Γράφτηκε στις .

Γεωργίου Παπαζάχου: Γέρων Πορφύριος

“Δεκατέσσερα χρόνια κοντά του”

τοῦ Γεωργίου Παπαζάχου (Ἐπ. Καθηγητής Καρδιολογίας)

(ἀναδημοσίευση ἀπό τὸ περιοδικό “Σύναξη”)

Γεωργίου Παπαζάχου: Γέρων Πορφύριος“Γράφω αὕτη τήν ἐπιστολή ἀπό μιά ἐσωτερική πίεση νά μιλήσω γιά τόν Γέροντα Πορφύριο, πού κοιμήθηκε πρίν ἀπό 40 μέρες. Ἔζησα τόσα γεγονότα 14 χρόνια κοντά του, σάν ἕνας ἀπό τούς γιατρούς του, πού δέν πρέπει νά τό κρύψω ἀπό τούς ἀδελφούς μου. Θά διηγηθῶ μερικά περιστατικά, πού παρουσιάζουν τό Γέροντα σάν ἄρρωστο καί σάν γιατρό. Συγχωρέστε μου τά προσωπικά στοιχεῖα, πού ἄν ἀφαιρεθοῦν ἀλλοιώνουν τά γεγονότα. Ἀσφαλῶς, ἄλλοι ἔζησαν ἄλλες συγκινήσεις κοντά του. Καί δέν πρέπει νά χαθοῦν, γιατί ἀποτελοῦν σημάδια τῆς ἁγίας βιοτῆς του, ἀποδείξεις τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας καί ὑποθῆκες γιά ὁλόκληρη τή γενιά μας.

Ὁ Γέροντας καί ἡ ἀρρώστια του

Ἦταν πραγματικά ἄρρωστος. Μέ πλῆθος ἀρρώστιες ἐπάνω του. Τά περισσότερα συστήματα ἔπασχαν. Προσωπικά διεπίστωσα: ἔμφραγμα μυοκαρδίου (προσθιοδιαφραγματικό μέ πλαγία ἰσχαιμία), χρονία νεφρική ἀνεπάρκεια, ἕλκος δωδεκαδακτύλου (μέ ἐπανειλημμένες γαστρορραγίες), χειρουργηθεῖς καταρράκτης (μέ ἀποβολή τοῦ φακοῦ καί τύφλωση), ἕρπης ζωστήρ στό πρόσωπο, σταφυλοκοκκική δερματίτιδα στό χέρι, βουβωνοκήλη (μέ συχνή περίσφιγξη), χρονία βρογχίτιδα, ἀδένωμα τῆς ὑποφύσεως στό κρανίο.

Καί ἡ ὑπομονή τοῦ ἰώβειος. Ὅταν εἶχε τόν ἕρπητα σέ ἔξαρση καί ὅλο το δεξιό του πρόσωπο (τριχωτό κεφαλῆς, παρειά, αὐτί, σαγόνι) ἦταν μιά ἀνοιχτῆ πληγή, τόν ἐρώτησα πόσο ἔντονο πόνο αἰσθάνεταί’ μου ἀπάντησε: “Σάν νά ἀκουμπάω τό δεξί μου μάγουλο σέ τηγάνι μέ ζεματιστό λάδι”. Καί ἦταν ἀπόλυτα ἤρεμος. Δέν ἄφηνε οὔτε ὑποψίες ὅτι ὑποφέρει, οὔτε ἕνα βογγητό.

Πολλές φορές, ἐνῶ βρισκόμουν στό κελλί του καί κουβεντιάζαμε, συνέβαινε περίσφιγξη τῆς βουβωνοκήλης του, πάντα ἐπώδυνη. Δέν ζητοῦσε βοήθεια. Ἀγωνιζόταν νά τήν ἀνατάξη μόνος του κάτω ἀπό τίς κουβέρτες του.. Κανείς δέ μιλοῦσε, ἐνῶ ἀπό τά χείλη τοῦ ἀκουγόταν ψιθυριστά, μέ μιά ἀνεπανάληπτη γαλήνη, τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε μας”.

Μερικοί τόν παρεξήγησαν κάποτε πού φίλησαν τό χέρι τοῦ καλυμμένο μέ μιά γάζα, νομίζοντας ὅτι σιχαίνεται. Ἦταν ἡ ἐποχή πού ἐμεῖς τό καλύψαμε, γιατί εἶχε τήν σταφυλοκοκκική δερματίτιδα καί ἦταν ὁλόκληρο ἐξελκωμένο.

Ἀλλ’ ἡ κουβέντα μᾶς ἕνα βράδυ, μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό τυπικό ἠλεκτροκαρδιογράφημα, μέ συνεκλόνισε. Οὔτε φαντάσθηκα ποτέ ὅτι θά μποροῦσε ἕνας ἄνθρωπος νά ἀντιμετωπίση ἔτσι τήν ἀρρώστια του. Μοῦ εἶπε: “Θά σού ἐξομολογηθῶ κάτι, ἀλλά νά μείνη μυστικό. Ἔχω καρκίνο στήν ὑπόφυση. Ἤδη αἰσθάνομαι τή γλώσσα μου μεγαλωμένη καί δέν γυρίζει καλά μέσα στή στοματική κοιλότητα”. Ὕστερά μου ἀνέλυσε ἰατρικά καί σωστά τή λειτουργία τῶν ἐνδοκρινῶν ἀδένων καί κατέληξε: “Πρέπει νά ξέρης ὅτι, ὅταν ἤμουν καλογεράκος -ἴσως 16 χρονῶν- στό Ἅγιο Ὅρος αἰσθανόμουνα τόσο εὐτυχισμένος, ἰδίως μετά τή Θεία Κοινωνία, ὥστε ἔβγαινα στό δάσος καί μέ δάκρυα φώναζα: Δόξα Σοί, Κύριε! Ἦρθες ὁλόκληρος μέσα μου’ σέ μένα τόν ἁμαρτωλό’ Ἐσύ ὁ Χριστός μου, πού σταυρώθηκες καί πόνεσες γιά μένα καί σήκωσες τίς ἁμαρτίες μου. Κι ἐγώ τί κάνω γιά σένα; Ποιόν πόνο ὑποφέρω γιά σένα; Κύριε, στεῖλε μου ἕναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου ἕναν καρκίνο, νά ὑποφέρω καί γῶ μαζί Σου! Αὐτή τήν προσευχή τήν ἔκανα συνέχεια καί μετά τό ἐξομολογήθηκα στούς Γεροντάδες μου. Ἐκεῖνοι μου σύστησαν νά μήν τήν ἐπαναλάβω, γιατί ἐκπειράζω τόν Θεό. Ξέρει ἐκεῖνος τί θά κάνη. Δέν τήν ξανάκανα αὐτή τήν προσευχή. Ἀλλά τώρα, Γιωργάκη μου, μοῦ τόν ἔστειλε τόν καρκίνο! Καταλαβαίνεις τήν εὐεργεσία; Ἔστω καί ἀργά, θά ὑποφέρω λίγο μαζί Τού”. Ἔμεινα ἐνεός. Πρωτ.η φορά στήν ἰατρική σταδιοδρομία μου ἄκουγα τή φράση: “Δόξα τῷ Θεῶ, ἔχω καρκίνο!”. Εἶχα ξεχάσει ὅτι μπροστά μου δέν βρισκόταν ἄνθρωπος κοινός’ ἦταν ὁ Γέροντας Πορφύριος.

Ὡστόσο ποτέ δέν ἀρνήθηκε τήν ἰατρική βοήθεια τῶν πολλῶν γιατρῶν-πνευματικῶν του παιδιῶν. Μάλιστα μιά μέρα τόν ἐρώτησα: “Γιατί πολλοί πνευματικοί ἄνθρωποι, κυρίως μοναχοί, ἀρνοῦνται τήν ἰατρική βοήθεια, πιστεύοντας ὅτι θά τούς βοηθήση κατ’ εὐθείαν ἡ Παναγία;”. Μοῦ ἀπάντησε: “Εἶναι ἐγωϊσμός -πονηρή ἐνέργεια- νά νομίζης ὅτι ὁ Θεός θά κάνη, κατ’ ἐξαίρεση ἀπό τούς πολλούς, θαυματουργική ἐπέμβαση γιά σένα. Ὁ Θεός κάνει θαύματα καί τώρα, ἀλλά ἐσύ δέν πρέπει νά τό προσδοκᾶς γιά σένα. Εἶναι ἐγωϊστική ἐξαίρεση. Ἄλλωστε καί μέσω τῶν γιατρῶν ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐνεργεῖ. “Ιατρούς καί φάρμακα Κύριος ἔδωκεν”, λέει ἡ Ἁγία Γραφή”.

Δεχόταν δέ μόνο τήν κλασσική ἰατρική, πολλά κεφάλαια τῆς ὁποίας γνώριζε ἄριστα. Μέ τήν ἐμπειρία του ἀπό τή μακρά θητεία στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν καί μέ τό θεϊκό “χάρισμά” του ἔβλεπε βαθύτερα τήν ἀρρώστια καί πολλές φορές μᾶς στρίμωχνε μέ σαφῶς ἐπιστημονικές ἐρωτήσεις.

Ὁ Γέροντας θεραπεύει

Εἰδικότητά του ἡ “τηλε-διαγνωστική”! Ἔβλεπε μέ καταπληκτική ἀκρίβεια ἀλλαγές στόν ἑαυτό του καί σέ ἄλλους’ συχνά καί στούς γιατρούς του.

Ὁ ἴδιος μου διηγήθηκε ὅτι διέγνωσε ὑπογοναδισμό σέ ἕναν νέο μόνο κοιτάζοντας τόν, κάταγμα σπονδύλου σέ μιά μοναχή πού βρισκόταν σέ ἄλλη πόλη. Εἶναι ἴσως χιλιάδες αὐτοί πού δέχθηκαν τή διαγνωστική του ἐνέργεια καί ἐπιβεβαιώθηκε ἡ νόσος ἀργότερα καί ἐπιστημονικά.

Ἐδῶ θά ἀναφέρω μιά αὐτοδιάγνωσή του. Διεπίστωσε μεταβολές στό ἠλεκτροκαρδιογράφημά του, χωρίς καρδιογράφο. Ἕνα βράδυ μου τηλεφώνησε ἀνήσυχος: “Ἔλα, ἔστω καί ἀργά, καί θά δῆς ἀλλοιώσεις στό καρδιογράφημα. Πονάω σήμερα, πολλές φορές, καί ὁ πόνος εἶναι στηθαγχικός”. Διαπίστωσα πράγματι ἰσχαιμικές μεταβολές (στίς ἀπαγωγές v3-v6) καί τόν ρώτησα σέ ποιό stress βρέθηκε σήμερα. Ἄρχισε νά κλαίη καί μέ διακοπές νά μοῦ περιγράφη λεπτομερῶς σκηνές ἀπό τίς ὁδομαχίες στή Ρουμανία. Ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Τσαουσέσκου καί μέ τό “χάρισμά” του ἔβλεπε τούς πυροβολισμούς καί τούς θανάτους στίς πλατεῖες, ὅπως τίς δημοσίευσαν οἱ ἐφημερίδες τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Συνέχισε νά κλαίη καί τόν παρεκάλεσα νά ζητήση ἀπό τόν Θεό νά τοῦ ἀφαιρέση γιά λίγο αὐτή τήν “ὄραση”. Ἡ καρδιά τοῦ βρισκόταν σέ κίνδυνο ἀπό τήν ἔνταση. Θά μποροῦσε νά κάνη ἐπέκταση τοῦ ἐμφράγματός του. Στήν ἴδια ἔνταση βρισκόμουν κι ἐγώ, βλέποντας τήν εὐαισθησία τῆς “ἄλλης” καρδιᾶς ἑνός ἁγίου. Ἔκρυψα τά μάτια μου μέ τό καρδιογράφημα καί σκεφτόμουν: Τί σημασία ἔχουν, Γέροντα, γιά σένα τά νιτρώδη ἀντιστηθαγχικά φάρμακα ποῦ ἑτοιμάζομαι νά σού δώσω; Ἐσύ δέν εἶσαι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ καρδιά σου χτυπᾶ στόν Ὠρωπό καί ζῆ στήν Ρουμανία. Στό ἠλεκτροκαρδιογράφημα ἡ καρδιά φαίνεται μέ ἰσχαιμική “κατασπαση” τοῦ Sε διαστήματος, ἀλλά στήν πραγματικότητα βρίσκεται σέ μεγάλη “ἀνασπαση” πρός τόν οὐρανό. Ἔφυγα ἀργά μέ τόν τρόμο ὅτι εἶδα λίγο ἀπό τό φῶς ἑνός ἁγίου.

Ἐγώ πήγαινα στό κελλί του σάν διαγνώστης γιατρός, ἀλλά πολλές οἱ φορές πού ἐκεῖνος ἔκανε διαγνώσεις γιά μένα. Θά ἀναφέρω δύο: Εἶχα χειρουργηθῆ ἀπό τόν καθηγητή κ. Βασ. Γολεμάτη (δύο βουβωνοκῆλες ταυτόχρονα) καί ἐνῶ ἤμουν στή φάση τῆς ἀναρρώσεως, πήγαμε μέ τή γυναίκα μου στόν Ὠρωπό. Δέν ξέρω ἄν εἶχε μάθει ἀπό φίλους ὅτι ἤμουν χειρουργημένος, ἀλλά μόλις μπήκαμε μέ κοίταξε ἐπίμονα γιά πολλή ὥρα στήν κοιλιά καί μοῦ εἶπε: “Βλέπω ὅτι δεξιά ἔγινε καλή ἐγχείρηση, ἀλλά ἀριστερά ἀριστοτεχνική’ γιατί περιποιήθηκε τόσο ἐκεῖ;”. Ἡ γυναίκα μου μοῦ ἔκανε νόημα: “Τί λέει ὁ Γέροντας;”. Δέν εἶχα πεῖ οὔτε σέ ἐκείνη οὔτε σέ ἄλλον ὅτι ὁ χειρουργός εἶχε ἐφαρμόσει τήν μέθοδο Soudaice ἀριστερά, ἐπειδή ἦταν μεγάλη. Ὁ Γέροντας τό “εἶδε”.

Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1990 ἤμουν στό κρεβάτι μέ τήν πολλοστή γαστρορραγία μου. Σέ κάποια στιγμή ἔντονου προβληματισμοῦ μου ἄν πρέπη νά χειρουργηθῶ ἤ ὄχι, χτύπησε τό τηλέφωνο. Μεταφέρω αὐτούσια τα λόγια τοῦ Γέροντα: “Αὐτές τίς μέρες σέ ἐπισκέπτομαι συχνά καί μέ τό “χάρισμα”, πού μου ἔδωσε ὁ Θεός ἐνεργῶ θεραπευτικά. Ποτέ δέν εἶχα μπεῖ στό σπίτι σου τόσες πολλές φορές σέ λίγες μέρες.....Κάτι μου λέει νά μήν τό χειρουργήσης τώρα, ἀλλά νά ἀλλάξης τρόπο ζωῆς, νά χαλαρώσης. Ἄφησε τό χειρουργεῖο νά τό σκεφθοῦμε ἀργότερα. Τί κάνω ἐγώ τώρα τό γιατρό στό γιατρό; (γελάει). Νά ξεκουράζεσαι περισσότερο, γιατί σέ ἀγαπάει ὁ κόσμος. Μοῦ ἔφαγες τή δόξα (γελάει)”. Φαντάζεσθε πῶς ἔνοιωσα κάτω ἀπό αὐτή τήν προστατευτική του παρουσία!

Ἀγαποῦσε τόσο πολύ ὅλους τους ἀνθρώπους πού τόν πλησίαζαν καί, φυσικά, καί τούς γιατρούς του, ὥστε νά ἐνεργοποιῆ γιά μᾶς τό θεραπευτικό χάρισμά του. Ὅσοι τόν πλησίαζαν ἀνεπιτήδευτα ἔχουν παρόμοιες ἐμπειρίες. Πολλές φορές ἔπαιρνα μαζί μου φιλικά ἤ συγγενικά πρόσωπα, πού ἐξεπλήσσονταν, ὅταν ἄρχιζε νά μιλάη γιά τό πρόβλημά τους, χωρίς ἐγώ νά τόν ἐνημερώσω ἐκ τῶν προτέρων. Κάποια κυρία, φεύγοντας, ἤθελε νά δώσω ὅρκο ὅτι δέν τοῦ μίλησα γιά κείνη πρίν πᾶμε στόν Ὠρωπό.

Τό χάρισμά του τόν ἔκανε περισσότερο εὐαίσθητο ἀπέναντι στόν ἀνθρώπινο πόνο. Ἕνα σούρουπο διέκοψαν τήν καρδιολογική ἐξέταση οἱ μοναχές, γιατί ἔξω εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί ἄνθρωποι καί περίμεναν νά πάρουν τήν εὐχή τοῦ πρίν νυχτώση. Βγῆκα ἔξω ἀπό τό κελλί καί οἱ ἐπισκέπτες φίλησαν ἁπλῶς τό χέρι του. Ἦταν κουρασμένος καί δέ μίλησε σέ κανέναν. Ἡ τελευταία κυρία βγῆκε κλαίγοντας. Ὅταν ξαναμπῆκα βρῆκα τόν Γέροντα νά κλαίη. “Αυτά παθαίνω πάντα, μοῦ εἶπε. Εἶδα τώρα αὐτή τή μητέρα νά τή δέρνη αὔριο ὁ ναρκομανής γιός της, γιά νά τοῦ δώση χρήματα. Καί ἡ καημένη ἀσφαλῶς θά σκανδαλίστηκε πού ἔχει τέτοιο πρόβλημα καί ἔφυγε χωρίς βοήθεια... Τί μπορεῖς ἐσύ νά κάνης , φτωχέ Πορφύριε... Κύριε Ἰησοῦ...”. Καί ἐπανέλαβε πολλές φορές ψιθυριστά τή λέξη “Ἰησοῦ”.

Ἦταν τόσο ἁπλός καί γλυκός ἄνθρωπος, ὥστε νά μή κωλύεσαι νά τοῦ ἀπευθύνης ὁποιαδήποτε ἀνόητη ἐρώτηση. Ἔτσι μιά μέρα τόν προκάλεσα ἀδιάκριτα: “Πῶς ξέρεις, Γέροντα, ὅτι αὐτό τό προορατικό σου χάρισμα εἶναι ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἀπό τόν Διάβολο;”. Γέλασε καλοκάγαθα καί μοῦ εἶπε: “Τό δοκίμασα. Εἶναι ἐκ Θεοῦ, γιατί δέν λανθάνει. Νά σού δώσω παράδειγμα; Ἡ νεωκόρος στήν Πολυκλινική πόναγε στό δεξιό ἄνω γομφίο καί κράταγε τό δεξιό μάγουλό της. Τῆς εἶπα ὅτι εἶναι χαλασμένος ὁ ἀριστερός γομφίος. Ἐκείνη ἐπέμενε, ἀλλά ὅταν γύρισε ἀπό τόν ὀδοντίατρό μου εἶπε ἐνθουσιασμένη ὅτι εἶχα δίκαιο. Στήν ἀκτινογραφία ἡ βλάβη ἦταν ἀριστερά, ἀλλά αἰσθανόταν τόν πόνο δεξιά, ἐπειδή ἦταν στό ἴδιο νευροτόμιο. Ἄν, λοιπόν, ἦταν ἀπό τόν πονηρό, αὐτή ἡ προόραση θά βασιζόταν στό αἴσθημα τοῦ ἀσθενοῦς καί θά’ βγαῖνε λανθασμένη. Τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνέργεια δέν σφάλλει”.

Ὁ Γέροντας σάν γιατρός μου δέν “ἔβλεπε” μόνο τίς σωματικές μου ἀσθένειες. Φρόντιζε καί γιά τίς πολλές πνευματικές ἀτέλειές μου. Προσπάθειά του νά βρῶ τήν ταπείνωση. Ἕνα ἀπόγευμά μου τηλεφώνησε στό ἰατρεῖο, ἀκριβῶς μετά τήν ὑπερβολική ἐκδήλωση ἀγάπης ἑνός ζεύγους ἀσθενῶν μου πού περιποιήθηκα. Μεταφέρω τά λόγια του: “Γιωργάκη, εἶμαι ὁ Γέροντας. Ἐμεῖς οἱ δυό θά πᾶμε μαζί στήν κόλαση. Θά ἀκούσουμε: Ἄφρον, ἄφρον, ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτούσιν ἀπό σου...Τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωή σου ἀπήλαυσες, ἅ δέ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;”. Τόν διέκοψα: “Τί ἀπολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αὐτή τή ζωή; Τό σαράβαλο αὐτοκίνητο, τό ἄδειο βιβλιάριο ἤ τόν ἀνύπαρκτο ὕπνο μας;”. Ἀπάντησε ἀπότομα: “Τί εἶναι αὐτά ποῦ λές; Δέ σού λέει ὁ κόσμος: Τί καλός γιατρός ποῦ εἶσαι; Μᾶς ἀγαπᾶς, μᾶς φροντίζεις, δέ μᾶς γδέρνεις. Καί σύ τά ἀποδέχεσαι, τά χάφτεις. Ἔ! Τόν ἔχασες τό μισθό σου. Τό ἴδιο παθαίνω καί ἐγώ. Μοῦ λένε πῶς ἔχω “χαρίσματα”, πῶς μπορῶ νά τούς ἀκουμπήσω καί νά κάνω θαύματα, πῶς εἶμαι ἅγιος. Καί τά χάφτω, ὁ ἀνόητος καί ἀδύναμος. Ἔ! Γι’ αὐτό σου εἶπα ὅτι μαζί θά πᾶμε στήν κόλαση!”. “Άν εἶναι νά πᾶμε μαζί”, τοῦ ἀπάντησα, “πᾶμε καί στήν κόλαση!”. Κι ἐκεῖνος ἔκλεισε τό τηλέφωνο, λέγοντας: “Ἐγώ σου μιλάω σοβαρά καί σύ πάντα ἀστειεύεσαι. Καλή μετάνοια καί στούς δυό μας”.

Ἄλλη μέρα ἤμουν βαρύθυμος, σκεπτόμενος ὅτι ἔφυγαν τά περισσότερα χρόνια μου ἄκαρπα μέσα ἀπό ἄχρηστες καθημερινές λεπτομέρειες. Τηλεφώνησε ὁ Γέροντας καί μέ ἀναπτέρωσε μέ δυό-τρεῖς φράσεις του: “Ἄκουσες ποτέ, γιατρέ, τό “οὐ μή γεύσονται θανάτου”; Μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά ἀποφύγουμε τήν πεθαμενίλα. Ἀρκεῖ νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Καί σύ “ἐξ ὅλης της καρδίας σού”, κύριε καρδιολόγε” (γελάει).

Ὁ Γέροντας δέν ἦταν μόνο γιατρός. Ἦταν καί κτηνίατρος. Ἀγαποῦσε τά ζῶα. Ἐξημέρωσε ἐπιθετικούς παπαγάλους καί τούς ἔμαθε τήν Εὐχή. Ἐξεπλάγην ὅταν ἄκουσα μέσα στό κελλί τόν παπαγάλο νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή. “Είναι πιό πνευματικός ἀπό μένα”, εἶπε. “Εγώ ἀποκάμνω καί κοιμοῦμαι, ἀλλ’ αὐτός ἀγρυπνεί”. Τελευταία προσπαθοῦσε νά ἐξημερώση ἕναν ἀετό. Κάποιο Σαββατοκύριακο, στή βόρειο Εὔβοια πού ἡσύχαζε, συνέβη τό ἑξῆς, πού μου διηγήθηκε ὁ ἴδιος: “Μιά τσομπάνισσα παρακάλεσε νά διαβάσω μιά εὐχή στό κοπάδι της, γιατί ἀρρώσταιναν τά γίδια της. Συμφώνησα καί ἔφεραν ὅλο το κοπάδι κοντά στό ἐκκλησάκι πού ἔμενα. Στάθηκα μπροστά στό κοπάδι, σήκωσα τά χέρια μου ψηλά καί εἶπα διάφορες προσευχές ἀπό ψαλμικούς στίχους πού ἀναφέρονται στήν κτίση. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπή στά ζῶα. Κανένα δέν κουνιόταν. Ὕστερα κατέβασα τά χέρια μου καί ὁ τράγος κινήθηκε μόνος του. Ἦρθε κοντά, μοῦ φίλησε τό χέρι καί ὑποχώρησε ἤρεμα... Τά λέω σωστά Πηνελόπη;” φώναξε στήν ἀνηψιά του, πού στεκόταν πιό πέρα. “Ναί, Γέροντα. Ἀκριβῶς ἔτσι ἔγιναν. Ἐγώ ἤμουν ἐκεῖ”.

Κάθε φορᾶ πού πήγαινα στόν π. Πορφύριο μέ συνεῖχε φόβος μήπως αὐτή εἶναι ἡ τελευταία φορά πού τόν ἐξετάζω. Ἔτσι φρόντιζα νά κάνω ψηλάφηση καρδιακῆς ὤσεως καί καρωτίδων γιά ἀρκετή ὥρα, μέ τήν βεβαιότητα ὅτι ψηλαφῶ τό σῶμα ἑνός αὐριανοῦ ἁγίου της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ὅταν ἔπαιρνα τό χέρι μου ἀπό τό προκάρδιο ἐπανελάμβανε τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν κόσμο σού”. Πόσα νά ὀφείλη ἄραγε αὐτός ὁ κόσμος, ἡ γενιά μας, σ’ αὐτές τίς προσευχές τοῦ Γέροντα Πορφυρίου! Καί πόσα τοῦ ὀφείλω ἐγώ προσωπικά!

Φεύγοντας, ἔσκυβα νά πάρω τήν εὐχή του καί ἄλλοτέ μου ἔδινε χαστούκι (ἦταν ἡ ἄκρα ἐκδήλωση τῆς χαρᾶς του) ἤ ἄλλοτε ἕσφιγγε τό κεφάλι μου στά δυό του χέρια, λέγοντας τήν εὐχή (ἦταν τό δικό του ἠλεκτροεγκεφαλογράφημα).

Τώρα ἐξηγῶ γιατί ὁ Θεός φύτεψε μέσα μου τήν ἐπιθυμία νά σπουδάσω ἰατρική σέ μεγάλη ἡλικία καί νά γίνω καρδιολόγος. Ἤθελε νά γνωρίσω καί νά ψηλαφήσω ἀπό κοντά τόν ἁπλό, προσηνῆ καί χαρισματικό ἅγιο Γέροντα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη.

Κάποια μέρα μου εἶπε: “Ὅταν θά φύγω θά εἶμαι πιό κοντά σας. Μετά θάνατον καταργοῦνται οἱ ἀποστάσεις”. Ἐλπίζω τώρα νά μπαίνη εὐκολότερα στά σπίτια μας καί στίς καρδιές μας.