Skip to main content

Ἀναστασίου Ἀθ. Φιλιππίδη: Ν.Μ. Εl-Cheikh, Βυζάντιο- Ἰσλάμ (12ος-13ος αι.)

Ἀναστασίου Ἀθ. Φιλιππίδη

Τὴν ὥρα ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές, κορυφώνονται οἱ προετοιμασίες τῆς πολεμικῆς μηχανῆς τῆς Δύσης γιὰ ἕναν ἀκόμη πόλεμο ἐναντίον ἀραβικῆς χώρας. Γιὰ τὰ πολεμικὰ αἴτια καὶ τὶς ἐπιπτώσεις αὐτοῦ τοῦ πολέμου εἶναι ἄλλοι ἁρμοδιότεροι νὰ μιλήσουν. Ἀλλά, ἂν τώρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἑτοιμάζονται νὰ ξαναπιάσουν "τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν", πρόσκαιρες πολιτικὲς σκοπιμότητες μᾶς ἐντάσσουν στὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε πῶς ὁ ἑλληνικὸς λαὸς κατέχει μιὰ πολὺ διαφορετικὴ θέση στὶς καρδιὲς τῶν Ἀράβων ἀπὸ ὅ,τι οἱ Δυτικοί.

Στὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ θέλαμε νὰ γυρίσουμε ἐννιακόσια χρόνια πίσω, ὅταν ξεκινᾶ ἡ σύγκρουση Δύσης καὶ Ἀράβων μὲ τὶς λεγόμενες σταυροφορίες, καὶ νὰ δοῦμε τὴ θέση τῶν προγόνων μας ἀνάμεσα στοὺς δύο ἀντιπάλους. Τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀναδρομή μας ἔδωσε μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα μελέτη τῆς Nadia Maria El-Cheikh, τοῦ Ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βηρυττοῦ, ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὸ συλλογικὸ "The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim world" ("Οἱ σταυροφορίες ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ μουσουλμανικοῦ κόσμου"), ἔκδοση Dumbarton Oaks Center, Οὐάσιγκτον, 2001. Ὁ τόμος περιλαμβάνει τὰ Πρακτικὰ ἑνὸς Συνεδρίου, ποὺ διοργανώθηκε μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο 900 χρόνων ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τῶν Δυτικῶν σταυροφόρων στὴν Ἀνατολή, καὶ εἰδικότερα στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 1097.

Ἡ Cheikh στὴ μελέτη της μὲ τίτλο "Τὸ Βυζάντιο μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τοῦ Ἰσλὰμ ἀπὸ τὸ δωδέκατο ὡς τὸ δέκατο τρίτο αἰῶνα", ἐξετάζει ἕνα σχετικὰ ἄγνωστὸ θέμα. Ἡ κυρίαρχη ἐντύπωσή μας γιὰ τὴ σχέση Βυζαντίου καὶ Ἀράβων εἶναι ὅτι δύο ἰσχυρὲς Αὐτοκρατορίες συγκρούονταν σὲ τακτὰ διαστήματα καὶ προκαλοῦσαν μεγάλες καταστροφὲς ἡ μιὰ στὴν ἄλλη. Αὐτὸ ποὺ συνήθως ἀγνοοῦμε εἶναι ὅτι ἐπὶ ἀκόμη μεγαλύτερα διαστήματα τὰ δύο κράτη συνυπῆρχαν καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου εἶχαν ἀναπτύξει ἕναν ἀμοιβαῖο σεβασμό, ὅπως φαίνεται καὶ στὸ ἔπος τοῦ "Διγενῆ Ἀκρίτα". Ὅπως δείχνει τώρα ἡ Cheikh, ὁ σεβασμὸς καὶ ὁ θαυμασμὸς τῶν Ἀράβων γιὰ τοὺς Ρωμηοὺς ἐκτεινόταν σὲ πολλὰ ἐπίπεδα καὶ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχαν γιὰ τοὺς Δυτικούς.

Ἡ συγγραφέας ἀρχίζει τὴν ἔρευνά της ἀπὸ τὴν περίοδο λίγο πρὶν τὸ 1100. Ἐξετάζει μεγάλο ἀριθμὸ ἀραβικῶν πηγῶν τοῦ 12ου-13ου αἰῶνα, στὶς ὁποῖες περιλαμβάνονται παγκόσμιες χρονογραφίες, τοπικὲς ἱστορίες, γεωγραφίες, βιογραφικὰ λεξικὰ καὶ μονογραφίες γιὰ ἄτομα καὶ δυναστεῖες, ὥστε νὰ ἀνιχνεύση τὴν ἀπεικόνιση τῶν Βυζαντινῶν ἀπὸ τοὺς Ἄραβες αὐτὴ τὴν περίοδο.

Τὴν περίοδο αὐτή, τόσο ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ὅσο καὶ οἱ Ἄραβες, ἀντιμετώπιζαν πολιτικὰ προβλήματα λόγῳ ἐσωτερικῶν διαιρέσεων, τὰ ὁποῖα ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ σταυροφόροι. Ὡστόσο παρὰ τὴ σταδιακὴ παρακμὴ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, οἱ Ἄραβες παραμένουν στὸ σύνολό τους θαυμαστὲς τῶν "Ροὺμ" (Ρωμαίων). Τοὺς ἀποδίδουν μάλιστα ἔνδοξη καταγωγή, πιστεύοντας ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἠσαύ, τὸν γιὸ τοῦ Ἰσαὰκ (Λεξικό του Ἴμπν Μαζούρ, περὶ τὸ 1310). Τοὺς χαρακτηρίζουν ὡς "ἔντονα λευκούς, μὲ γαλάζια μάτια καὶ ξανθὰ μαλλιὰ" (γεωγράφος Ἴμπν Σαΐντ, περὶ τὸ 1270), χαρακτηριστικὰ ποὺ θεωροῦνται πανέμορφα στὴν ἀξιολογικὴ κλίμακα τῶν Ἀράβων. Ἡ ὀμορφιὰ τῶν Βυζαντινῶν ἐπαναλαμβάνεται σὲ διάφορες ἀραβικὲς πηγές, ὅπως στὸ ἔργο τοῦ Σαΐντ Ἀλ- Ἀνταλουσί, (περὶ τὸ 1060).

Πολλὲς ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἀραβικὲς πηγὲς ἀναφέρονται μὲ θαυμασμὸ στὴν "Μπιλὰντ ἀλ-Ρούμ", τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, αὐτὴ "τὴ μεγάλη χώρα καὶ βασίλειο" καὶ στὴν πρωτεύουσά της. Ὁ Ἀλ-Χαραβὶ (περὶ τὸ 1200) γράφει ὅτι "ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι μιὰ πόλη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ τὴ φήμη της", ἐνῶ ὁ Ἀλ-Καζουΐνι (1270) διακηρύσσει ὅτι "τίποτε δὲν κτίστηκε ποτὲ σὰν αὐτήν, οὔτε πρὶν οὔτε μετά". Ὁ ἴδιος μας ἔχει διασώσει καὶ μιὰ περιγραφή της Ἀγια-Σοφιάς, ὅπου μεταξὺ ἄλλων γράφει, μὲ κάποια ὑπερβολή, ὅτι "ἡ ἐκκλησία τοῦ βασιλιᾶ ἔχει ἕναν χρυσὸ τροῦλο καὶ δέκα θύρες, ἕξη ἀπὸ χρυσὸ καὶ τέσσερις ἀπὸ ἀσήμι, ἐνῶ ὅλοι οἱ τοῖχοι τῆς ἐκκλησίας εἶναι καλυμμένοι μὲ χρυσὸ καὶ ἀσήμι".

Μεγάλο θαυμασμὸ ἐκφράζουν διάφοροι Ἄραβες συγγραφεῖς γιὰ τὶς ἱκανότητες τῶν Βυζαντινῶν στὶς κατασκευές, στὴν τεχνικὴ καὶ στὴ ζωγραφική. Ὁ περιηγητὴς Ἴμπν Τζουμπάϋρ (περὶ τὸ 1180) ἐπιβεβαιώνει ἀπὸ πρῶτο χέρι τὴ φήμη τῶν Βυζαντινῶν ὡς κορυφαίων οἰκοδόμων καὶ σημειώνει ὅτι ἡ Ἀκρόπολη τοῦ Καΐρου κτίστηκε ἀπὸ Βυζαντινοὺς αἰχμαλώτους "οἱ ὁποῖοι εἶναι μοναδικοὶ στὴν κατασκευαστικὴ δεξιοτεχνία". Ἕνας ἄλλος περιηγητής, ὁ Ἄλ-Χαραβί, ἀναφέρει ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπάρχουν χάλκινα καὶ μαρμάρινα ἀγάλματα καὶ κολόνες "ποῦ ὅμοιά τους δὲν ὑπάρχουν πουθενὰ στὶς χῶρες τῶν Μουσουλμάνων".

Τὸν ἴδιο θαυμασμὸ προκαλεῖ ἡ ζωγραφικὴ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν, παρ' ὅλο ποὺ ἡ μουσουλμανικὴ θρησκεία ἀπαγορεύει τὶς ἀπεικονίσεις προσώπων. Ὁ Ἴμπν Τζουμπάϋρ, ἀναφερόμενος στὴν προ-ἰσλαμικὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία τῆς Παναγίας στὴ Δαμασκό, περιγράφει ὅτι "ἔχει θαυμαστὴ ἁγιογράφηση ποὺ ἀφήνει ἔκπληκτο τὸ μυαλὸ καὶ ἄναυδο τὸ βλέμμα".

Ἡ γνώμη αὐτὴ εἶχε μακρὰ παράδοση. Ὁ Ἄλ-Τζαχὶζ (ποῦ πέθανε τὸ 868) ἔγραφε "οἱ ζωγράφοι τους ζωγραφίζουν ἀνθρώπους χωρὶς νὰ παραλείπουν καμιὰ λεπτομέρεια, διότι ὁ Ρωμαῖος ζωγράφος δὲν εἶναι ἱκανοποιημένος μὲ τὸ ἔργο του μέχρι νὰ μεταβάλη τὸ σχέδιο σὲ νεαρὸ ἄνδρα, σὲ μεσήλικα ἢ σὲ γέρο. Στὴ συνέχεια κάνει τὴν εἰκόνα ὄμορφη καὶ γοητευτικὴ καὶ μετὰ τὴν κάνει νὰ γελᾶ ἢ νὰ κλαίη. Καταφέρνει ἀκόμα νὰ διαχωρίση στὴ ζωγραφική του ἀνάμεσα σὲ ἕνα σαρκαστικὸ χαμόγελο καὶ σὲ ἕνα ντροπαλό, ἀνάμεσα στὸ κεφάτο καὶ στὸ παραληρηματικὸ γέλιο". Τέλος, ὁ βιβλιογράφος Ἴμπν Ἀμπὶ Οὐσαϊμπία (πέθανε τὸ 1270) ἀναφέρει ὅτι τὸ βιβλίο του Διοσκουρίδη, ποὺ ἔστειλε ὡς δῶρο ὁ βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας στὸν χαλίφη τῆς Κόρδοβας τὸ 948, ἦταν ζωγραφισμένο "μὲ τὸ ἐκπληκτικὸ ρωμαϊκὸ στύλ".

Ἡ Cheikh τονίζει ὅτι ὅλα τα παραπάνω ἀποτελοῦσαν μόνιμες ἀπόψεις τῶν Ἀράβων ἀπὸ παλαιότερους αἰῶνες καὶ συνεχίζονται καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζει. Ἀντίθετα, ἄλλες ἀπόψεις φαίνεται ὅτι ἀλλάζουν αὐτὴ τὴν ἐποχή. Γιὰ παράδειγμα, οἱ Ἄραβες συγγραφεῖς, πρὶν τὸ 1100, κρίνουν πολὺ ἀρνητικὰ τὸ χαρακτῆρα καὶ τὴν ἠθικὴ τῶν Βυζαντινῶν. Τοὺς κατηγοροῦν γιὰ ἀνηθικότητα, ἀχαριστία, προδοσία καὶ τὶς γυναῖκες γιὰ ἄπρεπη συμπεριφορά. Ἀπὸ τὸν δωδέκατο αἰῶνα παύουν αὐτὲς οἱ ἀρνητικὲς κριτικές. Ἡ εἰκόνα εἶναι πλέον μόνο θετική. Ὁ Ἄλ-Καζουΐνι (1270) τοὺς ἀποκαλεῖ "εὔθυμους καὶ χαρούμενους". Ἡ Cheikh ἀποδίδει αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ στὴν ἐπαφὴ τῶν Ἀράβων μὲ τοὺς Φραγκους σταυροφόρους καὶ σημειώνει "οἱ Βυζαντινοὶ δὲν εἶναι (πλέον) στόχος κατηγοριῶν, διότι οἱ Σταυροφόροι μὲ τὴ "χυδαιότητα" τοὺς καὶ τοὺς τρομοκρατικοὺς τρόπους τους θεωρήθηκαν ἀνάξιοι, κατώτεροι σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἐκλεπτυσμένους καὶ ἐξευγενισμένους Βυζαντινούς".

Ἡ εἰκόνα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς πηγὲς τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα διατηρήθηκε κατὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν. Οἱ δύο λαοί, Ρωμηοὶ καὶ Ἄραβες, ἔζησαν πολλαπλὲς ταπεινώσεις ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ Ἄραβες μᾶς ἀγαποῦν μέχρι σήμερα, ἀφοῦ δὲν μᾶς ταύτισαν ποτὲ μὲ τοὺς ἀποικιοκράτες Δυτικούς. Σὲ πολλά, μάλιστα, μᾶς θεωροῦν πρότυπο, ὡς τὴν "Δύση τῆς Ἀνατολῆς", σὲ ἀντίθεση μὲ κάποιους Εὐρωπαίους, ποὺ μᾶς ὀνομάζουν περιφρονητικὰ "Ἀνατολὴ τῆς Δύσης".

  • Προβολές: 2726