Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὀρθοδοξία καί Πουριτανισμός στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καί τοῦ Καζαντζάκη
Δημοσιεύουμε σέ δύο συνέχειες τήν ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου στό Συνέδριο γιά τόν Παπαδιαμάντη πού διοργάνωσε ὁ Δῆμος Ναυπάκτου, ἡ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν καί τό 1ο Λύκειο Ναυπάκτου τήν 1η Ἰουνίου 2002 στήν Παπαχαραλάμπειο αἴθουσα.
Τό θέμα τό ὁποῖο πρόκειται νά εἰσηγηθῶ εἶναι πολύ μεγάλο καί ἔχει πολλές προεκτάσεις, ἤτοι θεολογικές, κοινωνικές καί λογοτεχνικές, ἀφοῦ ἄλλωστε μέσα ἀπό τά κείμενα τῶν λογοτεχνῶν μᾶς περνοῦν ὅλοι οἱ καϋμοί, τά ὁράματα καί τά βιώματα τοῦ λαοῦ μας. Ὡστόσο ὅμως θά ἐπιδιώξω νά παρουσιάσω, μέ συντομία, μερικές ἀπό τίς κρίσιμες ἀπόψεις τοῦ θέματος καί κυρίως θά ἐντοπίσω τό θέμα Ὀρθοδοξίας καί Πουριτανισμοῦ σέ δύο ἔργα, στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη “ἐξοχική λαμπρή” καί στό ἔργο τοῦ Καζαντζάκη “ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται”. Καί πάλι τονίζω ὅτι δέν θά ἐξετάσω ὅλες τίς πλευρές πού θά μποροῦσα νά κάνω, ἀλλά μερικά ἀπό ὅσα νομίζω ὅτι εἶναι ἐκθέσιμα.
1. Ὁ ἐξευρωπαϊσμός τῆς Ἑλλάδος
Πρίν προχωρήσω ὅμως στήν καθ’ ἑαυτό ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μου, θά ἤθελα νά δοῦμε γιά λίγο τόν “χῶρο” στόν ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Παπαδιαμάντης καί βέβαια καί τόν τρόπο ζωῆς πού κληρονόμησε ὁ Καζαντζάκης.
Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σέ μιά περίοδο πολύ κρίσιμη γιά τόν ἑλληνισμό, ἤτοι τό 1851, καί βέβαια μεγάλωσε σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία γινόταν ἐπίσημες διεργασίες γιά τόν πολιτιστικό ἐκσυγχρονισμό τῆς Ἑλλάδος, πού ταυτίζεται μέ τόν ἐξευρωπαϊσμό, καί αὐτός ὁ πολιτιστικός ἐκσυγχρονισμός ταυτόχρονα εἶναι καί προδοσία ἔναντι ὅλου του πολιτιστικοῦ πλούτου τοῦ Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικά κείμενα, ἤτοι τό βιβλίο τῆς Ἕλλης Σκοπετέα μέ τίτλο “τό "Πρότυπο Βασίλειο" καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα (1820-1880)”, πού εἶναι ἀπό τά ἐγκυρότερα ἐπιστημονικά βιβλία πάνω στό θέμα αὐτό, καί ἕνα κείμενο τῆς Εὐθυμίας Μαυρομιχάλη μέ τίτλο “οἱ καλλιτεχνικοί σύλλογοι καί οἱ στόχοι τούς (1880-1910)”. Καί τά δύο αὐτά κείμενα, χωρίς νά ἀναφέρονται στόν Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα ἔζησε καί μεγάλωσε, ἀλλά καί κοιμήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί νομίζω δείχνουν τήν μεγαλωσύνη αὐτοῦ του ἀνθρώπου.
Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα στό βιβλίο τῆς διεξοδικά ἐκθέτει τό γεγονός ὅτι μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 παρατηρεῖται στόν ἑλληνικό χῶρο μιά προσπάθεια ἀπογαλακτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί προσάρτησή της στήν Εὐρώπη. Ὁπότε μέ ὅλες τίς διεργασίες πού ἔγιναν προσπάθησαν οἱ Εὐρωπαῖοι νά ἀναπτύξουν μιά καινούρια ἰδεολογία καί μιά νέα συνείδηση στούς Ἕλληνες πολίτες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἡ διεξοδική ἀνάπτυξη τῆς διαφορᾶς μεταξύ των Ἑλλήνων καί τῶν Ἑλλαδιτῶν, ἡ προσπάθεια ὁρισμοῦ τῶν συνόρων του νέου Κράτους, οἱ διαμάχες μεταξύ των αὐτοχθόνων καί τῶν ἑτεροχθόνων καί ἡ τελική νίκη τῶν αὐτοχθόνων, ἡ διάκριση μεταξύ “των μέσα καί ἔξω Ἑλλήνων” καί ἡ διαφορά μεταξύ Ἑπτανησίων καί Φαναριωτῶν δείχνει τήν διπολικότητα τῶν κατοίκων πού ζοῦσαν στό Ἑλληνικό Βασίλειο. Παρατηρεῖται μιά προσπάθεια νά ἀποκτήσουν οἱ Ἕλληνες εὐρωπαϊκή ταυτότητα μέσα ἀπό τήν γλώσσα, τήν θρησκεία καί τήν Παιδεία, πού ἦταν ἔντονη. Μέ πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ἕνα “πρότυπο Βασίλειο”, τό ἑλληνικό Κράτος, τό ὁποῖο ταυτιζόταν μέ τό ἐθνικό Κράτος, καί τό ὁποῖο “ἄρχιζε στήν οὐσία ἀπό τό σημεῖο μηδέν”. Τό κενό πού ἄφηνε ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Τούρκου κατακτητῆ ἔπρεπε νά καλυφθῆ. “Επείγε ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοτελοῦς πλέον ἐπεξεργασίας μιᾶς νέας συνείδησης, στό νέο πλαίσιο ἀναφορᾶς πού ἦταν τό ἐθνικό κράτος”. Μάλιστα ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ὡς ἑξῆς καταγράφει τό διπλό χαρακτηρισμό τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821: “ἐπανάστασις καί ἀποστασία”. Καί βέβαια “ἡ κατεύθυνση τήν ὁποία ἀκολούθησε τό Βασίλειο ἦταν δεδομένη: ἐξομοίωση μέ τήν Εὐρώπη” καί μάλιστα τήν Εὐρώπη τοῦ διαφωτισμοῦ, πού σαφῶς ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν ὀρθόδοξο φωτισμό.
Ἐνῶ ὑπάρχει αὐτός ὁ πολιτικός καί πολιτιστικός σχεδιασμός ἐν τούτοις ταυτοχρόνως ἐκφραζόταν καί ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ Γένους, τό ὁποῖο ζοῦσε μέ τίς παραδόσεις τῆς Ρωμηοσύνης πού ἀποστρεφόταν τά ἰδεολογικά καί τά θρησκευτικά ρεύματα τῆς Δύσεως καί εἶχε ἀναφορά στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι “τό 1834 ὁ Κωλέττης προτείνει νά μήν ἀποκτήσει ἡ Ἑλλάδα ἐπίσημη πρωτεύουσα, ἀφοῦ ἡ πραγματική πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη. Στόν πρῶτο ἑορτασμό τῆς 25ης Μαρτίου, τό 1836, κυριαρχεῖ τό σύνθημα: "στήν Πόλη"”.
Ἡ Εὐθυμία Μαυρομιχάλη στό κείμενό της μέ τίτλο “Οἱ Καλλιτεχνικοί Σύλλογοι καί οἱ στόχοι τούς (1880-1910)” ἐκθέτει τήν κινητικότητα πού παρατηρεῖται στόν χῶρο τῆς Ἑλλάδος μετά τό 1870, ἡ ὁποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ὡς “συλλογομανία”. Κατ’ ἀρχάς ἱδρύεται ὁ καλλιτεχνικός Σύλλογος μέ τήν ἐπωνυμία “Σύλλογος τῶν ὡραίων τεχνών” καί στήν συνέχεια “ἐμφανίζονται τρεῖς διαφορετικές συσσωματώσεις φιλοτέχνων μέ τό ὄνομα "Ἑταιρεία τῶν Φιλότεχνων"”. Ἔπειτα ἐμφανίζεται καί ἕνας σύλλογος μέ τήν ἐπωνυμία “Ἕνωση Καλλιτεχνών” πού τά μέλη τοῦ εἶναι κατ’ ἐξοχήν καλλιτέχνες.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι μέλη τῶν συλλόγων αὐτῶν εἶναι ἐπίλεκτα μέλη τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τό ἔργο τῶν συλλόγων αὐτῶν ὡς “ἐθνοφελές”. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι αὐτή ἡ μεγάλη ἄνθιση τῆς νεώτερης τέχνης καί τῆς μεταδόσεώς της μέ ἐκθέσεις, διά τῶν συλλόγων καί τῶν ἑνώσεων αὐτῶν ἐντάσσεται μέσα στήν προσπάθεια προσδιορισμοῦ τῆς νέας ἰδεολογίας τοῦ ἀρτιγέννητου ἑλληνικοῦ Κράτους. Οἱ περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι καί γλύπτες, ἔχουν σπουδάσει στήν Εὐρώπη καί μεταφέρουν μέ τήν τέχνη τούς τό νέο αὐτό πνεῦμα διαμορφώνοντας τήν καινούρια αὐτή συνείδηση.
Ὁ Παπαδιαμάντης, παρά τήν ἔντονη αὐτή κινητικότητα πού παρατηρεῖται στόν ἑλληνικό χῶρο τήν ἐποχή ἐκείνη πού γεννήθηκε καί ἐργάσθηκε, παρά τήν νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητής ταπεινός της παραδόσεως πού γνώρισε στήν Σκιάθο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες καί τό Ἅγιον Ὅρος καί αὐτήν τήν παράδοση ἐκφράζει. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος καί ἀντίθετος μέ τήν νέα αὐτήν νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στήν Ἑλλάδα. Ὅμως τόν δικαίωσε ἡ ἱστορία, γιατί ἀπέδειξε ὅτι ἡ Παράδοση τήν ὁποία ἐκπροσωποῦσε εἶχε διαχρονική ἀξία, ἐνῶ ἡ νέα Εὐρωπαϊκή Παράδοση, πού διαπνεόταν ἀπό τίς ἀρχές τοῦ διαφωτισμοῦ καί τοῦ ρομαντισμοῦ ἦταν ἐκφράσεις ἑνός μέρους τοῦ χρόνου τῆς ἱστορίας. Τήν μεγαλωσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη τήν βλέπω σέ αὐτήν τήν ἀντίστασή του πρός τήν νέα ἐθνική συνείδηση πού ἐκαλλιεργεῖτο καί ἐπιβαλλόταν τήν ἐποχή του.
Ὁ Καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος στό βιβλίο τοῦ “Βυζάντιο καί νεοελληνική διανόηση” ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης, μαζί μέ ὅλους σχεδόν τούς λογοτέχνες, ἐκφράζουν αὐθεντικά τα λαϊκά πρότυπα καί διασώζουν τήν ἰδιαίτερη πολιτισμική παράδοση τῆς χώρας, σέ ἀντίθεση μέ τήν νεοελληνική λογιοσύνη πού ἐκφράζει τόν ἑλληνικό διαφωτισμό.
Ὅμως ὁ Καζαντζάκης, μεγάλος πεζογράφος καί λογοτέχνης ἐπηρεάσθηκε ἔντονα ἀπό τά ρεύματα πού ἐπικρατοῦσαν στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο. Τόν ἐπηρέασαν βαθύτατά τα ἰδεολογικά ρεύματα τῆς Εὐρώπης, τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ ρομαντισμοῦ καί τοῦ βιταλισμοῦ-μπερξονισμοῦ, καθώς ἐπίσης τόν ἐπηρέασαν βαθύτατα καί τά θρησκευτικά ρεύματα τῆς Εὐρώπης, ὅπως τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ ὅλες τίς ἀποχρώσεις του.
2. Ὀρθοδοξία καί Πουριτανισμός
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορική Ἐκκλησία, πού ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου Χριστιανισμοῦ, ὅπως τόν διέσωσαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες, οἱ μεγάλοι Πατέρες, οἱ μάρτυρες καί ὁμολογητές, οἱ ὅσιοι καί ἀσκητές. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τους ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, μέ τήν διαφορά ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους κατάσταση ἐκλαμβάνουν καί βιώνουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κατά διαφορετικό τρόπο, εἴτε ὡς Κόλαση εἴτε ὡς Παράδεισο. Ἡ ἁμαρτία ἐκλαμβάνεται ὡς ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καί ἑπομένως ἡ ἐναθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἐλευθερώση ἀπό τά συμπτώματα τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ φθορά. Ἐπίσης στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύουμε ὅτι ἡ τελική κρίση θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τήν κρίση στόν Χριστό πού θά τήν ἐξασκήση κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐκλαμβάνεται ὡς νομικό κατασκεύασμα, οὔτε ὡς ἰδεολογικό σωματεῖο γιά τούς καθαρούς καί ἁγίους, ἀλλά ὡς τό πνευματικό νοσοκομεῖο θεραπείας τῶν ἁμαρτωλῶν καί μετανοούντων. Τά κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἡ μετάνοια καί ἡ αὐτομεμψία.
Ἡ Μεταρρύθμιση πού παρατηρεῖται στήν Δύση ὡς ἀντίδραση στό σκληρό πνεῦμα τοῦ Παπισμοῦ δημιούργησε μιά καινούρια ἐπανάσταση καί βέβαια εἶχε σχέση μέ τήν Ἀναγέννηση πού εἶχε προηγηθῆ ἀπό αὐτήν καί τόν Διαφωτισμό πού ἀκολούθησε τήν Μεταρρύθμιση. Οἱ Προτεστάντες ἀπέρριψαν ὁλόκληρη τήν παράδοση, ἤτοι τά μυστήρια, τίς λειτουργικές τέχνες καί κράτησαν μόνον τήν Ἁγία Γραφή. Καλλιέργησαν τόν ὀρθολογισμό καί βεβαίως ἐξέφρασαν τόν ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκ φύσεως προορισμένοι ἤ γιά τήν σωτηρία ἤ γιά τήν καταδίκη. Μέσα στά πλαίσια αὐτά ἀναπτύχθηκε ὁ εὐσεβισμός, ὡς προσπάθεια τῆς καθαρότητος τῶν αἰσθήσεων, χωρίς ἄλλη προσπάθεια καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, καί ὁ Πουριτανισμός.
Μέ τόν ὄρο Πουριτανισμό ἐννοοῦμε τούς Καλβινιστές τῆς Ἀγγλίας πού παρουσιάσθηκαν ἐκεῖ ὅταν βασίλευε ἡ Ἐλισσάβετ (1558-1603). Τήν ἐποχή ἐκείνη εἰσήχθησαν στήν Ἀγγλία τά καθολικά στοιχεῖα καί τότε οἱ Καλβινιστές τῆς Ἀγγλίας ἀντέδρασαν καί ἔτσι κατήργησαν τόν ἐπισκοπικό βαθμό, γενόμενοι “πρεσβυτεριανοί” καί διαμόρφωσαν τήν διδασκαλία τους καί τήν λατρεία τούς κατά τά καλβινιστικά πρότυπα, ἀπέκτησαν σιωπηλό, σκυθρωπό καί πεισματώδη χαρακτήρα.
Φαίνεται στά ὅσα συνοπτικῶς ἐξέθεσα πιό πάνω ἡ διαφορά μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Πουριτανισμοῦ. Κυρίως θά ἤθελα νά ἐπικεντρώσω αὐτήν τήν διαφορά σέ δύο σημεῖα, γιατί αὐτό θά μᾶς βοηθήση στά ὅσα θά ἐκτεθοῦν πιό κάτω σχετικά μέ τόν Παπαδιαμάντη καί τόν Καζαντζάκη. Τό ἕνα εἶναι ὅτι οἱ Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως διά τοῦ Σταυροῦ. Καί τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι οἱ Πουριτανοί χωρίζουν τούς ἀνθρώπους διαλεκτικῶς σέ καλούς καί κακούς, ἀπορρίπτοντας τούς μέν καί ἐκθειάζοντάς τους δέ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδή δέν δέχονται τόν ἀπόλυτο προορισμό, θεωροῦν τήν ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια πού ἐνυπάρχει σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο μέσα στό ὁποῖο κατά διαφόρους βαθμούς δεχόμαστε, μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή μας, τήν θεραπεία, διά τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
3. “Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται” καί ἡ “ἐξοχική λαμπρή”
Ὕστερα ἀπό ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως θά προχωρήσω νά ἐντοπίσω τά δύο κεντρικά σημεῖα τῆς διαφορᾶς μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Πουριτανισμοῦ στούς δύο αὐτούς συγγραφεῖς, δηλαδή στόν Καζαντζάκη καί τόν Παπαδιαμάντη, καί μάλιστα στά δύο συγκεκριμένα ἔργα τούς “ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται” καί “ἡ ἐξοχική λαμπρή”. Θά μποροῦσα νά ἐπεκτείνω τό θέμα σέ ἄλλα σημαντικά κείμενά τους, ἀλλά χάριν οἰκονομίας χρόνου θά περιορισθῶ σέ αὐτά.
Κατ’ ἀρχάς ὁ τίτλος τῶν δύο διηγημάτων προσδιορίζει τήν διαφορά.
Ὁ Καζαντζάκης ἀρχίζει τό ἔργο του μέ ἀναφορά στήν ἀναπαράσταση τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καί συνεχίζει νά περιγράφη τόν σταυρό πού σήκωνε ὁ λαός τῆς συγκεκριμένης ἐκείνης ἐποχῆς πού πεινοῦσε, σέ σχέση μέ τήν ἄρχουσα τάξη τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ σταυρός εἶναι τό κεντρικό σημεῖο τῆς διδασκαλίας του καί τόν βλέπει χωρίς τήν ἀνάσταση. Αὐτό τό βλέπουμε καί στό βιβλίο τοῦ “ὁ φτωχούλης του Θεού”, ὅπου παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης, ἐκφραστῆς τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, νά ἀνέρχεται στόν ὑψηλότερο βαθμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅταν “ὁ φτερωτός Σταυρωμένος” τόν ἄγγιξε σάν μιά ἀστραπή. Ὁ Φραγκίσκος φώναζε: “Ἀκόμα! Ἀκόμα! Θέλω ἀκόμα! Κι ἡ θεία φωνή ἀπό πάνω του: Μή ζητᾶς παραπέρα’ ἐδῶ σταματάει ὁ ἀνήφορος τοῦ ἀνθρώπου, στήν Σταύρωση”. Καί ὅταν ὁ Φραγκίσκος κραύγαζε ἀπελπισμένα: “Θέλω παραπέρα, τήν Ἀνασταση”, ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀποκρινόταν: “Ἀγαπημένε Φραγκίσκο, ἄνοιξε τά μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ἀνάσταση εἶναι ἔνα”. Καί ὅταν ἔφυγε ὁ φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε ἔτρεχε τό αἷμα ἀπό τά πόδια καί τά χέρια τοῦ Φραγκίσκου, “καί στό πλευρό τοῦ ἔτρεχε μιά ἀνοικτή φαρδιά πληγή, θαρρεῖς καμωμένη ἀπό λόγχη”.
Ἀντίθετα ὁ Παπαδιαμάντης στό διήγημά του “ἐξοχική λαμπρή” περιγράφει τήν ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, πού ἔγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στά Καλύβια. Ἔψαλαν τόν Κανόνα στήν Ἐκκλησία καί ὕστερα “ἤναψαν τάς λαμπάδας κ’ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τό ὕπαιθρον ν’ ἀκούσωσι τήν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καί κατανυκτικήν Ἀνάστασιν ἐν μέσω τῶν ἀνθούντων δένδρων, <τῶν> ὑπό ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καί τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιάς”. Οἱ χωρικοί κοινώνησαν καί στήν συνέχεια “περί τήν μεσημβρίαν, μετά τήν Β' Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοί το ἔστρωσαν ὑπό τάς πλατάνους παρά τήν δροσερᾶν πηγήν”. Ἔφαγαν καί ἤπιαν. “Είτα ἤρχισαν τά ἄσματα. Ἐν πρώτοις τό Χριστός ἀνέστη, ὕστερόν τα θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιός θελήσας νά ψάλη καί αὐτός τό Χριστός ἀνέστη, τό ἐγύριζε πότε εἰς τόν ἀμανέ καί πότε εἰς τό κλέφτικο”. Ὁ μπάρμπα-Κίτσος ἔψαλε τό Χριστός ἀνέστη, ἀλλά παρά τήν ἰδιορρυθμία τῆς ψαλμωδίας “οὐδείς πότε ἔψαλεν ἱερόν ἄσμα μετά πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καί ἐνθουσιασμού”. Καί “περί τήν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορός κλέφτικος”.
Δηλαδή, ἐνῶ ὁ Καζαντζάκης περιγράφει μιά πνευματική ζωή γεμάτη ἀγωνία καί σταύρωση, πληγές καί αἵματα, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείμενά του, ἤτοι στήν ἀσκητική του, ἐν τούτοις ὁ Παπαδιαμάντης ἐπιμένει στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού τήν πανηγυρίζει ὁλόκληρη ἡ φύση, ἀλλά καί τό χαίρονται οἱ ἄνθρωποι μέ ἱλαρότητα, φυσικότητα καί πολύ ὀμορφιά.
Στά κείμενα αὐτῶν τῶν δύο μεγάλων λογοτεχνῶν μᾶς παρουσιάζεται καί τό δεύτερο σημεῖο πού ἀνέφερα πιό πάνω. Συγκεκριμένα ὁ Καζαντζάκης χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ καλούς καί κακούς, μέ βάση τήν πουριτανική ἠθική, πού στηρίζεται στόν ἀπόλυτο προορισμό καί τόν εὐσεβιστικό ἀνθρωπισμό, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους μέ στοργή καί ἀγάπη. Δέν ἀμνηστεύει τά ἐλαττώματά τους, ἀλλά τά βλέπει μέσα σέ ὅλη τήν προοπτική της προσωπικότητός τους, καθώς ἐπίσης τά ἀφήνει στήν Πρόνοια, τό ἔλεος καί τήν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἀποσπᾶ ἀνθρωποκεντρικά καί αὐτάρεσκα τήν κρίση ἀπό τόν Χριστό.
Ἐπίσης, καί στά δύο αὐτά κείμενα παρουσιάζονται καί ἑρμηνεύονται διάφορες ἐνέργειες δύο ζευγῶν Ἱερέων. Στόν Καζαντζάκη περιγράφεται ὁ πάπα-Φώτης καί ὁ πάπα-Γρηγόρης, στόν δέ Παπαδιαμάντη ὁ πάπα-Κυριακός καί ὁ πάπα-Θοδωρής. Ὁ Καζαντζάκης εἶναι ἀπόλυτος καί τούς ἑρμηνεύει μέσα στό σχῆμα ὁ καλός καί ὁ κακός. Ὁ Παπαδιαμάντης δέν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τά ἐλαττώματα, ἀλλά τελικά τονίζει τήν μετάνοια καί τό ὀρθόδοξο ἦθος.
Στόν Καζαντζάκη ὁ πάπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται “φαταούλας”, “τραγογένης”, “θεομπαίχτης”, “ψεύτης”, εἶναι παπάς “μέ τήν γεμάτη κοιλιά... μέ τά διπλά προγούλια”. Γράφει ἔντονα ἀπαξιωτικά καί καταδικαστικά γιά τόν πάπα-Γρηγόρη. Τό ἴδιο πνεῦμα παρατηρεῖται καί στούς ἄλλους χωριανούς, ὅπως τόν γερό-Πατριαρχέα, τόν Χατζή-Νικολή, τόν γερό-Λαδά, τήν Κατερίνα, τήν χήρα κλπ. Ἀντίθετα ὁ πάπα-Φώτης, γιά τόν Καζαντζάκη, ἦταν ὁ καλός παπάς, πού δέν ἔχει κανένα ψεγάδι ἐπάνω του καί ἀγωνίζεται γιά τό ποίμνιό του, πού πεινοῦσε. “Μπροστάρης πήγαινε ἕνας παπάς ἡλιομαυρισμένος, ἀδύναμος, μέ μεγάλα μαῦρα μάτια πού πετοῦσαν φωτιές κάτω ἀπό τ’ ἄγρια φρύδια, μέ ἀριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Ἕσφιγγε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἕνα βαρύ Εὐαγγέλιο ἀσημοδεμένο καί φοροῦσε τό πετραχήλι τού”. Εἶναι σαφής ἡ διαλεκτική ἀντίθεση μεταξύ καθαρῶν καί μή καθαρῶν ἱερέων. Πρόκειται γιά ἕναν καθαρό πουριτανισμό καί εὐσεβισμό.
Στόν Παπαδιαμάντη ὅμως δέν παρατηροῦνται τέτοιες διαλεκτικές ἀντιθέσεις. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί καί ὅλοι ἔχουν στοιχεῖα καί σημεῖα βδελυκτά ἐνώπιόν του Θεοῦ καί ἀναζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται στήν “ἐξοχική λαμπρή”, στίς ἀντιδράσεις μεταξύ του πάπα-Κυριακοῦ καί τοῦ πάπα-Θοδωρῆ, ἰδιαιτέρως στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντέδρασε ὁ πάπα-Κυριακός στήν ἐσφαλμένη εἴδηση τοῦ υἱοῦ τοῦ Ζάχου. Κάνοντας ὁ πάπα-Κυριακός τήν Ἀνάσταση στά Καλύβια, ἔμαθε ἀπό τόν γυιό του ὅτι ὁ πάπα-Θοδωρής τοῦ ἔκλεβε τίς λειτουργιές, πού λειτουργοῦσε στόν κεντρικό Ναό, ἐνῶ, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀργότερα, δέν ἔκανε κάτι τέτοιο. Ἀναστατώνεται ὁ πάπα-Κυριακός, ὁ ὁποῖος, γνήσιος ἐκπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ Κλήρου, “πλήν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατά πάντα ἄμεπτος”. Ὁ πάπα-Κυριακός φαινόταν ὡς πλεονέκτης, γιατί ἤθελε νά μεγαλώση τά παιδιά του, λίγο δύσπιστος ἀλλά “ἀνοικτόκαρδος”. Μέ τήν πληροφορία πού τοῦ μετέφερε ὁ υἱός τοῦ ἀγανάκτησε, δέν συγκρατήθηκε, ἁμάρτησε, ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά νά πάη ἐκείνη τήν ὥρα νά συλλάβη ἐπ’ αὐτοφόρω τόν συνεφημέριό του, ἀλλά στόν δρόμο, στόν νερόμυλο, αἰσθάνθηκε τήν πτώση του καί “ποιήσας τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ -ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον, μή μέ συνερισθής”. Καί στήν συνέχεια: “ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τήν παρειάν του. –Ώ, Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σύ παρεδόθης διά τάς ἁμαρτίας μας, καί ἠμεῖς σέ σταυρώνομεν κάθε μέρα”. Ἐπέστρεψε καί ἔτσι τελείωσε τήν θεία Λειτουργία, ὅμως “αὐτός δέν ἐκοινώνησε, ἐπιφυλαττόμενος νά τό εἴπη εἰς τόν πνευματικόν, καί πρόθυμος νά δεχθῆ τόν κανόνα”.
Στόν Παπαδιαμάντη δέν παρατηρεῖ κανείς οὔτε ἴχνος πουριτανισμοῦ καί εὐσεβισμοῦ, δέν χωρίζει τούς Κληρικούς σέ καλούς καί κακούς, δέν κρίνει τόν πάπα-Κυριακό, ἀλλά καί αὐτήν τήν πτώση τοῦ τήν ἀντιμετωπίζει μέ συμπάθεια καί τήν ἐντάσσει στό κλίμα τῆς μετανοίας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκφράζει τήν ἄποψη ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους καί τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Θεός εἶναι καθαρός καί μέ τήν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως ἅγιος. “Είς μόνος ἅγιος, εἷς μόνος Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός”. Αὐτό τό βλέπουμε σέ πολλά κείμενά του, ἰδίως στό “Ἔρωτας στά χιόνια” καί “Χωρίς στεφάνι”.
Ὁ Παπαδιαμάντης καί ὁ Καζαντζάκης εἶναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καί διατυπώνουν στά κείμενά τους ἐκφράσεις τῆς κοινωνίας μας. Ὅμως διαφορετική εἶναι ἡ προοπτική μέσα ἀπό τήν ὁποία παρατηροῦν τήν κοινωνία μας, καί βεβαίως ἐκφράζουν δύο ἑρμηνευτικές παραδόσεις. Αὐτό φαίνεται σέ ὅλο το ἔργο τους. Ὁ Καζαντζάκης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν θρησκευτικότητα πού παρατηρεῖται στήν Δύση, εἴτε μέ τήν μορφή τοῦ Παπισμοῦ, εἴτε μέ τήν μορφή τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, τούς φιλοκαλικούς Πατέρες καί τό Ἅγιον Ὅρος, τό πνεῦμα καί τήν ζωή τῆς Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά μέ ἱκανοποιεῖ ἀφάνταστα ὁ Παπαδιαμάντης, γιατί βλέπει τόν κόσμο μέ φιλανθρωπία, ἀρχοντική ἀγάπη, τρυφερότητα καί εὐαισθησία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη αὐτομεμψία καί νομίζω ὅτι ἄν ἔβαζαν τόν Παπαδιαμάντη νά κρίνη τόν Καζαντζάκη, θά τόν ἄφηνε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δείχνει τήν πνευματική ἀρχοντιά τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.-
- Προβολές: 3027