Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Δύση (Β')

Ὁμιλία στὸ "Λαϊκὸ Πανεπιστήμιο" τῆς Ἐκκλησίας.

(Συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

2. Συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀνατολή

Ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ ποὺ ὅταν ὁμιλοῦν γιὰ τὴν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν φιλοσοφία, ἀπὸ τὸν δεύτερο αἰῶνα καὶ μετὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς στὴν συνάντηση αὐτὴ ἀλλοιώθηκε, ἀφοῦ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς μεταφυσικῆς καὶ μάλιστα τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ τὸν ἀνατολικὸ μυστικισμό.

Ὅμως εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοῦμε στὴν συνέχεια σὲ ποιά σημεῖα μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε τὴν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὴν φιλοσοφία καὶ τὸν μυστικισμὸ καὶ σὲ ποιά σημεῖα μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε τὴν διαφορὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ ἀναπτύχθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας φιλοσόφους.

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν συνάντηση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι αὐτὸ ἔγινε σὲ δύο συγκεκριμένα σημεῖα.

Ὁρολογία

Τὸ πρῶτο εἶναι στὸ θέμα τῆς ὁρολογίας.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἀποστολικοὶ Πατέρες ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτική τους ἐμπειρία, ἔχοντας ὅμως ἑβραϊκὴ σκέψη. Ἔκαναν, δηλαδή, λόγο γιὰ Πατέρα, Υἱὸ ποὺ ἐνηνθρώπησε καὶ γιὰ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ ἐπιφοίτησε στοὺς Ἀπόστολους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅμως οἱ ἑλληνίζοντες Χριστιανοί, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία προσπαθοῦσαν νὰ συμβιβάσουν το πῶς ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι συγχρόνως καὶ τριαδικός –Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι οἱ μοναρχιανοί, δυναμικοὶ ἢ τροπικοί, χρησιμοποιοῦσαν ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὅπως οὐσία, ἐνέργεια, ὑπόσταση, κλπ. Ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, μία οὐσία, ἀλλὰ ἐκφράζεται μὲ τρία πρόσωπα - προσωπεῖα. Οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ ἀπαντήσουν στοὺς φιλοσοφοῦντας Χριστιανούς, υἱοθέτησαν τὴν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἔδωσαν σὲ αὐτὴν ἄλλο περιεχόμενο, ὁμίλησαν, δηλαδὴ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι μία οὐσία καὶ τρία πρόσωπα, ἀλλὰ συνέδεσαν τὴν ἔννοια πρόσωπο μὲ τὴν ὑπόσταση, ὁπότε τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ οὐσία μὲ τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα, τὸν τρόπο ὑπάρξεως. Ἔτσι, τὸ κάθε πρόσωπο δὲν εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς οὐσίας, ὅπως ἔλεγαν οἱ σαββελιανιστές, ἀλλὰ ὁ "τρόπος ὑπάρξεως" εἶναι τὸ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τῆς ὑποστάσεως. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὄχι γιὰ νὰ κατανοήσουν λογικὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὔτε γιὰ νὰ ἀναπτύξουν τὴν φιλοσοφία, ἀλλὰ ἔχοντας αὐτὴν τὴν ὑπαρξιακὴ γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπαντήσουν στὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν μεταφυσικὴ ὁρολογία.

Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὸ θέμα τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν δημιουργία. Οἱ πρῶτοι Ἀποστολικοὶ Πατέρες, χρησιμοποιῶντας ἑβραϊκὴ φρασεολογία καὶ σκέψη ἔκαναν λόγο γιὰ τὸν Γιαχβὲ ποὺ εἶναι ὁ φανερούμενος Θεὸς καὶ δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὸν Ἐλωχὶμ ποὺ εἶναι ὁ κρυπτόμενος Θεός. Οἱ γνωστικοὶ ὅμως, χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐντοπίσουν γιατί ὑπάρχει τὸ κακὸ στὸν κόσμο, ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ φανερούμενος Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο εἶναι ὁ κατώτερος καὶ κακὸς θεός. Τότε οἱ ἅγιοι Πατέρες μίλησαν γιὰ τὸ ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, γιὰ τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ γιὰ τὸ ὅτι τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο εἶναι παρέμβλητο, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα ἑνὸς δῆθεν κατώτερου καὶ κακοῦ Θεοῦ.

Ἀπάντηση στὰ ὑπαρξιακά, ὀντολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ ἐρωτήματα

Τὸ δεύτερο σημεῖο στὸ ὁποῖο συναντήθηκε ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ εἶναι στὸ θέμα τῆς ἀπαντήσεως στὰ ὑπαρξιακά, ὀντολογικὰ καὶ κοσμολογικά, ἐρωτήματα ποὺ ἔθεταν οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης.

Κατὰ τὸν Σεβασμιώτατο ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἔθετε πολλὰ ἐρωτήματα, ὀντολογικά, κοσμολογικά, κλπ. Τὴν ἀπασχολοῦσε ἔντονα τί εἶναι ἡ ὕπαρξη, τί εἶναι τὸ Εἶναι, τί εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὸ νόημα τοῦ κόσμου, πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Προσπαθῶντας οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι νὰ ἀπαντήσουν στὰ τραγικὰ καὶ οὐσιαστικὰ αὐτὰ ἐρωτήματα κατέληγαν σὲ διάφορες θεωρίες. Κάθε φιλόσοφος, ἀνάλογα μὲ τὴ σχολὴ ποὺ ἐξέφραζε, ἐκινεῖτο σὲ ἰδιαίτερα πλαίσια. Ἡ Ἰουδαϊκὴ θεολογία δὲν ἀπαντοῦσε τὰ ὀντολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ αὐτὰ προβλήματα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, γιατί δὲν τὰ ἀντιμετώπιζε. Δὲν τὴν ἀπασχολοῦσε τί εἶναι ὁ κόσμος, ἀλλὰ ποιός εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Βλέποντας ὁ Ἰουδαῖος τὸν κόσμο ἀναβίβαζε τὴν σκέψη του στὸν Θεὸ καὶ τὸν δοξολογοῦσε.

Ἀκριβῶς δὲ ἡ Ἀποκάλυψη, ὅπως τὴν ἔζησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀπάντησε σὲ αὐτὰ τὰ κρίσιμα ἐρωτήματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Οἱ Πατέρες μελέτησαν τὰ ἐρωτήματα τῶν φιλόσοφων. Συνειδητοποίησαν τὸ βαθύτερο νόημα αὐτῶν τῶν ὀντολογικῶν καὶ κοσμολογικῶν προβλημάτων, καὶ ἔκαναν διάκριση "ἀνάμεσα στὰ ἐρωτήματα καὶ στὶς ἀπαντήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ". Τὰ ἐρωτήματα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων ἦταν οὐσιαστικά, ἐνῷ οἱ ἀπαντήσεις τους ἦταν ἐσφαλμένες. Ἔτσι, οἱ Πατέρες κράτησαν τὰ ἐρωτήματά τους καὶ ἔδωσαν ἀπαντήσεις σὲ αὐτά, ἐμποτισμένες ἀπὸ τὴν θεία Ἀποκάλυψη. Πρώτη φορὰ καὶ οἱ Ἕλληνες ἐλάμβαναν οὐσιαστικὲς ἀπαντήσεις πάνω στὰ ἐρωτήματά τους ποὺ δὲν ἦταν ἑλληνικές. Αὐτὸ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς Πατέρας τοῦ δευτέρου αἰῶνος καὶ συνεχίστηκε στοὺς Πατέρας τοῦ τετάρτου αἰῶνος. Στὴν κατηγορία αὐτὴ βέβαια ὑπάγεται καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Μὲ τὴν παρέμβαση αὐτὴν τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν φορέων τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ὁ ἑλληνισμὸς ἀπέκτησε ἕνα διαφορετικὸ προσανατολισμό, μεταμορφώθηκε ὁλοκληρωτικά, γονιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ὅπως παλαιότερα γονιμοποιεῖτο ἀπὸ τὶς δικές του δυνάμεις.

Τρία παραδείγματα

Θὰ ἀναφέρω τρία παραδείγματα γιὰ νὰ δοῦμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάσθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες σχετικὰ μὲ τὴν φιλοσοφία.

Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ κοσμολογικὸ θέμα σχετικὰ μὲ τὴν κίνηση. Ὁ Ὠριγένης, ἀκουλουθῶντας τὶς θεωρίες τοῦ Πλάτωνα, ὑπεστήριζε ὅτι οἱ ψυχὲς ποὺ βρίσκονταν στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, αἰσθάνθηκαν κόρο καὶ ἔτσι κινήθηκαν. Καρπὸς τῆς κινήσεως εἶναι ἡ γένεση τοῦ κόσμου, ὁπότε τὸ κακὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Στὴν συνέχεια πρέπει νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν στάση καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν σωτηρία. Τὸ σχῆμα λοιπὸν εἶναι κίνηση - γένεση - στάση.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀναφερόμενος στὰ θέματα αὐτὰ ἄλλαξε τὴν σειρά. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο δὲν προηγήθηκε ἡ κίνηση, ἀλλὰ ἡ γένεση, δηλαδὴ ὁ Θεὸς δημιούργησε θετικὰ τὸν κόσμο μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνεργειὲς Τοῦ, ὕστερα ἦλθε ἡ κίνηση, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν πτώση καὶ τέλος ὁ κόσμος πρέπει νὰ ἐπανέλθη στὸν Θεὸ καὶ νὰ ὑπάρξη στάση, ἡ ὁποία ὅμως ἀποκαλεῖται ἀεικίνητη στάση. Δηλαδὴ ἡ κίνηση-γένεση-στάση τῶν μεταφυσικῶν γίνεται γένεση-κίνηση-στάση, λαμβάνει ἄλλο περιεχόμενο ἡ σχέση μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου. Φαίνεται ἐδῶ ὅτι χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο ἡ ὁρολογία τῆς μεταφυσικῆς, ἀλλὰ ἀναιρεῖται τὸ περιεχόμενο της.

Τὸ δεύτερο παράδειγμα ἔχει σχέση μὲ τὸ Θεολογικὸ πρόβλημα. Ὁ Ἀριστοτέλης ὑπεστήριζε τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Ὅν εἶναι τὸ πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν. Τὸ ὅτι τὸ Ὅν εἶναι ἀκίνητο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς μεταφυσικῆς. Συγχρόνως ὁ Πλάτων ἔλεγε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ κίνηση τῶν ὄντων πρὸς τὸ Εἶναι καὶ ὄχι του Εἶναι πρὸς τὰ ὄντα. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι τὸ δεύτερο μεγάλο θεμέλιο τῆς μεταφυσικῆς.

Ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ὑπεστήριξε ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα. Γράφει: « καὶ αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος δι' ἀγαθότητος ὑπερβολὴν πάντων ἐρᾶ, πάντα ποιεῖ, πάντα τελειοῖ, πάντα συνέχει, πάντα ἐπιστρέφει καὶ ἔστι καὶ ὁ θεῖος ἔρως ἀγαθὸς ἀγαθοῦ διὰ τὸ ἀγαθόν. Αὐτὸς γὰρ ὁ ἀγαθοεργὸς τῶν ὄντων ἔρως, ἐν ταγαθὼ καθ' ὑπερβολὴν προϋπάρχων, οὐκ εἴασεν αὐτὸν ἄγονον ἐν ἑαυτῷ μένειν, ἐκίνησε δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πρακτικεύεσθαι κατὰ τὴν ἁπάντων γενητικὴν ὑπερβολήν» . Ἀλλοῦ γράφει: « καὶ αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος τῷ καλῷ τῶν πάντων ἔρωτι δι' ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος, ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, ταῖς εἰς τὰ μὴ ὄντα πάντα προνοίαις καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται» . Καὶ ἀλλοῦ γράφει: « ἔρωτα δὲ αὔθις καὶ ἀγάπην, καὶ κινητικὴν ἅμα καὶ ὡς ἀναγωγὸν δύναμιν ὄντα ἐφ' ἑαυτόν...» . Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφερόμενος σὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου λέγει: "Τὸ θεῖον οἱ Θεολόγοι, ποτὲ μὲν ἔρωτα, ποτὲ δὲ ἀγάπην, ποτὲ δὲ ἐραστὸν καὶ ἀγαπητὸν καλοῦσιν. Ὅθεν, ὡς μὲν ἔρως ὑπάρχων καὶ ἀγάπη, κινεῖται· ὡς δὲ ἐραστὸν καὶ ἀγαπητόν, κινεῖ πρὸς ἑαυτὸν πάντα τὰ ἔρωτος καὶ ἀγάπης δεκτικά".

Γίνεται φανερὸ ὅτι ἐδῶ ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀνατρέπουν τὰ δύο δόγματα τῆς μεταφυσικῆς, ἀφοῦ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἔρωτα πρὸς τὰ ὄντα καὶ ἀκόμη ὅτι κινεῖται πρὸς τὰ ὄντα. Καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόδειξη ὅτι τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου καὶ γενικὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες, καίτοι χρησιμοποιοῦν ὅρους τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς, δὲν δέχονται τὸ περιεχόμενό της.

Τὸ τρίτο παράδειγμα συνδέεται μὲ τὴν διαφορὰ μεταξύ του εἶναι καὶ τοῦ γίγνεσθαι. Κατὰ τὸν Χρῆστο Ἀνδροῦτσο ἀπὸ ἄποψη μεταφυσική το εἶναι δηλώνει τὴν ἀπόλυτη, τὴν μόνιμη πραγματικότητα, ἄσχετα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ γίγνεσθαι. Αὐτὸ ποὺ γίνεται ἔπαυσε νὰ εἶναι καὶ ὅταν εἶναι, τότε ἔπαυσε νὰ γίνεται. Ἔτσι, ἐνῷ το εἶναι δείχνει τὴν μόνιμη πραγματικότητα, τὸ γίνεσθαι σημαίνει τὴν μετάβαση « ἐκ τοῦ οὕτως εἶναι εἰς τὸ ἄλλως εἶναι» . Στὴν κλασσικὴ μεταφυσικὴ ἐκφράσθηκαν δύο ἀπόψεις πάνω στὸ θέμα αὐτό. Κατὰ τοὺς Ἐλεάτες, τῶν ὁποίων κύριος ἐκφραστὴς εἶναι ὁ Παρμενίδης, τὸ γίγνεθαι, ἡ κίνηση εἶναι ἀπάτη τῶν αἰσθήσεων ἐνῷ το εἶναι εἶναι ἁπλοῦν καὶ ἀμετάβλητο. Ἀντίθετα ὁ Ἡράκλειτος θεωροῦσε ὅτι τὸ γίγνεσθαι ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῶν ὄντων. Ὅλα δὲ τὰ ὄντα εἶναι « σημεῖα φαινόμενα μόνιμα ἐν τῇ ἀλλαγῇ τῶν καταστάσεων τοῦ γίγνεσθαι» .

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὰ κείμενά του κάνει μία σύνθεση καὶ ὑποστηρίζει ὅτι τὸ Εἶναι κινεῖται συνεχῶς πρὸς τὰ ὄντα καὶ κινεῖ τα ὄντα μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ ὄντα κινοῦνται πρὸς τὸ Εἶναι, ὅμως αὐτὴ ἡ κίνηση εἶναι στάσιμη καὶ ἡ στάση εἶναι ἀεικίνητη. Δηλαδὴ κάνει λόγο γιὰ τὴν « στάσιμον κίνησιν» καὶ τὴν « ἀεικίνητον στάσιν» . Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Τοῦ ποὺ λέγονται λόγοι τῶν ὄντων, δηλαδὴ ἄκτιστοι λόγοι καὶ ὁ ἄνθρωπος κινεῖται συνεχῶς πρὸς τὸν Θεό, παραμένοντας ὅμως ἑνωμένος μαζὶ Τοῦ. Αὐτὴ δὲ ἡ στάσιμη κίνηση καὶ ἡ ἀεικίνητη στάση φαίνεται τόσο στὴν θεία Λειτουργία, ὅσο καὶ στὴν ὅλη ἡσυχαστικὴ μέθοδο καὶ ζωή.

Ἑπομένως, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποιοῦν ὅρους τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς, ἀρνούμενοι ὅμως τὸ περιεχόμενό της. Στὰ τρία αὐτὰ παραδείγματα φαίνεται αὐτὸ καθαρότατα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπορρίπτουν τόσο τὴν μεταφυσικὴ ὅσο καὶ τὸν μυστικισμό.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)