Κύριο ἄρθρο: Μια μνημειώδης νομοκανονική έκδοση - “Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων”
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Το προηγούμενο έτος (2002) αναδημοσιεύθηκε και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγοπούλου στην Θεσσαλονίκη το μνημειώδες εξάτομο έργο των Γεωργίου Ράλλη και Μιχαήλ Ποτλή με τίτλο “Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων”. Πρόκειται για μια σημαντική έκδοση που έγινε με την συμπλήρωση των 150 χρόνων από την έκδοση του πρώτου και του δεύτερου τόμου που έγινε το 1852, ενώ οι άλλοι τέσσερεις τόμοι εκδόθησαν τα επόμενα έτη.
Ενημερωτικά, για το αναγνωστικό μας κοινό, θα ήθελα να υπογραμμίσω δύο σημαντικά σημεία, τα οποία δείχνουν την αξία και την σπουδαιότητα του έργου αυτού.
1. Το εξάτομο έργο των Ράλλη και Ποτλή είναι ένας πολύτιμος θησαυρός διότι αποτελεί την ιστορία της κανονικής διδασκαλίας των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, καθώς και του ρωμαϊκού δικαίου. Διαβάζοντας κανείς το πολύτιμο αυτό έργο έρχεται σε επικοινωνία με τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, με τα κανονικά κείμενα των αγίων Πατέρων, με την κατά καιρούς κωδικοποίηση των ιερών Κανόνων, με τις “Νεαρές” του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, με τις ερμηνευτικές αναλύσεις μεγάλων κανονολόγων, με αποφάσεις διαφόρων μεγάλων Πατριαρχών και Επισκόπων κλπ.
Οι δύο τελικοί συνθέτες του μεγάλου αυτού θησαυρού είναι ο Γεώργιος Ράλλης (1804-1883) που ήταν κορυφαίος και σοφός νομομαθής, Καθηγητής του Πανεπιστημίου, Υπουργός σε διάφορα Υπουργεία και πρόεδρος του Αρείου Πάγου, καθώς και ο Μιχαήλ Ποτλής (1810-1863) που είχε εξέλιξη στον δικαστικό κλάδο, διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης και Εκκλησιαστικών και υπήρξε Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή των Αθηνών. Και οι δύο εργάσθηκαν εντατικά για να αξιοποιήσουν και να δημοσιεύσουν, με παρατηρήσεις και σημειώσεις, όλα τα κείμενα τα οποία είχαν στην διάθεση τους και τα οποία εγράφησαν από πολλούς, δια μέσω των αιώνων, εγκρατείς κανονολόγους και νομικούς.
2. Μπορεί κανείς να βρη πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία στην πολυσέλιδη και σημαντική εισαγωγή, αποτελούμενη από 200 σελίδες, την οποία συνέγραψε ο Αρχιμ. π. Ειρηναίος Δεληδήμος στον οποίον αξίζουν πολλά συγχαρητήρια και για την εργασία του αυτή.
Προς ενημέρωση των αναγνωστών μας πρέπει να πούμε ότι ο π. Ειρηναίος Δεληδήμος, κατάγεται από την Έδεσσα της Μακεδονίας και μάλιστα με καύχημα υπογράφει ως “ελάχιστος πρεσβύτερος και μοναχός, ο Εδεσσηνός”. Υπήρξε συμφοιτητής μου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και όπως συνήθως λέγεται ήταν συνταξιώτης μου και γι’ αυτό γνωρίζω πολύ καλά την προσωπικότητά του.
Ο π. Ειρηναίος διακρινόταν από την μαθητική και φοιτητική του ζωή για την ευφυΐα και οξύνοιά του. Οι γνώσεις του όχι μόνον στα θεολογικά ζητήματα, αλλά και στα ιστορικά, ακόμη και στα αστρονομικά και την επιστήμη της φυσικής της εποχής εκείνης, προκαλούσαν το ενδιαφέρον και την κατάπληξη όλων όσων συζητούσαν μαζί του. Ήξερε την θεωρία της σχετικότητος του Αϊνστάιν πολύ καλά και είχε γνώσεις βιολογίας πολύ περισσότερες από τους ειδικούς στα θέματα αυτά και συζητούσε με Καθηγητάς Πανεπιστημίων ως ίσος προς ίσον. Μου έτυχε να εξετάζομαι μαζί του προφορικά σε διαφόρους Καθηγητάς και διεπίστωνα ότι κατά την προφορική εξέταση έκανε αναλύσεις που άφηνε άναυδους τους Καθηγητάς. Μάλιστα κάποιος Καθηγητής του υπέβαλε ερώτηση για ένα λεπτομερειακό ζήτημα και εκείνος ήταν έτοιμος να του κάνη πάμπολλες αναλύσεις που δεν περιέχονταν στο βιβλίο, πράγμα που εξανάγκασε τον Καθηγητή να του πη ότι ήταν έτοιμος να υποβάλη διατριβή για το ζήτημα αυτό.
Αργότερα χειροτονήθηκε από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρό Καλλίνικο, που τον αγάπησε πολύ, και υπηρετήσαμε μαζί στην ίδια Μητρόπολη, οπότε παρακολούθησα τα χαρίσματά του να εκδηλώνονται ακόμη περισσότερο. Αγαπούσε τον Θεό και την Εκκλησία, έπασχε για τον πόνο των αδελφών μας, αφιέρωνε ολόκληρες ώρες για να βοηθήση προβληματικούς ανθρώπους, αλλά και να κάνη φροντιστήρια μαθηματικών, φυσικής κλπ. Πολλές φορές διεπίστωσα ότι έδινε σωστές λύσεις σε διάφορα κρίσιμα γεγονότα που απασχολούσαν τους ανθρώπους αλλά και θέματα που είχαν σχέση με την θεολογία και την επιστήμη. Και όλα αυτά ήταν συνδυασμένα με μια βαθειά ταπείνωση που δεν την συναντά κανείς εύκολα σε ανθρώπους με τόσα χαρίσματα. Αλλά παράλληλα ο π. Ειρηναίος Δεληδήμος είχε και έχει ένα αραχνοειδές σωμάτιο, όπως και ο Μ. Βασίλειος, για να είναι ο μόνιμος πειρασμός του στα μεγάλα προσόντα και χαρίσματα με τα οποία τον πλούτισε ο Θεός.
3. Η εισαγωγή που συνέγραψε για την έκδοση αυτή φανερώνει τα χαρίσματά του και τις γνώσεις του. Κινείται με επιστημονικότητα και ευθυκρισία, διακρίνεται από οξύνοια και διακριτικότητα, εκφράζεται με δωρικότητα και διαύγεια. Διαβάζοντας κανείς την εισαγωγή μπορεί να εκτιμήση και την μεγάλη αξία του εξάτομου αυτού έργου των Ράλλη και Ποτλή και τις παρεμβάσεις του συντάκτου της. Κυρίως θα ήθελα να τονίσω δύο βασικά σημεία.
Το πρώτον ότι εκτίθεται όλη η ιστορία γύρω από την συγκέντρωση του καταπληκτικού αυτού υλικού. Οι δύο συνθέτες, Ράλλης και Ποτλής, αξιοποίησαν όλην την εργασία και παραγωγή που άρχισε από τον 6i αιώνα και έφθασε μέχρι τον 14i αιώνα και ακόμη αξιοποίησαν και μερικά άλλα κείμενα τα οποία εγράφησαν μεταγενέστερα.
Προηγήθηκαν οι δύο συλλογές του Ιωάννου του Σχολαστικού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, με τίτλους “Συναγωγή κανόνων εις πεντήκοντα τίτλους”, ήτοι οι Κανόνες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων μέχρι την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, στους οποίους προσετέθησαν και 68 Κανόνες του Μ. Βασιλείου και η “συλλογή των 87 κεφαλαίων εκ των "νεαρών" του Ιουστινιανού”. Βέβαια ο Ιωάννης ο Σχολαστικός αξιοποίησε και μια συλλογή κανόνων που προηγήθηκε και την οποία ετοίμασε ένας ανώνυμος.
Από τις συλλογές του Ιωάννου του Σχολαστικού προήλθε ο νομοκάνων σε πενήντα τίτλους από ανώνυμο, ο οποίος συνδύασε μετά τον θάνατο του Ιωάννου του Σχολαστικού (31-8-577) τις δυο συλλογές σε μία ενιαία.
Στην συνέχεια ακολούθησε το “Σύνταγμα εις δεκατέσσαρες τίτλους” από ανώνυμο (578-582 μ.Χ.), και ακολούθως η διασκευή του έργου αυτού από άλλον ανώνυμο τον οποίο ονόμασαν “εναντιοφανή”, από σχετική του εργασία.
Αυτά τα κείμενα είχε υπ’ όψη του ο Μέγας Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος το έτος 883 εξέδωσε το λεγόμενο “Σύνταγμα του Πατριάρχου Φωτίου”, το οποίο στο πρώτο μέρος περιλαμβάνει τον γνωστό νομοκάνονα σε δεκατέσσερεις τίτλους και στον οποίο συνδυάζονται οι Κανόνες με τους νόμους, και στο δεύτερο μέρος καταγράφονται τα κείμενα των Κανόνων των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων. Στο “Σύνταγμα” αυτό ο ιερός Φώτιος συμπεριέλαβε και τους Κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691), της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου (787), της λεγομένης Πρωτοδευτέρας Συνόδου που συνεκλήθη κατά την πρώτη πατριαρχία του (861), και της Συνόδου του έτους 879-880, κατά την δεύτερη πατριαρχία του, η οποία θεωρείται ως η ογδόη Οικουμενική Σύνοδος.
Μετά τον Μ. Φώτιο ακολούθησε μια περιόδος ερμηνείας των ιερών Κανόνων και κυρίως αυτό έγινε τον 12i αιώνα, οπότε τους ιερούς Κανόνας ερμήνευσαν οι μεγάλοι ερμηνευτές Αλέξιος Αριστηνός, “νομοφύλαξ” που δίδασκε στην Νομική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως και συγχρόνως ήταν διάκονος στην Αγία Σοφία, ο Ιωάννης Ζωναράς (“ο υπερφυέστατος εκείνος Ζωναράς”) που κατείχε ανώτατα αξιώματα στο Παλάτι, ήτοι “πρόεδρος του αυτοκρατορικού δικαστηρίου” και “πρωτοασηκρήτις” - αυτοκρατορικός γραμματεύς, αλλά όμως εγκατέλειψε τα πάντα και εμόνασε μέχρι τον θάνατό του σε Ιερά Μονή στα Πριγκηπόννησα, και ο Θεόδωρος Βαλσαμών, που ήταν “νομοφύλαξ” δηλαδή Καθηγητής της Νομικής Σχολής και διάκονος της Αγίας Σοφίας, και αργότερα έγινε Πατριάρχης Αντιοχείας.
Τον 14i αιώνα συμπληρώνεται όλο αυτό το νομοκανονικό έργο στην Θεσσαλονίκη από τον μοναχό και Πρεσβύτερο Ματθαίο Βλάσταρι, ο οποίος παρουσίασε έναν νομοκάνονα πρωτότυπο και επιτυχημένο. Το έργο αυτό ονομάστηκε “Σύνταγμα κατά στοιχείον”, στο οποίο συνδυάζονται οι ιεροί Κανόνες και οι πολιτικοί νόμοι, υπάρχουν κεφάλαια που πραγματεύονται ζητήματα αστικού δικαίου και όλα τα θέματα κατατάσσονται κατά αλφαβητική σειρά. Το βιβλίο αυτό “εγράφη ως νομοκανονικόν βοήθημα προσηρμοσμένον εις την αναδιοργάνωσιν του δικαστικού συστήματος την πραγματοποιηθείσαν υπό του Ανδρονίκου Γ' Παλαιολόγου κατά το 1329”.
Τέλος, στην εισαγωγή του π. Ειρηναίου Δεληδήμου περιγράφεται και το πώς οι Ράλλης και Ποτλής συνέλεξαν όλο αυτό το πολύτιμο υλικό, που αποτελεί την πεμπτουσία των αποφάσεων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των αποφάσεων των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και το εξέδωσαν, αφού προσέθεσαν και άλλα στοιχεία. Στο εξάτομο έργο τους οι Ράλλης και Ποτλής συμπεριέλαβαν τα εξής θέματα. Στον πρώτο τόμο δημοσίευσαν τον νομοκάνονα του ιερού Φωτίου με τα σχόλια του Βαλσαμώνος, στον δεύτερο τόμο τα κείμενα των Κανόνων των αγίων Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων με τις ερμηνείες του Αριστηνού, του Ζωναρά και του Βαλσαμώνος, στον τρίτο τόμο τους Κανόνες των τοπικών Συνόδων με τις ερμηνείες των πιο πάνω Κανονολόγων, στον τέταρτο τόμο τους Κανόνες των αγίων Πατέρων με τις ερμηνείες των πιο πάνω τριών Κανονολόγων, στον πέμπτο τόμο αποφάσεις Συνοδικές και διατάξεις Πατριαρχών, Νεαρές διατάξεις των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, διατάγματα Αυτοκρατόρων για εκκλησιαστικά ζητήματα, αποκρίσεις, επιστολές, ψήφους, επιλύσεις, υπομνήματα για διάφορες κανονικές υποθέσεις, καταλόγους Μητροπόλεων και Επισκοπών, εκκλησιαστικά αξιώματα, Γράμματα εκκλησιαστικά κλπ., και στον έκτο τόμο το “Σύνταγμα κατά στοιχείον” του Ματθαίου Βλάσταρι, καθώς επίσης και γενικό ευρετήριο όλων των θεμάτων που περιέχονται στους έξι τόμους.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της εισαγωγής είναι ότι ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος διατυπώνει εύστοχες παρατηρήσεις με την ευκαιρία της επανεκδόσεως του πνευματικού αυτού θησαυρού. Μερικά από τα θέματα που θίγονται είναι η διαφορά μεταξύ νόμων και ιερών Κανόνων, η σχέση μεταξύ του φυσικού και θετικού δικαίου, η θεραπευτική προοπτική των ιερών Κανόνων, οι έννοιες της ακριβείας και της οικονομίας, το ζήτημα του βαπτίσματος των ετεροδόξων, οι κίνδυνοι από την “νομική” ή “δικαστική” νοοτροπία, η εξέλιξη του νομικιστικού πνεύματος στην δυτική παράδοση, η συμπεριφορά μας προς τους αιρετικούς, η διδασκαλία του Μ. Φωτίου για την αποδοχή των “ετεροτήτων” μέσα στην Εκκλησία, η εισαγωγή του άήηήήίίή στην δυτική “Εκκλησία”, η μεταφορά του δυτικού μύθου της “Κωνσταντινείου δωρεάς” στην Ανατολή και η μετεξέλιξή του στην Ρωσσία, η αποδοχή των αρχαίων σοφών από Χριστιανούς σοφούς, τα περί του “τόμου” του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα περί της ονομασίας “Κολυβάδες”, την οποία ονομασία απέρριπτε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφοντας ότι “ψευδώς και συκοφαντικώς προσάπτουσιν ημάς” αυτόν τον όρο και “παραλόγως, ασυνέτως και ανοήτως Κολυβάδας αποκαλούντες” και “νά παύσουν από το να ονομάζουν ημάς Κολυβάδας”, τα περί της νομικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως, τα περί του ημερολογίου και του εορτασμού του Πάσχα κλπ.
Όπως γίνεται φανερό η εισαγωγή είναι ένα μνημείο ιστορίας, γνώσεων και συμπεπυκνωμένης πείρας. Και φυσικά το εξάτομο αυτό έργο αποτελεί ένα άρτιο βοήθημα, όχι μόνον για τους Κληρικούς και τους θεολόγους, αλλά και για τους νομικούς και γενικά επιστήμονας. Πρέπει να διακοσμή όλες τις βιβλιοθήκες, εκκλησιαστικές και δημόσιες, γιατί αποτελεί ένα υλικό μεγάλης αξίας και σπουδαιότητος.
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον Αρχιμ. Ειρηναίο, αγαπητό μου αδελφό, παραδελφό, φίλο και Κληρικό, καθώς επίσης θερμά συγχαρητήρια και στον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγοπούλου και για την μεγάλη αυτή προσφορά, αλλά και για τις άλλες προσφορές που έχει κάνει προς την Εκκλησία και το Γένος μας με τις πολλές και εκλεκτές εκδόσεις του.
Όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, το έτος 1883 (έτος θανάτου του Γεωργίου Ράλλη) συμπληρώθηκαν χίλια χρόνια από το έτος 883 που εξεδόθη το περίφημο έργο του ιερού Φωτίου. Αλλά και το έτος που επανεκδόθηκε, από τον εκδοτικό Οίκο του Βασιλείου Ρηγοπούλου το έργο των Ράλλη και Ποτλή, ήτοι το 2002 συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από την πρώτη έκδοση του πρώτου από τους έξι τόμους του ανωτέρου έργου.
Θεωρώ ότι η πορεία της Εκκλησίας στην διαχρονική της έκφραση πρέπει να γίνη κτήμα μας και οδηγός μας. Μπορούμε να ανταποκριθούμε στην σύγχρονη εποχή και στα πνευματικά προβλήματα των ανθρώπων, μόνον όταν έχουμε οδηγό τους Πατέρες μας, την σοφία και την έμπνευσή τους. Διαφορετικά θα παρασυρόμαστε από διαφόρους ανέμους και διάφορα ρεύματα, τα οποία θα εκκοσμικεύουν τον θεανθρώπινο λόγο της Εκκλησίας. Άλλωστε το ότι, όπως επανειλημμένως υπογραμμίζεται στα κείμενα αυτά και το τονίζει υπερβαλλόντως ο Αρχιμ. Ειρηναίος, οι Κανόνες της Εκκλησίας εντάσσονται στον θεραπευτικό της χαρακτήρα, και το ότι οι ιεροί Κανόνες, ακριβώς για τον λόγο αυτό, διαφέρουν σαφώς από τους νόμους της Πολιτείας δείχνει την μεγάλη τους αξία.
Επομένως οι ιεροί Κανόνες και οι ερμηνευτικές τους αναλύσεις εκφράζουν την διαχρονική πείρα της Εκκλησίας, καθώς επίσης είναι φάρμακα που θεραπεύουν τον άρρωστο άνθρωπο και τον οδηγούν στον σκοπό για τον οποίο πλάστηκε ήτοι την θέωση, τον δοξασμό.
- Προβολές: 3529