Skip to main content

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Τό Λιμάνι μας καί οἱ Ἄνθρωποί του (Α)

Ναυπακτιακά Σημειώματα:

Ἐπιστήμονες, ἔμποροι, βιοτέχνες

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Η Ε.Π. δημοσιεύει ἀπό σήμερα, καί σέ τρεῖς συνέχειες, ἕνα ἐνδιαφέρον κείμενο τοῦ κ. Βαρδακουλά τοῦ κ. Γιάννη γιά τόν ὁποῖο δέν χρειάζονται συστάσεις, παρά μόνον ὅτι ἀφουγκράζεται τήν ζωή τῆς πόλης μας, συμμετέχει ἐνθέρμως στά κοινά καί θυμᾶται μέ λεπτομέρειες τήν νεώτερη ἱστορία της. Γι’ αὐτό καί πάντα θά ὑπάρχη «φιλόξενος χῶρος» στήν Ε.Π. γιά τίς πλούσιες ἀναμνήσεις καί παρατηρήσεις του.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀνησυχία του ὅτι τό κείμενό του «δέν ἔχει γιά θέμα τοῦ ἀπόψεις ἤ γεγονότα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου», νομίζουμε ὅτι ἡ παιδιόθεν, ἐξ ὄρθρου βαθέος, φοίτησή του στά ἱερά της πόλεώς μας, κοντά στούς ἀειμνήστους ἐφημερίους των, ὁδηγεῖ ἀναλόγως καί τήν πένα του.

* * *

Ἦταν παλαιά ἡ ἐπιθυμία μου νά γράψω γιά τό Λιμάνι μας, γιά τούς ἀνθρώπους του, ἐλπίζοντας ὅτι θά ὑπάρξη φιλόξενος χῶρος στήν «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», πού πολλές φορές φιλοξενεῖ γραπτά μου. Καί αὐτό γιατί τό κείμενό μου μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς «παρέκβαση», ἀφοῦ δέν ἔχει γιά θέμα τοῦ ἀπόψεις ἤ γεγονότα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Ἔχω ὅμως στό βάθος μιάν ἀμυδρή ἐλπίδα ἀποδοχῆς του: τήν ἐπιεικῆ κατανόηση τοῦ συναισθηματισμοῦ μου γιά τήν πόλη μας ἀπό τή Συντακτική Ἐπιτροπή τή στενή σχέση, τή συνάφεια καί μέχρις ὁρισμένου σημείου τήν ἀλληλοεπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν κοινωνικοοικονομικό βίο, ἰδιαίτερα μάλιστα μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ μόχθου. Δέν μπορῶ ἄλλωστε, γιά τόν τελευταῖο, νά φαντασθῶ τή θρησκεία μᾶς χωρίς κοινωνική προέκταση... Ὕστερα ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε στό στενό περιβάλλον Τοῦ θαλασσινούς, μεροκαματιάρηδες τῆς θάλασσας;

Γιά τούς Ἐπαχτίτες τό Λιμάνι μέ τήν αἰσθητική καί τή γραφικότητά του εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὅλης εἰκόνας τῆς πόλης. Οἱ μόνιμοι κάτοικοι ἐκεῖ καταφεύγουν, γιά ν’ ἀπολαύσουν τήν θέα του, νά ξεχάσουν στενόχωρες ἔγνοιες καί νά χαροῦν οἱ ξενιτεμένοι σ’ αὐτό γυρίζουν μέ τή φαντασία τους, γιά ν’ ἁπαλύνουν τόν πόνο τῆς ξενιτιᾶς καί οἱ περαστικοί καί οἱ ἐπισκέπτες ἐκεῖ στέκονται γιά λίγο, γιά νά ξεκουραστοῦν καί νά κρατήσουν στή μνήμη τούς τήν ὡραία εἰκόνα ἀπό τήν πόλη μας. Τριάντα πέντε χρόνια ξενιτεμένος γιά τίς σπουδές καί τήν ἐπιβίωσή μου, δέν παρέλειπα μέ τούς φίλους μου νά ἐρχόμαστε γιά τό ἱερό προσκύνημά μας, γιά τήν ἀνανέωση τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου.

Τό Λιμάνι μας δέν εἶναι ἔργο τῆς φύσης ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι φανερή ἡ προέλευσή του. Ἔγιναν οἱ δύο λιμενοβραχίονες, ὁ ἀνατολικός καί ὁ δυτικός, μέ φραγμένη τήν εἴσοδό του, πού ἄνοιξε μετά τήν ἐκσκαφή καί τήν ἐκτέλεση τῶν ἐπιμέρους ἔργων του. Ὁ πυθμένας τοῦ εἶναι πλακοστρωμένος, μοῦ εἶπε ὁ συμπολίτης πολιτικός μηχανικός καί φίλος κ. Θ. Καρκαντζός, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται σέ κάθε ἐκβάθυνσή του μέ τίς πλάκες πού ἀνασύρονται. Τί προϋπῆρχε δέν εἶναι γνωστό. Πολύ πρίν φθάσουν οἱ Ἐνετοί καί οἱ Ὀθωμανοί, ἀσφαλῶς ὑπῆρχε κάποιο ἀγκυροβόλιο, πού ἐξυπηρετοῦσε τίς θαλάσσιες μεταφορές, πράγμα πού τό ἐπιμαρτυρεῖ καί ἡ ἀρχική ὀνομασία τῆς πόλης μας, ἀπό τήν διαπεραίωση τῶν Δωριέων στήν Πελοπόννησο. Ἅς μή μᾶς διαφεύγει ἀκόμη τό γεγονός ὅτι κατά μῆκος τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ Μόρνου ὑπῆρχαν «ἁλυκές» γιά τό ἁλάτι καί ἐκτροφεῖα ψαριῶν, καθώς ἡ περιοχή αὐτή προσφέρεται καί γιά τίς δύο αὐτές δραστηριότητες ἀπό τήν περίοδο ἀκόμη τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου μέ ὑπολογίσιμα κέρδη, ὅπως ἀναφέρει σέ εἰσήγησή της ἡ Ἐλισ. Ζαχαριάδου (Πρακτικά Διεθνοῦς Συμποσίου Ἄρτας σ. 87-93), πού σημαίνει ὅτι προϋπῆρχαν ἀναπτυγμένες θαλάσσιες μεταφορές. Μεταγενέστερα, κατά τήν δεύτερη περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας (1699-1829) τό Λιμάνι εἶχε ἀποκλεισθῆ ἀπό κάθε σοβαρή ἐμπορική κίνηση, κατά τά δημοσιευμένα δηλωτικά του ἐμπορίου, ὅπου δέν ἀναφέρεται ἡ Ναύπακτος ὡς λιμάνι εἰσαγωγῆς-ἐξαγωγῆς.

Ἀπό τήν ξυλογραφία τοῦ R. Von Waldheim, πού βρίσκεται στήν Ἔκθεση Τέχνης τῆς Βιέννης (βλ. Ludwig Salvator «eine Spazierfahrtim Golf con Korinth», πού ὑπάρχει στήν Βιβλιοθήκη μας) προκύπτει ὅτι ὁ ἀνατολικός καί ὁ δυτικός πύργος τῆς εἰσόδου ἦταν ὅμοιοι, καθένας μέ τή σκοπιά του, ἐνῶ ἡ βορεινή πλευρά τοῦ Λιμανιοῦ δέν ἦταν διαμορφωμένη τό μουράγιο τῆς εἶναι μεταγενέστερο.

Ὁ περιηγητής Spήn, πού πέρασε ἀπό τήν πόλη μᾶς γύρω στά 1675, ἄναφερει ὅτι ἡ εἴσοδος τοῦ Λιμανιοῦ κλεινόταν μέ ἁλυσίδα. Προφανῶς κάθε ἐλλιμενισμένο πλεούμενο ἔπρεπε νά καταβάλλη πρό τοῦ ἀπόπλου τοῦ κάποιο χρηματικό ποσό γιά τόν ἐλλιμενισμό του ἔτσι ἐλεγχόταν ἡ ἀναχώρησή του, μετά τήν καταβολή τοῦ σχετικοῦ τέλους.
Ἀπό τή θάλασσα εἰσχωροῦσαν δύο τάφροι, πού ἀγκάλιαζαν τό Λιμάνι, ὅπως αὐτό προκύπτει ἀπό τόν πίνακα τοῦ Ὀθωμανοῦ ζωγράφου Nasuh Matrakci, τοῦ 16ου αἰώνα, πού ἔφθαναν μέχρι τά δύο χαμηλότερα διαζώματα. Οἱ παλαιότεροι θυμόμαστε ὅτι καί πρός τά δυτικά του λιμανιοῦ ἡ θάλασσα ἔφτανε μέχρι τήν τάπια τοῦ Κολοκύθα-Παλαιογιάννη, πρίν γίνουν οἱ μεταγενέστερες προσχώσεις Ἀπό τό δυτικό μουράγιο τοῦ Λιμανιοῦ ρίχνονταν πρωϊ-πρωϊ κάθε 25η Μαρτίου τά «μάσπουλα», κροτίδες ἐκκωφαντικές, πού ἀνήγγειλλαν τόν ἑορτασμό τῆς Ἐθνικῆς μας Ἑορτῆς.

Στό πρῶτο ἥμισύ του αἰώνα πού πέρασε, ἡ ἐμπορική κίνηση τοῦ Λιμανιοῦ μᾶς ἀφοροῦσε τήν ἐξαγόμενη ἐγχώρια παραγωγή μας καί τά εἰσαγόμενα ἀγαθά. Βιομηχανική παραγωγή δέν ὑπῆρχε. Λειτουργοῦσε μόνο ἡ Ἠλεκτρική Ἑταιρεία, πού ἐκάλυπτε μόνο τήν πόλη, δύο-τρεῖς μικροί ἀλευρόμυλοι, τοῦ Κοσσαντιανοῦ, τοῦ Νόβα καί τοῦ Μούσγου (ὁ πρῶτος μέ ἠλεκτροκίνηση καί οἱ ἄλλοι μέ ὑδατοκίνηση) καί δύο Ἐλαιουργεῖα, τῆς Ἠλεκτρικῆς καί τοῦ Νόβα, παλαιότερα ἰπποκίνητο. Ἡ ἀγροτική παραγωγή περιοριζόταν στό τριφύλλι, πού τό περισσότερο ἑξαγόταν, στή μαύρη σταφίδα, σιτάρι καί καλαμπόκι, σέ πολύ περιορισμένη κλίμακα καί στά ἄλλα εἴδη γεωργικῆς παραγωγῆς γιά τίς ἀνάγκες τῆς πόλης. Στή γύρω ἡμιορεινή περιοχή ὑπῆρχαν κοπάδια ἀρνιῶν καί κατσικιῶν, ἀπό τά ὁποῖα πολλά ἐξάγονταν Ὅλα τα ἄλλα ἀγαθά εἰσάγονταν, ἐκτός ἀπό αὐτά πού ἡ ντόπια βιοτεχνία παρῆγε.

Ἡ ἀπασχόληση στήν περιοχή μᾶς ἦταν περισσότερο ἐποχιακή, τά εἰσοδήματα ἀπό ἐλάχιστα ἕως μικρά ἐμβάσματα ἀπό τούς ξενιτεμένους, οἱ μισθοί τῶν ὑπαλλήλων καί οἱ συντάξεις. Γι’ αὐτό ἔφευγαν πολλοί, ἰδίως ἀπό τά γύρω χωριά καί ἐργάζονταν ἀπέναντι στό Μοριά, στά χωράφια καί τά σταφιδοεργοστάσια τοῦ Αἰγίου καί γύριζαν ὅταν τελείωναν οἱ δουλειές, μέ τήν αἱματηρή οἰκονομία τους γιά τό χειμώνα. Κατέβαιναν σέ συντροφιές ἀπό τά γύρω κοντινά χωριά μερικοί ἴσως ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά τή θάλασσα καί ὅταν ἦταν κυματοῦσα τούς φόβιζε. Γιά μᾶς πού ἀπό παιδιά τό εἴχαμε συνηθίσει, τό θέαμα τῆς εἰσόδου τους στά καΐκια ἦταν τό λιγότερο παράξενο, καθώς τούς τραβοῦσαν οἱ ναυτικοί......

Σ’ αὐτή τή μικρή ἀγορά προστίθονταν οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας καί τῶν κοντινῶν της Δωρίδας. Αὐτός ὁ ὄγκος τῶν διακινούμενων ἀγαθῶν, τῆς εἰσαγωγῆς καί τῆς ἐξαγωγῆς, προσδιόριζε κατά βάσιν τήν ἐμπορική κίνηση τοῦ Λιμανιοῦ. Κατά περιόδους γινόταν διακίνηση ἐμπορευμάτων πού προορίζονταν γιά τά ἀνατολικά χωριά τῆς Μακρυνείας, γιατί ὁ ἐλλιμενισμός στό Κρυονέρι ἦταν πολύ δύσκολός τους χειμερινούς μῆνες καί τά χωριά αὐτά ἐξυπηρετοῦνταν πιό καλά μέσω τῆς Ναυπάκτου.

(συνεχίζεται στό ἑπόμενο)

  • Προβολές: 2860