Skip to main content

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Τό Μοναστήρι τ’ Ἀη-Γιάννη τοῦ Προδρόμου Βομβοκοῦς

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Το Μοναστήρι τ’ Αη-Γιάννη του Προδρόμου ΒομβοκούςΔέν ὑπάρχει Ἐπαχτίτης, πού νά μήν ἔχη ἐπισκεφθῆ τό Μοναστήρι τ’ Ἀη-Γιάννη. Μερικοί μάλιστα μετροῦν τίς ἐπισκέψεις μιά καί δυό καί τρεῖς φορές μέ τά χρόνια τους. Γιά νά μή ξεχάσουμε ἀκόμη καί πολλούς ἄλλους, πού στίς 29 Αὐγούστου καί στίς 14 τοῦ Σεπτέμβρη ξεκίναγαν ἀπό ἄλλες πόλεις, στίς ὁποῖες ἤσαν μόνιμα ἤ καί προσωρινά ἐγκαταστημένοι, ν’ ἀνεβοῦν καί νά προσκυνήσουν τήν χάρη Του. Προσπάθησα πολλές φορές, νά ἐξηγήσω ἀπό πού ξεκινάει ἡ ἰδιαίτερη λατρευτική αὐτή διάθεση τῶν Ἐπαχτιτῶν, πολύ περισσότερο στίς 29 Αὐγούστου. Κι ἀναρωτιέμαι τώρα: μήπως ξεκινάει καί ἀπό τήν ἀνάμνηση κάποιας θλιβερῆς ἐπετείου, τῆς 29 Αὐγούστου τοῦ 1499, ποῦ ὁ σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ ἐκπόρθησε τήν πόλη μας, χτίζοντας ὡς τρόπαιο στόν ἀνατολικό βραχίονα τοῦ λιμανιοῦ τό ἀφιερωμένο στήν ἅλωση τῆς πόλης μᾶς “Φετιχιέ Τζαμί” του;

Γεγονός πάντως εἶναι ἕνα: οἱ Ἐπαχτίτες καί σιγά-σιγά οἱ κάτοικοι τῶν γύρω πεδινῶν καί ὀρεινῶν οἰκισμῶν δέν παρέλειπαν, νά μή ἀνηφορίσουν, γιά νά προσευχηθοῦν καί ν’ ἀνάψουν τό κερί τους...

Ἡ ἐπιλογή τῆς τοποθεσίας, ὅπου χτίστηκε τό μοναστήρι ἔγινε, ὅπως ἔχει γράψει στήν ἐργασία του “Ἡ Σκάλα Ναυπακτίας” ὁ πολυαγαπητός φίλος μου κ. Σπύρος Ἀϋφαντής, ὑπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες: Ἐπί μερικές νύχτες βοσκός ἀπό τήν Σκάλα ἔβλεπε, ὅπως ἡ παράδοση τό διέσωσε, ἕνα δυνατό φῶς στήν θέση αὐτή, πού τόν ἀνάγκασε, ἀφοῦ ἐπεσήμανε τό σημεῖο, νά τό ἐπισκεφθῆ. Ἐκεῖ βρῆκε τήν εἰκόνα τοῦ Ἀη-Γιάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Ἔτσι ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, πού ἀργότερα μετατράπηκε σέ μοναστήρι. Ἡ χρονολογία δέν εἶναι γνωστή. Τό μόνο γνωστό εἶναι ὅτι ἔγινε ἀνακαίνισή του πάνω στά ἐρείπια παλαιότερου ναοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἐντοιχισμένη στό Καθολικό αὐτοῦ ἀκόλουθη ἐπιγραφή:

Ἀνεκαινίσθη ἐκ βάθρων ὁ θεῖος καί πάνσεπτος ναός τοῦ Τιμίου Προδρόμου διά δαπάνης τοῦ ὀσιωτάτου ἐν Ἱερομονάχοις Κύρ Ἀρσενίου, καθηγουμένου τοῦ αὐτοῦ ναοῦ. ΑΧΕ (1695) Ἀπριλλί(οὔ).

Στήν διαδρομή τῶν χρόνων τό Μοναστήρι ἔζησε περιόδους ἀκμῆς καί παρακμῆς. Στά 1817 ὑπῆρχαν ἕξ μοναχοί, ἀναφέρει ὁ Pouqueville, ἐνῶ τό 1835 ἐγκαταβιώνουν μόνον τρεῖς, ὁ Βενέδικτος, ὁ Ἰωαννίκιος καί ὁ Νεόφυτος. Στά χρόνια της Ἐθνεγερσίας, πρόσφερε τίς ὑπηρεσίες του, ὅπως καί τά ἄλλα μοναστήρια, ὡς καταφύγιο, ἀναρρωτήριο καί ὁρμητήριο τῶν κλεφταρματωλῶν τῆς περιοχῆς.

Θά σταματήσω ἐδῶ το Ἱστορικό του Μοναστηριοῦ καί θά συνεχίσω τό Ὁδοιπορικό του μέ βάση τήν παράδοση καί τά προσωπικά μου βιώματα, γιατί ἐδῶ μέ ἔφερναν στά παιδικά καί τά νεανικά μου χρόνια κατά τούς θερινούς μῆνες. Ἄλλωστε, μέ τήν παρότρυνση καί εὐλογία τοῦ πρώην Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἀλεξάνδρου, ἔχει κυκλοφορήσει πρίν κάμποσα χρόνια ἡ ἐργασία μου “Τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγιάννη Βομβοκούς Ναυπακτίας”, στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἐκτενέστερά το Ἱστορικό του.

Ὑψόμετρο περίπου ἑξακόσια μέτρα πάνω ἀπό τήν θάλασσα• ἀνεπανάληπτο φυσικό περιβάλλον• βαθεῖς οἱ ἤσκιοι τῶν πλατανιῶν• κρύο νερό• βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα πού στά προπολεμικά χρόνια ἐπηρέαζε πιό ἐξουσιαστικά τόν ἄνθρωπο• συνύπαρξη γιά ἕνα ἱκανό καλοκαιριάτικο χρονικό διάστημα συγγενῶν καί φίλων, πού ἀνταποκρίνονταν στό πνεῦμα τῆς συμφιλιωτικῆς κοινότητας καί δέσποζε στήν μικρή μας τότε πόλη καί τήν γαλουχοῦσε, καί ἡ εὐκολία στέγασης στά κελιά εἶχαν καθιερώσει τό Μοναστήρι ὡς τόπο παραθερισμοῦ τῶν Ἐπαχτιτῶν. Τό κλίμα τῆς συναδέλφωσης, τῆς ἀλληλοβοήθειας καί τῆς ἀλληλοσυμπλήρωσης ἦταν ὁ κανόνας τῆς καθημερινῆς ζωῆς στό Μοναστήρι. Καί ἐμεῖς τά παιδιά εἴμαστε οἱ ἀκούραστοι μεταφορεῖς τοῦ νεροῦ ἀπό τήν βρύση καί γι’ αὐτούς ἀκόμη πού μπορεῖ νά ἤσαν ἀνήμποροι.

Εὐσεβής ὁ πόθος τῶν Ἐπαχτιτῶν ν’ ἀνέβουν, νά προσκυνήσουν τοῦ Ἀη-Γιαννοῦ τοῦ Ριγανᾶ, τοῦ Σταυροῦ, νά μήν ἀπουσιάσουν στήν ἑορτή τοῦ Αὐγούστου, πόθος πού τόσο ζωντάνεψε μέ τόν στίχο τοῦ ὁ Ἀθάνας:

Πότε θά φθάση ὁ Αὔγουστος νά πᾶμε στόν Ἀη-Γιάννη,
πρός τοῦ γκρεμοῦ τό ξάγναντο νά πιάσουμε κελλί
καί ξέγνοιαστα νά ζήσουμε στήν βρύση, στό πλατάνι,
στήν ἐκκλησιά γιά προσευχές, γιά γλέντια στήν αὐλή...

Σωστή τελετουργία ἡ προετοιμασία καί μεγάλη ἡ χαρά τῶν παιδῶν, πού θά περνοῦσαν ἀδελφωμένα τούς καλοκαιρινούς μῆνες...

Τόπος συγκέντρωσης τό πλατάνι στό Καινούριο Χωριό. Ἀπό ἐκεῖ γινόταν ἡ ἐκκίνηση. Οἱ μεγάλοι καβάλα μέ ὁδηγούς τούς ἀγωγιάτες καί τά παιδιά προπορευόμενα. Πορεία στά χαλίκια τοῦ Σκᾶ, ὅταν εἶχε γυρίσει ὁ ἥλιος πρός τή Δύση, γιά τήν ἀντηλιά• πρώτη στάση στό Πλατανόρεμα, ὅπου ὁ μύλος καί τό κονάκι τοῦ Κύρκου τοῦ Λαγαροῦ, κι ὕστερα ἡ κοπιαστική ἀνάβαση, γραφική μέσα στόν λόγγο καί πλάι στίς σάρες... Μά κανείς δέν ἔλεγε πῶς κουράστηκε• τό βῆμα, μέ τήν χάρη Του, ἦταν ἐλαφρό γιά τούς προσκυνητές. Μιά δεύτερη λιγόλεπτη στάση στήν βρυσούλα τοῦ Ἀη-Λάκη καί σέ λίγο το Μοναστήρι.

Ἀπό νωρίς ἔβγαιναν ὅλοι στό ξάγναντο μέ ἐπικεφαλῆς δύο μοναχικές ὑπάρξεις, τήν κυρά Λένη τήν Γαλάναινα καί τήν κυρά Σπυριδούλα τοῦ Κονταξῆ, ἀνηψιᾶ τοῦ Δεσπότη Δαυίδ, σύζυγο τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἐτοιμάζοντας κάποιο ἐργόχειρο, πού δέν ἔλεγε νά τελειώση ἀπ’ τό κουβεντολόϊ τους... Ἀχολογοῦσαν οἱ ρεματιές ἀπό τίς παιδικές φωνές καί τά τραγούδια καί τά μηνύματα ἀνάμεσα στούς παρεθεριστές καί τούς πεζοποροῦντες, ἀφοῦ πολλοί οἰκογενειάρχες ἔρχονταν δύο καί τρεῖς φορές στήν βδομάδα, γιά νά δοῦν τά παιδιά τους καί νά φέρουν τρόφιμα.

Οἱ παληότεροι καί τά παιδιά ἔσπευδαν νά βοηθήσουν τούς νεοφερμένους, μόλις ξεπέζευαν, γιά τήν μεταφορά τῶν πραγμάτων τους.

Οἱ μέρες περνοῦσαν μέ φωνές καί τραγούδια γιά τούς μικρούς, γιά τό νερό ἀπό τήν Βρύση, ἐνῶ ὅλη ἡ ἄλλη φροντίδα ἦταν γιά τήν μάνα καί τά μεγαλύτερα κορίτσια, πού συναγωνίζονταν μεταξύ τους γιά τήν τάξη καί τήν καθαριότητα. Κι ὅταν ἔπαιρνε τό βράδυ, συγκεντρώνονταν ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, στήν Βρύση, ὅπου οἱ ἄντρες ἔπιναν τό κρασάκι τους στό φῶς τῆς ἀσετυλίνης κι ἄρχιζαν τά τραγούδια τοῦ τραπεζιοῦ... Ἄρχιζε πρῶτος ὁ Πάπα-Τάκης, Ἱερέας, μέ τήν σιγανή, γλυκειά φωνή τοῦ τό “τόν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα...” καί λίγο ἀργοτέρα, σάν ξεκομμένο ἀηδόνι, τό ἀγαπημένο τοῦ τραγούδι:

“Τρισεύγενη μ’ στό γάμο σου, στ’ ἀρρεβωνιάσματά σου
τά χιόνια ἀλεύρια νά γενοῦν καί τά ποτάμια λάδι
κι ἡ θάλασσα γλυκό κρασί νά πιούν οἱ συμπεθέροι...”

Ὅταν ἔφτανε ἡ γιορτή τοῦ Ἀφέντη Ἀη-Γιάννη, γινόταν καί πάλι ἡ καθαριότητα ὅλου του χώρου, τ’ ἀσβέστωμα τῶν τοίχων, τό καθάρισμα τῆς δεξαμενῆς, ἡ περιποίηση τοῦ ναοῦ, τό γυάλισμα τῶν σκευῶν, πού ἦταν τῆς εἰδικότητάς μου... Καί τήν μέρα τῆς γιορτῆς “ζώσιμο” τοῦ ναοῦ ἀπό τούς ταμένους καί βαπτίσεις. Τίς θυμᾶμαι μέ πολλή συγκίνηση. Ἁπλές, χωρίς ἐξεζήτηση καί ἐπιδείξεις πού ταίριαζαν στήν ἁπλότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἐδῶ στό Μοναστήρι ἔγινε καί ἡ βάπτιση τοῦ μεγάλου ἐπαχτίτη, τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη, πού τόν ἔφερε στά χέρια της ἡ προμάμη μου, ἡ Λαμπρογκιώνενα καί νουνά του.

Τήν μέρα τοῦ Ἀη-Γιαννιοῦ καί τοῦ Σταυροῦ αὐστηρή νηστεία κατά τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἑπομένη ὅμως γλέντι μέ ψητά ἀρνιά, πού τήν ἱεροτελεστία τοῦ ψησίματος ἀναλάμβανε ὁ μπάρμπα-Θανάσης, πού εἶχε “ὀρμώσει τήν καλυβούλα τού”, στήν πρώτη πίσω ἀπό τήν λάκα τοῦ Μοναστηριοῦ ραχούλα, ὅπου ἔμενε ὁλοχρονίς σκαλίζοντας μέ τήν γριά τοῦ ξύλινες κουτάλες γιά τούς πανηγυριῶτες.

Πρίν λίγες ἡμέρες συνοδέψαμε οἱ Ἐπαχτίτες καί ἰδιαίτερα οἱ “ἐραστές” τοῦ Μοναστηριοῦ τόν πρόεδρο τοῦ συλλόγου τῶν φίλων του. Τήν ἀγάπη του καί τήν ἀνακαίνιση τοῦ Μοναστηριοῦ τήν εἶχε κάνει σκοπό τῆς ζωῆς του. Στίς πρωτοβουλίες του, στήν δραστηριότητά του, στόν ἀκούραστο ζῆλο τοῦ ὀφείλεται σέ μεγάλο βαθμό τό κατασκευαστικό ἔργο, πού ὁλοκλήρωσε τό Μοναστήρι. Γι’ αὐτό καί τόν προπέμψαμε ὅλοι μέ ἀγάπη καί συγκίνηση...

Ὅσο πλησιάζει τ’ Ἀη-Γιαννιού, τόσο περισσότερο γυρίζω στό Μοναστήρι. Κι ἡ ἐπιστροφή μου αὐτή ζωντανεύει, ὅπως σέ ὅλους τους Ἐπαχτίτες, τά βιώματά μας ἀπό τά εὐτυχισμένα ἐκεῖνα καλοκαίρια, πού προβάλλουν μέ φόντο τήν μοναστική γαλήνη, τήν ἐρημία καί τήν σιωπή πού ὁδηγεῖ τόν στοχασμό σέ βαθύτερη, οὐσιαστικότερη πνευματικότητα. Ὧρες πού χάνεσαι κοιτάζοντας τίς ἁγιογραφίες τοῦ Ναοῦ, γυρνώντας στά κελλιά, καθισμένος στόν πλάτανο στήν Βρύση, χαμένος στήν ἁπλωμένη γύρω ἱερή σιγή, ἀκούοντας τά κουδουνίσματα στά γύρω βοσκοτόπια, ὅπως παληά, ἀναζητώντας τό χαμένο παράδεισο τῆς ψυχῆς, πού μέ τόση συγκίνηση ζωγράφισε ὁ Ἀθάνας στήν στροφή του

Κι ἡ νύχτα, ἡ νύχτα πώρχεται νωρίς στό Μοναστήρι
βγάζει στό λόγγο τ’ ἄχραντα μυστήρια τοῦ ναοῦ...
Χλωμή καλογρηα, πού ἀγρυπνᾶ γυρτή στό παραθύρι,
μοιάζει ἡ σελήνη ὡς φαίνεται στή ράχη τοῦ βουνοῦ.

  • Προβολές: 3020