καθώς ἦταν διάσπαρτο ἀπό τίς ξηραμένες βελόνες τῶν πεύκων, πού θέλαν μεγάλη προσοχή, γιά νά μή κατρακυλήση κανείς. Προτιμούσαμε τό μονοπάτι δεξιά, γιά ν’ ἀνεβοῦμε στό Σήμαντρο, τήν καμπάνα πού δέσποζε πάνω στά τείχη, γιά νά σημάνουμε καί νά δηλώσουμε κι ἐμεῖς τήν παρουσία μας... Ἀπό ἐκεῖ μιά μικρή ἀνηφοριά μᾶς ἔφερνε στόν Προφήτη Ἠλία.

Δέν περνοῦσε πολλή ὥρα καί ἔφθανε ὁ πάπα-Κάρμας, ἕνας ἄρχοντας Ἱερέας τῆς Ἐνορίας τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στήν ὁποία εἶχε ὑπαχθῆ ὁ Προφήτης Ἠλίας. Τόν ἔφερνε μέ τό ἄλογό της ἡ ἀγωγιάτισσα Καλή καί ἀκολουθοῦσαν ὁρισμένοι ἐπίτροποι. Λίγοι πάντα οἱ προσκυνητές τήν παραμονή. Σέ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα γινόταν ὁ Ἑσπερινός, κατά τόν ὁποῖον ἀκούγαμε ἀπό τόν Ἱερέα μας καί τόν ψάλτη, τόν Κώστα Κονταξή, τό τροπάριο “ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς...”.

Μετά τόν Ἑσπερινό κατεβαίναμε, γιατί ἔπαιρνε γρήγορα τό βράδυ. Ὁ πάπα-Κάρμας καί οἱ Ἐπίτροποι ἔμεναν ἐκεῖ γιά τήν λειτουργία τῆς ἑπομένης. Κοιμόντουσαν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία στό χῶμα• ὅταν ἐπιστρέφαμε, βλέπαμε τήν ἀνταύγεια ἀπό τήν ἀσετυλίνη, πού τούς φώτιζε τήν συντροφιά...

Τήν ἄλλη μέρα ἀπό τό πρωΐ, στίς ἕξι ἡ ὥρα, ἄρχιζε τό σήμαντρο κι ἐμεῖς ξεκινούσαμε πάλι πρίν ἀκόμη σκάσει ὁ ἥλιος. Γέμιζε σιγά-σιγά ἡ Ἐκκλησία καί τό πλάτωμα μπροστά της. Οἱ μεγαλύτεροι, ὅσοι μποροῦσαν, τό εἶχαν τάξει ν’ ἀνεβοῦν, ν’ ἀνάψουν τό κερί καί νά προσκυνήσουν τήν χάρη Του. Φτάναν συντροφιές - συντροφιές...

Χειροθετημένος ἀναγνώστης, κλεινόμουνα στό Ἱερό, γιά νά ὑπηρετῶ τόν Ἱερέα, ἔχοντας πάντοτε ἕτοιμό το θυμιατό, κόβοντας τό ἀντίδωρο –“μεγάλα, Γιάννη”, ἦταν ἡ προσταγή τού– ἐτοιμάζοντας τό “ζέον”, κρατώντας τό μανουάλι στήν μικρή καί τή μεγάλη Εἴσοδο, πάντα πρόθυμος νά ἐκτελέσω τίς ἐντολές του. Τόν σεβόμουνα πολύ καί τόν ἀγαποῦσα τόν πολιό αὐτόν Ἱερέα, πού διακρινόταν γιά τήν θρησκευτική του σοβαρότητα, ἀλλά καί τό γλυκό καί δίκαιο λόγο του, πού τόν εἶχαν ἐπιβάλει στήν ἐπαχτίτικη κοινωνία.

Ὅταν τέλειωνε ἡ λειτουργία, ἤμουν καί πάλι ἐλεύθερος νά συναντήσω τήν συντροφιά μου. Καμμιά φορᾶ ὑπῆρχαν πωλητές μέ κοκοράκια στό καλάμι ἤ καί μέ λεμονάδες, πού μόλις πίνονταν ζεστές ὅπως ἤσαν. Κι ὕστερα ἀρχίζαμε –μέ τήν περιδιάβαση πρός τίς ὑδαταποθῆκες μέ τίς νυχτερίδες κι ἀνεβαίναμε στό πέμπτο, τό τελευταῖο διάζωμα, ἀπ’ ὅπου ἀγνατεύαμε τό βουνό καί τό Λιοστάσι ἀπό τήν σκεπή τῆς Στρατώνας, γιά νά κατεβοῦμε μετά στίς δύο ὑδαταποθῆκες τοῦ πέμπτου διαζώματος, ὅπου σε ἕνα μόλις φωτιζόμενο ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου σκοτεινό καί πανύψηλο ἰσόγειο ὑπῆρχε, ὅπως τό συντηροῦσε ἡ παράδοση ἡ “Ὀπή” τῆς διαφυγῆς...

Κι ὕστερα, ὅταν πιά εἴχαμε ἀποκάμει ἀπό τό ἀνέβα - κατέβα στά τείχη κι ἀποχαιρετούσαμε μέ τό σήμαντρο τό θρησκευτικό μέρος τῆς γιορτῆς, κατεβαίναμε ὅλοι οἱ προσκυνητές στό Πλατάνι μέ τήν τουρκική βρύση. Κάτω ἀπό τήν πλούσια σκιά τοῦ παίρναν ὅλοι θέση γιά τό μεσημεριανό γλέντι –πολλές φορές καί μέ ὄργανα– Πολλοί εἶχαν μαζί τους κάποια ἑτοιμασία κι ἄλλοι βολεύονταν ἀπό κάποιο πρόχειρα στημένο γιά τήν μέρα μαγαζί. Ἀπό τήν σύναξη αὐτή δέν ἔλειπαν ποτέ ἡ κυρά -Ρήνα τοῦ Ναούμη, ἡ κυρά-Ρήνα ἡ Κολονιώταινα καί ἡ σουλιωτοπούλα κυρά-Κική τοῦ Πανομάρα μέ τά “ἀληπασίτικα” καί τά “συμπαθητικά” τραγούδια τους, μέχρι πού ἄρχιζε τό ξεφάντωμα ἀπό ὅλους καί ὅλες, πού πιάνονταν στόν χορό, γύρω ἀπό τό Πλατάνι, μέχρι ἀργά τό ἀπόγευμα πού ἄρχιζε ἡ ἐπιστροφή.

Περνούσαμε ἀπό τά ὁλοκάθαρα ἀσβεστωμένα σπίτια μέ τίς αὐλές πλημμυρισμένες στά λουλούδια, τήν πόρτα ἀνοιχτῆ γιά τούς ἐπισκέπτες καί τά μικρά παράθυρα, πού τά στόλιζαν τά κεντημένα κουρτινάκια.

Αὐτή εἶναι ἡ μνήμη καί ἡ συγκίνησή μου ἀπό ἕναν κόσμο ἀγαπημένο, ἀδελφωμένο, συμπαραστάτη στόν συνάνθρωπό του, πού χάνεται, φεῦ, σιγά-σιγά ἀφήνοντας πίσω τήν ὀμορφιά καί τήν ζεστασιά τῆς ἀνθρωπιᾶς του.