Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τό «μεγάλο» βῆμα τῶν Εὐρωπαίων

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό εὐρώ μπῆκε στή ζωή μας. Ἡ νομισματική ἕνωση τῆς Εὐρώπης εἶναι γεγονός. Εἶναι, ὅμως, ἐπίσης γεγονός ὅτι ὁρισμένοι μέ ἐφαλτήριο τή νομισματική ἕνωση ἐπιδιώκουν ἀπροκάλυπτα πλέον τήν πολιτιστική ὁμογενοποίησή της. Τό σύνθημα «μπαίνουμε στήν Εὐρώπη μέ τήν δική μας πολιτιστική ταυτότητα, κρατώντας τήν ἰδιοπροσωπία μας», εἶναι κάτι πού δέν συγκινεῖ ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ὅλους τους Ἕλληνες καί γενικότερα ὅλους τους Εὐρωπαίους• κάποιοι ἀπό αὐτούς, πού ἔχουν ἰσχυρό λόγο στήν διαμόρφωση καταστάσεων καί γεγονότων, σκέφτονται διαφορετικά. Ἐνδεικτικά των προθέσεων αὐτῶν εἶναι κάποια ἄρθρα πού εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος ἀπό τήν ἐφημερίδα Τό Βῆμα τίς πρῶτες μέρες τῆς κυκλοφορίας τοῦ εὐρώ. Τό ἕνα προέρχεται ἀπό «εἰδήμονα» τοῦ Λουξεμβούργου καί τό ἄλλο ἀπό «εἰδήμονα» τῆς Φιλανδίας. Θά ἀναφερθῶ κυρίως στό φιλανδικό κείμενο, τοῦ ὁποίου ὁ ὑπερτίτλος καί ὁ τίτλος εἶναι χαρακτηριστικότατοι. Ὁ ὑπερτίτλος, ὁ ὁποῖος εἶναι αὐτολεξεί πρόταση τοῦ κειμένου, λέει: «Ἕνα κοινό νόμισμα προϋποθέτει ἕναν κοινό πολιτισμό – ἤ τουλάχιστον τήν πρόθεση γιά κάτι τέτοιο». Καί ὁ τίτλος: «Τό μεγάλο βῆμα τῶν Εὐρωπαίων πρός μιά κοινή πολιτιστική ταυτότητα». Εἶναι σαφές ἀπό τόν τίτλο ὅτι ὑπάρχει σχέδιο καί προοπτική γιά δημιουργία κοινῆς πολιτιστικῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας. Τό κοινό νόμισμα εἶναι «τό μεγάλο βῆμα». Ἄν σκεφθοῦμε, βέβαια, ὅτι οἱ τίτλοι τῶν ἄρθρων δέν εἶναι πάντα των ἀρθρογράφων, ἀλλά συνήθως τῶν ἐφημερίδων πού τά δημοσιεύουν, τότε ἡ ἄποψη πού ἐκφράζει ὁ τίτλος δείχνει, ἄν ὄχι τίς ἀπόψεις, τουλάχιστον τήν ἐντύπωση πού ἀποκόμισε ἡ ἐφημερίδα ἀπό τό δημοσιευόμενο ξένο ἄρθρο.

Τό συγκεκριμένο ἄρθρο δημοσιεύθηκε στίς 3 Ἰανουαρίου 2002. Καί ἡ πρώτη ἀπορία ποῦ γεννᾶ εἶναι: Ξεχάστηκε ἄραγε ἡ συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ, ποῦ προβλέπει τήν ἐνίσχυση τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων; Στή συνθήκη αὐτή δηλώνεται ὅτι ἡ Κοινότητα «σέβεται τήν ἐθνική καί περιφερειακή πολυμορφία» τῶν κρατῶν μελῶν της. Ξεχάστηκαν ἐπίσης τά κηρύγματα περί πολυπολιτισμικῆς Εὐρώπης, περί μιᾶς κοινωνίας ἀνοικτῆς, ποῦ σέβεται τίς τοπικές πολιτισμικές ἰδιαιτερότητες; Προβλέπει, βέβαια, ἡ συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ τήν ἀνάδειξη καί ἀνάπτυξη τῶν κοινῶν πολιτιστικῶν στοιχείων, τήν ζωογόνηση, δηλαδή, τῆς κοινῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας, ἐνισχύοντας ὅμως ταυτόχρονα τίς ἰδιαιτερότητες κάθε λαοῦ. Τά πράγματα, ὅμως, τώρα φαίνεται νά ἀλλάζουν. Ἀπό τήν «ἀνάδειξη» πήγαμε στήν «δημιουργία». Στά δημοσιεύματα, στά ὁποῖα ἀναφέρομαι, εἶναι ἐμφανής μιά ἐπιθετική τακτική πού ἐπιδιώκει τήν δημιουργία κοινῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας. Ἄλλο ὅμως εἶναι «ἀνάδειξη» τῶν κοινῶν πολιτιστικῶν στοιχείων καί ἄλλο «δημιουργία» κοινῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας. Στήν πρώτη περίπτωση καλλιεργοῦμε κάτι πού ἤδη ὑπάρχει, ἐνῶ στή δεύτερη ἐπιβάλλουμε κάτι ξένο ἤ, ἠπιότερα, κάτι τό νέο.

Ἡ δεύτερη ἀπορία πού γεννᾶ τό σχολιαζόμενο ἄρθρο εἶναι: Ποιά σχέση ἔχει αὐτό πού προβάλλουν ὡς «πολιτισμό», μέσω τοῦ Βήματος, οἱ «εἰδήμονες» ἀπό τήν Φιλανδία καί τό Λουξεμβοῦργο, μέ αὐτό ποῦ μάθαμε –ἐμεῖς οἱ «ρομαντικοί» νοτιοανατολικοί Εὐρωπαῖοι, παρά τά προβλήματα τῆς νεοελληνικῆς παιδείας μας– ὅτι εἶναι πολιτισμός; Ὁ φιλανδός ἐ. R. Rήid θέτει τό ἐρώτημα: «Ἔχει ἡ Εὐρώπη μέ τό συνονθύλευμα τῶν διαφορετικῶν γλωσσῶν της, ἐθίμων, μαγειρικῆς καί ἐθνικῶν... "ἐχθροτήτων" τή δυνατότητα νά ἰσχυριστῆ ὅτι διαθέτει κοινή πολιτιστική ταυτότητα;». Τό ἐρώτημα αὐτό, ἄν καί δέν ἀκουμπᾶ τά ἐσώτερα καί τιμιώτερα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, δείχνει τήν πολιτιστική πολυσυλλεκτικότητα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὁ ἀρθρογράφος, ὅμως, τόν ὁποῖο φαίνεται τόν ὅτι τόν ἀπασχολεῖ αὐτό τό γεγονός, προκειμένου νά ἀπαντήση θετικά στό ἐρώτημά του, ζητᾶ ἐρείσματα στή συνθήκη Σένγκεν, στό εὐρωπαϊκό δίκτυο συγκοινωνιῶν, ἀλλά καί στίς τηγανητές πατάτες, στήν μπίρα, στήν ἀγγλική γλώσσα καί στίς κοινές πολιτικές ἀρχές τοῦ σεβασμοῦ τῆς δημοκρατίας, τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου καί, γενικά, τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν. Γράφει: «Οἱ Εὐρωπαῖοι ταξιδεύουν μέ χαρακτηριστική εὐκολία στή Δυτική Εὐρώπη. Καί αὐτό χάρη στή Συνθήκη τοῦ Σένγκεν τοῦ 1995, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει σέ κάθε [πολίτη κράτους-μέλους] τῆς Ε.Ε. ποῦ τήν ἔχει ὑπογράψει, νά ταξιδέψη, νά σπουδάση καί νά ζήση σέ ὁποιοδήποτε ἄλλο συνυπογράφον κράτος χωρίς διαβατήριο καί χωρίς βίζα» (Δέν ἀπασχολεῖ τόν ἀρθρογράφο τό ἠλεκτρονικό φακέλωμα καί ἡ ἀνατροπή βασικῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου, πού σήμανε ἡ Συνθήκη τοῦ Σένγκεν). Στή συνέχεια ἰσχυρίζεται ὅτι μέ τήν «τεράστια εὐρωπαϊκή ὑποδομή μέ τίς γέφυρες, τίς ἁμαξοστοιχίες, τίς σήραγγες καί τούς αὐτοκινητόδρομους... δέν πρέπει νά ἀποτελῆ ἔκπληξή το ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι θά ἀρχίσουν νά ἀναπτύσσουν κοινές κοινωνικές νόρμες». Γιά νά ἀποδείξη μάλιστα αὐτόν τόν ἰσχυρισμό καταφεύγει στήν μαγειρική, στήν ὁποία ἐμφανίζονται, ὅπως γράφει, «στοιχεῖα κοινῆς εὐρωπαϊκῆς κουζίνας», γιά νά περάση κατόπιν στή γλώσσα καί τήν πολιτική. «Τό στάνταρντ γρήγορο φαγητό σέ ὅλη τήν Εὐρώπη εἶναι πλέον οἱ τηγανητές πατάτες. Τό ἀγαπημένο ποτό τῶν Εὐρωπαίων εἶναι ἡ μπίρα. Ὅσον ἀφορᾶ τήν κοινή γλώσσα τούς εἶναι τά ἀγγλικά. Σέ πολιτικό ἐπίπεδο οἱ Εὐρωπαῖοι μοιράζονται κοινές πολιτικές ἀρχές: τόν σεβασμό στή δημοκρατία, στήν ἐλευθερία τοῦ λόγου καί στίς ἀτομικές ἐλευθερίες περίπου ὅπως ἰσχύει καί στίς ΗΠΑ». Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή ἡ τελευταία φράση –«περίπου ὅπως ἰσχύει καί στίς ΗΠΑ»– εἶναι ἑρμηνευτικό κλειδί πού ἀποκωδικοποιεῖ τούς προσανατολισμούς καί τά πρότυπά της Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Δέν θά ἐπεκταθῶ ὅμως σέ αὐτήν τήν πλευρά τοῦ θέματος.

Πολύ σύντομα θέλω νά ἐπισημάνω δυό πράγματα. Πρώτον, ὅτι ὑπάρχει ἕνας πολιτιστικός μινιμαλισμός, προκειμένου νά βρεθοῦν ἐκεῖνες οἱ «κοινές κοινωνικές νόρμες», οἱ ὁποῖες κατάλληλα προβαλλόμενες θά δικαιολογοῦν τήν ἀναφορά σέ κοινή εὐρωπαϊκή ταυτότητα. Ὁ ἐ. R. Rήid μένει ὅμως σέ πολύ ἐξωτερικά πράγματα πού δέν μποροῦν νά ἐξαντλήσουν τήν ἔννοια τοῦ πολιτισμοῦ. Δεύτερον, ἐμεῖς δέν ἔχουμε πρόβλημα μέ τά τεχνολογικά ἐπιτεύγματα τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Τά χαιρόμαστε καί τά χρησιμοποιοῦμε προσαρμοζόμενοι στίς νέες συνθῆκες ζωῆς πού δημιουργοῦν. Δέν ἔχουμε πρόβλημα νά λεγόμαστε καί νά εἴμαστε δυτικοί ὡς πρός τήν παραγωγή καί τήν χρήση τῆς σύγχρονης τεχνολογίας. Ἐκεῖ πού ἔχουμε πρόβλημα εἶναι ἡ ἀντίληψη περί Θεοῦ, περί ἀνθρώπου καί κόσμου, δηλαδή στήν θεολογία, τήν ἀνθρωπολογία καί τήν κοσμολογία. Ὁ κόσμος γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες, πού ἔχουμε ἐμποτισθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας, δέν εἶναι αὐτόνομο κλειστό σύστημα μαζῶν καί δυνάμεων• ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι φίλαυτη βιολογική μονάδα• ὁ Θεός δέν εἶναι ἁπλή ἐνέργεια, ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ἰδέα ἤ ἀξία, ἀλλά Τριάδα Προσώπων, πού ἀλληλοπεριχωροῦνται, καί ὡς Τριάδα εἶναι ἀγάπη. Εἶναι «ἔρως καί ἐραστόν». Ἑλκύει τούς ἀνθρώπους σέ προσωπική σχέση καί κοινωνία μαζί Του, καθιστώντας τούς κατά χάρη Θεούς.

Γιά ἐμᾶς ὁ κόσμος δέν εἶναι θήραμα πρός κατανάλωση, ἀλλά δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἀσκούμαστε νά τόν ἀπολαμβάνουμε εὐχαριστιακά. Ἡ εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου μᾶς ἀποδεσμεύει ἀπό τήν ἐμπαθῆ δούλωση σ’ αὐτόν. Ἀκολουθώντας τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες πλησιάζουμε μέσα ἀπό τήν ὀρθή χρήση καί θεωρία τοῦ κόσμου στήν σοφία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοποιοῦμε μέσα μας τό πρόσωπο πού κοιμᾶται• ἀπ’ τό «κατ’ εἰκόνα» ὁδεύουμε στό «καθ’ ὁμοίωσιν».

Αὐτά τά θέματα δέν μποροῦμε νά τά ἀγνοήσουμε. Σέ αὐτά δέν μποροῦμε νά γίνουμε ἴδιοι μέ τούς ἄλλους Εὐρωπαίους. Ἡ ἀπεμπόλησή τους θά μᾶς γυμνώση ἀπέναντι στόν θάνατο, γιατί θά χάσουμε τό θεολογικό νόημα τῆς ζωῆς μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ