Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ ἡσυχαστικὸς μοναχισμὸς τοῦ Μ. Βασιλείου (Γ')

(συνεχίζεται ἀπό τό προηγούμενο  Ὁ ἡσυχαστικός μοναχισμός τοῦ Μ. Βασιλείου (Β'))


δ) Ἡ κατά Χριστόν ἄσκηση

Ὁ ὅρος μοναχική ζωή εἶναι ταυτόσημος μέ τόν ὄρο ἀσκητική ζωή, γιατί ὁ μοναχός ἀσκεῖται στήν κατά Χριστόν ζωή γιά νά φθάση στήν θέωση, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός ἔκανε λόγο γιά τεθλιμμένη ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν ζωή, γι’ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: “Ἄν οὕτως ἄρξη, οὕτω δέ καί τελέσης, τήν τεθλιμμένην ὀδεύσας ὁδόν ἐν τῷ βραχεῖ σου χρόνω τῆς ἀσκήσεως”. Ὁ χρόνος τῆς ἀσκήσεως τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι βραχύς ἐν σχέσει μέ τήν αἰωνιότητα, γι’ αὐτό καί ὁ μοναχός πρέπει νά ὁδεύση αὐτήν τήν τεθλιμμένη ὁδό, τηρώντας ὅλους τους κανόνας τῆς πορείας αὐτῆς γιά νά μήν ἐκτραπῆ ἀπό τήν ὁδό.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἄσκηση συνίσταται στό νά τηρῆ ὁ ἄνθρωπος τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ στήν καθημερινή του ζωή, παρά τήν ἀντίδραση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. Ἡ πεπτωκυία ζωή ἔγινε τρόπος ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε χρειάζεται μιά ἀναγέννηση. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι πρέπει ὁ ἀσκητής νά γνωρίζη ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀποφύγη τήν πάλη μέ τόν διάβολο, οὔτε μπορεῖ νά τόν νικήση “ἄνευ πόνων πολλῶν των ἐπί φυλακή τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων”.

Ἡ ἄσκηση συνίσταται σέ σωματική καί ψυχική. Ἡ σωματική ἄσκηση συνδέεται μέ τήν καθαρότητα τῶν αἰσθήσεων, τήν κακοπάθεια τοῦ σώματος, τήν ἐγκράτεια στήν τροφή, τήν προσοχή στήν ἐνδυμασία, τήν συμμόρφωση ὅλου του τρόπου ζωῆς. Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά στηρίζεται στήν εὐγενική του καταγωγή, οὔτε νά ἐπιδιώκη τήν τιμή ἀπό τούς ἀνθρώπους. Νά παραιτῆται ἀπό τίς δημόσιες ἐμφανίσεις. Ἡ ψυχική ἄσκηση εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ αὐτομεμψία, ἡ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητος.

Ἡ ἄσκηση συνδέεται στενά μέ τήν θεραπεία τῶν παθῶν καί τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Πράγματι, ὅταν ὁ ἀσκητής τηρῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε περικόπτονται τά πάθη, τῶν ὁποίων μητέρα εἶναι ἡ φιλαυτία, καί γεμίζει ἀπό τίς δωρεές τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι ὁ μοναχός πρέπει νά προσέχη τό πάθος τῆς γαστριμαργίας, διότι ἀπό ἐκεῖ προέρχονται οἱ σαρκικές ἐπαναστάσεις καί, βέβαια, νά προκόπτη στίς ἀρετές. “Πρόκοπτε ταῖς ἀρεταῖς, ἴνα ἐγγύς γένη τῶν ἀγγέλων”.

Ὁ Μ. Βασίλειος σαφῶς γνωρίζει ὅτι ὅλοι ὅσοι ζοῦν στό Μοναστήρι δέν σώζονται: “Μή πάντας λογίζου σώζεσθαι τούς ἐν τῇ κέλλη, φαύλους τέ καί χρηστούς”. Δέν σώζονται ὅλοι γιατί πολλοί προσέρχονται στόν ἐνάρετο βίο, “ὀλίγοι δέ τόν ζυγόν αὐτοῦ καταδέχονται”. Τό εὐαγγέλιο συνιστᾶ τήν βία στήν ὁποία πρέπει νά ἀσκῆται κανείς γιά νά πορευθῆ πρός τήν σωτηρία. Μέ τήν βία ἐννοεῖται ἡ καταπόνηση τοῦ σώματος. “Ει τοίνυν βούλει ἁρπᾶσαι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, γενοῦ βιαστῆς• ὑποζευξόν σου τόν αὐχένα τῷ ζυγῶ τῆς δουλείας τοῦ Χριστού”. Πρέπει νά σφίγγη ὁ ἀσκητής τόν ζυγό γύρω ἀπό τόν τράχηλο μέ τήν ὑπακοή καί νά τόν ἐλευθερώνη μέ τόν κόπο τῶν ἀρετῶν, ἤτοι τήν νηστεία, τίς ἀγρυπνίες, τήν ὑποταγή, τήν ἡσυχία, τίς ψαλμωδίες, τίς προσευχές, τά δάκρυα, τήν χειρωνακτική ἐργασία, τήν ὑπομονή τῶν θλίψεων πού προέρχονται ἀπό τούς δαίμονας καί τούς ἀνθρώπους.

Γενικά, ὁ ἀσκητής πρέπει νά ἀγωνίζεται νά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι μέ τόν δικό του ἀγώνα καί τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος νά μεταμορφώνεται ἀπό δόξης σέ δόξα, νά ἀποβάλλη τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδύεται τόν νέον ἄνθρωπο. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: “Ἔχε παρεμπόρευμα πολιτείας ἀρίστης, ἴνα εὕρης πλοῦτον ἀπόκρυφον ἐν ἡμέρα ἀναγκης”.

ε) Νηπτική - ἡσυχαστική ζωή

Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός στήν βάση τοῦ εἶναι νηπτικός - ἡσυχαστικός, διότι δίδεται διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἡ δυνατότητα στόν μοναχό νά ἡσυχάζη καί νά νήπτη, ὁπότε ἔτσι καθαρίζει τόν ἐσωτερικό ἑαυτό του, δηλαδή τήν καρδιά του. Ἡ νήψη καί ἡ προσευχή εἶναι τό ἅπαν στήν μοναχική ζωή καί πολιτεία.

Ὁ μοναχός ὀφείλει “νήφειν καί τηρεῖν τήν καρδίαν ἀπό λογισμῶν πονηρών”. Δέν ἐννοεῖ τούς λογισμούς πού παραμένουν στήν λογική, ἀλλά τούς λογισμούς πού κατεβαίνουν στήν καρδιά. Οἱ λογισμοί, δηλαδή, δέν πρέπει νά εἰσέρχωνται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία πρέπει νά γίνεται ἡ προσευχή. Ὁ μοναχός ὄχι μόνον πρέπει νά τηρῆ τήν καρδιά του ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς, ἀλλά νά ἀνακρίνη τόν ἑαυτό τοῦ “περί τῶν λογισμῶν τῶν καθημερινῶν καί πράξεων”. Ταυτόχρονα ὁ μοναχός ὀφείλει νά τηρῆ τήν καρδία του μέ τήν μελέτη καλῶν διδασκαλιῶν, δηλαδή νά ἔχη καλούς λογισμούς. Ἡ νήψη προεκτείνεται ἀκόμη σέ ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ σώματος καί τῶν αἰσθήσεων ὁράσεως, ἀκοῆς, λόγου κλπ. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: “χρειωδῶς ὅρα, χρειωδῶς ἄκουε, χρειωδῶς λάλει, χρειωδῶς ἀποκρίνου”.

Ἡ νήψη συνδέεται στενά μέ τήν προσευχή. Τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι” πρέπει νά εἶναι ἐντρύφημα τοῦ μοναχοῦ. Ο Μ. Βασίλειος δίνει μεγάλη σημασία στήν κοινή προσευχή, στήν ὁποία πρέπει νά συμμετέχη μέχρι τό τέλος, θεωρώντας ζημιά τήν ἀποχώρηση ἀπό αὐτήν. Ἡ κοινή προσευχή ὅμως πρέπει νά συνδεθῆ μέ τήν προσευχή στό κελλί μέρα καί νύκτα. “Εγχρόνιζε τή κέλλη οὐκ ἡμέρας οὐδέ μήνας, ἀλλά πολλῶν ἐτῶν περιόδους ἀνυμνῶν σου τόν Δεσπότην ἐν νυκτί καί ἐν ἡμέρα, μιμούμενος τά χερουβίμ”.

Ἡ νηπτική - ἡσυχαστική ζωή τοῦ μοναχοῦ ἐκδηλώνεται σέ ποικίλες πράξεις καί ἐνέργειες. Ὁ μοναχός πρέπει νά βρίσκεται πάντοτε σέ ἑτοιμότητα νά μή δεχθῆ πειρασμική περιπλάνηση καί ἀπωλέσει τόν σκοπό τῆς μοναχικῆς πολιτείας, πού εἶναι ἡ ἐσωτερική καθαρότητα καί ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Ο Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι στήν μοναχική ζωή ἀπαγορεύεται “λόγος ἀνωφελής καί ὁ διά τῆς πρός ἀλλήλους ὁμιλίας μετεωρισμός ἄκαιρος”, διότι πρέπει ὁ νοῦς νά ἀδολεσχῆ πάντοτε μέ τόν Θεό. Ὄχι μόνον πρέπει ὁ μοναχός νά προσέχη ἐξωτερικά, ἀλλά πρέπει νά ἀποκόπτη κάθε λογισμό πού ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα πρέπει νά πολεμᾶ τόν ἀσεβῆ καί πονηρό λογισμό μέ τόν λόγο τῆς εὐσεβείας. Ἐπειδή οἱ μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου εἶναι ποικίλες γι’ αὐτό τόν λόγο ὁ μοναχός πρέπει νά προσέχη ὥστε νά ἀποκόπτη ἀμέσως ὅλες τίς μεθοδεῖες αὐτές ἀπό τήν καρδιά του, γιατί διαφορετικά ἐκπίπτει ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. “Ει μήν ἐν τάχει ἐπεγνωκῶς διαβολικήν εἶναι τήν μεθοδείαν ἐκκόψεις ἐκ τῆς σῆς καρδίας, ἔκπτωσιν σοί τῆς ἐν Χριστῷ πολιτείας κατασκευάζουσιν”. Καί βέβαια γνωρίζουμε τί νήψη καί ἑτοιμότητα ἀπαιτεῖται ὥστε ὁ μοναχός νά ἀντιληφθῆ ἀμέσως τήν μεθοδεία τοῦ διαβόλου στήν καρδιά. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ καρδιά πρέπει νά βρίσκεται σέ διαρκῆ ἐγρήγορση: “Πάσαν προέλευσιν παραιτού (νά παρατῆσαι ἀπό κάθε δημόσια ἐμφάνιση) ὅσον ἐστίν ἐν σοῖ, φεύγων τάς τῆς καρδίας σου διαχύσεις”. Τελικά, ἡ μοναχική ζωή εἶναι μιά ἐσωτερική ἐργασία, ἡ ζωή τῆς καρδιᾶς, ἀφοῦ ἐκεῖ θέλει νά ἐργάζεται ὁ διάβολος, ἀπό κεῖ πρέπει νά ἐξορισθῆ καί ἐκεῖ πρέπει νά ἐνεργήση ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ: “Ἐν κρυπτῶ δέ πάντα δουλεύειν καί μή πρός ἐπίδειξιν ἀνθρώπων ποιεῖν”.

Ἡ νηπτική-ἡσυχαστική ἐργασία ἐπεκτείνεται σέ ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ μοναχοῦ. Ἐντέλλεται ὁ μοναχός ἀπό τόν Μ. Βασίλειο νά μήν δέχεται ἐγκώμια ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά οὔτε καί ὁ ἴδιος νά καυχᾶται: “Μή καυχάσθαι τό σύνολον μηδέ ἐγκώμια ἐαυτοῦ λέγειν μηδέ ἄλλου ἐγκωμιάζοντος ἠδέως ἀκούειν”. Ἀντίθετα μάλιστα πρέπει νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὁ ἁμαρτωλότερος ἄνθρωπος καί αὐτή ἡ αἴσθηση εἶναι ἡ πραγματική του δόξα. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: “Ἀλλά θέμενος ἐν σεαυτῶ πάντων ἀνθρώπων εἶναι ἀτιμότερον καί ἁμαρτωλότερον, ξένον τέ καί ἀλήτην καί κατ’ οἶκτον παρειλημμένον ὑπό τῶν πρό σου ἀποταξαμένων, σπεῦδε πάντων εἶναι ἔσχατος καί πάντων δοῦλος. Ταῦτα γάρ σοί οἴσει τιμήν καί δόξαν ἀληθινήν, οὐκ ἐκείνα”.

Αὐτή ἡ κρυφή ἐσωτερική ἐργασία, ἡ ἀποβολή ὅλων των λογισμῶν ἀπό τήν καρδιά, ἡ περιφρούρηση τῆς καρδιᾶς ἀπό λογισμούς καί ἐπιθυμίες, ἡ αἴσθηση τῆς αὐτομεμψίας καί ἡ βαθυτάτη μετάνοια, πού συνδέεται ταυτόχρονα μέ τήν προσευχή, εἶναι αὐτό πού λέγεται ἐσωτερική παρθενία. Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά νομίζη ὅτι διασώζεται “ἐν μόνη τή τοῦ σώματος φυλακή τό κατόρθωμα τῆς παρθενίας”, ἀλλά ἡ παρθενία ἐπεκτείνεται στήν προσοχή νά μή μολυνθῆ ἀπό κάθε ἐμπαθῆ διάθεση πού ἐνεργεῖται ἀπό διάφορα πάθη στήν καρδιά. Στήν συνέχεια μνημονεύει τά πάθη ἐκεῖνα πού πρέπει νά προσέχη ὁ ἀσκητής. Καί αὐτά εἶναι ἡ ὀργή, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, τό ψεῦδος καί ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ μετεωρισμός καί ἡ ἀκαιρολογία, ἡ ἀργία τῶν προσευχῶν καί ἡ ἐπιθυμία των μή ὄντων, ἡ ἀμέλεια τῶν ἐντολῶν καί ὁ καλλωπισμός τῶν ἱματίων, ἡ περιποίηση τοῦ προσώπου καί οἱ περιττές καί ἀπρεπεῖς συναντήσεις καί συζητήσεις. Καί ἀφοῦ μνημονεύονται τά πάθη στήν συνέχεια γράφει ὅτι χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή, γιατί ἐκεῖνος πού πέφτει σέ ἕνα ἀπό τά πάθη αὐτά εἶναι τό ἴδιο σά νά ἔκανε ἕνα σαρκικό ἁμάρτημα καί ἔτσι χάνει τό χάρισμα τῆς παρθενίας. Γράφει χαρακτηριστικά: “Ταῦτα πάντα τοσαύτης ἄξια παραφυλακῆς ἔστι τῷ διά τῆς παρθενίας ἀφιερώσαντι τῷ Θεῶ ἐαυτόν, ὡς τόν ἴσον, μικροῦ δεῖν, κίνδυνον εἶναι ἐνί τέ τούτων συνενεχθῆναι καί ἐν τῇ ἀπειρημένη ἁμαρτία γενέσθαι. Πάντα γάρ τά διά πάθους γινόμενα λυμαίνεται πώς τή τῆς ψυχῆς καθαρότητι καί πρός τήν θείαν ἐμποδίζει ζωήν”.

Ἡ νηπτική-ἡσυχαστική ζωή στήν πραγματικότητα δέν εἶναι μιά λεπτή ἐσωτερική προσοχή, ἀλλά συνδεδεμένη μέ τήν προσευχή εἶναι πλήρωση τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι ἐνδεδυμένος τήν πανοπλία τοῦ πνεύματος. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: “τῷ πνεύματι ζέειν, ἐνδεδυμένον εἶναι τήν πανοπλίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τρέχειν οὐκ ἀδήλως καί πυκτεύειν ὡς οὐκ ἀέρα δέροντα καί καταπαλαίειν τοῦ ἐχθροῦ ἐν τῇ ἀσθενεία τῆς σαρκός καί ἐν τῇ πτωχεία τῆς ψυχῆς...”.

στ) Ἡ κοινοβιακή ζωή

Αὐτή ἡ νηπτική-ἡσυχαστική ζωή, ὅπως τήν ἐκθέτει ὁ Μ. Βασίλειος, τμῆμα τῆς ὁποίας ἐντοπίσαμε σέ ὅσα ἐγράφησαν πρό ὀλίγου, βιώνεται μέσα στό Κοινόβιο, καί μάλιστα αὐτή εἶναι ἡ ἐσωτερική ἐργασία πού καθορίζει καί προσδιορίζει τό κοινόβιο, ἄν εἶναι πραγματικό μοναστικό συγκρότημα καί ὄχι μιά παρέα εὐσεβῶν ἀνθρώπων. Ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἐσωτερική ἐργασία, πού προϋποθέτει ἡ ἡσυχαστική ἀναφορά τοῦ κάθε μοναχοῦ, τότε τό κοινόβιο χάνει τόν μοναχικό του χαρακτήρα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὑπ’ ὄψη μᾶς ὅσα εἴπαμε προηγουμένως, πρέπει νά ἐντοπίσουμε καί μερικά σημεῖα ἀπό ἐκεῖνα πού γράφει ὁ Μ. Βασίλειος καί προσδιορίζουν τόν ἀληθινό κοινοβιακό τρόπο ζωῆς.

Ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ, ὅπως τό βλέπουμε καί σέ ἄλλα σημεῖα τῶν διδασκαλιῶν του, τήν κοινή ζωή, δηλαδή τό μοναστικό κοινόβιο. Ἡ μοναχική ζωή εἶναι “θειοτέρα ζωή” καί γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν πρέπει οἱ μοναχοί νά εἶναι “κατά μόνας”, ἀλλά ὅλοι μαζί, ὥστε ἔτσι “ἐμμάρτυρον (γάρ) εἶναι προσήκει τόν τοιοῦτον βίον, ὡς ἄν ἐκτός εἶναι πονηρᾶς ὑποψίας”. Μάλιστα ἐντοπίζει τόν ἀριθμό τῶν μοναχῶν πού εἶναι καλό νά συγκροτοῦν τήν μοναχική κοινότητα, δηλαδή νά μή εἶναι λιγότερο ἀπό δέκα μοναχοί ἀλλά μᾶλλον περισσότερο ἀπό τόν ἀριθμόν αὐτόν. Θεωρεῖ, μάλιστα καλό νά εἶναι ἄβατος ὁ χῶρος τοῦ ἀνδρικοῦ μοναστηρίου ἀπό τίς γυναῖκες. “Αι εἴσοδοι τῶν ἀσκητηρίων ταῖς μέν γυναιξίν ἀποκεκλείσθωσαν”. Καί, βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐπιτρέπονται καί ὅλοι οἱ ἄνδρες νά εἰσέρχωνται, ἀφοῦ καί ὅσοι ἄνδρες θέλουν νά εἰσέλθουν θά πρέπη νά ἔχουν τήν ἄδεια τοῦ Ἡγουμένου. Τό ὅτι γίνεται ἀναφορά σέ Ἡγούμενο σημαίνει ὅτι ὁ ὅρος ἀσκητήρια πού χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρεται σέ μοναστήρια, σέ κοινόβια, στά ὁποῖα ἀσκοῦνται οἱ μοναχοί. Ἡ μοναχική ζωή πού ἐξασκεῖται μέσα στά κοινόβια θεωρεῖται φιλόσοφος βίος: “ἐντός του κατά φιλοσοφίαν γενέσθαι βίου”.

Βασικός ὅρος γιά νά παραμένη κανείς στόν κοινοβιακό μοναχισμό εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ὅπως τό εἴδαμε σέ προηγούμενη ἑνότητα. Πρίν εἰσέλθη ὁ μοναχός στό κοινόβιο, πρέπει νά γυμνωθῆ ἀπό τά κακά πάθη καί, βεβαίως, νά ἐξασκηθῆ στήν ἀποταγή τῶν ὑπαρχόντων. Τό κοινόβιο εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ πρώτη ἐκείνη ἐκκλησιαστική κοινότητα στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως περιγράφεται ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Πρέπει ὅλοι οἱ μοναχοί νά ἐπιδιώκουν τήν σωτηρία τους καί νά ἀποδεχθοῦν τήν κοινή ζωή, ἤτοι “τό μίαν ἐν πάσι καρδίαν εἶναι καί θέλημα ἕν καί μίαν ἐπιθυμίαν καί, καθώς νομοθετεῖ ὁ ἀπόστολος, ἕν γενέσθαι σῶμα, ἐκ διαφόρων μελῶν συνηρμοσμένον, πᾶν το πλήρωμα τῆς συνοδίας”. Ἑπομένως, ὁ μοναχός ὄχι μόνον πρέπει νά ἐξασκῆ τήν κοινοκτημοσύνη, ἀλλά τήν πλήρη ἀκτημοσύνη: “Δεῖ τόν μοναχόν πρό πάντων ἀκτήμονα βίον κεκτήσθαι”. Τό πῶς ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ κοινή ζωή θά τό δοῦμε πιό κάτω.

Ἄλλος κανόνας τῆς κοινοβιακῆς, ἀλλά καί ἀσκητικῆς γενικότερα ζωῆς εἶναι ἡ ὑπακοή στόν Προεστώτα, τόν Πνευματικό Πατέρα, τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Γιά τό θέμα αὐτό ἀναφερθήκαμε πιό πάνω, ὅταν κάναμε λόγο γιά τήν ὑπακοή στόν Ἡγούμενο καί εἴδαμε πῶς ἐννοεῖ τήν ὑπακοή ὁ Μ. Βασίλειος καί ποιός πρέπει νά εἶναι ὁ Ἡγούμενος. Ἁπλῶς ἐδῶ θά πρέπη νά καταγραφή ἐκ νέου ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου: “Ἀρχηγός εἷς της εὐσχημοσύνης τοῦ βίου προκαθεζέσθω, ἐν δοκιμασία βίου καί ἤθους καί πάσης κοσμίας ἀναστροφῆς τῶν λοιπῶν προκριθείς”. Ὁ Ἡγούμενος πρέπει νά εἶναι ὑπόδειγμα ἤθους καί ζωῆς. Καί μάλιστα μπορεῖ νά παρατηρηθῆ ὅτι αὐτός καθορίζει τήν πνευματική κατάσταση στήν Μονή του, ἀφοῦ ὅλο το κλίμα πού ἐπικρατεῖ στήν Ἱερά Μονή ἔχει σχέση μέ τήν ψυχική καί πνευματική κατάσταση τοῦ Ἡγουμένου. Ἄλλωστε, αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί ὁ Ἡγούμενος ρυθμίζει καί ἐπιβάλλει τά ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα ἐπιτίμια γιά τήν σωτηρία τῶν μοναχῶν. Ἐπιτίμια μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἀποκλεισμός ἀπό τήν κοινή λατρεία καί ἀπό τήν κοινή Τράπεζα καί, βέβαια, τά ἐπιτίμια πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἡγούμενος πρέπει νά ἔχη τό χάρισμα τῆς διακρίσεως.

Σέ ἕνα κοινόβιο μοναστήρι πού ζοῦν πολλοί μοναχοί, μιά ὁλόκληρη ἀδελφότητα πού ἀποτελεῖται ἀπό πολλά μέλη μέ διαφορετικό χαρακτήρα καί νοοτροπία, εἶναι ἑπόμενο ὅτι χρειάζεται ἀγώνας, ὥστε νά προσαρμόζονται ὅλοι στόν σκοπό τοῦ ὑψηλοῦ νοήματος τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἡ ἀδελφότητα ὁμοιάζει μέ σῶμα, ὁπότε ὅπως ὅλα τα μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, ἔτσι πρέπει νά συμβαίνη στήν μοναχική ἀδελφότητα: “Προσήκει κοινήν καί ἴσην πάσι πρός ἀλλήλους τήν ἀγάπην εἴναι”, γιατί αὐτό εἶναι φυσικό. Κάθε μοναχός πρέπει νά δείχνη “τήν συμπαθῆ διάθεσιν καί τήν ἀγαπητικήν σχέσιν ἴσην ἐπί πάντων των ἐν τῇ συνοδία”. Ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος δέν παραμένει στό σημεῖο αὐτό, γιατί ἐπειδή ὑπάρχουν πολλά χαρίσματα καί διακονίες δέν μαζοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό τονίζει ὅτι ἡ συμπαθής διάθεση καί ἡ ἀγαπητική σχέση πρέπει νά εἶναι ἐξ ἴσου σέ ὅλους, ἀλλά πρέπει νά ἀποδίδεται μεγαλύτερη τιμή στούς χρησιμοτέρους: “Ἡ δέ τιμή, κατά τό εὔλογον, ἐπί τῶν χρησιμοτέρων τό πλέον ἔξει”.

Ἡ ἀγάπη, ὅμως, δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, διότι προσκρούει στά πάθη καί ἰδιαιτέρως στά πάθη τῆς φιλαυτίας. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀπαιτεῖται μεγάλος ἀγώνας ὅλων των μελῶν τῆς κοινότητος. Πρέπει νά ἀποφεύγη ὁ μοναχός τίς φατρίες καί τίς συσκηνίες, τούς ἀπρεπεῖς ἀνταγωνισμούς καί τίς μερικές διαθέσεις, τούς φθόνους καί τίς ὑποψίες πού προέρχονται ἀπό τίς ἰδιαίτερες φιλίες καί προτιμήσεις, νά ἀποφεύγη oioo oιθυρισμούς, τά νεύματα πού δηλώνουν ὑποψία κακολογίας, οἱ μοναχοί πρέπει νά συζητοῦν χαμηλοφώνως, νά μή ὑπάρχη ἐπιτακτικό ὕφος, πού εἶναι ὑβριστικό. Ὁ νόμος τῆς ἀγάπης, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος δέν συγχωρεῖ, δέν ἐπιτρέπει “ἐν τῇ κοινή ταύτη συσκηνία μερικᾶς φιλίας καί ἐταιρείας”.

Ὅμως ἡ κοινή ζωή στό κοινόβιο ὄχι μόνον βοηθᾶ τόν μοναχό νά ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τους ἄλλους μοναχούς καί νά ἐκπαιδευθῆ στήν κοινή ζωή, ἀλλά συγχρόνως τοῦ δίδει τήν δυνατότητα νά ἐμπνέεται ἀπό τά παραδείγματα τῶν ζηλωτῶν μοναχῶν. Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν μερικοί μοναχοί πού προπορεύονται στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Καί αὐτοί γίνονται ὑποδείγματα ζωῆς. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: “Γίνου ζηλωτής τῶν ὀρθῶς βιούντων καί τούτων τάς πράξεις ἔγγραφε τή σή καρδία. Εὔχου γενέσθαι τῶν ὀλίγων”.

Τό κοινόβιο προϋποθέτει τήν κοινή ζωή σέ ὅλα τα ἐξωτερικά πράγματα. Βέβαια, ἡ προσωπική ζωή τοῦ καθενός, ἀνάλογα μέ τήν ἐλευθερία του καί τήν ἀγάπη του, ἀλλά καί τήν ἐνέργεια τῆς θεία Χάριτος, διαφέρει, ἀφοῦ ἡ πορεία εἶναι κοινή, ἀλλά ἡ ταχύτητα τῆς πορείας διαφέρει ἀπό πρόσωπο σέ πρόσωπο. Ὅμως στόν ἐξωτερικό τρόπο ζωῆς πρέπει νά ὑπάρχη συμφωνία, διαφορετικά το Μοναστήρι δέν μπορεῖ νά πορεύεται ὀρθῶς.

Αὐτή ἡ κοινή ζωή ἀναφέρεται πρῶτα στήν προσευχή. Ὁ μοναχός πρέπει ὁλόκληρη τήν ἡμέρα καί τήν νύκτα νά προσεύχεται: “Προσευχῆς καιρός ἔστω ἅπας ὁ βίος”. Ἐπειδή ὅμως πρέπει νά χαλαρώνη ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό καί θά ὑπάρχουν καθορισμένες ὧρες προσευχῆς. Ὡς πρός τήν τροφή ὁ μοναχός πρέπει νά ἀποφεύγη τήν ἀμετρία καί στίς δύο περιπτώσεις, ἤτοι τήν τρυφή καί τήν κακοπάθεια τοῦ σώματος, ὥστε τό σῶμα νά μή ταράσσεται ἀπό τήν παχυσαρκία, καί νά μή ἀδυνατή νά ἐκτελῆ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀπό ἀδυναμία σωματική. Διότι ἡ ψυχή βλάπτεται καί ἀπό τά δύο αὐτά. Ἀλλά καί ἡ διακονία πρέπει νά ρυθμίζεται ἀπό κάποιον πρεσβύτερο ἀδελφό πού μαρτυρεῖται ἀπό σεμνότητα βίου. Τό διακόνημα πρέπει νά γίνεται μέ ἀγάπη καί νά εἶναι εὐσπρόδεκτο, νά γίνεται ἀπό τόν ἴδιο μοναχό πού τοῦ ἀνατέθηκε τό ἔργο αὐτό καί νά μήν τό ἀφήνη σέ ἄλλον μοναχό νά τό κάνη. Τό διακόνημα γίνεται πρόξενο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ: “Μέγα το τῆς διακονίας ἔργον καί βασιλείας οὐρανῶν προξενον”, γιατί γίνεται σαγήνη τῶν ἀρετῶν πού περιέχουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τό διακόνημα πρέπει ὁ μοναχός νά τό κάνη μέ εὐσχημοσύνη καί ἐπιμέλεια “ὡς τῷ Χριστῷ διακονών” καί νά ἐκτελῆ τίς ἐργασίες, ἔστω καί ἄν εἶναι εὐτελεῖς, μέ καλούς τρόπους “ὡς Θεοῦ ἐποπτεύοντος”.

Γενικά μέσα στό κοινόβιο πρέπει ὁ μοναχός νά ἀγωνίζεται μέ ὅλους τους τρόπους καί σέ ὅλες τίς ἐπί μέρους ἐκδηλώσεις τοῦ κοινοβίου, ὥστε νά ἐλευθερώνεται ἀπό τά πάθη καί νά ἐξασκῆ τίς ἀρετές. Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά ἔχη ἴχνος ὀργῆς, μνησικακίας, φθόνου, φιλονικίας, οὔτε χειρονομία, κίνηση, λόγο, ἀντίδραση βλέμματος, ἔκφραση προσώπου ἤ ὅ,τι ἄλλο προκαλεῖ τήν ὀργή τοῦ συζῶντος μοναχοῦ. Στό τέλος δέ τῆς ἡμέρας πρέπει νά κάνη αὐτοεξέταση τῆς συνειδήσεώς του ἐάν ἔγινε κάτι πού δέν ἔπρεπε, ἤ μιά ἀπηγορευμένη σκέψη ἤ συζήτηση πού δέν ἦταν στό καθῆκον του, ἤ νωθρότητα στήν προσευχή ἤ ἀδιαφορία στήν ψαλμωδία ἤ ἐπιθυμία κοσμικῆς ζωῆς κλπ. Ὅλα αὐτά νά μή τά ἀποκρύβη ὁ μοναχός ἀλλά νά τά ἐξαγγέλλη ὥστε νά θεραπευθῆ: “Μή ἐπικρυπτέσθω τό πλημμέλημα, ἀλλά τῷ κοινῶ ἑξαγγελλέτω, ὡς ἄν διά κοινῆς προσευχῆς θεραπευθῆ τό πάθος τοῦ συνενεχθέντος τῷ τοιούτω κακώ”. Πέρα ἀπό τήν περικοπή τῶν παθῶν, τό κοινόβιο, ὅπως φάνηκε προηγουμένως, βοηθᾶ στήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ὅπως τῆς ἐγκράτειας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς μετανοίας, τῆς ἀγάπης κλπ.

Βεβαίως, καί οἱ Ἱερομόναχοι πού ἔχουν τήν μεγαλύτερη τιμή νά λειτουργοῦν γιά τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ κοινοβίου, πρέπει νά διακρίνωνται ἀπό τήν ταπείνωση. Γι’ αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: “Μή σέ βαθμός κλήρου ἐπαιρέτω, ἀλλά μᾶλλον ταπεινούτω”.

Ἡ κοινοβιακή ζωή εἶναι μίμηση τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς, τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν πού εἶχαν κέντρο τόν Χριστό, καθώς ἐπίσης εἶναι συνέχιση τῆς ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν στά Ἱεροσόλυμα. Ἡ κοινοβιακή ζωή ἐκφράζει τόν κοινοβιακό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας πού παραπέμπει κατ’ εὐθείαν στήν πρώτη ἐκείνη κοινότητα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὕας στόν Παράδεισο, πρίν ἀπό τήν πτώση. Αὐτήν ἔχει ὑπόδειγμα καί σέ αὐτήν κατατείνει.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Ὁ ἡσυχαστικὸς μοναχισμὸς τοῦ Μ. Βασιλείου (Δ'))

  • Προβολές: 2670