Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀπό τό πρόσωπο στίς ἀπρόσωπες δυνάμεις

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τί σημαίνει στίς μέρες μᾶς «ἐπιστημονική θεμελίωση»; Ἕνα τέτοιο ἐρώτημα μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῶν ἑορτῶν τοῦ Δωδεκαημέρου μοιάζει νά εἶναι ἐκτός κλίματος. Μπορεῖ ὡστόσο νά μελετηθῆ καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς «κοσμικῆς» ἐπιστημολογίας, μέ κριτήρια πού κατέχει ὁ ἀνακαινισμένος ἀπό τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νοῦς, μέ κριτήρια δηλαδή θεολογικά, τά ὁποῖα μᾶς παραδίδει ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ἡ θεολογία τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν τοῦ Δωδεκαημέρου, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς Περιτομῆς καί τῶν Θεοφανείων –πού δέν μποροῦν νά ἀποσπασθοῦν ἀπό ὅλα τα ἄλλα μυστήρια τοῦ Θεανθρώπου– ἀνοίγουν στόν ἄνθρωπο ὁρίζοντες καί ἀποκαλύπτουν βάθη στήν ὕπαρξή του πού συντελοῦν στήν ἀνακαίνιση ὁλοκλήρου του ἀνθρώπου καί στήν δυνατότητά του νά βλέπη καθαρότερα τή δημιουργία καί τά γεγονότα πού συντελοῦνται μέσα σέ αὐτήν. Βέβαια, ἕνας ἁπλοϊκά σκεπτόμενος ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μᾶς τό πιθανότερο εἶναι νά σκεφθῆ: Τί σχέση ἔχει ἡ «ἐπιστημονική θεμελίωση» μέ τήν θεολογία; Σκέπτεται ἔτσι γιατί εἶναι ἐγκλωβισμένος ἀπό τά μαθητικά του χρόνια στίς προκαταλήψεις τῆς ἀλαζονικῆς ἐπιστήμης τῶν δύο-τριῶν τελευταίων αἰώνων. Ἡ ἐπιστήμη αὐτή κουβαλάει μέσα της τό βασικό ἁμάρτημα τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψης, πού εἶναι ἡ ἄγνοια τῆς διαφορᾶς τῶν μεθόδων γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων. Ἁπλῶς αὐτή ἀδιαφόρησε γιά τόν Θεό, ἐπειδή διδάχθηκε ἀπό τούς δυτικούς θεολόγους ὅτι τά περί Θεοῦ εἶναι στοχασμός πού δέν βασίζεται στήν ἐμπειρία, ὁπότε, γι’ αὐτήν, ἦταν μιά ἀλήθεια μή ἀποδείξιμη καί γι’ αὐτό ἀδιάφορη. Στόν ἐνθουσιασμό, ὅμως, τῆς χειραφέτησής της ἀπό τήν θεολογία, ἐκμηδένισε τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπολυτοποίησε τόν ὑλικό κόσμο. Ἄφησε τόν προσωπικό Θεό καί βάλθηκε νά ψάχνη στόν μικρόκοσμο καί στόν μεγαλοκόσμο γιά ἀπρόσωπες δυνάμεις, ὡς ἀρχές τοῦ παντός, οἱ ὁποῖες ὑποψιαζόταν (καί ὑποψιάζεται) ὅτι κινοῦνται μέ βάση μιά ἀπαρέγκλιτη νομοτέλεια, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα ὑποκαθιστᾶ τήν εἱμαρμένη τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Οἱ πιστοί ἐπιστήμονες δέν ἔλλειψαν, ἀλλά ὁ δρόμος τῆς ἐπιστήμης δέν ἔπαψε νά εἶναι ὑπαρξιακά αἱρετικός.

Τελευταία, βέβαια, τό «ἀπροσδιόριστο» καί τό «τυχαῖο» ἄρχισαν νά μελετῶνται μέ σοβαρότητα ἀπό τήν Φυσική. Μέσα σ’ αὐτό τό πλαίσιο ἐντάσσεται καί ἡ θεωρία τοῦ Χάους. Ὅμως καί σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἡ «αὐστηρή ἔπιστημονικη θεμελίωση» καί ἡ περιγραφή μιᾶς νομοτέλειας εἶναι παροῦσες. Ἔτσι καί μέσα στή θεωρία τοῦ Χάους τό ἀνθρώπινο πρόσωπο χάνεται καί ἡ προσωπική ἀρχή τοῦ «σύμπαντος κόσμου» παραπέμπεται στά «ἐπιστημονικῶς» ἀδιανόητα. Διάβασα πρόσφατα μιά συνέντευξη τοῦ Ἴλια Πριγκοζίν (Καθημερινή 9-12-2001), τοῦ σημαντικότερου –κατά τήν ἐφημερίδα– ἐπιζῶντος φυσικοῦ, τοῦ θεμελιωτῆ τῆς θεωρίας τοῦ χάους, ὁ ὁποῖος σέ ἕνα σημεῖο τῆς συνέντευξής του λέει: «Στή φυσική καί τή Χημεία οἱ ὄροι τοῦ Χάους, τῆς πολυπλοκότητας κ.λπ. ἔχουν αὐστηρά καθορισμένο νόημα. Ἀφοροῦν τήν ἐπιστημονική μελέτη συγκεκριμένων συστημάτων μέ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Τό χάος δέν σημαίνει ἀνυπαρξία φυσικῶν νόμων, σημαίνει ὅτι οἱ φυσικοί νόμοι παίρνουν ἄλλη μορφή ἀπό αὐτή πού ξέραμε. Δυστυχῶς, ὑπάρχει ἡ συνήθεια νά γενικεύονται καταχρηστικά ἔννοιες τῆς Ἐπιστήμης σέ ἄλλες σφαῖρες τῆς κοινωνικῆς ἤ πολιτικῆς ζωῆς». Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς συνέντευξης, ἀναφερόμενος στό «βέλος τοῦ χρόνου», τόν «πιθανοκρατικό χαρακτήρα τῶν φαινομένων», τήν «ἐξέλιξη», λέει: «Ἔχουμε ἐπιτέλους καταφέρει νά τοποθετήσουμε αὐτά τά κεφαλαιώδη προβλήματα σέ μιά αὐστηρά θεμελιωμένη, ἐπιστημονική βάση».

Πιστεύω ὅτι ἡ ἀνεπάρκειά μου σέ γνώσεις τῆς Φυσικῆς δέν μέ ἐμποδίζει νά καταλάβω ὅτι ὅλος ὁ μόχθος τοῦ πιό σημαντικοῦ ἐπιζῶντος φυσικοῦ, ἄρα καί τῆς σύγχρονης φυσικῆς ἐπιστήμης, εἶναι νά τοποθετηθοῦν (καί νά ὑποταχθοῦν) ὅλα τα προβλήματα, ἀκόμη καί τά ἀπρόβλεπτα, πού παρουσιάζει ὁ μικρόκοσμος καί ὁ μεγαλοκόσμος, «σέ μιά αὐστηρά θεμελιωμένη ἐπιστημονική βάση». Δηλαδή, νά προσδιορισθῆ «αὐστηρά» ἡ ἄλλη μορφή πού πρέπει νά πάρουν οἱ ἀπρόσωποι «φυσικοί νόμοι», πού διέπουν –κατά τούς Φυσικούς– τόν ὑλικό κόσμο.

Ὁ προσανατολισμός αὐτοῦ του μόχθου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παραθεωρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς ἀγνοήσεως, ἔστω καί ὡς ὑπόθεσης, τῆς προσωπικῆς ἀρχῆς τοῦ παντός.

Ὅμως, γιά μᾶς πού θέλουμε νά ζοῦμε στήν Ἐκκλησία ὁ «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ἡ ἀπορία μᾶς ἀπέναντι σ’ αὐτό τό συγκλονιστικό γεγονός ἐκφράζεται ποιητικά μέ τούς στίχους τῶν καθισμάτων τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων: «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρι; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθέλησεν καί ὡς ηὐδόκησεν». Ὑπάρχει προσωπική σχέση καί κοινωνία μέ τήν ἀπερινόητη Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας ἡ πανσοφία καί ἡ ἀγάπη ἀνοίγει ἀκατανόητους δρόμους, προκειμένου νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο «ἐν τῷ παρόντι αἰώνι» στήν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς Της. Ἡ ἀλήθεια γνωρίζεται μέσα ἀπό τήν προσωπική σχέση μέ τόν Θεό. Πρίν ἀπό τό «Ἐν ἀρχή» τῆς Γενέσεως ὑπάρχει τό πρόσωπο, ὑπάρχει ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν ὑπάρχουν ἀπρόσωπες δυνάμεις, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀναγκαιότητα στόν Θεό. Ὁ Θεός κινεῖται ἐλεύθερα ἀπό «ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» ἀγάπη. Ὅταν, λοιπόν, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τοποθετῆ στήν κορυφή τῶν κατακτήσεών του τήν «ἐπιστημονική θεμελίωση τῶν φαινομένων» καί ὡς «ἐπιστημονική θεμελίωση» θεωρῆ τήν εὕρεση σταθερῶν ἀρχῶν πού διέπουν τά πράγματα, σημαίνει ὅτι ζῆ τήν συρρίκνωση τῆς ὑπάρξεώς του, τόν ἐκμηδενισμό του ὡς προσώπου.

Μοῦ ἔχει δημιουργηθῆ ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη –ὅταν θεωρεῖται ὡς ἡ μόνη ἐπιστήμη καί ἡ μόνη ἀποδεδειγμένη ὁδός πρός τήν ἀλήθεια– μᾶς κατεβάζει, ὡς προσωπικές ὑπάρξεις, πιό χαμηλά ἀπό τήν ἀφελῆ καί χονδροειδῆ εἰδωλολατρία. Στήν ἱστορική πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετά τό φοβερό γεγονός τῆς πτώσεως, ὅσο ὁ θάνατος καί ἡ πνευματική ραθυμία τῶν ἀνθρώπων τούς ἐγκλώβιζε στίς ὑλικές ἀναπαύσεις καί τούς ἀποξένωνε ἀπό τόν Θεό, τόσο ἡ λατρεία τοῦ ἀνθρώπου ἔφευγε ἀπό τόν ἀληθινό Θεό καί κατευθυνόταν στά πράγματα πού ἦταν πολύ κοντινά στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή ὅμως ἀκούγονταν μέσα του στή συνείδησή του ἀπηχήματα τῆς προσωπικῆς ἀρχῆς τοῦ παντός, προσωποποιοῦσε τίς φυσικές δυνάμεις πού φοβόταν, ἀκόμη καί τά πάθη στά ὁποῖα ἦταν δουλωμένος καί τά λάτρευε ὡς θεούς. Μέ τήν ἰσχυροποίηση, ὅμως, σταδιακά της λογικῆς, λόγω τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος πού ἦταν ἀπομακρυσμένος ἀπό τήν παράδοση τῶν Προφητῶν, τῶν ἐκλεκτῶν του Θεοῦ, πέρασε ἀπό τήν εἰδωλολατρία καί τήν τραγωδία στήν φιλοσοφία. Προσπάθησε νά ἐξισορροπήση τόν ἑαυτό του μέ τήν λογική σκέψη, καί μέ τήν δύναμή της ἄρχισε νά ἐπεμβαίνη κυριαρχικά στό περιβάλλον. Ἡ ἐπιστήμη πού ἀνέπτυξε ἀργότερα ἀφαίρεσε κάθε προσωπική ἀρχή ἀπό τό ὀπτικό πεδίο τοῦ ἐπιστήμονα. Στήν ἐπιστημονική ἔρευνά του προσκολλήθηκε μονολιθικά στά φαινόμενα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.

Φυσικά μέ τίς μεθόδους του δέν ἐρευνᾶται ὁ Θεός. Ὅμως ἐφόσον ὁ Θεός ὑπάρχει, ἀφοῦ καμμιά μέθοδος δέν μπορεῖ νά ἀποδείξη τήν ἀνυπαρξία Του, τό ἐπιστημονικά ὀρθό εἶναι νά ἀφήνεται στίς ἐπιστημονικές θεωρίες καί ἀντιλήψεις χῶρος -ἔστω καί ὡς μία ἀπό τίς ὑποθέσεις- γιά τήν ἐλεύθερη προσωπική ἀρχή πού κυβερνᾶ καί προνοεῖ γιά τά πάντα. Ἄλλωστε οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες μᾶς μᾶς μεταφέρουν τήν εἴδηση ὅτι ὁ ἀπρόσιτος Θεός ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη καί ἔγινε γιά μᾶς ἱστορικό πρόσωπο, χωρίς νά ὑποστῆ ἀλλοίωση ἡ θεότητά Του. Μᾶς διδάσκουν μάλιστα τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά ἔλθουμε σέ προσωπική σχέση καί κοινωνία μαζί Του.

Ἡ ἔρευνα αὐτοῦ του γεγονότος μπορεῖ νά θεμελιωθῆ ἐπιστημονικά πάνω στίς ἐμπειρίες τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί νά ἐπαληθευθῆ μέ τήν δική μας δοκιμή καί πείρα. Χρειάζεται ἐρευνητικό πνεῦμα καί σ’ αὐτήν τήν ὑπαρξιακή κατεύθυνση. Εἶναι κρίμα νά ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας σέ κατάσταση ὑπαρξιακά ὑποδεέστερή των ταλαίπωρων εἰδωλολατρῶν.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2942