Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐκφραστὴς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (Β)

Ὅπως σᾶς εἴχαμε ὑποσχεθῆ, δημοσιεύουμε σήμερα τό δεύτερο τμῆμα τῆς εἰσήγησης τοῦ Μητροπολίτη μας κ. Ἱεροθέου στό διήμερο Συνέδριο πού διοργάνωσε ἡ Ἱερά Σύνοδος γιά τά 150 χρόνια ἀπό τήν γέννηση καί 90 ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, στήν Αἴθουσα τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς στήν Ἀθήνα.

(συνέχεια ἀπό τὸ προηγούμενο Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐκφραστής τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (Α))

3. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη

Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν καλβινιστικό πουριτανισμό, δέν διακρίνεται ἀπό κάποια πουριτανική ἠθική, ἀλλά εἶναι ἡ εὐσέβεια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Προτεστάντες καί κυρίως οἱ Καλβινιστές, ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν ἀπόλυτο προορισμό, ἔφθασαν στό σημεῖο νά κάνουν λόγο γιά σεσωσμένους καί μή, ἀπό καθαρά ρατσιστικά κριτήρια καί, βέβαια, ἡ σωτηρία ἐκδηλώνεται καί ἐξωτερικά, δηλαδή οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐκδηλώσεις γιά τήν ἀπόδειξη τῆς σωτηρίας. Τά πέντε σημεῖα, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπό τούς Καλβινιστᾶς στήν συνάντηση τοῦ Dήιί της Ὀλλανδίας τό 1618, ἤτοι «ἡ τέλεια ἀδυναμία ἤ ἡ τέλεια διαφθορά», «ἡ ἐκλογή τῶν σεσωσμένων ἀπό τόν Θεό χωρίς ὅρους», «ἡ εἰδική ἀπολύτρωση ἤ ἡ περιορισμένη ἐξιλέωση», πού γίνεται μέ τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, «ἡ ἀκατανίκητη χάρη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὁδηγεῖ τόν ἐκλεγμένο ἀναπόφευκτα στήν σωτηρία, «ἡ ἐμμονή τῶν ἁγίων», ἀφοῦ οἱ ἐκλεγμένοι εἶναι αἰώνια σεσωσμένοι καί δέν ἔχουν δυνατότητα ἐπιλογῆς, δημιούργησαν ἕναν πουριτανικό χριστιανισμό πού βασίζεται σέ ρατσιστική νοοτροπία. Οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σέ σεσωσμένους ἤ μή, ἀκόμη καί ἀπό ἐξωτερικά κριτήρια, δηλαδή ἀπό τήν ἐπιτυχία στόν κόσμο, τήν κυριαρχία στήν κοινωνία, καί τήν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά ἐξετάζουμε καί τήν προτεστάντικη ἠθική, πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ ἁμαρτωλούς καί ἁγίους, σέ ἠθικούς καί ἀνηθίκους, σέ εὐσεβεῖς καί ἀσεβεῖς, μέ βάση ἐξωτερικά κριτήρια. Σέ αὐτόν τόν πειρασμό ἔπεσε καί ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος στό ἔργο τοῦ «Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται» χωρίζει τούς Κληρικούς στίς δύο αὐτές κατηγορίες, ἀφοῦ ὁ πάπα-Φώτης εἶναι ἅγιος, ἐνῶ ὁ πάπα-Γρηγόρης εἶναι ὁ φαταούλας, ὁ ἐκμεταλλευτής, καί ὅσο ἐξυψώνει ὑπερβολικά τόν πρῶτο, τόσο ταπεινώνει ὑπερβολικά τόν δεύτερο. Δέν μπορεῖ νά βρῆ καί ἄλλα στοιχεῖα στούς ἀνθρώπους πού περιγράφει.

Ἀντίθετα, ὁ Παπαδιαμάντης διακρίνεται ἀπό μιά εὐαισθησία, ὅση ἔχουν οἱ ἐρημίτες μοναχοί. Ποιός δέν ἔχει πλησιάσει τέτοιους ἐρημίτες καί δέν ἔχει αἰσθανθῆ τήν ἀρχοντική τους ἀγάπη, ποῦ σέ θερμαίνουν μέ τήν θαλπωρή, μέ τόν ἱλαρό λόγο; Ἀλλά καί ὅταν χρησιμοποιοῦν «σκληρό» λόγο εἶναι θεραπευτικός, ἀφοῦ προέρχεται ἀπό εὐαίσθητη καρδιά. Ὁ ἀσκητής εἶναι «ἀνίκανος» νά κάνη κακό.

Ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει αἴσθηση τῆς ἀναξιότητός του, τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, παρά τήν μεγάλη ἀρχοντιά του. Στό τέλος τοῦ ἔργου τοῦ «ἁμαρτίας φαντάσματα» γράφει: «Τ’ ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου». Προφανῶς πρόκειται γιά σημειώσεις τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέα, ἀλλά καί ἄν δέν εἶναι δείχνει τήν ἴδια νοοτροπία πού τόν διακατεῖχε. Συνεχίζει:

«Ώ, φρίκη, καί πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τό παρελθόν μου μέ τούς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τό εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καί ἡ καρδία μου θά ἔπαυε νά πάλλη. Ἠισθάνθην βαθείαν συντριβήν τό φάσμα τό ἴδιον μ’ εὐσπλαγχνίσθη, καί ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.
Ἔλαβα τό ἀγγεῖον μέ τό ὕδωρ, καί κατῆλθον μέ βήματα βραδέα, τύπτων τά στήθη, καί ψιθυρίζων. "Ἁμαρτίας νεότητός μου καί ἀγνοίας μου μή μνησθῆς, Κύριε..."».

Δέν χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ καλούς καί κακούς, σέ εὐσεβεῖς καί ἀσεβεῖς, ἀλλά σέ ὅλους βλέπει τήν ὀντολογία τους. Κάθε ἄνθρωπος, παρά τήν πτώση του, διασώζει τό κάλλος τῆς δημιουργίας, παραμένει μέσα του τό κατ’ εἰκόνα ἔστω καί ἀμαυρωμένο, μαζί μέ τούς δερμάτινους χιτώνας τῆς πτώσεως. Καί πρέπει κανείς νά ἔχη εὐαισθησία καρδιακή γιά νά βλέπη τήν θετική αὐτή δόξα μέσα στήν κατά κόσμον ἀδοξία.

Στήν «Ἐξοχική λαμπρή» σκιαγραφεῖ ἀνάγλυφά το πάθος τοῦ πάπα-Κυριάκου, πού ἀναδύθηκε ἀπό τό πάθος τοῦ πάπα-Θοδωρῆ, ἀλλά στό τέλος ὁ πάπα-Κυριάκος μετανοεῖ καί λέγει:

«Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπε, ἥμαρτον! μή μέ συνερισθῆς.
Ἐπανέλαβε δέ:
Ἐάν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεός ἅς τόν ... συγχωρήση .... κ’ ἐκεῖνον κ’ ἐμέ. Ἐγώ πρέπει νά κάμω τό χρέος μου.
Ἠισθάνθη δάκρυ βρέχον τήν παρειάν του.
-Ὤ Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σύ παρεδόθης διά τάς ἁμαρτίας μας, καί ἠμεῖς σέ σταυρώνομεν κάθε μέρα.
Καί ἐστράφη πρός τόν ἀνήφορον, σπεύδων νά ἐπανέλθη εἰς τό παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήση.
Καί ἤθελα νά πιῶ καί νερό, εἶπε, δέν εἶμαι ἄξιος νά λειτουργήσω. Ἀλλά πῶς νά κάμω; Δέν πρέπει νά μεταλάβω! Θά λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δέν εἶμαι ἄξιος!... "Δεῦτε τοῦ καινοῦ της ἀμπέλου γεννήματος!..." Ἐγώ ἄξιος δέν εἶμαι!».

Ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα ἦταν ἀστεφάνωτη, ἀλλά εἶχε φθάσει σέ βίωση μεγάλης αὐτομεμψίας ἀφοῦ ἀκόμη «καί τάς καλᾶς ἡμέρας δέν εἶχε τόλμης πρόσωπον νά ὑπάγη κι αὐτή εἰς τήν ἐκκλησίαν» καί ὅταν πήγαινε καθόταν μακρυά ἀπό τόν κόσμο. Μόνον στόν Ἑσπερινό της Ἀγάπης «κρυφά καί δειλά εἰσεῖρπεν εἰς τόν ναόν, διά ν’ ἀκούση τό "Ἀναστάσεως ἡμέρα" μαζί μέ τίς δοῦλες καί τίς παραμάννες». Ἡ θρησκευτική κοινότητα τήν ἔχει ἀπορρίψει, ἀλλά αὐτή ὅμως δέν τήν ἀπέρριψε. Νοσταλγοῦσε τήν συμμετοχή της σέ λατρευτικές συνάξεις καί συμμετεῖχε νοερά καί ἐξ ἀποστάσεως, διακριτικά.

Περιγράφει πολύ παραστατικά ὁ Παπαδιαμάντης ὅλη τήν αὐτομεμψία πού κυριαρχοῦσε στήν ψυχή της.

«Τήν Μεγάλην Παρασκευήν ὅλην τήν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ’ ἔκλαιε μέσα της, κ’ ἐμοιρολογοῦσε τά νιάτα της, καί τά φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καί ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ’ ἐμελετοῦσε νά πάγη κι αὐτή τό βράδυ πρίν ἀρχίση ἡ Ἀκολουθία ν’ ἀσπασθῆ κλεφτά-κλεφτά τόν Ἐπιτάφιον, καί νά φύγη, καθώς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τήν ἴασίν της ἀπό τόν Χριστόν. Ἀλλά τήν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νά σκοτεινιάζη, τῆς ἔλειπε τό θάρρος, καί δέν ἀπεφάσιζε νά ὑπάγη. Τῆς ἤρχετο παλμός.

Ἀργά τήν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερά πομπή μετά σταυρῶν καί λαβάρων καί κηρίων ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσω ψαλμῶν καί μολπῶν καί φθόγγων ἐναλλάξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, ...... τότε καί ἡ πτωχή αὐτή ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τήν ἔλεγαν ἕναν καιρόν εἰς τήν γειτονιάν) εἰς τό μικρόν παραθυρον τῆς οἰκίας της, μισοκρυμμένη ὄπισθέν του παραθυροφύλλου ἐκράτει τήν λαμπαδίτσαν της, μέ τό φῶς ἴσα μέ τήν παλάμην της, κ’ ἔρριπτεν ἄφθονον μοσχολίβανον εἰς τό πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τό μύρον εἰς Ἐκεῖνον, ὅστις ἐδέχθη ποτέ τά ἀρώματα καί τά δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καί μή τολμώσα ἐγγύτερον νά προσέλθη καί ἀσπασθῆ τούς ἀχράντους καί ἠλοτρήτους καί αἱμοσταγεῖς πόδας Του.

Καί τήν Κυριακήν το πρωί, βαθιά μετά τά μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τό παραθυρον, κρατοῦσα τήν ἀνωφελῆ καί ἀλειτούργητον λαμπάδα της, καί ἤκουε τάς φωνᾶς τῆς χαρᾶς καί τούς κρότους, κ’ ἔβλεπε κ’ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁπού ἐπέστρεφον τρέχουσαι φρού-φρού ἀπό τήν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τάς λαμπάδας τῶν λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τό σπίτι, εὐτυχεῖς, καί μέλλουσαι νά διατηρήσωσι δί’ ὅλον τόν χρόνον τό ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καί αὐτή ἔκλαιε κ’ ἐμοιρολογοῦσε τήν φθαρεῖσαν νεότητά της.

Μόνον τό ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διά τήν Ἀγάπην, τήν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νά ἐξέλθη ἀπό τήν οἰκίαν, ἀθορύβως καί ἐλαφρά πατούσα, τρέχουσα τόν τοῖχον-τοῖχον, κολλώσα ἀπό τοῖχον εἰς τοῖχον, μέ σχῆμα καί μέ τρόπον τοιοῦτον ὡς νά ἔμελλε νά εἰσέλθη διά τί θέλημα εἰς τήν αὐλήν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καί ἀπό τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τήν βόρειον πλευράν τοῦ ναοῦ, καί διά τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφά καί κλεφτά ἔμβαινε μέσα».

Ἐν τούτοις αὐτή ἡ ἴδια μεγάλωνε τά παιδιά πού ἔκανε ὁ ἄντρας της μέ τίς «ἐρωμένες» του. «Ἡ ταλαίπωρος αὐτή μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τά νόθα του ἀστεφανώτου ἀνδρός τῆς εἰς τό σπίτι, τά ἐθέρμαινεν εἰς τήν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τά ἐπονοῦσε». Καί ὅταν τά παιδιά τρία ἤ τέσσερα πέθαναν ἕως ἑπτά ἤ ὀκτώ ἐτῶν ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα πονοῦσε πολύ. «Κι αὐτή ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καί ἄσπριζε. Κ’ ἔκλαιε τά νόθα του ἀνδρός της ὡς νά ἤσαν γνήσια δικά της». Καί ὅταν ὁ ἄνδρας της δέν ἔλεγε νά τήν στεφανωθῆ, «αὐτή δέν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπή», παρά τήν κατακραυγή τῆς κοινωνίας.

Αὐτό τό ἴδιο περιστατικό τό βλέπουμε στόν γάμο τοῦ Καραχμέτη.

4. Ταπεινό μέλος τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καί λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τήν Γέννηση καί τήν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καί δοξάζει καί ὑπακούει ταπεινά στίς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωή τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλικῆ, πού σημαίνει ὅτι δέν στηριζόταν σέ καταφατικές ἐκφράσεις καί διαβεβαιώσεις, ἀλλά κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στήν ἐπίγεια κοινωνική κατάφασή της, ἀλλά στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τήν αἰσθανόταν μέσα στίς ἀγρυπνίες, μέσα στήν θεία Εὐχαριστία, πού εἶναι τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στίς ἀκολουθίες, στά τροπάριά της. Συνελάμβανε τό πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, πού εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καί ἡ προσφορά.

Σ’ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμω ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καί διωκομένη καί κατατρυχομένη πολλάκις ὑπό ταύτης».

Στήν ἐποχή τοῦ ὁ Μακρακισμός ἀλλοίωνε τήν ταυτότητα καί τήν φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ἄρθρο γιά νά καυτηριάση τήν στάση τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε δύο ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμισαν στόν κόσμο ὅτι εἶναι μέν ἐλεύθεροι νά ἀκούσουν τόν Μακράκη, ἀλλά νά ξεύρουν ὅτι «ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καί ἀπειθῆς». Καί στήν συνέχεια γράφει:

«Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δί’ ὅλην τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τό ἠξεύρει καί προσποιεῖται ὅτι τό ἀγνοεῖ.... Ἡ καινοδοξία δέν εἶναι ἐν χώρω καί χρόνω, δέν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἤ ἐξ Ἀγγλίας ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμη καί ἐν τῇ φρενί.... καί ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τάς πόλεις καί τά χωρία ἑρμηνεύων κατά τήν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τάς Ἱερᾶς Γραφᾶς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καί ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς.... Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τό οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τά ἀρχοντικά δαιμόνια, τά πονηρότατα καί πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναται πότε ν’ ἀναγνωρίση τόν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐάν οὗτος δέν προσέλθη ἁπλῶς καί καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καί ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐάν δέν προσπέση εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά εἴπη τό ἥμαρτον, ν’ ἀποπτύση τό τρισύνθετον καί πάσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καί νά εἴπη ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρός ἴσην τολμᾶ νά διαπραγματεύηται πρός τήν Ἐκκλησίαν, ἤ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νά τήν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολυπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἴνα ἡ Ἐκκλησία αὐτή καί ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήση ὅτι ἔσφαλε νά τόν ἀποκηρύξη! Οἶον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἶος κρημνός!».

Καί ὅταν οἱ Μακρακισταί ἀντέδρασαν ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἀφοπλιστικός στά ἐπιχειρήματά του, ποῦ δέν εἶναι στοχαστικά, ἀλλά ἐκκλησιολογικᾶ: «Τί μέ προκαλεῖτε εἰς συζήτησιν περί τοῦ ἄν εἶσθε αἱρετικοί ἤ ὄχι; Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἀπεκήρυξεν. Ἐπί δεδικασμένου συζήτησις δέν δύναται νά γίνη».

5. Τό φιλοκαλικό ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη

Τό κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπό ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιά τόν Θεό, ἀλλά καί ἡ αἴσθηση μέ τήν ὁποία πλησίαζε τούς ἀνθρώπους, πού σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καί αὐτό τό ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καί προχέεται ἀπό τήν καρδιά του στό σῶμα, στά δάκτυλα, στό μολύβι καί στά γραπτά του. Τά κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπό τό μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τό ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνωδίας. Αὐτή ἡ λατρεία τόν ἔκανε νά παραμείνη ὀρθόδοξος στό φρόνημα, στό ἦθος σέ ὅλη του τήν ζωή.

Σέ πολλά κείμενά του φαίνεται καθαρά ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τά «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολύ χαριτωμένο το κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», πού στήν πραγματικότητα περιγράφει μιά κοινωνία πού συναντιόταν στόν Ναό τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καί ἔπειτα στά σπίτια, μέσα στά ὁποῖα μεταφερόταν τό ἦθος τῆς λατρευτικῆς καί εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε στά σπίτια πού ἔμπαινε ὥστε ἡ Μαρία τῆς Ρηνούλας νά πῆ:

«– Αὐτά δέν εἶναι τροπάρια πού ψέλνετε κύριε.
– Ἀλλά τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
– Αὐτά εἶναι σάν γλυκά γλυκά τραγουδάκια».
Καί αὐτά τά τραγουδάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν τό τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».

Ἀλλά καί ἡ Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του Μπούκη τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μπαρμπ’ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ».

Ἡ Ἀγγελικούλα, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «μέ ἤκουε νά ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τόν πενιχρόν νυκτερινόν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικά μέ τήν μητέρα της. Ἐκοιμάτο μές στό στασίδι, εἰς τόν γυναικωνίτην, τήν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετά δύο ὥρας εἰς τόν Πολυέλεον, κ’ ἔκτοτε δέν ἤθελε νά κοιμηθῆ πλέον. Ἦτο μία μετά τά μεσάνυχτα».

Ἡ μικρή Ἀγγελικούλα ἕνδεκα ἐτῶν ἦταν ἄρρωστη βαρειά. Τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Παπαδιαμάντης καί ἐκείνη τοῦ εἶπε:

«Ἅ μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θά μοῦ πῆς πάλι τά θεία ... τραγούδια;
– Όποτε θέλεις, Κοῦλα μου. Ἅμα γίνη ἀγρυπνία εἰς τόν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νά ἔλθης, νά σού τά πῶ.
– Νά μοῦ τά πῆς. Μά θά τ’ ἀκούσω;
– Ἅμα προσέχης, θά τ’ ἀκούσης...
– Ὤχ!
Ἔστεναξεν, ἔκλεισε τά ὄμματα, καί δέν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολύ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τήν ἰσχνήν χείρα πρός τό οὖς ἐνῶ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρίσμα, ἔλαιον ἀπό τήν κανδήλαν. Αὐτή ἀνέλαβε πρός στιγμήν τάς αἰσθήσεις της, κ’ ἐψιθύρισε:
–Μοσχοβολά ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θά πλέψω καλά».

Μετά τόν θάνατό της ὁ Παπαδιαμάντης ἔψαλε τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ στήν ἁγνή Ἀγγελικούλα. Γράφει στό κείμενό του:

«Μετά τρεῖς ἡμέρας τήν προεπέμπομεν εἰς τόν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοί ἱερεῖς κ’ οἱ ψάλται ἔψαλλον τά κατά συνθήκην, ἀπό τήν "Ἄμωμον ὁδόν" ἕως τόν "Τελευταῖον ἀσπασμόν". Μόνος ὁ πάπα-Νικόλας ἀπ’ τόν Αἵ-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστήν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καί τά ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
–Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπό τό ὄπισθέν του στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
–Λέγω τήν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ πάπα-Νικόλας. Εἰς αὐτό τό ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.

Τωόντι κ’ ἐγώ, μέ ὅλον τόν πόνον καί τά δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τήν στιγμήν τήν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καί ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ: "Τῶν τοῦ κόσμου ἠδέων ἀναρπασθέν ἄγευστον" καί "ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρός καλιᾶς ἐπουρανίους ἔσωσας" καί "τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόπος ἀνέσεως, ἔνθα το ὕδωρ ἐστί τό ζῶν, τάξαι σέ Χριστός ὁ δί’ ἠμᾶς νηπιάσας" καί "οἶς ἀριθμοῖς τό πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανύν πρός σε"».

Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτική κοινότητα, καί ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τήν ζοῦσε μέ τίς ἀγρυπνίες, τίς προσευχές, μέ τόν κόσμο γύρω του, πού κοιμόταν μέσα στόν ναό σάν νά βρισκόταν στήν ἀγκαλιά τῆς μάννας τους, μέ τήν ψαλμωδία καί στά σπίτια. Ὅλη αὐτή ἡ πνευματική ἐκκλησιαστική οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τήν ἁπλότητα, τήν ἠρεμία, τήν ἡσυχία, τήν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καί τήν λατρεία. Γι’ αὐτό γράφει στό κείμενό του μέ ἐπιγραφή «φωνή αὔρας λεπτῆς»:
«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδέν ἐνώπιόν της θείας μεγαλειότητος, ὁ δέ Θεός ηὐδόκησε νά φανερωθῆ κ’ ἐφανερώθη ὡς πράος ταπεινός Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τόν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπί τοῦ ὅρους Χωρήβ. Ὁ Θεός ἐφανερώθη εἰς τόν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίω, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῶ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ’ ἐν φωνή αὔρας λεπτῆς. Καί ἡ φωνή τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνή τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνή τοῦ Εὐαγγελίου.

Διά τοῦτο, λέγει ὁ μελωδός, "Ἰησοῦ τῷ πράω ψάλλομεν". Καί διά τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἠμεῖς, ὀφείλομεν νά ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησία μέ πραείας φωνᾶς, μέ φωνήν αὔρας λεπτῆς, καί ὄχι μέ πολυφωνίας καί παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τό βίαιον καί μέ τόν συσσεισμόν, μέσω τῶν ὁποίων δέν ἐφανερώθη ὁ Θεός.
"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῶ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρί Κύριος, καί μετά τό πῦρ, φωνή αὔρας λεπτῆς, καί ἐκεῖ Κύριος"».

Τό ἦθος αὐτό τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τόν ἔχει πληγώσει βαθειά το Ἅγιον Ὅρος σέ ὅλη του τήν ζωή. Ζοῦσε μέσα στήν Ἀθήνα καί γενικά στόν κόσμο, ἀλλά ἀσπαζόταν τόν Ἄθωνα, γιά τήν ζωή πού περικλείει. Γράφει σέ ἕνα κείμενό του:

«Ἀπό τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διά τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμόν εἰς τάς ὑπωρείας καί τάς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μέ τάς δροσερᾶς κρήνας, μέ τάς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μέ τά αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μέ τούς μινυρισμούς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, Ὁδῶν ἐκίνει τάς αἴγας καί τούς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούση τῶν πόλεων, ὅπου ζῆ καί θάλλει ἡ ἱερά παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καί ὅπου ἔχει τήν κοιτίδα μία ὑψηλή ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δέν ἔπαυσε ποτέ νά ἐμπνέη καί νά παρηγορῆ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνω βίω».

(συνεχίζεται στό ἑπόμενο τεῦχος)

  • Προβολές: 2903