Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Δύση (Δ')

Ὁμιλία στὸ "Λαϊκὸ Πανεπιστήμιο" τῆς Ἐκκλησίας.

(Συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Analogia entis – Analogia fidei

Ἡ δημιουργικὴ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ ποῦ ἔγινε στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολλὰ προσόντα, δηλαδὴ γνώριζαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχαν καὶ προσωπικὴ ὑπαρξιακὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔγινε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο στὴν Δύση. Βέβαια οἱ παράγοντες ἦταν διαφορετικοί. Πιστεύω ὅτι ἡ ἄγνοια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἀλλὰ καὶ τῆς ὅλης πολιτιστικῆς παραδόσεως, συνετέλεσαν στὸ νὰ ἀποδεχθῇ ἡ Δύση τὸν Ἑλληνισμό, σὲ βάρος τῆς Ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι, ἐνῷ στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρας ἀναπτύχθηκε κυρίως ὁ "ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ", στὴν Δύση ἀναπτύχθηκε καὶ καλλιεργήθηκε ὁ "ἐξελληνισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ".

Στὴν Δύση μὲ τὴν ἀποδέσμευση τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων ἀναπτύχθηκε ἔντονα ἡ σχολαστικὴ θεολογία, πατέρας τῆς ὁποίας θεωρεῖται κυρίως ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης καὶ ἄλλοι σχολαστικοί, ὅπως ὁ Ἄνσελμος Καντερβουρίας. Ἡ σχολαστικὴ θεολογία προσέλαβε τὶς ἀρχὲς τῆς μεταφυσικῆς, ἤτοι θεώρησε τὸν Θεὸ ὡς οὐσία, ὡς ἀνώτατο ὅν, δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβη τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου, καὶ πρὸ παντὸς χρησιμοποίησε ἀφ' ἑνὸς μὲν τὸν ὀρθὸ λόγο γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ Θεοῦ, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὸ φεουδαλιστικὸ σύστημα ποῦ εἶχαν ἐφαρμόσει οἱ Φράγκοι, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν μεταφυσικά, τὴν τάξη ποῦ ὑπάρχει στὴν φύση, τὴν δικαιοσύνη στὴν δημιουργία, τὴν ἁμαρτία ὡς διατάραξη αὐτῆς τῆς τάξης καὶ ὡς προσβολὴ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, καὶ βέβαια ἑρμήνευσαν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐξιλέωση τῆς θείας δικαιοσύνης τοῦ ἀνωτάτου φεουδάρχη Θεοῦ καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς τάξεως καὶ τῆς δικαιοσύνης στὴν φύση.

Εἶναι φανερὸ ὅτι στὴν Δύση ἡ θεολογία, ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων προσέλαβε καὶ καλλιέργησε ἕναν ἐξελληνισμένο Χριστιανισμὸ μὲ τὴν μεταφυσική, τὴν οὐσιοκρατία, τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν νομικισμό.

Χαρακτηριστικὲς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι οἱ ἀπόψεις τῆς σχολαστικῆς καὶ γενικὰ τῆς Δυτικῆς θεολογίας, οἱ σχετικὲς μὲ τὴν Analogia entis –καὶ τὴν Analogia fidei.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ Analogia - ἀναλογία ἐννοοῦμε τὴν ὁμοιότητα ἢ ἀντιστοιχία τῶν λέξεων. Τὸ Analogia entis, δηλαδὴ ἡ ἀναλογία του ὄντος, εἶναι ἡ φιλοσοφικὴ ἄποψη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχει μιὰ ἀναλογία μεταξὺ τῶν ἀρχετύπων ἰδεῶν ποῦ βρίσκονται στὸ Εἶναι καὶ τῶν ἄλλων ὄντων ποῦ βρίσκονται στὸν κόσμο. Πρόκειται γιὰ τὴν προσωκρατική, πλατωνικὴ καὶ τὴν νεοπλατωνικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν σχέση τοῦ ἀνωτάτου ὄντος μὲ τὸν κόσμο. Σὲ αὐτὴν τὴν φιλοσοφικὴ ἀρχὴ στηρίχθηκε ἡ μεταφυσική. Τὸ βασικὸ ἐρώτημα τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς εἶναι τί εἶναι τα ὄντα καὶ τί εἶναι τὸ Εἶναι. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη τὸ "ὃν" ἔχει δύο σημασίες. Στὴν πρώτη, "ὃν" εἶναι αὐτὸ ποῦ εἶναι, δηλαδὴ αὐτὸ ποῦ ὑπάρχει καὶ στὴν δεύτερη σημασία τὸ "ὃν" εἶναι τὸ "Εἶναι", δηλαδὴ ἐκεῖνο διὰ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει κάτι καὶ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ εἶναι "ὃν" καὶ ὄχι "μὴ ὅν". Ἀντίθετα τὸ Analogia fidei, στὴν περίπτωση ποῦ ἐξετάζουμε ἐδῶ, σημαίνει τὴν ἀναλογία ποῦ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἐννοίας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ποῦ ὑπάρχει στὴν ψυχὴ καὶ αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, σημαίνει ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε ὁ Θεός, διότι κατὰ τὴν ἄποψη αὐτὴ ταυτίζονται ἔννοια καὶ ὅν, νόηση καὶ ἀντικείμενο. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀρχὴ τῆς λεγομένης ὀντολογικῆς ἀποδείξεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ πιστεύουμε στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ἡ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο.

Ἀναλυτικότερα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Analogia entis ἐκφράζει τὴν φυσικὴ ἀποκάλυψη, ὅτι δηλαδὴ διὰ τῆς θεωρίας τῆς φύσεως ἀποκτοῦμε τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Analogia fidei ἐκφράζει τὴν ἄλλη μορφὴ τῆς φυσικῆς ἀποκάλυψης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς διεργασίας καὶ ἐξελίξεως τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ μέσα στὴν λογική, ἡ ὁποία εἶναι τὸ εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Βασικὴ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι ὅτι ὑπάρχει ριζικὴ διάκριση μεταξὺ τῆς ὕλης καὶ τῆς πραγματικότητος. Πραγματικὸ καὶ ἀθάνατο εἶναι μόνον τὸ ἀγέννητο καὶ ἀναλλοίωτο. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐκ τοῦ μηδενὸς κατὰ βούληση δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐκ τοῦ μηδενὸς δὲν προέρχεται τίποτε, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι ἢ μιὰ φυσικὴ ἀπόρροια τῆς οὐσίας τοῦ ἑνός, ὅπως ἔλεγε ὁ πανθεϊσμός, ἢ εἶναι μιὰ φαινομενικὴ ἢ πεπτωκυία ἀντανάκλαση ἑνὸς ἀγέννητου πραγματικοῦ κόσμου ὑποστατικῶν ἰδεῶν ὅπως ἔλεγε ὁ ἰδεαλισμὸς ἢ εἶναι μιὰ ἀδιάσπαστη ἕνωση μορφῆς καὶ ὕλης, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὕλη εἶναι ἡ ἀρχὴ πολλαπλασιασμοῦ τῆς μορφῆς, ἀλλὰ χωρὶς ἀνεξάρτητη ὕπαρξη καὶ χωρὶς ἀπαρχή, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης. Ἐπίσης οἱ νεοπλατωνικοὶ δίδασκαν ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μία κατὰ ἀναλογία ἀντιγραφὴ τῶν αἰωνίως στὴν θεία οὐσία ὑπαρχουσῶν ἰδεῶν. Ἑπομένως ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο «εἶναι ἁπλῶς οἱ ἐν χρόνῳ εἰκόνες τῶν αἰωνίων ἐν τῇ οὐσίᾳ τοῦ ἑνὸς ὑπαρχόντων ἀρχετύπων» .

Αὐτὲς τὶς ἀπόψεις γιὰ τὸ Analogia entis καὶ Analogia fidei ἀσπάστηκε ἡ σχολαστικὴ καὶ γενικὰ ἡ θεολογία τῆς Δύσεως μὲ πολλὲς συνέπειες γιὰ τὴν ὅλη θεολογία της. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ καὶ στὴν Σούμα Θεολογικὴ τοῦ Θωμᾶ του Ἀκινάτη, ποῦ θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος δογματικὸς θεολόγος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καὶ βεβαίως οἱ διδασκαλίες τοῦ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὸν νεοπλατωνισμό, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἐπηρέασαν ὄχι μόνον τὴν παπικὴ θεολογία ἀλλὰ καὶ τὴν προτεσταντική. Χαρακτηριστικὰ πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Karl Barth ἀπορρίπτει μέν την τὸ Analogia entis, δηλαδὴ τὴν φυσικὴ ἀποκάλυψη καὶ θεολογία, ἀλλὰ παραδέχεται τὴν τὸ Analogia fidei τῆς σχολαστικῆς θεολογίας.

Γιὰ νὰ ἀναφερθῶ πιὸ συγκεκριμένα στὸν πρύτανη τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, δηλαδὴ τὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω δύο ἀπόψεις του σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ποῦ μᾶς ἀπασχολεῖ.

Πρῶτον δέχεται ὅτι, στὸν νοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν πολλὲς ἰδέες, καὶ ὡς ἰδέες νοοῦνται τὰ εἴδη τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται καθ' ἑαυτά, χωρὶς τὰ πράγματα. Μέσα στὸν Θεὸ ὑπάρχουν τὰ εἴδη, καθ' ὁμοιότητα τῶν ὁποίων δημιουργήθηκε ὁ κόσμος. Καὶ βέβαια ταυτίζει τὴν ἰδέα στὸν νοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν οὐσία Τοῦ, γι' αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικά: «Ἄρα ἡ ἰδέα ἐν τῷ Θεῷ οὐδὲν ἄλλο εἶνε παρὰ ἡ οὐσία αὐτοῦ» . Προχωρεῖ δὲ στὴν συνέχεια γιὰ νὰ ὑποστηρίξη τὴν ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν πολλὲς ἰδέες, ὅσα εἶναι καὶ τὰ κτίσματα. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἰδέα ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη, γι' αὐτὸ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξη τὴν ἄποψη ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ actus purus καὶ ἄλλο εἶναι ἡ κτιστὴ ἐνέργεια ποῦ ὑπάρχει σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Δεύτερον, ἀπόρροια τοῦ πρώτου εἶναι ὅτι, «ἡ δημιουργία εἶναι ἀντιγραφὴ τῆς θείας οὐσίας διὰ τῆς ἐνυποστασιοποιήσεως τῶν ἀρχετύπων". Μάλιστα τὰ κεφάλαια τοῦ Θωμᾶ του Ἀκινάτη, περὶ δημιουργίας, χαρακτηριστικότατα ἐπιγράφονται, «ἐκπόρευσις τῶν κτισμάτων» καὶ «ἀπόρροια τῶν κτισμάτων» . Ἀκόμη ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξη ὅτι ὁ Θεὸς "ἀγαπᾶ τὰ ἐν αὐτῷ ἀρχέτυπα".

Συνέπεια τῆς ἀποδοχῆς τῆς θεωρίας της τὸ Analogia entis καὶ Analogia fidei ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ καὶ γενικὰ Δυτικὴ θεολογία εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι κατ' οὐσίαν δημιουργὸς καὶ ὄχι κατὰ βούληση καὶ ἐνέργεια· ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἐκ τῶν ὑπαρχουσῶν ἰδεῶν καὶ ὄχι ἐκ τοῦ μηδενὸς· ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι μιὰ ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ὅτι μέσα σὲ ὅλη τὴν κτίση ὑπάρχει ἡ κτιστὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἄκτιστη οὐσιοποιός, ζωοποιὸς καὶ σοφοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ κοινωνία μὲ κτιστὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὁπότε δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ· ὅτι ἡ ψυχὴ νοσταλγεῖ τὴν ἐπιστροφή της στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀπορρίπτοντας τὸ σῶμα, καὶ δὲν εἶναι ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα διὰ τῆς μεθέξεως τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καὶ πολλὲς ἄλλες ἀπόψεις.

Γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεχθῇ τὶς ἀπόψεις τόσο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὅσο καὶ τὶς θέσεις τῆς σχολαστικῆς καὶ Δυτικῆς θεολογίας περὶ τῆς Analogia entis καὶ Analogia fidei. Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀρνεῖται τὴν μεταφυσική, ἡ ὁποία στηρίζεται κατ' ἐξοχὴν στὴν Analogia entis καὶ Analogia fidei, ὅπως τὰ εἴδαμε μὲ συντομία πιὸ πάνω.

Ὡς ἀντίδραση σὲ αὐτὸν τὸν Χριστιανισμὸ ποῦ συνδέθηκε μὲ τὴν μεταφυσικὴ εἶναι ὅλα τὰ ἄλλα ρεύματα ποῦ γεννήθηκαν καὶ ἀναπτύχθηκαν στὴν Δύση, ἤτοι ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισμός, ὁ ρομαντισμός, ὁ νεωτερισμὸς καὶ ἡ μετανεωτερικότητα ἢ μεταμοντερνισμός. Ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν γκρέμισε τὸ κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς καὶ βεβαίως αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀρνηθοῦν οἱ ἐπιστήμονες τὸν Χριστιανισμὸ ποῦ στηρίχθηκε στὴν μεταφυσική.

Ὁ Καθηγητὴς τῆς Ψυχολογίας στὸ Κολέγιο Σουόρθορ τῆς Ἀμερικῆς Kenneth Gergen στὸ βιβλίο τοῦ «Ὁ κορεσμένος ἑαυτὸς» παρουσιάζει τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποῦ ἀναπτύχθησαν στὴν Δύση, ὅπως τὸν διαφωτισμὸ (18ος αἰῶνας), τὸν ρομαντισμὸ (τέλη 18ου καὶ ἀρχὲς 19ου αἰῶνα) τὸν μοντερνισμὸ ἢ νεωτερικότητα (τέλος 19ου, ἀρχὲς 20ου αἰῶνα), καὶ σήμερα τὸν μοντερνισμὸ ἢ μετανεωτερικότητα, καθὼς ἐπίσης περιγράφει καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ὅλων αὐτῶν τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων, ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχή του στὰ γνωρίσματα τῆς μετανεωτερικότητας.

Ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς ἀποδέχθηκε πλήρως τὴν μεταφυσικὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πρᾶγμα ποῦ δὲν ἔκαναν οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ τὴν συνάντησή τους μὲ τὸν Χριστιανισμό. Ἐπίσης, ὑπάρχουν ἐρευνητὲς ποῦ συνδέουν τὸν οὑμανισμὸ τῆς Δύσεως, τοὺς Διαφωτιστὲς μὲ τὸν ὀρθολογισμὸ τῶν Ἰώνων φυσικῶν καὶ τὶς θεωρίες τῶν σοφιστῶν, οἱ ὁποῖοι στηρίζονται στὸν ὀρθολογισμό. Ὅπως ἀκόμη ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ προσωκρατικοὶ φιλόσοφοι εἶναι "θεμελιωτὲς τῆς Δυτικῆς σκέψης".

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)

 

 

  • Προβολές: 2957