Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμά Βαμβίνη

Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἐπιβάλλει τὴν ἡσυχία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι μᾶς ἐπιβάλλει νὰ γίνουμε ἀπόκοσμοι. Ἡ ἡσυχία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπραγία. Ὁ περιορισμὸς τῶν περιττῶν "συντυχιὼν" καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῶν ἀνούσιων ἢ καὶ βλαπτικῶν θεαμάτων δὲν ἔχουν ἀρνητικὸ περιεχόμενο· γίνονται γιὰ νὰ δίνεται χρόνος στὸν ἑαυτό μας νὰ ἐποπτεύη καλύτερα τὸν οἶκο του. Εἶναι μιὰ ἀνάγκη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὥστε νὰ φωτίζονται οἱ σκοτεινὲς περιοχές του καὶ νὰ ὁμαλοποιῆται ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ ζωή του.

Ἡ "ἔγκαρπη", λοιπόν, ἡσυχία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς συνδέει τὴν μελέτη μὲ τὴν προσευχή. Ἄλλωστε οἱ Ὀρθόδοξοι μελετοῦμε γιὰ νὰ θερμανθῇ ἡ διάθεσή μας γιὰ προσευχὴ καὶ ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε ἁπλῶς κάποια καινούργια πράγματα. Μέσα σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιο νομίζω ὅτι εἶναι ἐπίκαιρος ὁ σχολιασμὸς ἑνὸς ἁγιογραφικοῦ κειμένου, ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἔρχεται ἀπὸ βάθος εἴκοσι αἰώνων. Ἡ θεοπνευστία τοῦ συγγραφέα ἑνὸς κειμένου δίνει στὸ ἔργο τοῦ διαχρονικὴ ἀξία. Τὸ ἁγιογραφικὸ κείμενο, ποὺ στὴ συνέχεια θὰ σχολιάσουμε, μπορεῖ νὰ μὴν ἔχη ἄμεση σχέση μὲ τὰ γεγονότα ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἀδημονοῦμε αὐτὲς τὶς μέρες, ὅμως μᾶς δίνει τὶς βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ στηρίξουμε καὶ σήμερα τὴν ζωή μας· μᾶς δίνει, προπαντός, τὴ δυνατότητα νὰ βλέπουμε πίσω ἀπὸ τὸ θέατρο τοῦ παραλόγου, ποὺ παίζεται στὴ διεθνῆ σκηνὴ τὸν τελευταῖο καιρό, τὴν τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ "καθαίρεται" ἀπὸ τὴν ὕβρη ἡ ὁποία γεννᾶ τὴν τραγωδία.

Τὸ κείμενο ποὺ πρόκειται σύντομα νὰ σχολιάσουμε εἶναι τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάστηκε στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρόκειται γιὰ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς δικαίους τῆς Π. Διαθήκης. Ἰδιαιτέρα θὰ σχολιασθῇ ἡ φράση: "πίστει Μωϋσὴς "μέγας γενόμενος" ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἐλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν". Ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ τοῦ Μωυσῆ, νὰ "συγκακουχῆται" μὲ τὸν λαὸ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων του, γι' αὐτὸ ὁ σχολιασμὸς αὐτῆς αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Μωυσῆ, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βάση τὴν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων μας.

Ὁ Θεὸς τῆς πίστεώς μας δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, εἶναι Θεὸς ζώντων. Εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας. Ἐπίσης, δὲν εἶναι ἰδέα, ἄσαρκη σύλληψη τῆς σκέψης ἢ μιὰ ἐξιδανίκευση τῶν ἀνθρώπινων πόθων. Εἶναι Τριάδα προσώπων, ποὺ ἀλληλοπεριχωροῦνται, δηλαδή, τὸ ἕνα πρόσωπο ζῇ μέσα στὸ ἄλλο, μὲ ἀκατάληπτο γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ τρόπο· "ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ" (Ἰωάνν. ἰδ´ ,10), εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Φίλιππο. Καμμιὰ ἀνθρώπινη λέξη, κανένα ἀνθρώπινο νόημα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη ἢ νὰ συλλάβη τὴ φύση καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας.

Αὐτὸς ὅμως ὁ ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος Θεὸς ἀποκαλύφθηκε στὸν κόσμο. Μίλησε στοὺς προφῆτες ὡς ἄσαρκος Λόγος· συνομίλησε μὲ τοὺς ἀποστόλους, ὅταν ὁ Λόγος – ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ– ἔλαβε ἀπὸ τὴν Παναγία τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔγινε γιὰ μᾶς "υἱὸς ἀνθρώπου", χωρὶς "τροπὴ" ἢ ἀλλοίωση τῆς Θεότητός Τοῦ· ἀποκαλύπτεται, μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς "καθαροὺς τὴ καρδία", οἱ ὁποῖοι "προσκαρτεροὺν" στὸ ὑπερῶο τοῦ νοῦ τους τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ δειπνήσουν μαζὶ Τοῦ. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀπερινόητος Θεός, ποὺ ἀποκαλύφθηκε στοὺς προφῆτες, τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πατέρες μας, εἶναι ὁ Θεὸς τῆς πίστεώς μας.

Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση

Διαρκῶς μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζουμε τὴ νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις γεννήθηκαν μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ χριστιανοὺς ποὺ ἦταν δέσμιοι στὸν Ἰουδαϊσμὸ ἢ στὶς προκαταλήψεις τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. Αὐτοὶ οἱ χριστιανοὶ δὲν εἶχαν γευθεῖ τὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸ Θεό, γι' αὐτὸ ἔφτιαξαν μὲ τὴ φαντασία τους εἴδωλα τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἵρεση κυοφορεῖται στὸ χῶρο τῆς φαντασίας· δὲ μπορεῖ νὰ εὐδοκιμήση σὲ νοῦ ποὺ ἀπορρίπτει κάθε φανταστικὴ εἰκόνα, κάθε εἴδωλο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τὸν ἀποπροσανατολίζει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πορεία του πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Ἡ διατήρηση ὅμως τῆς ἀληθινῆς πίστεως δὲν ἔγινε "χωρὶς αἵματος". Ἡ πλάνη μέσα στὴν ἱστορία ἀποδείχθηκε πολὺ ἐπιθετική. Ἡ ἐπιθετικότητά της ἐνισχυόταν ἀπὸ ἐγκόσμιες σκοπιμότητες, οἱ ὁποῖες, κάποιες φορές, συνδέονταν μὲ τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες ἐπεδίωκαν τὴ διατύπωση τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς πίστεως, σὲ οἰκουμενικὲς συνόδους, γιατί γνώριζαν τὴν πολὺ θετικὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ἡ ἀληθινὴ πίστη στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες· τὶς ἐξυγιαίνει. Ἄλλοι ὅμως ἔβλεπαν τὴν πίστη ὡς ἁπλὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἐγκόσμιων στόχων, ἀγνοῶντας ὅτι αὐτὴ πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ δέχθηκαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πατέρες. Γι' αὐτὸ μποροῦσαν, προκειμένου νὰ πετύχουν τὴ σωτηρία ὁρισμένων ἐπαρχιῶν τοῦ κράτους, νὰ νοθεύουν τὴν πίστη (Ἑνωτικὸ τοῦ Ζήνωνος) ἢ νὰ ὑποχωροῦν ἀπέναντι στὶς ἀπαιτήσεις τῆς αἵρεσης, προκειμένου νὰ ἐνισχυθῇ στρατιωτικὰ ἡ ἄμυνα τῆς Πόλης (Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας).

Εἶναι πραγματικὰ ἐπώδυνη ἡ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα στὴν καθαρότητα τῆς πίστης καὶ στὴν πολιτικὴ ἢ ἐθνικὴ ἐλευθερία, ὅταν τίθεται τέτοιο δίλημμα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὅμως τὰ διλήμματα εἶναι τεχνητὰ καὶ τίθενται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν κατανοοῦν τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν παγκοσμιότητα τῆς ὀρθῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔμπαιναν σὲ τέτοιους προβληματισμούς. Ἔβλεπαν, πέρα ἀπὸ σύνορα, τὴν τραγωδία ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχη λανθασμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ Θεὸ καὶ ζεῖ ἀποκεκομμένος ἀπὸ Αὐτόν. Ἤθελαν νὰ φωτίσουν ὅλα τὰ ἔθνη μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ χαροποιήσουν μὲ τὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως.

Συγκακουχούμενοι μὲ τὸ λαό

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθῶντας τὸ πρότυπο τοῦ Μωυσῆ, ἐπέλεξαν "συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν". "Λαὸς τοῦ Θεοῦ" δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ βαπτισμένοι, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ ἀπέκτησαν ὑπαρξιακὴ βεβαιότητα γιὰ τὴν πίστη στὴν ὁποία βαπτίσθηκαν. Αὐτὸς ὁ λαὸς "κακουχεῖται" μέσα στὸν κόσμο ποὺ ἀγνοεῖ τὸ Θεό. Μὲ αὐτὸ τὸ λαὸ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπέλεξαν, ὡς γνήσιοι ποιμένες του, νὰ συγκακουχοῦνται. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μάλιστα, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτούς, ὅπως οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, "ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς". Ἀκόμη κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, "ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον", χύνοντας τὸ αἷμα τους εἴτε γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἴτε γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῶν δύο φύσεων, τῶν δύο θελήσεων καὶ τῶν δύο ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Γνώριζαν ὅτι κάθε τί, ποὺ δὲν ἔχει θεμέλιο τὴν ἀληθινὴ πίστη, βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἕνα θνητὸ ἔργο, ποὺ δεσμεύει τὸν ἄνθρωπο στὸν παρόντα αἰῶνα. Γι' αὐτό, ὅπως ὁ Μωυσῆς, θεωροῦσαν τὸ μὴ "συγκακουχεῖσθαι" μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὡς "ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν".

Ἡ πίστη αὐτῶν τῶν Πατέρων "τὴν οἰκουμένην ἐστήριξε", ἀλλὰ στηρίζει καὶ σήμερα τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ