Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἡ τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύθηκε στήν “Ἐλευθεροτυπία”, 12-2002

Ἀπό τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική ἐποχή, καί αὐτήν ἀκόμη τήν ἀρχαία ἑλληνική περίοδο, παρατηρεῖται ἡ σύγκρουση μεταξύ του ἰδεαλισμοῦ καί τοῦ ματεριαλισμοῦ, τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τοῦ μυστικισμοῦ, τῆς λατρείας τῶν θεῶν τοῦ δήμου καί τῆς ἀποδοχῆς τοῦ μεταφυσικοῦ ἰδεαλισμοῦ, ἐκ μέρους τῆς ἀριστοκρατίας. Στήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας συγκρούσθηκαν δύο ἀντιλήψεις, ἤτοι τοῦ ἀνεικονίστου ἀσιατικοῦ πνεύματος καί τοῦ ἐξεικονιστικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καί βεβαίως οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν θεολογικά το θέμα αὐτό καί τελικά κατοχυρώθηκε ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περί εἰκόνων ἀπό τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Κατά καιρούς γίνονται διάφορες συζητήσεις γιά τό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καί τήν ἑβδομάδα αὐτή. Θά ἤθελα νά καταγράψω μέ πολύ συντομία μερικές σκέψεις μου γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Καί βέβαια πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι τό θέμα ἔχει τρεῖς πλευρές, ἤτοι τήν θεολογική, τήν ποιμαντική καί τήν ἐκμεταλλεύσιμη.

Ἡ θεολογική πλευρά ἔχει σχέση μέ τήν ὁρολογία τῆς λέξεως εἰκόνα καί τήν σημασία της στήν λατρευτική καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά λεχθῆ ὅτι ἡ λέξη εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν προέρχεται ἀπό τό ἑλληνικό ρῆμα εἰκονίζω, ἀλλά ἀπό τό ἑβραϊκό τσελέμ πού σημαίνει ἐμφάνιση - φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Εἰκών τοῦ Θεοῦ, δηλαδή φανέρωση τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δημιουργημένος, δηλαδή εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνος. Οἱ ἅγιοι πού ἑνώνονται μέ τόν Χριστό βιώνουν αὐτήν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί οἱ εἰκόνες τούς εἶναι ἐκφράσεις αὐτῆς τῆς δόξης.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πιστεύουμε στόν ἰδεαλισμό, τοῦ ὁποίου βασική ἀρχή εἶναι τό “ἐν ἀρχῆ ἥν ἡ ἰδέα”, οὔτε στόν ματεριαλισμό, τοῦ ὁποίου ἀρχή εἶναι τό “ἐν ἀρχή ἥν ἡ ὕλη”, ἀλλά πιστεύουμε στήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια ὅτι “ἐν ἀρχή ἥν ὁ Λόγος” (Ἰω. α', 1). Καί βεβαίως “ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἠμίν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός” (Ἰω. α', 14). Η Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα αὐτό ἐξέφρασε ὅλη τήν θεολογία σχετικά μέ τίς ἱερές εἰκόνες. Ἐάν μελετήση κανείς προσεκτικά κυρίως τήν πέμπτη καί ἑβδόμη πράξη τῆς Συνόδου αὐτῆς, θά βρῆ πολλές ἀπαντήσεις σέ ὅλα ὅσα ἐγράφησαν τίς ἡμέρες αὐτές. Ἡ βασική ἀρχή εἶναι ὅτι μποροῦμε νά ἁγιογραφοῦμε καί νά σεβόμαστε τίς ἱερές εἰκόνες, γιατί ὁ Χριστός ἐνσαρκώθηκε καί ἁγίασε τό σῶμα καί ὅλη τήν κτίση καί ἡ μή τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι τρόπον τινά μιά ἐκσάρκωση τοῦ Λόγου. Ἔπειτα, ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων διαβαίνει στό πρωτότυπο, καί ἐκεῖνος πού προσκυνεῖ τήν ἱερή εἰκόνα προσκυνεῖ τήν ὑπόσταση τοῦ ἐγγραφομένου σέ αὐτήν. Ἀκόμη, ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἁγιάζονται καί (τά ὄμματα τῶν ὀρώντων(, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἁγιάζονται καί τά χείλη τῶν ἀσπαζομένων τίς εἰκόνες, ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε κι’ ἐμεῖς οἱ Κληρικοί πού ὅταν διαβάζουμε τό Εὐαγγέλιο στό τέλος τό ἀσπαζόμαστε. Καί αὐτή ἡ ὕλη ἔχει ἀξία, γιατί ἁγιάζεται ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ θεία Χάρη διά τοῦ ἀνθρώπου διαπορθμεύεται καί στήν ἄλογη δημιουργία.

Εἰδικά δέ γιά τίς εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τά διάφορα ἐπίθετα μέ τά ὁποῖα εἶναι συνδεδεμένες, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι αὐτά ἀφ’ ἑνός μέν συνδέονται μέ θαύματα τῆς Παναγίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι ἀναφέρονται στόν τρόπο πού κατασκευάζονται οἱ ἱερές εἰκόνες καί ἀπό τόν τόπο πού φυλάσσονται καί δέν ἔχουν σχέση δῆθεν μέ πολλές Παναγίες. Πρόκειται δηλαδή γιά πολλά κοσμητικά ἐπίθετά της μιᾶς Παναγίας.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πιστεύουμε σέ διάκριση μεταξύ φυσικῶν καί μεταφυσικῶν, ἀλλά σέ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, μέ τήν διαφορά ὅτι τό ἄκτιστο εἰσέρχεται μέσα στό κτιστό καί τό ζωοποιεῖ. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου ἐξέφρασε τήν πίστη της καί θεραπεύθηκε ἀκουμπώντας τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ Χριστός εἶπε: “ἤψατό μου τις”. Καί συνέχισε: “ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσα ἀπ’ ἐμού” (Λουκ. ἡ' 46). Ἡ συνάντησή μας μέ τόν Χριστό δέν γίνεται ἰδεατά, ἰδεαλιστικά, μυστικιστικά, φανταστικά καί συναισθηματικά, ἀλλά διά προσώπων, μυστηρίων, ἐξαγιασμένων ὑλικῶν ἀντικειμένων καί διά τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Τό “Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας” εἶναι χαρακτηριστικό πάνω στό θέμα αὐτό. Ὅμως, ὁ προτεστάντης ἱστορικός Χάρνακ, ὅπως καί γενικά οἱ προτεστάντες, πού δέν γνώριζε αὐτήν τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ εἰδωλολατρική μορφή τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐμεῖς πού γνωρίζουμε στό βάθος τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων ἀντιλαμβανόμαστε τό λάθος του νά βλέπη κανείς ἰδεατά, ἰδεαλιστικά, διϋστικά καί διαρχικά τόν κόσμο.

Ἀξία ἔχει καί ἡ ποιμαντική πλευρά τοῦ θέματος αὐτοῦ, γιατί ἔχει μεγάλη σημασία καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον προσεγγίζουμε τίς ἱερές εἰκόνες.  Αὐτό ἄλλωστε συμβαίνει καί μέ ὅλα τα μυστήρια καί αὐτήν ἀκόμη τήν θεία Εὐχαριστία. Ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά προξενήση στόν ἄνθρωπο τόν ἁγιασμό, μπορεῖ ὅμως νά προξενήση καί τήν καταδίκη του. Ὁ Θεός, κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἡ κάθαρση τῶν καθαιρομένων, ὁ φωτισμός τῶν φωτιζομένων καί ἡ θέωση τῶν θεουμένων. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μπορεῖ νά γίνη καί ἡ κόλαση αὐτῶν πού δέν ἔχουν τίς πνευματικές αἰσθήσεις γιά νά τόν προσεγγίσουν σωστά. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά τό ὅτι ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση δέν νοοῦνται ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀγαπᾶ ὅλους –δικαίους καί ἀδίκους– ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου, καί αὐτό σημαίνει ὅτι κόλαση καί παράδεισος ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.

Αὐτό συμβαίνει καί μέ τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ Κληρικοί πρέπει νά διδάσκουν τούς πιστούς νά ἀσπάζονται τίς ἱερές εἰκόνες ἔχοντες ὕπ ὄψη τους ὅτι ἡ τιμητική προσκύνηση ἀναφέρεται στό πρόσωπο πού εἰκονίζεται, ἀλλά καί ἡ πνευματική ὠφέλεια ἐξαρτᾶται καί ἀπό τό ἐπίπεδό της πνευματικῆς καταστάσεως, στό ὁποῖο εὑρίσκονται. Ἔξω ἀπό τίς ὀρθόδοξες αὐτές προϋποθέσεις ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων μπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὡς μαγεία. Ἄλλωστε εἶναι γνωστόν ὅτι καί στά “ἀναστενάρια” καί σέ ἄλλες μαγικές τελετές, οἱ μάγοι χρησιμοποιοῦν εἰκόνες καί ἱερά ἀντικείμενα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν, ἑπομένως, σαφῆ ὅρια μεταξύ ὀρθοδόξου λατρείας καί μαγείας.

Ἔχει ὅμως ἀξία νά τονισθῆ καί ἡ ἐκμεταλλεύσιμη πλευρά τοῦ ζητήματος. Ὅλα τα ἱερά ἀντικείμενα, ἀκόμη καί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίως καί ἡ ἴδια ἡ θεολογία καί ἡ θεωρητική πίστη, μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν μέ ὀρθό ἤ λαθεμένο τρόπο. Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος πού βρίσκεται στήν πεπτωκυία κατάσταση μπορεῖ τά πάντα νά τά ἐντάξη στήν ἐμπαθῆ του νοοτροπία καί στόν ναρκισσισμό του. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τίς ἱερές εἰκόνες. Ἐάν οἱ ποιμένες προτείνουν στούς πιστούς τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων μέσα στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τίς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, πού περιγράψαμε πιό πάνω, τό κάνουν καλῶς, γιατί ἔτσι ἁγιάζουν τόν λαό καί τόν βοηθοῦν νά δή τήν ἐσωτερική πλευρά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄν ὅμως πρωταρχικός σκοπός τῶν Κληρικῶν εἶναι ἡ ὑλική ἐκμετάλλευση τῶν Χριστιανῶν καί ἡ ἐμπορευματοποίηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τότε ἡ χρησιμοποίησή τους κινεῖται σέ ἀντορθόδοξη προοπτική. Ἑπομένως ἐξαρτᾶται ἀπό τό τί προέχει στόν Κληρικό, ἡ πνευματική βοήθεια τῶν πιστῶν ἤ ἡ ὑλική ἐκμετάλλευσή τους. Ἄν ὁ πιστός ποιμαίνεται ὥστε νά προσκυνᾶ τίς ἱερές εἰκόνες μέσα στήν θεολογική ἀτμόσφαιρα πού ἀναφέραμε πιό πάνω, ὁ ἴδιος ὅμως ἐλεύθερα καί ἀβίαστα θέλει, ὡς ἔκφραση ἀγάπης, νά προσφέρη τόν ὀβολό του, ὥστε νά ἐξακολουθῆ νά διατηρῆται καί ὁ χῶρος ἐκεῖνος στόν ὁποῖο φυλάσσεται ἡ ἱερά εἰκόνα –στήν προκειμένη περίπτωση τά Ἱεροσόλυμα–, τότε καί αὐτό ἔχει τήν θέση τοῦ μέσα στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Τελειώνοντας θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι τά ὅσα ἐγράφησαν αὐτές τίς ἡμέρες κρύβουν μερικές ἀλήθειες, παρά τόν ὑπερβολικό καί ὑποκειμενικό τρόπο ἐκφράσεώς τους, καί πρέπει νά δώσουν ἀφορμή σέ ὅλους μας νά μάθουμε νά θεολογοῦμε, γιατί ὅπως γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος συνήθως οἱ ἄνθρωποι “τεχνολογούσι καί οὐ θεολογούσι”, στοχάζονται καί δέν θεολογοῦν ὀρθόδοξα. Καί βεβαίως πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά ἐξασκοῦμε μιά θεολογική ποιμαντική στόν λαό καί γύρω ἀπό τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, νά ἀναλύουμε, πέρα ἀπό ὑποκειμενικούς στοχασμούς, τήν γλώσσα τῶν συμβόλων, μέ τήν ὁποία προσεγγίζουμε τά ὀρθόδοξα θέματα καλύτερα ἀπό ὅ,τι μέ τόν ὀρθολογισμό, τόν στοχασμό καί τόν συναισθηματισμό.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3306