Γράφτηκε στις .

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - «Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλίν...»

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

«Ἕναν πουλίν, καλόν πουλίν...»

Τοῦ Ἀρχιμ. Καλινίκου Εὐ. Γεωργάτου

Στήν πλάτη τῶν χορευτῶν τοῦ συλλόγου τῆς ἀκριτικῆς Γουμένισσας, πού παρουσίαζαν στήν πλατεία τῆς πόλης μᾶς χορούς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ὑπῆρχε κεντημένος ἕνας δικέφαλος ἀετός.

Ἕνας δικέφαλος ἀετός, σύμβολο τῆς Ρωμανίας, τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἁγιοτόκου κοινωνίας πού τήν ζωογονοῦσε τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἁγιασμός τῶν μελῶν τῆς περιγράφεται στούς λόγους τῶν Πατέρων, στήν σοφιολογία τῶν ἀσκητῶν, στούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας• μετά δέ τήν Ἅλωση στό Νέο Μαρτυρολόγιο.

Τόν συμβολισμό τοῦ Δικεφάλου –πέρα ἀπό τό οἰκουμενικό βλέμμα σέ Ἀνατολή καί Δύση καί τήν συνύπαρξη τῶν δύο ἠγετών– μποροῦμε νά τόν διακρίνουμε στήν εἰσαγωγή τοῦ σημαντικοτάτου γιά τήν ἱστορία καί τήν αὐτογνωσία μᾶς βιβλίου: «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», τό ὁποῖο συνέγραψε ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:

«Ὁ Ρωμηός εἶναι ἀπό τήν Ρωμηοσύνην τοῦ ἀετός. Οἱ Ρωμηοί εἶναι πρός ἀλλήλους ἀετοί καί πρός τούς ξένους ἀετοί...

Ὁ Ρωμηός εἶναι σκληρός καί ἐλεύθερος καί οὐδέποτε ἀφελής. Καί ὅταν τό σῶμα του ἤ τά συμφέροντά του σκλαβωθοῦν, κάμνει ἑλιγμούς καί ὑποκρίνεται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, διά νά παραμείνη μέ τήν εὐφυΐαν τοῦ ὅσον τό δυνατόν πλέον ἐλευθέρα ἡ Ρωμηοσύνη του. Μέ ὑπερηφάνειαν τόν Καραγκιόζη κάμνει καί πάντοτε ἀδούλωτος ἀετός τῆς Ρωμηοσύνης παραμένει...

Ναί μέν ὁ Ρωμηός ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τήν Ρωμηοσύνην του, ἀλλά οὔτε φανατικός οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καί οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τούς ξένους, οὐχί ὅμως ἀφελῶς.

Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τους ἀνθρώπους καί ὄλας τάς φυλᾶς καί ὅλα τα ἔθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ κατέχει τήν ἀλήθειαν καί εἶναι ἡ ὑψίστη μορφή τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλά κατανοεῖ ἄριστά το γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους.

Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν κάτοχόν της ἀληθείας, ἀλλ’ ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τόν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τόν ἅγιον, ἀλλ’ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καί τόν διάβολον.

Διά τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καί ἐγωϊσμός. Ὁ ἠρωϊσμός τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθής καί διαρκῆς κατάστασις τοῦ πνεύματος καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης.

Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των ἁγίων...

Ὁ χρυσούς ἀετός εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη τῶν ρωμαίϊκων τραγουδιῶν καί ἡ καρδιά τοῦ ἀετοῦ εἶναι ὁ χρυσούς σταυρός».

Ὁ Δικέφαλος ἀετός πού ἔβλεπα στά γιλέκα τῶν χορευτῶν, φαινόταν σάν νά εἶχε πλασθῆ ἀπό τούς παραπάνω λόγους τοῦ π. Ἰωάννη:

Πτερά μικρά• ἱκανά γιά ἐλεύθερο πέταγμα, ἰσχνά γιά νά κυνηγοῦν.

Τό κορμί του, κορμί περιστεριοῦ, φουσκωμένο, ὄχι ἀπό ἔπαρση, ἀλλά ἀπό ἁγνή συνείδηση.

Μέσα σχηματισμένη, κεντημένη ἡ καρδιά τοῦ δικεφάλου• κεντημένη μεγάλη, νά καλύπτη ὅλο σχεδόν τό σῶμα του, ὡς νά μήν ἦταν σῶμα, ἀλλά δοχεῖο τῆς καρδιᾶς. Μιά καρδιά ἀνοικτή, εὐρύχωρη, γενναία• καί στήν μέση της καρδιᾶς ἕνας σταυρός, γιά νά μήν ξεφτίζη ἡ γενναιότητα σέ θράσος.

Μάτια μεγάλα, γλυκά, ἐκφραστικά, μάτια πελαργοῦ. Δέν διαπερνοῦν μέ ψυχρό βλέμμα, δέν προκαλοῦν ταραχή• μάτια μικρασιάτικα.

Κεφαλές περήφανες, ὄχι ἀλαζονικές• δέν παρατηροῦν ἁρπαχτικά, δέν «καρφώνουν» βλοσυρά, ἀλλά μᾶλλον πρός τό στῆθος ἀκουμπισμένες, σάν κεφαλή ἠσυχαστού, σάν κεφαλή πελεκάνου πού εἶναι ἕτοιμος νά σπαράξη, ὄχι ἄλλο θήραμα, ἀλλά τά πλευρά του γιά νά ζωογονήση τούς νεοσσούς του• κοσμημένες, στεφανωμένες, σφραγισμένες μέ τόν σταυρό.

Ἕνα πουλί, ἕνα σύμβολο. Γνωρίζουμε βέβαια ὅτι ὑπάρχει «ἀγκυλωτός» δικέφαλος, ὅπως ὑπάρχει ἀγκυλωτός σταυρός• δέν κάνουμε λόγο γι’ αὐτόν.

Ὁ δικέφαλός μας ἀετός, μοιάζει μέ τόν ἀετό πού προσπαθεῖ νά μιλήση στούς ἀδιάφορους γιά τούς αἰθέρες πετεινούς –ἀρχηγούς κατά τά ἄλλα στούς ὀρνιθῶνες τους– πόσο θαυμάσια ἐμπειρία εἶναι νά πετᾶς στούς αἰθέρες καί νά βλέπης ἄλλες χῶρες (Ὅσιος Σιλουανός).

Εἶναι τό στερνό «καλό πουλί» τῶν τραγουδιῶν μας:

«Ἕναν πουλίν, καλόν πουλίν, ἐβγαῖν’ ἀπό τήν Πόλιν,...
ἐσεῖξεν τ’ ἕναν φτερό, σ’ σό αἵμαν βουτεμένον,
ἐσεῖξεν τ’ ἄλλον τό φτερόν, χαρτίν ἔχει γραμμένον.
"Ἀϊλί ἐμᾶς, καί βάι ἐμᾶς, πάρθεν’ ἡ Ρωμανία!"».

Αὐτός εἶναι ὁ δικέφαλος ἀετός μας, πού «ἀπό τά σανδάλια τῶν Παλαιολόγων» –ἔστω–, ἐμβῆκε στίς καρδιές μας, διότι εἶναι τό στερνοπούλι τῆς Ρωμανίας, καί ἐμβῆκε στίς ἐκκλησιές μᾶς κάτω ἀπό τόν Σταυρό, διότι εἶναι τό σύμβολο μιᾶς ἐπίγειας πολιτείας πού βίωσε, κατά τό δυνατόν, τό σταυρικό πολίτευμα.

Αὐτός ἦταν καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης!

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ