Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Οἱ Παπικοί-Φράγκοι τῆς Ἑλλάδος κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821

Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὑπῆρξε ἕνα πολυσήμαντο γεγονός, τό ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά τό ἀναλύση ἀπό πολλές πλευρές. Βέβαια, ἐμεῖς κυρίως στηριζόμαστε στούς ἀγῶνες τῶν ὁπλαρχηγῶν τῆς Ἐπαναστάσεως, τήν θυσία τους καί τόν ἠρωϊσμό τους, καθώς ἐπίσης καί στά διάφορα ὁλοκαυτώματα τά ὁποῖα συνετέλεσαν στήν ἀλλαγή τοῦ σκηνικοῦ στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο ἀπέναντι στήν Ἐπανάσταση, ὅμως παράλληλα ὁ ἀπελευθερωτικός ἀγώνας τοῦ 1821 ἔχει καί τίς πολιτικές, διπλωματικές ἀλλά καί ἐκκλησιαστικές διαστάσεις του. Χρειάσθηκε δηλαδή ἔντονη διπλωματία, πολιτική καί θρησκευτική, καί πολλές κινήσεις προκειμένου νά γίνη ἀποδεκτή ἡ Ἐπανάσταση ἀπό τούς ἠγέτας της τότε Εὐρώπης, δεδομένου ὅτι ἡ ὅλη φιλοσοφία καί τακτική των Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη ἀντίθετη στίς ἐπαναστάσεις αὐτῆς τῆς μορφῆς.

Οι Παπικοί-Φράγκοι της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε πολλές διπλωματικές κινήσεις στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, καθώς ἐπίσης καί πολλές ἐκκλησιαστικές κινήσεις γιά τήν ἀποδοχή τῆς Ἐπανάστασης ἀπό τούς θρησκευτικούς καί πολιτικούς ἠγέτας τῆς Δύσεως. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σημειωθῆ εἶναι ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἔπαιξαν πολυποίκιλο ρόλο οἱ διάφορες Χριστιανικές ὁμολογίες, πού βρίσκονταν στήν Ἑλλάδα, μαζί μέ τήν πολιτική σκοπιμότητα. Καί αὐτό τό ἐντοπίζουμε καί στόν ἐσωτερικό χῶρο τῆς Ἑλλάδος καί ἔξω ἀπό αὐτήν.

Ἡ διδακτορική διατριβή, πού ὑποβλήθηκε καί ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί κυκλοφόρησε πρόσφατα μέ τίτλο: «Σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμού στήν Ἑλλάδα, κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως (1821-1827)» καί συγγραφεύς τῆς εἶναι ὁ κ. Κωνσταντῖνος Μανίκας, περιλαμβάνει πολλά στοιχεῖα κυρίως ἀπό ἀρχειακό ὑλικό καί καταλήγει σέ σημαντικά συμπεράσματα. Διαβάζοντας κανείς τήν διατριβή αὐτή ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ, ἐν πολλοῖς, ἄγνωστο ὑλικό πού ἑρμηνεύει τήν στάση τῶν Παπικῶν-Λατίνων τῆς Ἑλλάδος ἀπέναντι στήν Ἐπανάσταση, τήν στάση τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτικῶν ἡγετῶν τῆς Δύσεως ἀπέναντι στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, ἀλλά καί τίς ἐνέργειες τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν τῆς Ἐπανάστασης γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ ἀπό τούς ἠγέτας τῆς Δύσεως, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἐνέργειες γίνονταν μυστικά, χωρίς νά γνωρίζουν οἱ ὁπλαρχηγοί καί ὁ λαός τά τεκταινόμενα.

Στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἐξετάζεται τό θέμα τῆς διαμόρφωσης τῶν σχέσεων Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικῶν στά πλαίσια τῶν συνταγματικῶν δομῶν τῆς Ἐπαναστάσεως, καί βεβαίως ἀναλύεται ἡ εἰσαγωγή κατά τήν Ἐπανάσταση νέας προβληματικῆς γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, πρίν τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453, στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἤ καλύτερα στίς σχέσεις Ἱερωσύνης καί Βασιλείας ἐπικρατοῦσε τό σύστημα τῆς συναλληλίας. Ὅμως μετά τό δεύτερο ἔτος τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν διαφωτιστῶν στά Συντάγματα, ἐπιχειρεῖται «ἡ προοδευτική ἀποδυνάμωση τῆς θέσεως τῆς τοπικῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας ἔναντί της Πολιτείας». Μέ ἄλλα λόγια υἱοθέτησαν διάφορα κοσμικά καί πολιτειοκρατικά πρότυπα πού «ἐπικρατοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη στήν προτεσταντική καί ρωμαιοκαθολική Εὐρώπη». Στήν συνέχεια καί πάντα στήν εἰσαγωγή γίνεται εὐρύτατος λόγος γιά τήν «θεσμοθέτηση τῆς ἀρχῆς τῆς "θρησκευτικῆς ἐλευθερίας" ὡς ἀπαρχή μιᾶς νέας περιόδου γιά τίς σχέσεις Ὀρθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμοῦ στήν ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα». Παράλληλα μέ τήν ἀρχή τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας» καθιερώνεται καί ἡ ἀρχή τῆς «θρησκευτικῆς ἐλευθερίας» καί μέ αὐτόν τόν τρόπο κατορθώθηκε ὅ,τι δέν μποροῦσε νά ἐπιτευχθῆ πολλούς αἰῶνες μέ τίς σταυροφορίες, τήν προπαγάνδα, τούς προσηλυτισμούς, τήν οὐνία κλπ. δηλαδή ἡ «πολιτογράφηση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ», «μέσα στήν καρδιά τῆς ὀρθοδόξου ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς ὡς ἀνεγνωρισμένης θρησκείας, καί ἐν πολλοῖς ἰσότιμης μέ τήν ὀρθόδοξη ἀνατολική Ἐκκλησία». Καί αὐτό βέβαια ἐπετεύχθη μέ πλήρη συνταγματική κάλυψη μέσα ἀπό ἐπιλογή δυτικῶν προτύπων.

Οι Παπικοί-Φράγκοι της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821Ὕστερα ἀπό τά εἰσαγωγικά αὐτά στοιχεῖα τό ἐνδιαφέρον καί ἡ προσοχή τοῦ ἀναγνώστου κορυφώνεται στά δύο μεγάλα μέρη τοῦ βιβλίου. Τό πρῶτο μέρος ἀναφέρεται στήν «στάση τῶν Ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων ἔναντί των Ρωμαιοκαθολικῶν του Αἰγαίου καί τοῦ Παπικοῦ θρόνου», καί τό δεύτερο μέρος ἔχει τόν τίτλο «ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ἔναντί της Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως».

Στό πρῶτο μέρος γίνεται εὐρύτατος λόγος γιά τίς προσπάθειες τῶν πρωτεργατῶν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά συμμετάσχουν στήν Ἐπανάσταση καί οἱ Λατίνοι τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου (Σύρου, Νάξου, Τήνου κλπ.) ἀφ’ ἑτέρου δέ γίνονταν ἔντονες προσπάθειες γιά τήν ἔνταξη τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν κοινοτήτων στό νέο διοικητικό σύστημα τῶν ἀπελευθερωμένων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδος». Αὐτό βέβαια ἔχει σχέση καί μέ τήν προσπάθεια τῆς ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως νά πείση τούς Λατίνους τῆς Ἑλλάδος νά συμμετάσχουν στό σύστημα τῆς φορολογήσεως, ὅπως γινόταν καί μέ ὅλους τους Ἕλληνας στίς ἐλευθερωμένες ἑλληνικές περιοχές. Ἀπό αὐτές τίς προσπάθειες τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως σαφῶς φαίνεται ὅτι οἱ Λατίνοι τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου δέν ἤθελαν νά συμμετάσχουν στήν νέα πραγματικότητα, ἀλλά αὐτό ἐξετάζεται ἐκτενέστερα ἀπό τόν συγγραφέα στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου.

Τό σημαντικό στό πρῶτο αὐτό μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι το ὅτι οἱ πολιτικοί ἡγέτες τῆς Κυβερνήσεως προσπάθησαν νά προσεγγίσουν τόν Παπικό θρόνο προκειμένου νά βοηθήση στήν ἀναγνώριση τῆς Ἐπανάστασης ἀπό τούς πολιτικούς ἠγέτας τῆς Δύσεως. Πρόκειται γιά ἔντοντες προσπάθειες πού ἔγιναν τήν τριετία 1822-1825. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἀπεστάλησαν ἀντιπρόσωποι μέ μυστική ἀποστολή, γιά νά παρουσιασθούν στό Συνέδριο τῆς Βερόνας, τό ὁποῖο βέβαια Συνέδριο δέν ἀποδέχθηκε τούς ἀπεσταλμένους τῆς ἐπαναστατημένης Ἑλλάδος. Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἐστάλησαν πολλά κείμενα στόν Πάπα, τοῦ ὁποίου ὁ ἀντιπρόσωπος συμμετεῖχε στό Συνέδριο τῆς Βερόνας, ὅπου συνεδρίαζαν οἱ πολιτικοί ἡγέτες τῆς Δύσεως, ἀλλά ὁ Πάπας δέν ἀνταποκρίθηκε στίς ἐκκλήσεις. Ὁ ἕνας ἀπό τούς ἀπεσταλμένους ἀντιπροσώπους τῆς ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως, ἤτοι ὁ Γάλλος συνταγματάρχης καί «φιλέλληνας» Philippe Jourdain ἐπιχείρησε, προκειμένου νά προσελκύση τό ἐνδιαφέρον τοῦ Πάπα, νά συνάψη συμμαχία μέ τό τάγμα τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν τῆς Μάλτας πού θά εἶχε φοβερές συνέπειες στήν Ἑλλάδα, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό σχέδιο τῆς συνθήκης προβλεπόταν ἐγκαθίδρυση στόν χῶρο τοῦ Αἰγαίου ἑνός φράγκικου πολιτικό-θρησκευτικοῦ καθεστῶτος, ἀλλά τελικά ἀποφεύχθηκε μιά τέτοια σύναψη, διότι ἡ ἐπαναστατική Κυβέρνηση, ὕστερα ἀπό ἀμφιταλαντεύσεις, διέκοψε τίς διαπραγματεύσεις καί ἀπέρριψε τίς προτάσεις τῶν ἱπποτῶν τῆς Μάλτας.

Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ὅτι μέλη τῆς Κυβερνήσεως, ὅπως ὁ Μαυροκορδάτος καί ὁ Νέγρης, προέβησαν σέ πολλές μυστικές διπλωματικές ἐνέργειες γιά τήν σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων μέ τόν Παπικό θρόνο, καί προέβαλαν τό ἐπιχείρημα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Σέ κείμενα ὁ Πάπας καλεῖται «κεφαλή τῶν Χριστιανοσύνης» καί ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἀποστέλλεται γιά νά ὑποβάλη ταπεινά «"τόν σεβασμό, τή λατρεία καί τήν ἐκτίμηση" ὁλοκλήρου του ἑλληνικοῦ ἔθνους».

Γινόταν εὐρύτατος λόγος γιά τήν ἔναρξη διαλόγου γιά τήν ἐπανένωση τῆς ἑλληνικῆς μέ τήν Λατινική Ἐκκλησία. Ὁ Παλαιῶν Πατρών Γερμανός, ὡς ἀπεσταλμένος τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως πρός τόν Πάπα, μετέφερε μυστικῶς μήνυμα γιά τόν σκοπό αὐτό πρός τόν Πάπα. Ἀπό παπική πλευρά διατυπωνόταν ἡ ἄποψη ὅτι «ὁ Γερμανός, μέσω μιᾶς ἄλλης μυστικῆς ὁδοῦ, εἶχε ὑποβάλει προφορικά σ’ αὐτόν τήν πρόταση γιά ἔναρξη ἐπισήμων συζητήσεων σχετικά μέ τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Μάλιστα οἱ Λατίνοι Κληρικοί διεβίβασαν στόν Παλαιῶν Πατρών Γερμανό «τό ἐνδιαφέρον πού πάντα ἔδειχνε ὁ παπικός θρόνος γιά τήν ἐπιστροφή τῶν ὀρθοδόξων στή δικαιοδοσία τοῦ ὑπέρτατου ποντίφηκα, τοῦ ὑπέδειξε (ὁ ἀήnvηnιιi) ἔμμεσα ὡς πρότυπο γιά τήν ὁποιαδήποτε συζήτηση περί ἑνώσεως τή σύνοδο τῆς Φλωρεντίας...».

Τελικά, ὅμως, δέν ἐπετεύχθη κάτι τέτοιο ἐρήμην του ἑλληνικοῦ λαοῦ, γιά πολλούς λόγους. Ὁ ἕνας γιατί ὁ Πάπας στήν ἀρχή δέν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά τήν ὑπόθεση αὐτή, ἴσως ἀπό τό ὅτι οἱ πολιτικοί ἡγέτες τῆς Δύσεως διέκειντο δυσμενῶς ἀπέναντί των Ἑλλήνων καί τούς θεωροῦσαν τρομοκράτες. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ὁ προσεκτικός χειρισμός τοῦ θέματος πού ἔγινε ἀπό τόν Παλαιῶν Πατρών Γερμανό, ὁ ὁποῖος ἔμμεσα, ὡς γνήσιος Ἱεράρχης, ὑπονόμευσε τήν ἐπιθυμία τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν τῆς Ἐπαναστάσεως νά ὑποταχθοῦν στόν Πάπα. Ὁ τρίτος λόγος γιατί ἀντέδρασαν δυναμικά πολλοί, ἀκόμη καί διαφωτιστές, ὅπως ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, καί ὁ τέταρτος γιατί ἐπικράτησε ἡ ἀγγλική πολιτική πού δέν ἤθελε νά τεθῆ ἡ Ἑλλάδα ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ Παπικοῦ θρόνου καί βεβαίως διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἡ γαλλική πολιτική νά ἐπηρεάζη τά πράγματα. Πάντως αὐτό ἀπετέλεσε σωτηρία γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Τό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι ἀποκαλυπτικότατο γιατί φανερώνονται ἔκδηλα ὅλα τα αἰσθήματα καί ἡ στάση τῶν Λατίνων τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου ἀπέναντι τόσο στήν ἑλληνική Ἐπανάσταση ὅσο καί ἀπέναντι στήν πρώτη ἑλληνική Κυβέρνηση.

Μέ τήν ἔναρξη τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καί τήν πρόσκληση τῶν ὁπλαρχηγῶν στούς Λατίνους νά συμμετάσχουν καί οἱ Λατίνοι στό ἔργο τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό, ἐκεῖνοι ἐπέδειξαν ἀδιαφορία. Κατ’ ἀρχάς ἀποστασιοποιήθηκαν ἀπό τίς πρῶτες ἐπαναστατικές ἐνέργειες καί δέν συμμετεῖχαν στήν ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων. Στήν Σύρο σέ σύσκεψη πού ἔγινε «ἀποφασίστηκε ἡ μή συμμετοχή τους στήν ἐπανάσταση». Τό ἴδιο συνέβη καί σέ ἄλλες περιοχές, ὅπως στήν Τῆνο καί τήν Νάξο. Ἐπέλεξαν δηλαδή τήν ἀρχή τῆς οὐδετερότητος.

Ὅμως δέν στάθηκαν σέ αὐτήν τήν ἀρχή τῆς οὐδετερότητας, ἀλλά προχώρησαν καί σέ ἄλλες ἀντιεπαναστατικές ἐνέργειες, μέσω τῶν γαλλικῶν προξενικῶν πρακτόρων. Πράγματι μέ πολλούς τρόπους καί μέ πολλές ἐνέργειες ἐπιδείκνυαν τά φιλοτουρκικά τους αἰσθήματα καί ὅτι αὐτοί παραμένουν πιστοί στόν Σουλτάνο. Διασώζονται δέ πολλά τέτοια περιστατικά καί ἐπίσημα κείμενα εἴτε ἀπό τούς Λατίνους τῶν νησιῶν εἴτε ἀπό τόν γαλλικό στόλο τοῦ Αἰγαίου ὁ ὁποῖος προστάτευε τούς Λατίνους.

Βέβαια, ὅπως γράφει ὁ συγγραφεύς, μέ τό καθεστώς τῶν Διομολογήσεων, πού εἶχε ἐφαρμοσθῆ τούς προηγούμενους αἰῶνες, παρεχόταν «γαλλική προστασία στούς ρωμαιοκαθολικούς ὑπηκόους τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας», καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Γαλλία κατόρθωσε μαζί μέ τήν «ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς θρησκευτικῆς προστασίας τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ δόγματος ἐντός της ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, νά ἐπιβάλει ἐπί πλέον στήν πράξη καί ἕνα ἰδιότυπο καθεστώς οἰονεῖ πολιτικῆς προστασίας ὑπέρ τῶν ἐντόπιων ρωμαιοκαθολικῶν κοινοτήτων». Αὐτό τό καθεστώς ἐκμεταλλεύθηκαν στά πρῶτα χρόνια της ἐπανάστασης οἱ κοινότητες τῶν Λατίνων στά νησιά τοῦ Αἰγαίου. Ἡ παρουσία τοῦ γαλλικοῦ στόλου σέ κρίσιμες στιγμές ἐδήλωνε αὐτήν τήν γαλλική προστασία τῶν Λατίνων.

Οἱ Λατίνοι τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου κατά τήν διάρκεια τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ὕψωναν τά λάβαρα τῆς ἐλευθερίας, ὕψωναν στούς Ναούς τούς τίς γαλλικές σημαῖες, πράγμα τό ὁποῖο προκαλοῦσε καί τόν λαό καί τήν ἑλληνική Κυβέρνηση.

Πέρα ἀπό αὐτό, οἱ Λατίνοι τῶν περιοχῶν αὐτῶν ἀρνήθηκαν νά «ἀνταποκριθοῦν θετικά στίς ἔκτακτες εἰσφορές, πού ζητοῦσε καί ἀπό αὐτούς, ὡς Ἕλληνες πολίτες, ἡ ἐπαναστατική κυβέρνηση γιά τήν οἰκονομική ἐνίσχυση τοῦ ἀγώνα, καθώς ἐπίσης καί νά ἐκπληρώσουν τίς νόμιμες φορολογικές τους ὑποχρεώσεις», καθώς ἐπίσης οἱ Λατίνοι ἦταν ἀντίθετοι ὅταν ἡ κεντρική Κυβέρνηση μετά τήν ἑδραίωση τῆς Ἐπανάστασης «προσπάθησε νά ἐπιβάλει ἕνα ἑνιαῖο διοικητικό καί φορολογικό σύστημα στίς ἀπελευθερωμένες περιοχές». Πέρα ἀπό τήν ἄρνησή τους στήν φορολογία οἱ Λατίνοι ἦταν ἀρνητικοί καί στό νά ἐνταχθοῦν «στό νέο ἑνιαῖο διοικητικό σύστημα πού καθιερώθηκε γιά ὅλες τίς ἀπελευθερωμένες περιοχές τοῦ ἐπαναστατημένου ἑλληνικοῦ χώρου», καί μάλιστα μέ αὐτές τίς ἐνέργειες στήν πραγματικότητα ἐπεδίωκαν «τήν πραγμάτωση τῶν ἐνδιαθέτων αὐτονομιστικῶν ἐπιδιώξεών τους».

Μεταξύ των στοιχείων πού παραθέτει ὁ συγγραφεύς θά πρέπει νά σημειώσουμε μία ἐπιστολή πού ἀπέστειλε ὁ Λατίνος ἐπίσκοπος Τήνου ἄiηvηnni ἀήllήίή τήν 8η Μαΐου 1822 στήν Ριήpήηήndή στήν ὁποία ὑπάρχουν οἱ ἑξῆς ἀποκαλυπτικές φράσεις: «Μόλις ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση αὐτοῦ του Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐπεδίωξα μέ κάθε ἐπιμέλεια νά τηρήσω μιά τέλεια οὐδετερότητα τόσο ἐγώ, ὅσο καί πάντες οἱ καθολικοί, καί μέχρι τοῦ παρόντος κανένας καθολικός δέν ἔχει πιάσει ὅπλα ἐναντίον τοῦ κυριάρχου (δηλ. τοῦ Σουλτάνου). Ἐπειδή ἀπό αὐτή τήν αἰτία ἀπειλήθηκα μαζί μέ ὅλο τόν κλῆρο, καί ὑπῆρξε μεγάλος κίνδυνος νά ἁρπαχθοῦν οἱ ἐκκλησίες μας, ἀμέσως ζήτησα τή βοήθεια καί τήν προστασία τῆς Γαλλίας».

Ὁ συγγραφεύς στά συμπεράσματά του, μεταξύ των ἄλλων γράφει καί τά ἑξῆς:
«Ἐκεῖνο πού προκύπτει ἐν κατακλείδι ἀβίαστα μέσα ἀπό τό σύνολο τοῦ νέου καί ἄγνωστου μέχρι σήμερα πηγαίου ὑλικοῦ, τό ὁποῖο παρατέθηκε στή μελέτη αὐτή, εἶναι τό ἀδιαμφισβήτητο πλέον γεγονός ὅτι τόσο οἱ ἐκκλησιαστικές ὅσο καί οἱ κοινοτικές ἀρχές τῶν ρωμαιοκαθολικῶν του Αἰγαίου τήρησαν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπαναστάσεως μιά στάση ἀπόλυτα ἀρνητική, τήν ὁποία ἐπεδίωξαν νά καλύψουν μέ τό προσχηματικό καί ἕωλο ἐξ ἐπόψεως Διεθνοῦς Δικαίου ἐπιχείρημα τῆς οὐδετερότητας, μέ προφανῆ ἐπιδίωξη νά ἀποφύγουν κατά τό δυνατόν τίς ἐναντίον τούς δικαιολογημένες, ἄν καί ὄχι σπάνια ὀξύτατες, ἀντιδράσεις τῶν ἐπανασταστημένων συμπατριωτῶν τους. Πρός τόν σκοπό αὐτό ἐπεδίωξαν καί πέτυχαν νά ἐξασφαλίσουν τήν πολιτική προστασία τῆς Γαλλίας, ἡ ὁποία τούς παραχωρήθηκε στήν ἀρχή μέ προθυμία καί χωρίς κανένα περιορισμό, ἀφοῦ πρός στιγμήν καί ἡ ἴδια ἡ γαλλική κυβέρνηση θεώρησε ὅτι τῆς παρουσιαζόταν ἔτσι ἡ εὐκαιρία νά ἀποκτήσει de facto ἕνα δικαίωμα, τό ὁποῖο εἶχε ἀρνηθεῖ πεισματικά στό παρελθόν νά τῆς παραχωρήσει ἡ τουρκική κυβέρνηση στά πλαίσια τῶν Διομολογήσεων».
Γενικά ἡ στάση τῶν Λατίνων στό ἐπαναστατημένο Αἰγαῖο ἦταν «μία στάση ἐνεργῶς ἀντεπαναστατική, καί γι’ αὐτό τόν λόγο κατ’ ἐξοχήν ἀνθελληνική». Γι’ αὐτό καί ὁ συγγραφεύς καταλήγει ὅτι ἐπιβάλλεται «μιά μελλοντική ἀνίχνευση καί συστηματική διερεύνηση τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν ρωμαιοκαθολικῶν κατοίκων τοῦ Αἰγαίου, τόσο κατά τήν κρίσιμη καί μεταβατική ἐκείνη περίοδο, ὅσο καί μεταγενέστερα, σέ συνδυασμό μέ τήν παράλληλη διερεύνηση τῶν σχέσεων τῆς ἐν Ἑλλάδι ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἑλληνική Πολιτεία καί τή νεοσυσταθεῖσα αὐτοκέφαλη ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».
Ἡ μελέτη αὐτή τοῦ κ. Κωνσταντίνου Μανίκα, πού συνοπτικά παρουσιάσαμε μέ τό κείμενό μας αὐτό, εἶναι ἀξιοπρόσεκτη καί σημαντική ἀπό πολλές ἀπόψεις καί πρέπει νά διαβασθῆ ἐπισταμένως, ὥστε νά ἐκτιμηθῆ, ἐκτός των ἄλλων, ὁ σημαντικός ρόλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὄχι μόνον κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλά καί γενικότερα σέ ὅλους τους αἰῶνες τοῦ Ἔθνους μας, πέρα ἀπό τήν μεγάλη σημασία της στήν θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητας μέ τήν ὑγιῆ θεολογία της.
Οἱ Ρωμηοί ὠφέλησαν ποικιλοτρόπως τό Γένος μας, ἐνῶ οἱ Παπικοί, οἱ ὁποῖοι ὅπως φαίνεται στό βιβλίο λειτουργοῦν καί ἐκφράζονται ὡς Φράγκοι, δημιούργησαν στό Γένος πολλά προβλήματα.