Γράφτηκε στις .

"Κόρη παραδεισένια"

Ἡ Γλυκερία Καμπουίτα Μουαντοῦε γεννήθηκε στό χωριό Καζάμπε, 15 χιλιόμετρα μακριά ἀπό τό Κολουέζι στό Κονγκό ἀπό γονεῖς Ὀρθόδοξους. Βαπτίσθηκε στίς 12/11/1983. Τό 1995 εἴσηχθη στό οἰκοτροφεῖο θηλέων της ἱεραποστολῆς μέ σκοπό νά κάνει περαιτέρω σπουδές καί νά μορφωθῆ κατά Χριστόν. Ἤθελε νά γίνη γιατρός. Ἦταν φρόνιμη στήν συμπεριφορά της, ὀλιγόλογη, εὐγενική, ταπεινή, ποτέ δέν διαμαρτυρήθηκε. Ἦταν τό καμάρι τοῦ οἰκοτροφείου.

Τόν περασμένο Μάρτιο χειρουργήθηκε γιά σκωληκοειδίτιδα. Δέν ἦταν ὅμως μιά ἁπλή περίπτωση. Σέ πέντε μέρες ξαναχειρουργήθηκε. Στή δεύτερη προσπάθεια συμμετεῖχε καί ὁ καθηγητής χειρουργικῆς του Α.Π.Θ. Μιχαήλ Βρεττός πού βρέθηκε στήν περιοχή. Τήν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, τήν ὥρα πού ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη κοινότητα ἀναζητοῦσε κάποια φάρμακα (δέν ὑπάρχουν ἐκεῖ) γιά νά ἀνασταλῆ ἡ πορεία πρός τό “μοιραῖο”, ὁ Θεός κάλεσε τήν Γλυκερία κοντά Του.

Ἀναδημοσιεύουμε τήν συγκλονιστική συνέχεια ἀπό τό περιοδικό γιά τήν ἐξωτερική Ἱεραποστολή “Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός”

...διηγεῖται ἡ μοναχή Θέκλα:

“Η Γλυκερία εἶχε πάρει δανεικό ἀπό τό σχολεῖο τῆς τό βιβλίο τῆς λογιστικῆς. Μετά τόν θάνατο τῆς ζητοῦσαν ἄπό το σχολεῖο τό βιβλίο. Τό ψάξαμε παντοῦ καί δέν τό βρήκαμε. Ρωτήσαμε τούς γονεῖς της, ἀλλά καί αὐτοί δέν μπόρεσαν νά βροῦν τίποτε. Ὁ διευθυντής τοῦ σχολείου, μέ τήν εἴδηση ὅτι τό βιβλίο δέν βρέθηκε, εἶπε στόν ὑπεύθυνο καθηγητή νά ἀγοράσει μέ δικά του χρήματα ἄλλο βιβλίο καί νά τό βάλει στή θέση τοῦ χαμένου. Ὁ καθηγητής στενοχωρέθηκε πολύ, γιατί ἔπρεπε νά δώσει χρήματα ἀπό τόν πενιχρό μισθό του καί νά τά στερήσει ἀπό τήν οἰκογένειά του. Γύρισε τό βράδυ στό σπίτι του καί ἀποκοιμήθηκε περίλυπος. Στίς τέσσερίς το πρωί βλέπει στόν ὕπνο τοῦ τήν Γλυκερία, στά ἄσπρα ντυμένη νά τοῦ λέει: Κύριε παρακολούθησα τήν συνομιλία σας μέ τόν διευθυντή γιά τό βιβλίο πού εἶχα πάρει. Μή στενοχωρεῖστε. Τό πρωί θά στείλω τό βιβλίο μέ κάποιον ἤ θά τό φέρω ἡ ἴδια. Ὁ καθηγητής ξύπνησε τρομαγμένος, πλύθηκε καί δέν εἶπε τίποτε σέ κανέναν νομίζοντας ὅτι ἦταν ἕνα συνηθισμένο ὄνειρο. Τήν ὥρα πού ἑτοιμαζόταν νά πάει στό σχολεῖο, βλέπει κάποιον τελείως ἄγνωστο, νά ἔρχεται τρέχοντας κρατώντας στό χέρι τό βιβλίο. Τόν φθάνει καί δίνοντάς του τό βιβλίο τοῦ λέει: Πάρε κύριέ το βιβλίο μου τό ἔδωσαν νά σᾶς τό φέρω. Αὐτός τά ἔχασε καί, ὥσπου νά συνέλθει ἀπό τήν ἔκπληξή του, ὁ ἄνθρωπος ἐξαφανίσθηκε χωρίς ὁ ἴδιος νά καταλάβει πού καί πρός τά πού πῆγε. Ὁ καθηγητής παρέδωσε τό βιβλίο στόν διευθυντή λέγοντας τοῦ τήν πραγματικότητα. Ἀπό αὐτούς μάθαμε καί ἐμεῖς ὅλα αὐτά τά παράδοξα καί δοξάσαμε τόν Θεό.

Ὅμως καί πρίν ἀπό αὐτό τό ἀξιοθαύμαστο γεγονός, εἴχαμε τήν αἴσθηση ὅτι ἀπό κοντά μας ἔφυγε μιά κόρη παραδεισένια”